Γρίβας Γεώργιος Διγενής

Ανάκληση του Γρίβα και της μεραρχίας

Image

Παρά τις τεράστιες δυσκολίες που είχαν ν' αντιμετωπίσουν σε διεθνές πεδίο οι κυβερνήσεις Ελλάδας και Κύπρου για το Κυπριακό ζήτημα, τούτο εξελισσόταν σε βάρος των Τουρκοκυπρίων και της Τουρκίας. Αυτή τουλάχιστον ήταν η επικρατούσα άποψη μεταξύ της Ελληνοκυπριακής ηγεσίας η οποία θεωρούσε ότι ακόμα και η Τουρκία κατά την περόδο 1965 - 66, είχε αποκτήσει σχεδόν τη βεβαιότητα ότι απώλεσε οριστικά την Κύπρο, την οποία προστάτευε ο ελληνικός στρατός διά της Μεραρχίας η οποία είχε φθάσει στην Κύπρο τον Οκτώβριο του 1964. Η κυβέρνηση του προέδρου Μακαρίου αναγνωριζόταν από ολόκληρο τον κόσμο, μέσω του ψηφίσματος 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας ως η μόνη νόμιμη κυβέρνηση της Κύπρου, ο ίδιος ο Μακάριος είχε αποκτήσει διεθνές κύρος, διάφορα σχέδια των ξένων για επιβολή απαραδέκτων λύσεων είχαν αποκρουστεί με επιτυχία, η διεθνής συμπαράσταση ήταν δεδομένη κυρίως μέσω του Κινήματος των Αδεσμεύτων και, τέλος, οι εκπρόσωποι του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Γκάλο Πλάζα, μεσολαβητής - Ου Θαντ, γενικός γραμματέας) υιοθετούσαν θέσεις που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους ευνοούσαν τις απόψεις των Ελληνοκυπρίων.

Η Τουρκία βέβαια ουδέποτε παραδέκτηκε ήττα στο Κυπριακό. Ούτε η Διεθνής Κοινότητα, η οποία το Καλοκαίρι του 1964 κατέθεσε το σχέδιο Άτσεσον. Tην ίδια στιγμή οι Τουρκοκύπριοι άρχισαν να εδραιώνουν την κυριαρχία τους στους θύλακες, οργανώνοντας τις δικές τους πολιτειακές δομές και εκπαιδεύοντας τους Τουρκοκύπριους πολίτες στα όπλα. Αυτό προκάλεσε προβλήματα ακόμα και στη διακίνηση των Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι για να επισκεφθούν την Κερύνεια μέσω του θύλακα του Κιόνελι χρειάζονταν συνοδεία από την Ουνφικύπ.

 

Η κατάσταση διαφοροποιήθηκε μοιραία μετά την πολιτική κρίση στην Ελλάδα και την επιβολή στρατιωτικού δικτατορικού καθεστώτος την 21 Απριλίου 1967. Πρώτη θεαματική ενέργεια της ελληνικής χούντας σχετική με την Κύπρο, υπήρξαν οι συνομιλίες, σε ανώτατο επίπεδο, με την τουρκική κυβέρνηση στη λεγόμενη συνάντηση του Έβρου (ελληνοτουρκικά σύνορα) τον Σεπτέμβριο του 1967. Το καθεστώς των Αθηνών ήταν βέβαιο ότι θα εξασφάλιζε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αλλά οι συνομιλίες κατέληξαν ν' αποδείξουν πόσο ρηχά, ανόητα και πέρα από κάθε λογική σκέφτονταν οι νέοι κυβερνήτες της Ελλάδας. Το ότι οι εκτιμήσεις της Ελληνοκυπριακής Ηγεσίας και της Χούντας υπήρξαν ρηχές φάνηκε λίγο αργότερα. 

 

Τον Νοέμβριο του 1967 ξέσπασε η λεγόμενη κρίση της Κοφίνου. Η Κοφίνου, χωριό κατοικούμενο από Τουρκοκυπρίους, στο μέσο του υπεραστικού δρόμου Λευκωσίας -Λεμεσού (της μιας από τις δυο κυριότερες οδικές αρτηρίες της Κύπρου), αποτελούσε μόνιμο πρόβλημα. Εκτελώντας οδηγίες Τούρκων αξιωματικών, συχνά οι κάτοικοι της Κοφίνου παρεμπόδιζαν τη διέλευση των Ελληνοκυπρίων. Η Εθνική Φρουρά επετέθη κατά του χωριού αυτού στις 15 Νοεμβρίου 1967 και το εκκαθάρισε, επιδεικνύοντας υπέρμετρο ζήλο και ισχύ. Τη στρατιωτική αυτή επιχείρηση κατηύθυνε προσωπικά ο ίδιος ο Γρίβας. Η Τουρκία απείλησε με άμεση στρατιωτική εισβολή και τα πολεμικά της αεροπλάνα πετούσαν για μέρες πάνω από την Κύπρο. Παρενέβησαν οι Αμερικανοί διά απεσταλμένου τους, του Σάυρους Βανς, στο τρίγωνο Αθήνα - Άγκυρα - Λευκωσία. Η Άγκυρα τελεσιγραφικά αξίωσε, μεταξύ άλλων, την απομάκρυνση από την Κύπρο του ελληνικού στρατού και του Γρίβα, και τη διάλυση της Εθνικής Φρουράς. Ο Μακάριος αρνήθηκε να ενδώσει στο τελεσίγραφο αυτό και δεν διέλυσε την Εθνική Φρουρά. Όμως το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών απεδέχθη τις τουρκικές αξιώσεις. Τον Δεκέμβριο του 1967 η ελληνική μεραρχία εγκατέλειψε την Κύπρο κι επέστρεψε στην Ελλάδα. Ο Γρίβας είχε διαταχθεί από την Αθήνα να εγκαταλείψει την Κύπρο και να επιστρέψει εκεί, στις 19 Νοεμβρίου 1967, τρεις μέρες μετά την μάχη. Μερικοί συνεργάτες του τον συμβούλευσαν να μη συμμορφωθεί προς τη διαταγή των Αθηνών, γιατί δεν θα μπορούσε να επανέλθει ξανά στην Κύπρο αν τώρα έφευγε, αλλά εκείνος δεν τους άκουσε και συμμορφώθηκε.

 

Τρίτη άφιξη του Γρίβα στην Κύπρο: Μετά την ανάκλησή του στην Αθήνα, ο στρατηγός Γρίβας ετέθη υπό διακριτική παρακολούθηση από το στρατιωτικό καθεστώς. Από εκεί παρακολουθούσε τις κυπριακές εξελίξεις. Όταν, από το 1970 και εξής, οι σχέσεις του προέδρου Μακαρίου με την ελληνική χούντα άρχισαν να οδηγούνται προς αγεφύρωτο χάσμα, ο Γρίβας άρχισε να κάνει δημόσιες και έντονες δηλώσεις για το Κυπριακό ζήτημα, τονίζοντας μεταξύ άλλων ότι τον αγώνα του 1955 θα τον επαναλάβει. Οι δημόσιες δηλώσεις του Γρίβα πήραν σύντομα τη μορφή έντονης πολεμικής κατά του Μακαρίου. Ο τελευταίος αντιμετώπιζε την κατηγορία ότι δεν εργαζόταν πια για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα κι ότι είχε εγκαταλείψει το ιδανικό της ενώσεως.

 

Από τη σειρά αυτή των δηλώσεων του στρατηγού, ήταν σαφές ότι ο Γρίβας προσανατολιζόταν προς την ιδέα ανάληψης ενός νέου αγώνα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, αγώνα που τον έβλεπε ως συνέχεια εκείνου του 1955- 59. Και πραγματικά, στις 31 Αυγούστου 1971 ο Γρίβας έφθασε με μικρό ιστιοφόρο, για άλλη μια φορά, μυστικά στην Κύπρο. Η άφιξή του αυτή υποστηρίχθηκε από πολλούς ότι έγινε χωρίς να τη γνωρίζει το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών, πράγμα που φαίνεται απίθανο.

 

Στην Κύπρο ο Γρίβας ίδρυσε νέα μυστική οργάνωση, την ΕΟΚΑ Β', χωρίς όμως τώρα να κατορθώσει να συγκεντρώσει γύρω του αγωνιστές του ύψους και του ήθους εκείνων της περιόδου 1955 - 59. Εξάλλου, οι σκοποί του ίδιου του Γρίβα και της νέας του οργάνωσης δεν ήσαν απόλυτα σαφείς και γεννούσαν όχι μόνο μεγάλες αμφιβολίες αλλά και αντιδράσεις σε πολλούς από τους παλαιούς συναγωνιστές του. Γινόταν λόγος για νέο αγώνα υπέρ της ενώσεως, αλλά δεν δινόταν η εξήγηση πώς ήταν δυνατό να επιτευχθεί η ένωση. Ούτε και εναντίον ποιών θα στρεφόταν ο αγώνας αυτός. Έγινε, λίγο αργότερα, καθαρό ότι ο αγώνας της ΕΟΚΑ Β' στρεφόταν κατά του Μακαρίου και του καθεστώτος του. Μα και πάλι, έστω κι αν ο Μακάριος έπεφτε, δεν ήταν καθαρό πώς θα κερδιζόταν η ένωση.

 

Ο ίδιος ο Μακάριος δεν αντέδρασε άμεσα στην παρουσία και μυστική δραστηριότητα του Γρίβα στην Κύπρο, και δεν πήρε οποιαδήποτε μέτρα εναντίον του. Ακόμη κι αργότερα, όταν η ΕΟΚΑ Β' άρχισε μια εγκληματική δράση, δεν την κήρυξε παράνομη παρά μόνο μετά τον θάνατο του Γρίβα.

 

Η δραστηριότητα του Γρίβα κατά την περίοδο αυτή, και μέχρι τον θάνατό του σε σπίτι της Λεμεσού όπου κρυβόταν, χαρακτηρίζεται ως μια από τις μελανότερες της σταδιοδρομίας του. Στο όνομα του Γρίβα και υπέρ της ενώσεως διεπράχθησαν εν ψυχρώ δολοφονίες, κακοποιήσεις πολιτών, ξυλοδαρμοί, ανατινάξεις, απαγωγές, αλλά κυρίως επετεύχθη η καταστροφική διάσπαση του ελληνικού κυπριακού λαού. Μια απόπειρα συμφιλίωσης του Γρίβα με τον Μακάριο, που ανελήφθη από τρίτους και έφθασε μέχρι την πραγματοποίηση μυστικής συνάντησης των δυο ηγετών στη Λευκωσία (26 Μαρτίου 1972), απέτυχε επειδή ο στρατηγός επέμενε στην παραίτηση του Μακαρίου από το προεδρικό αξίωμα, πράγμα που ο τελευταίος αισθανόταν ότι δεν μπορούσε να πράξει.

 

Η αντιμακαριακή ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ Β' συνδυάστηκε με πολιτικές και άλλου είδους πιέσεις κατά του Μακαρίου από το καθεστώς των Αθηνών, με αντιμακαριακή δραστηριότητα της Εθνικής Φρουράς που εδιοικείτο από Ελλαδίτες αξιωματικούς πιστούς στο καθεστώς των Αθηνών, με την εκκλησιαστική συνωμοσία των τριών μητροπολιτών Πάφου, Κιτίου και Κυρηνείας (με τους οποίους ο Γρίβας βρισκόταν σε επαφή και οι οποίοι καθοδηγούνταν από την ελληνική πρεσβεία της Λευκωσίας), και με συνωμοτικά σχέδια ξένων κύκλων. Ο Μακάριος είχε τώρα ν' αντιμετωπίσει σφοδρότατες επιθέσεις από όλες τις δυνατές κατευθύνσεις. Η ρήξη του με τον Γρίβα ήταν πια αγεφύρωτη. Επανειλημμένα τον κάλεσε δημόσια να τερματίσει την κατά του κυπριακού κράτους δραστηριότητά του, και δήλωσε πως ο στρατηγός Γρίβας θά συνδέσει τό τέλος τῆς ζωῆς του μέ τήν καταστροφήν τῆς Κύπρου. Αρνήθηκε όμως να χρησιμοποιήσει τις δικές του δυνάμεις για να πλήξει με οποιονδήποτε τρόπο προσωπικά τον στρατηγό, αν και η οργάνωσή του αντιμετωπίστηκε δυναμικά μέσου του Εφεδρικού Σώματος. Μόνο μετά τον θάνατο του Γρίβα η ΕΟΚΑ Β' κηρύχθηκε παράνομη και επλήγη καίρια, σχεδόν μέχρι σημείου διαλύσεώς της.

 

Η επιστολή Γρίβα στο Μακάριο

 

Η συνάντηση Μακαρίου – Διγενή στη Λευκωσία στις 26 Μαρτίου 1972 σε οικία δίπλα από το ξενοδοχείο Χίλτον, πραγματοποιήθηκε σε καλό κλίμα. Με βάση τα μέτρα ασφαλείας που είχαν συμφωνηθεί τη φρούρηση εντός της οικίας θα είχε η ομάδα που είχε μαζί του ο Γρίβας ενώ την περίμετρο θα έλεγχαν αστυνομικοί πιστοί στον Μακάριο. Η επιχειρηθείσα συννενόηση αφορούσε εν πρώτοις τη συνεργασία των δύο για να πέσει η Χούντα στην Ελλάδα (κάτι που θα εξυπηρετούσε το βασιλιά Κωνσταντίνο με τον οποίο και ο Μακάριος και ο Γρίβας είχαν πολύ καλή σχέση) και δεύτερον να αναληφθεί μια κίνηση εθνικής συνεννόησης στο εσωτερικό της Κύπρου. Με βάση όσα συζητήθηκαν ο Μακάριος θα έπρεπε να παραιτηθεί για να αναλάβει ένας πρόεδρος κοινής αποδοχής. Δύο ονόματα τέθηκαν στο τραπέζι. Αυτό του Σπύρου Κυπριανού και του Πασχάλη Πασχαλίδη, προέδρου της ΕΜΕ. Απότερος στόχος η πραγμάτωση της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα εφόσον έπεφτε η Χούντα. 
Εν πρώτοις με τους όρους αυτούς συμφώνησε ο Μακάριος. Συμφωνήθηκε ότι θα ακολουθούσε και άλλη συνάντηση τους, για εφαρμογή των όρων, αλλά ο Μακάριος υπαναχώρησε μετά από διαβουλεύσεις με μέλη της εμπιστοσύνης του, ειδοποιώντας τον στρατηγό Γρίβα Διγενή ότι άλλαξαν οι συνθήκες και πλέον δεν ισχύουν όσα συμφωνήθηκαν. Συγκεκριμένα στις 4 Μαίου 1972 ο Μακάριος απέρριψε τις προτάσεις Διγενή, υποστηρίζοντας νέες εξελίξεις και δεδομένα.
 
Στις 16 Μαίου 1972 ο Γρίβας έστειλε στον Μακάριο την πιο κάτω επιστολή: 
 
“ Μου λέγετε ότι δεν σκοπέυετε επί του παρόντος να παραιτηθείτε του προεδρικού αξιώματος. Και όμως, κατά την συνάντησιν μας, όταν σας εισηγήθην την παραίτησιν σας, δεν απερρίψατε τούτο, αλλ΄ αντιθέτως ηρχίσατε να συζητείτε ποιον θα ήτο το καταλληλότερον πρόσωπον να υποδειχθή υφ ημών δια το αξίωμα του προέδρου.
Μακαριώτατε, ο,τι με παρεκίνησε να κατέλθω εκ νέου εις Κύπρον, διασπάσας πέριξ μου κλοιόν εις Αθήνας και διακινδυνεύσας έναν επικίνδυνον θαλάσσιον πλουν, ήτο η επιθυμία μου να προσφέρω και τας τελευταίας μου δυνάμεις εις τον αγωνα της Ενώσεως. Θα απετέλην τραγικην παρεξήγησιν να νομισθή ότι, εις ηλικίαν 74 ετών, κατήλθον εις Κύπρον δια να μοιρασθώ μεθ υμών την εξουσίαν και να απαρνηθώ τας αρχάς μου, δια τας οποίας επολέμησα και διακινδύνευσα εν Κύπρω. Υπό την αρχηγίαν μου ο Κυπριακός λαός εδοξάσθη επί τριετίαν, δια να απόλαυση το αγαθόν της ενώσεως. Τας θυσίας του λαού τούτου, ειμαι αποφασισμένος να αξιοποιήσω πάση θυσία....
 
Μακαριώτατε, εκ της επιστολής σας φαίνεται ότι δεν υπάρχει έδαφος δι ειλικρινή συνεννόησιν και συνεργασίαν. Πριν όμως διαχωρίσω πλήρως τας ευθύνας μου, και δια να αντιληφθή ολόκληρος ο  Ελληνισμός τα ειλικρινείς μου προθέσεις και την αγάπην που αισθάνομαι δια τον δύσμοιρον αυτόν τόπον, σας προσφέρω μίαν υστάτην ευκαιρίαν, δια να αισθανθήτε τας ευθύνας σας έναντι τούτου και να αποδέιξετε δι έργων την επιθυμίαν σας να συνεργασθήτε μετ εμού δια την σωτηρίαν του....”

 

 

 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image