Η ανασκαφική έρευνα στον αρχαιολογικό χώρο του Ιδαλίου (αρχαίο Ιδάλιον), από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση της αρχαιολόγου δρος Μαρίας Χατζηκωστή συνεχίστηκε στη βόρεια πλαγιά του λόφου της «Αμπελερής» (ή και «Αμπιλερής»), που θεωρείται ότι ήταν η κύρια ακρόπολη της αρχαίας πόλης του Ιδαλίου. Το 1992 ανεσκάφησαν τέσσερα δωμάτια κτιριακού συμπλέγματος στο βορειότερο μέρος της χαμηλότερης επίπεδης επιφάνειας του λόφου, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Το δάπεδό τους βρέθηκε καλυμμένο με παχύ στρώμα από χαλάσματα των τοίχων και της οροφής, από ωμόπλινθους και πηλό διαφόρων αποχρώσεων. Κομμάτια γύψου, αρκετά με αποτυπώματα ξύλων, καλαμιών και άλλων ειδών, φανερώνουν τα υλικά που είχαν χρησιμοποιηθεί για τη στέγη. Οι τοίχοι ήσαν πάχους 75 έως 85 εκατοστομέτρων, σε μερικά δε σημεία σώζονται μέχρι και σε ύψος μισού μέτρου. Ήταν κτισμένοι με κατεργασμένες πέτρες της περιοχής (κιμωλίες) και λίγες πελεκημένες πέτρες από ασβεστολιθικό ψαμμίτη. Ακατέργαστοι λίθοι, πλίνθοι και πηλός είχαν χρησιμοποιηθεί ως γέμισμα (εσωτερικό των τοίχων). Στο εσωτερικό των δωματίων, οι τοίχοι ήσαν καλυμμένοι με επίχρισμα από γύψο.
Τα δωμάτια άνοιγαν προς τα νότια, σε μεγάλη αυλή στην οποία εντοπίστηκαν δύο ακόμη δάπεδα που ανήκουν σε αρχαιότερες φάσεις. Το ανατολικότερο των δωματίων ήταν διαστάσεων 3X15 και πλέον μέτρων και διατηρεί σε πολύ καλή κατάσταση πλακόστρωτο δάπεδο (από μεγάλες ορθογώνιες πλάκες). Μεταξύ των κινητών ευρημάτων περιλαμβάνονται τεμάχιο κιονόκρανου, δύο πήλινα ειδώλια, ένα νόμισμα του βασιλιά της Σαλαμίνος Ευαγόρα Β' (361-351 π.Χ.) και μεγάλος αριθμός ενεπίγραφων οστράκων, με κυπροσυλλαβική αλλά και φοινικική γραφή.
Βλέπε λήμμα: Γραφή
Παρομοίων διαστάσεων είναι και το δεύτερο των δωματίων. Σ’ αυτό βρέθηκαν μεγάλοι αποθηκευτικοί πίθοι, συνολικά έξι. Τρία νομίσματα βρέθηκαν επίσης, εκ των οποίων τα δύο είναι του Ευαγόρα Β' της Σαλαμίνος και το τρίτο του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το τρίτο των δωματίων, πλάτους 2,5 μέτρων και ακαθόριστου ακόμη μήκους, διασώζει τεμάχια πατώματος από υδραυλικό ασβεστοκονίαμα. Το ίδιο πλάτος έχει και το τέταρτο (δυτικότερο) δωμάτιο, στο οποίο βρέθηκαν τέσσερα σπασμένα αποθηκευτικά πιθάρια.
Μία νέα πτέρυγα δωματίων, στον ίδιο χώρο και προς τα δυτικά του, άρχισε να εμφανίζεται από τις ανασκαφές του 1991. Κατά την ανασκαφική περίοδο του 1993, κοντά στο συγκρότημα των δωματίων (που χρονολογούνται στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα), βρέθηκε τμήμα του τείχους που περιέβαλλε την ακρόπολη. Το τμήμα που έχει ανασκαφεί είναι μήκους 9 περίπου μέτρων και πλάτους 2,5 μέτρων, και κτισμένο με κατεργασμένες ασβεστολιθικές πλάκες από πέτρωμα της περιοχής στο εξωτερικό του και γέμισμα από ακατέργαστους λίθους. Χρονολογείται δε από τα τέλη της Αρχαϊκής Εποχής μέχρι και τις αρχές της Κλασσικής, αλλά απετέλεσε στη συνέχεια μέρος του κτιριακού συμπλέγματος του 4ου π.Χ. αιώνα. Στην εσωτερική νότια πρόσοψή του εφάπτονται κάθετα οι τοίχοι των δωματίων που φαίνεται ότι αποτελούσαν κυρίως αποθηκευτικούς χώρους.
Στο δεύτερο σημείο της έρευνας, σε μια έκταση 150 τετρ. μέτρων, μεταξύ της Αυλής Α στα ανατολικά και της Αμερικανικής ανασκαφής του 1972 - 1980 στα δυτικά, αποκαλύφθηκαν τρία μεγάλα παράλληλα δωμάτια (Αρ. 6,7 και 8) και ένας στενός διάδρομος πλάτους 140 εκ. στα νότια του δωματίου 6. Το δάπεδο του διαδρόμου βρέθηκε ψηλότερα από αυτό των υπόλοιπων δωματίων.
Τα δωμάτια 6, 7 και 8 έχουν πλάτος 3 μ., μήκος 8 μ. και κατευθύνονται από τα ανατολικά προς τα δυτικά με άνοιγμα στην Αυλή Α. Τα σημεία των εισόδων κατά μήκος της δυτικής πλευράς της αυλής δεν έχουν ακόμη ανασκαφεί. Το δάπεδο των δωματίων ευρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με αυτό των δωματίων της βόρειας πτέρυγας. Οι τοίχοι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσον αφορά την τοιχοδομία. Δεν είναι όλοι κτισμένοι με τον ίδιο τρόπο, παρόλο που αποτελούν όλοι μέρος του ίδιου οικοδομήματος και έχουν το ίδιο πλάτος (90 εκ.), εκτός από τον νότιο τοίχο του δωματίου 6, που είναι πλατύτερος (160 εκ.). Το πλάτος του δυτικού τοίχου των δωματίων δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί. Οι πιο ενδιαφέρουσες κατασκευές αποτελούνται από μια σειρά από μεγάλες κατεργασμένες ασβεστολιθικές πέτρες κοντά στο δάπεδο, πάνω στις οποίες κτιζόταν επένδυση από κατεργασμένες και ακατέργαστες πέτρες. Το υπόλοιπο μέρος γεμιζόταν με χώμα, πλίνθους, ακατέργαστες μικρότερες πέτρες και τεμάχια από γύψο, που προέρχονται από τα χαλάσματα αρχαιοτέρων κτισμάτων. Στη θέση του διατηρείται στο ύψος των 110 εκ. το γέμισμα, που εμφανίζεται αμέσως κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, ενώ οι πέτρες της επένδυσης βρίσκονται σκορπισμένες σ' όλο τον χώρο της ανασκαφής.
Παχύ στρώμα πλιθαριών πάνω στο δάπεδο μαρτυρεί ότι το πάνω μέρος των τοίχων ήταν κατασκευασμένο με πλιθάρια. Ακριβώς πάνω από το δάπεδο, μέσα στο στρώμα των πλιθαριών, διατηρούνται τα ίχνη των ξύλινων δοκών της στέγης, πάνω από τα οποία υπάρχουν πεσμένα τεμάχια υδραυλικού ασβεστοκονιάματος, που πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε για τη στέγαση των δωματίων. Οι τοίχοι σε όλα τα δωμάτια ήταν επενδυμένοι με γύψινο επίχρισμα, που μερικές φορές παρουσιάζεται και απ’ ευθείας πάνω στα πλιθάρια και το γέμισμα. Επίσης τεμάχια από κονίαμα με εξαιρετικά λεία επιφάνεια, αλλά και με βαμμένη με πορφυρό και φαιό χρώμα την επίπεδη επιφάνεια, βρέθηκαν στο δωμάτιο 6.
Ο αριθμός των κινητών ευρημάτων στα δωμάτια είναι περιορισμένος. Βρέθηκαν σπασμένα πιθάρια, σκουριές σιδήρου, τριπτήρες και αιχμές δόρατος. Το σημαντικότερο όμως εύρημα της ανασκαφικής περιόδου είναι ο μεγάλος αριθμός των επιγραφών, που βρέθηκαν πάνω στο δάπεδο των δωματίων 6,7 και 8. Οι επιγραφές, οι περισσότερες στην φοινικική, αλλά και μερικές στην κυπροσυλλαβική γραφή, είναι γραμμένες με μελάνι, και μόνο μία εγχάρακτη, πάνω σε πλάκες από τοπικό μάρμαρο, και ίσως να αντιπροσωπεύουν το «διοικητικό αρχείο» της φοινικικής διοίκησης του Ιδαλίου στο τέλος της Κλασσικής Εποχής.
Βλέπε λήμμα: Ιδάλιον- Ιστορία της πόλης
Η συνέχιση των ανασκαφών θα προσδιορίσει την έκταση, τη χρήση και την ακριβή χρονολόγηση του «διοικητικού κέντρου» και θα διαλευκάνει τη σχέση του με την οχύρωση και τα άλλα αρχαιότερα κτίσματα, που ανεσκάφησαν στο παρελθόν στο σημείο αυτό της ακρόπολης του Ιδαλίου.
Στο μεταξύ συνεχίστηκαν και οι ανασκαφικές εργασίες της αρχαιολογικής αποστολής του Πανεπιστημίου της Αριζόνας, υπό την διεύθυνση της δρος Pamela Gaber και του δρος William Dever. Η ομάδα αυτή επικέντρωσε την έρευνά της σε δύο περιοχές: η πρώτη περιοχή ήταν οικιστική, με κατοικίες απλών πολιτών του Ιδαλίου, που χρονολογούνται γύρω στο 200 π.Χ. Αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα τριών νέων κατοικιών και ενός δρόμου, επίσης δύο βαθιές δεξαμενές και μία βάση συμπίεσης ελαιοπιεστηρίου. Σε ένα κοντινό υπόγειο δωμάτιο βρέθηκαν αντικείμενα μάλλον λατρευτικού χαρακτήρα, όπως ένας βωμίσκος για σπονδές και λάκκος για συλλογή υγρών. Η δεύτερη περιοχή ήταν ο χώρος ενός ναού, που ορισμένα τμήματά του είχαν διερευνηθεί κατά τη δεκαετία του 1860 από τον R.H. Lang (ήταν πρόξενος της Αγγλίας στην ευρισκόμενη ακόμη τότε υπό οθωμανική κατοχή Κύπρο). Κατά τα 120 και πλέον χρόνια που πέρασαν από τότε, ο χώρος του ναού είχε λησμονηθεί και οι επόμενες γενεές αρχαιολόγων που πέρασαν από το Ιδάλιον διατύπωσαν αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις σχετικά με την ακριβή θέση του ναού. Ο Lang είχε δημοσιεύσει το 1878 ένα σχέδιο του ναού, το οποίο έδειχνε μεταξύ άλλων και σειρά σκαλοπατιών που οδηγούσαν στο ιερό σύμπλεγμα. Αυτά τα σκαλοπάτια εντοπίστηκαν κατά την έρευνα του 1992 σε λόφο που είναι γνωστός ως «Μούττη του Αρβίλη».
Συνδυάζοντας τα σκαλοπάτια με το παλαιό (125 ετών) σχέδιο του Lang, οι αρχαιολόγοι άνοιξαν τάφρους στο ακρότατο σημείο της περιοχής που είχε ανασκάψει ο Lang. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα να αποκαλυφθούν αρκετά τμήματα των κτισμάτων που είχαν ανασκαφεί τον 19ο αιώνα, ούτως ώστε να είναι πλέον βέβαιη η θέση τους. Διαπιστώθηκε επίσης ότι μερικές κατασκευές, που ήρθαν στο φως από τους Αμερικανούς, είχαν παραμείνει αδιατάρακτες από την Αρχαιότητα. Στο αδιατάρακτο οικοδόμημα βρέθηκαν επάλληλα διαδοχικά δάπεδα που χρονολογούνται από την Ύστερη Ελληνιστική ως την Πρώιμη Ρωμαϊκή περίοδο, δηλαδή από το 200 π.Χ. έως το 100 μ.Χ. περίπου. Φάνηκε ότι αυτές οι μικρές, μεταγενέστερες οικοδομές είχαν κτιστεί μέσα σε ένα αρχαιότερο σύμπλεγμα, πιθανόν μετά την αχρήστευση των κυριοτέρων οικοδομών της περιοχής του ιερού.
Βρέθηκαν υπολείμματα πολλών μαγειρικών δοχείων και πήλινων οικιακών σκευών καθώς και όστρακα ελάχιστων πολυτίμων αττικών μελανοβαφών και κυπριακών αγγείων δίχρωμου ρυθμού, που θα πρέπει να ήταν ήδη ηλικίας εκατοντάδων ετών όταν χρησιμοποιήθηκαν για τελευταία φορά στο τέμενος. Μεταξύ των κατασκευών ήταν και ένα πιθανόν τελετουργικού χαρακτήρα λίθινο ελαιοπιεστήριο και βωμίσκος σπονδών, κοντά στα οποία βρέθηκαν δύο σχεδόν ακέραιοι ελληνιστικοί λύχνοι. Αυτές οι μικρές, μεταγενέστερες εγκαταστάσεις μπορεί να είχαν κτιστεί από τους λιγοστούς θιασώτες της αρχαίας κυπριακής λατρείας που προσπαθούσαν να διατηρήσουν ζωντανή την αρχαία θρησκεία σε περίοδο που ο Ρωμαϊκός πολιτισμός και η θρησκεία είχαν κατακλύσει το νησί.
Βλέπε λήμμα: Ρωμαϊκή εποχή
Αγάλματα και επιγραφές που είχαν βρεθεί στον ναό κατά τις ανασκαφές του Lang, δηλώνουν σαφώς ότι η ανδρική θεότητα που λατρευόταν εκεί ήταν ο Απόλλων, με το επίθετο Άμυκλος ή Αμυκλαίος για τους αρχαίους Έλληνες και Reshef Merkal από τους Φοίνικες κατοίκους της περιοχής. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ήταν τοπικός κυπριακός θεός που τον αποκαλούσαν «Ο Κύριος» στην αρχαία κυπριακή γλώσσα. Το όνομα αυτό, μεταφρασμένο στα φοινικικά θα ήταν «Adoni» και από αυτό πιθανότατα προέρχεται το ελληνικό όνομα «Άδωνις». Στην ίδια, δηλαδή στην ανατολική, ακρόπολη του αρχαίου Ιδαλίου, πάνω από το ιερό του «Άδωνι» βρίσκεται ο χώρος του αρχαίου, σεβαστού ιερού της Μεγάλης Μητέρας, που ταυτίστηκε αργότερα από τους Έλληνες με την Αφροδίτη. Ασφαλώς αυτός ο συνδυασμός των δύο ιερών, της Αφροδίτης και του Άδωνι προκάλεσε τον αρχαίο μύθο για τον έρωτα της Αφροδίτης και του Άδωνι στις πλαγιές των λόφων του αρχαίου Ιδαλίου.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια