Το 1191 η Κύπρος κατακτάται από τον Ριχάρδο Λεοντόκαρδο και αποδίδεται στους Φράγκους. Το δίκαιον της περιόδου αυτής αντανακλά την προσπάθεια αφενός των κατακτητών να υποτάξουν και να αφομοιώσουν τον ντόπιο πληθυσμό και αφετέρου την πάλη των Κυπρίων να διαφυλάξουν την αυτονομία τους, όσο τους ήταν δυνατό. Έτσι το δίκαιον της περιόδου αυτής χωρίζεται σε δίκαιον των κατακτητών και δίκαιον των υποδούλων.
α) Δίκαιον των κατακτητών: Όταν ο Ριχάρδος κατέλαβε την Κύπρο το 1191, οι Κύπριοι αφού του έδωσαν τα μισά από τα υπάρχοντά τους, ζήτησαν να επαναφέρει τους νόμους του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού που είχαν καταργηθεί από τον διοικητή της Κύπρου Ισαάκιο Κομνηνό. Ο Ριχάρδος, που δεν είχε μόνιμες βλέψεις επί της Κύπρου αλλά την έβλεπε μόνο σαν ορμητήριο δέχτηκε, όμως το παράδειγμά του δεν ακολούθησαν οι διάδοχοί του. Οι αγοραστές του νησιού έβλεπαν την Κύπρο σαν μοναδική πηγή πλούτου και εκμετάλλευσης, γι' αυτό έπρεπε για εξυπηρέτηση των στόχων τους να εισάξουν και το ανάλογο δίκαιον. Έτσι εισάγουν το δίκαιον των ασσιζών της Ιερουσαλήμ που είχε συνταχθεί για τις ανάγκες της φραγκοκρατούμενης Ιερουσαλήμ (1189). Οι ασσίζες* εισάγονται στην Κύπρο στην αρχή ανεπίσημα και περιβάλλονται με νομοθετική ισχύ το 1369.
Οι ασσίζες χωρίζουν τους Κυπρίους σε δυο κατηγορίες, τους δουλοπάροικους και τους αστούς. Οι δουλοπάροικοι ανήκουν στην απόλυτη κυριότητα των Φράγκων ευγενών όπως και η γη πάνω στην οποία ζουν και την οποία καλλιεργούν.
Οι ευγενείς μπορούν να τους μεταχειρίζονται, με βάση το δίκαιον, όπως θέλουν: να τους πουλούν, να τους ανταλλάσσουν με ζώα, να τους τιμωρούν με οποιαδήποτε ποινή ˙ απαγορευόταν μόνο ο ακρωτηριασμός ή ο φόνος δουλοπαροίκων, έργο, που ανατίθεται σε ειδικά δικαστήρια.
Οι δουλοπάροικοι δουλεύουν δυο μέρες την εβδομάδα για λογαριασμό του αφέντη τους και τις υπόλοιπες στη γη που τους παραχωρεί για καλλιέργεια, ενώ επικρατεί η ψηλή κυριότητα. Το ένα τρίτο της παραγωγής καταβάλλεται στον κύριο της γης, επιπρόσθετα προς τον κεφαλικό φόρο στο τέλος του χρόνου. Βαριές ήταν επίσης οι φορολογικές υποχρεώσεις των αστών, τουλάχιστον όμως ζούσαν σε καθεστώς σωματικής ελευθερίας.
Οι ασσίζες χωρίζονται σε μέρη - κώδικες.
Το πρώτο, οι ασσίζες της Υψηλής Αυλής (Assises de la Haute Cour), διέπουν τις σχέσεις των ευγενών προς τον βασιλιά και μεταξύ τους. Το δεύτερο, οι ασσίζες της Κάτω Αυλής ή της Αυλής των Αστών (Assises de la Basse Cour), ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των αστών. Η συλλογή αυτή των ασσιζών περιέχει διατάξεις ποινικού, αστικού, ναυτικού και δικονομικού δικαίου. Τα δυο μέρη των ασσιζών εφαρμόζονται από δυο ανεξάρτητα μεταξύ τους δικαστήρια. Οι ασσίζες της Υψηλής Αυλής εφαρμόζονται από το Haute Cour, ένα συμβούλιο ευγενών που προεδρεύεται από τον βασιλιά σαν τον πρώτο μεταξύ ίσων και που εκτός από τις εκτελεστικές και διοικητικές του αρμοδιότητες εκδικάζει και διαφορές μεταξύ των ευγενών.
Οι ασσίζες των αστών εφαρμόζονται από το Basse Cour γνωστό επίσης σαν δικαστήριο του βισκούντη (visconte) από τον τίτλο του αξιωματούχου που προεδρεύει. Ένα τέτοιο δικαστήριο υπήρχε στη Λευκωσία, αργότερα ιδρύθηκε άλλο στην Αμμόχωστο με πρόεδρο τον καπιτάνο (capitaine), στρατιωτικό διοικητή της πόλης. Στις μικρότερες πόλεις υπήρχαν αντίστοιχα δικαστήρια που προεδρεύονταν από κατώτερο αξιωματούχο, τον εμπαλή (bailie). Στα δικαστήρια αυτά (δηλαδή των visconte, capitaine και bailie) υπάγονται όλες οι διαφορές μεταξύ αστών αλλά και μεταξύ αστών και ευγενών.
β) Το δίκαιον των υποδούλων: Το φραγκικό δίκαιο κάλυπτε ολόκληρο τον τομέα του δημοσίου δικαίου και αρκετό μέρος από το ιδιωτικό δίκαιον μέχρι του βαθμού που ήτα ν αναγκαίο για την στερέωση του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος των Φράγ κων κατακτητών. Ως προς το υπόλοιπο μέρος του ιδιωτικού δικαίου, είτε οι Φράγκοι δεν μπόρεσαν, είτε δεν ενδιαφέρονταν, εφαρμοζόταν το βυζαντινό δίκαιον. Θεματοφύλακας του δικαίου αυτού ήταν ασφαλώς η Ορθόδοξη Εκκλησία η οποία με την εξαφάνιση της αριστοκρατίας αναδεικνύεται και ως κοσμική αρχή.
Τα επισκοπικά δικαστήρια που λειτούργησαν κατά την προηγούμενη περίοδο, συνέχισαν και τώρα, εφαρμόζοντας το βυζαντινό δίκαιον.
Πολύ σύντομα όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπισε την εχθρότητα και την επίθεση της Καθολικής Εκκλησίας που βοηθούμενη από τους Φράγκους κυρίαρχους, ανέλαβε εκστρατεία για λατινοποίηση του πληθυσμού και αποδυνάμωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Το 1260 μ.Χ. ο πάπας Αλέξανδρος ΣΤ' εκδίδει την Κυπρία Διάταξη ή Βούλλα Σύπρια (Constitutio ή Bulla Cypria) που επισημοποιεί την υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Βούλλα Σύπρια* όμως αναγνωρίζει ρητά την αρμοδιότητα της Εκκλησίας και δη των επισκοπικών δικαστηρίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας να εκδικάζουν διαφορές οικογενειακού δικαίου μεταξύ των Ορθοδόξων.
Φυσικά τα δικαστήρια αυτά μειώνονται σε αριθμό όπως και οι αντίστοιχες επισκοπικές περιφέρειες από 14 σε 4. Τίποτε όμως από αυτά δεν φαίνεται να επηρεάζει σοβαρά τη δικαιοδοσία των επισκοπικών δικαστηρίων, που εφαρμόζουν το βυζαντινό δίκαιον.
Συμπερασματικά μπορεί να λεχθεί ότι κατά την περίοδο αυτή το βυζαντινό δίκαιον κατόρθωσε να επιβιώσει: α) Με τη διατήρηση των επισκοπικών δικαστηρίων. β) Με τη συνειδητή ανοχή που έδειξαν οι Φράγκοι στο ντόπιο δίκαιον. Έτσι κατά τον Λεόντιο Μαχαιρά, οι Φράγκοι ηγεμόνες ορκίζονταν να κρατήσουν και στερεώσουν τις ασσίζες αλλά και τα καλά συνήθεια του ρηγάτου. γ) Με την έμμεση επίδραση που είχε το βυζαντινό δίκαιον στις ασσίζες των Ιεροσολύμων πριν ακόμη αυτές εισαχθούν στην Κύπρο. Σημαντικότερος όμως παράγοντας ήταν οι ίδιοι οι Κύπριοι που θεωρούσαν το δίκαιον αυτό σαν δικό τους και το προστάτευσαν με τον ίδιο ζήλο που διαφύλαξαν και την εθνική τους συνείδηση, τη θρησκεία και τη γλώσσα τους.