Η Ελλάς κατακτάται από τους Ρωμαίους το 146 π.Χ. Εκατόν περίπου χρόνια αργότερα, το 58 π.Χ., η Κύπρος ακολουθεί την τύχη του υπόλοιπου Ελληνισμού. Μετά το διαχωρισμό της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 330 μ.Χ. και την ίδρυση του Βυζαντίου, η Κύπρος αποτελεί βυζαντινή επαρχία. Έτσι το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιον επιβάλλεται και εδραιώνεται και στην Κύπρο όπως και στην υπόλοιπη βυζαντινή επικράτεια.
Η ανεύρεση του χειρογράφου Ελληνικοί Νόμοι της Κύπρου του 13ου αι., ενισχύει την θέση αυτή. Παρόλο που το έγγραφο τούτο ανήκει χρονικά στην επόμενη περίοδο της Φραγκοκρατίας, ωστόσο φαίνεται ότι πρόκειται για αντιγραφή προγενέστερου δικαίου. Γίνεται πάντως δεκτό ότι αποδίδει και αντανακλά το δίκαιον που ίσχυε στην Βυζαντινή περίοδο. Οι ελληνικοί νόμοι της Κύπρου αναφέρονται στο ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιον που εφαρμοζόταν από το επισκοπικό δικαστήριο της Αρσινόης Πάφου. Όμως εχρησιμοποιούντο και από άλλα δικαστήρια, όπως φαίνεται από μια απόφαση του επισκοπικού δικαστηρίου Σολέας του 1306. Οι ελληνικοί νόμοι της Κύπρου ρύθμιζαν κυρίως θέματα του οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου, περιείχαν δε και διατάξεις γεωργικού και ναυτικού δικαίου. Το δίκαιον αυτό είναι καθαρά βυζαντινό και το κείμενό του είναι γεμάτο από παραπομπές στις διάφορες πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές του βυζαντινού δικαίου, όπως η εκλογή των Ισαύρων, ο Ναυτικός Νόμος των Ροδίων, οι Νεαρές του Λέοντος το Σοφού και του Κωνσταντίνου του Μονομάχου, το Νομικό Ποίημα του Αταλιώτη, η Σύνοψη των βασιλικών κλπ.
Δικαστικό σύστημα: Παρόλο ότι οι πληροφορίες για τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης είναι πολύ περιορισμένες, εξετάζοντας τα όσα ίσχυαν στις άλλες βυζαντινές επαρχίες, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η δικαιοσύνη στην Κύπρο απονεμόταν από διοικητικούς αξιωματούχους της αυτοκρατορίας, δηλαδή, τον διοικητή (judex ordinarius) και τους χαμαιδικαστές (judices pedanei) που αργότερα αντικαθίστανται από τους εκδίκους (defensores civitatum).
Σε αντίθεση με τα κοσμικά αυτά δικαστήρια λειτουργούσαν και τα επισκοπικά. Ο θεσμός της επισκοπικής δικαιοδοσίας έχει τις ρίζες του στον αρχέγονο χριστιανισμό όταν οι Χριστιανοί κατά αποστολική προτροπή αλλά και για λόγους σκοπιμότητας προτιμούσαν να λύνουν τις διαφορές τους με διαιτητικό τρόπο στα πλαίσια της δικής τους κοινότητας. Όταν αναγνωρίστηκε η χριστιανική θρησκεία από τον Μέγα Κωνσταντίνο, ο θεσμός αυτός αναγνωρίστηκε επίσημα και έτσι οι αποφάσεις των επισκοπικών δικαστηρίων εξομοιώθηκαν με εκείνες των κοσμικών δικαστηρίων.
Η αρμοδιότητα των επισκοπικών δικαστηρίων κάλυπτε όλο το ιδιωτικό δίκαιον, επιλαμβανόταν όμως μιας υποθέσεως ύστερα από συμφωνία των διαδίκων.
Επί Ιουστινιανού ενισχύθηκε η λειτουργία του θεσμού αυτού και επεκτάθηκαν οι αρμοδιότητες των επισκόπων, στους οποίους ανετέθη ρόλος εποπτείας πάνω στον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης από τα πολιτικά δικαστήρια.
Αργότερα, με τις Νεαρές των αυτοκρατόρων Λέοντος Στ', Μιχαήλ Δούκα και Αλεξίου Κομνηνού, διαχωρίστηκαν οι σφαίρες δικαιοδοσίας των επισκοπικών και κοσμικών δικαστηρίων. Στα επισκοπικά δικαστήρια ανετέθη αποκλειστική αλλά και υποχρεωτική δικαιοδοσία όσον αφορά διαφορές οικογενειακού δικαίου. Συνέχισαν όμως παράλληλα και την διοικητική τους λειτουργία για διαφορές από το λοιπό πλάτος του ιδιωτικού δικαίου.
Τα επισκοπικά δικαστήρια που λειτούργησαν κατά τη Βυζαντινή περίοδο στην Κύπρο ήσαν όσα και οι αντίστοιχες επισκοπικές περιφέρειες.