Γεωργία

Καλλιέργειες- η χρήση της γης στην Κύπρο

Image

Η γη και το νερό που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για γεωργικούς σκοπούς αποτελούν τον πιο συντελεστικό παράγοντα γεωργικής ανάπτυξης και επηρεάζουν άμεσα τη γενική διάρθρωση των καλλιεργειών. Στην Κύπρο μπορούμε να ξεχωρίσουμε 3 πλατιές κατηγορίες γεωργικής παραγωγικής κατεύθυνσης: τη ξηρική καλλιέργεια, την αρδευόμενη γεωργία και την κτηνοτροφία.

 

Οι ξηρικές καλλιέργειες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της κυπριακής γεωργικής γης. Αν αφαιρέσουμε περίπου το 1/7 της γεωργικής γης που αρδεύεται, η υπόλοιπη έκταση είτε χρησιμοποιείται για τις ξηρικές καλλιέργειες, είτε βρίσκεται υπό αγρανάπαυση. Παρά το γεγονός ότι σχεδόν τα 6/7 της γεωργικής γης χρησιμοποιούνται για ξηρικές καλλιέργειες εν τούτοις η συνολική αξία της παραγωγής των καλλιεργειών αυτών δεν υπερβαίνει τα 3/7 της αξίας της συνολικής φυτικής παραγωγής.

 

Από τις ξηρικές καλλιέργειες τη μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνουν τα σιτηρά, τα οινοποιήσιμα σταφύλια, τα ελαιόδενδρα, τα χαρουπόδενδρα, οι αμυγδαλιές και τα κτηνοτροφικά φυτά. Από τις αρδευόμενες καλλιέργειες οι σπουδαιότερες είναι τα εσπεριδοειδή, οι πατάτες, τα λαχανικά, τα φυλλοβόλα οπωροφόρα δένδρα και τα επιτραπέζια σταφύλια. 

Αν συγκρίνουμε το μέσο όρο των ετών 1971 και 1972  με το μέσο όρο των ετών 1975 και 1976 που αναφέρονται στην ελεύθερη Κύπρο, μπορούν εύκολα να υπολογιστούν οι επιπτώσεις της τουρκικής εισβολής και κατοχής στην κυπριακή γεωργία. Τα δεδομένα του 1973 δεν ελήφθησαν υπόψη γιατί θεωρείται σαν χρονιά ασυνήθιστης ανομβρίας.

 

Πιο κάτω παρατίθεται σύντομη περιγραφή των κυριοτέρων καλλιεργειών.

 

Σιτηρά

Καλλιεργούνται στις ξηρικές εκτάσεις κυρίως των πεδιάδων αλλά και στις ημιορεινές περιοχές. Την μεγαλύτερη έκταση από τα σιτηρά καταλαμβάνει το κριθάρι και ακολουθεί το σιτάρι, ενώ σε ελάχιστη έκταση σπέρνεται το σιφωνάρι. Στη διάρθρωση αυτή των σιτηρών συνέβαλε πολύ ο τρόπος καθορισμού από την κυβέρνηση των τιμών συγκέντρωσης των σιτηρών με τον οποίο ενθαρρύνεται η καλλιέργεια του κριθαριού που ωριμάζει πιο πρώιμα από το σιτάρι κι έτσι υφίσταται μικρότερες ζημιές από την ανομβρία που στην Κύπρο είναι συχνό φαινόμενο.

 

Οι κυριότερες ποικιλίες στην Κύπρο για το κριθάρι είναι η αθηναΐδα και για το σιτάρι ο άρωνας.

 

Η ερευνητική εργασία που διεξάγεται στην Κύπρο για βελτίωση των ποικιλιών των σιτηρών είναι σε πολύ ανεπτυγμένο επίπεδο.

 

Η καταπολέμηση των αγριοχόρτων γίνεται βασικά με ζιζανιοκτόνα. Η συγκομιδή διεξάγεται κυρίως με θεριζοαλωνιστικές μηχανές εκτός από τις περιπτώσεις ημιορεινών περιοχών και χωραφιών στα οποία τα σιτηρά συγκαλλιεργούνται με δενδρώδεις καλλιέργειες. Το σιτάρι που παράγεται είναι κυρίως σκληρό, κατάλληλο για τη μακαρονοποιϊα και, σε συνδυασμό με το μαλακό σιτάρι, για αρτοποίηση. Το κριθάρι χρησιμοποιείται για κατασκευή ζωοτροφών. Στα παλιά χρόνια, σε περιόδους ανομβρίας, εχρησιμοποιείτο από τους γεωργούς και για αρτοποίηση.

 

Με την καλλιέργεια των σιτηρών παράγονται και αρκετές ποσότητες αχύρου που θεωρείται απαραίτητος συντελεστής για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας (αιγοπροβατοτροφίας και αγελαδοτροφίας) και τη διατήρηση της ονο-ημιονο-ιπποτροφίας.

 

Κτηνοτροφικά φυτά

 Στις οριακές κυρίως εκτάσεις καλλιεργούνται κτηνοτροφικά φυτά όπως ο βίκος (σε μεγαλύτερο βαθμό), το ρόβι και η φαβέτα (σε πολύ μικρότερο βαθμό), το κριθάρι για βόσκηση (φαρράς) καθώς και νέα κτηνοτροφικά φυτά που καλλιεργούνται για βόσκηση (διάφορα ξηρικά τριφύλλια όπως το υπόγειο, βαρελωτό κλπ.) και παραγωγή σανού (σε συγκαλλιέργεια με τα σιτηρά) όπως το κτηνοτροφικό μπιζέλι και η λάνα.

 

Οινοποιήσιμα αμπέλια

Με την καλλιέργεια αμπελιών ασχολείται μεγάλος αριθμός αγροτικών οικογενειών. Καλλιεργούνται κυρίως στις επαρχίες Λεμεσού και Πάφου κι αξιοποιούν ξηρικά, οριακά χωράφια με ψηλή περιεκτικότητα σε ανθρακικό ασβέστιο. Η διάθεση της παραγωγής των οινοποιησίμων σταφυλιών αντιμετωπίζει πολύ μεγάλο πρόβλημα, το γνωστό ως αμπελουργικό πρόβλημα που έγινε ακόμη πιο οξύ με την επέκταση των αμπελιών οινοποιησίμων ποικιλιών μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο σε αρκετές περιοχές της επαρχίας Πάφου και μερικές περιοχές της επαρχίας Λεμεσού με χαμηλότερο υψόμετρο και χωράφια ψηλής παραγωγικότητας.

 

Οι κυριότερες ποικιλίες είναι το ντόπιο μαύρο που καλύπτει γύρω στο 83% της έκτασης, το ντόπιο άσπρο (ξινιστέρι) με ποσοστό κάλυψης της έκτασης γύρω στο 12%. Η υπόλοιπη έκταση καλύπτεται με άλλες οινοποιήσιμες ποικιλίες όπως το όφθαλμο και οι νέες βελτιωμένες ποικιλίες  που εισήχθησαν το 1958 και που αφού δοκιμάστηκαν, διαδόθηκαν. Οι κυριότερες χρήσεις των οινοποιησίμων σταφυλιών είναι η παραγωγή κρασιών, οινοπνεύματος και σταφίδας. Για τη μεταποίηση/ βιομηχανοποίηση τους υπάρχουν 4 εταιρείες που εδρεύουν στην Λεμεσό (ΕΤΚΟ, ΚΕΟ, ΛΟΕΛ και ΣΟΔΑΠ). Η αντιμετώπιση του προβλήματος πάνω σε μακροπρόθεσμη βάση είναι η μείωση της παραγωγής με την αντικατάσταση παραγωγικών αμπελιών —που κατά τεκμήριο παράγουν προϊόντα χαμηλής ποιότητας— με άλλες καλλιέργειες και η βελτίωση της ποιότητας των οινικών προϊόντων. Επισημαίνεται ότι η μείωση του κόστους παραγωγής εφόσον είναι εφικτή συμβάλλει θετικά στις προσπάθειες για αμειπτική διάθεση όλων των γεωργικών προϊόντων.

 

Ελαιοκαλλιέργεια

 Τα ελαιόδενδρα, που καλλιεργούνται στην Κύπρο ως το υψόμετρο των 1.000 μέτρων, βρίσκονται είτε σε συμπαγείς εκτάσεις είτε συγκαλλιεργούνται με άλλες ξηρικές ετήσιες καλλιέργειες. Η κυριότερη ποικιλία που καλλιεργείται στην Κύπρο είναι η κυπριακή λαδοελιά που χρησιμοποιείται τόσο για επιτραπέζια χρήση όσο και για ελαιοποίηση (παράγει λάδι με χαρακτηριστικό ωραίο άρωμα). Τα τελευταία χρόνια εισήχθησαν και προωθούνται νέες ποικιλίες, οι σπουδαιότερες των οποίων είναι η κορωνέικη και η πιγκουάλ (για σκοπούς παραγωγής ελαιολάδου), οι ποικιλίες κούκο και σεβιλάνο/κορτάλ (για επιτραπέζια χρήση) και οι ποικιλίες μανζανίλλο (η κυριότερη νέα ποικιλία που προωθείται), Αμφίσσης και Καλαμών που είναι διπλής χρήσης.

 

Χαρουπιές

 Η καλλιέργεια της χαρουπιάς συνδέεται στενά με την αγροτική ζωή αρκετών ξηρικών περιοχών. Για ορισμένες περιόδους τα χαρούπια αποτελούσαν ένα από τα σπουδαιότερα εξαγώγιμα γεωργικά προϊόντα του νησιού. Είναι για το λόγο αυτό που ο πρώτος διευθυντής Γεωργίας Παναγιώτης Γεννάδιος έγραψε και κυκλοφόρησε το 1900 ειδική μελέτη «Περί κερατέας». Η χαρουπιά αντέχει στη ξηρασία και συγκαλλιεργείται με άλλες ξηρικές καλλιέργειες όπως τα σιτηρά. Ο μεγαλύτερος εχθρός της χαρουπιάς που επηρεάζει σημαντικά την παραγωγικότητά της είναι η ποντίκα που τις τελευταίες 10ετίες της προξένησε πολύ μεγάλες ζημιές. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού από το 1978 έχει εντατικοποιηθεί το κυβερνητικό πρόγραμμα καταπολέμησής της.

 

Αμυγδαλιές

Το φυτό της αμυγδαλιάς καλλιεργείται σε όλες σχεδόν τις ημιορεινές και ορεινές περιοχές της Κύπρου είτε σε συγκαλλιέργεια με άλλες ξηρικές καλλιέργειες (σιτηρά, αμπέλια) είτε σε συμπαγείς εκτάσεις. Τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται και σε περιοχές που αρδεύονται. Τα περισσότερα αμύγδαλα που παράγονται είναι σκληροκέλυφα με σχετικά μικρή αναλογία ψίχας (γύρω στο 20%). Προωθήθηκαν παράλληλα με τη δημιουργία συστηματικών φυτειών, ποικιλίες με μεγαλύτερη αναλογία ψίχας (ημίσκληρα και απαλοκέλυφα αμύγδαλα).

 

Όσπρια ξηρικά

 Τα κυριότερα είδη οσπρίων που καλλιεργούνται είναι οι φακές, τα κουκιά (μερικώς αρδευόμενα), τα ρεβίθια και η λουβάνα. Παρά το γεγονός ότι οι φακές ευδοκιμούν σε πολλά μέρη της Κύπρου, εν τούτοις κάθε χρόνο εισάγονται στην Κύπρο αρκετές ποσότητες και τούτο γιατί δεν έχει ακόμη επιτευχθεί μηχανοποίηση της συγκομιδής του προϊόντος. Το πρόβλημα αυτό επηρεάζει και την καλλιέργεια άλλων οσπρίων.

 

Όσπρια ποτιστικά

 Την πρωτεύουσα θέση στην κατηγορία αυτή των οσπρίων κατέχει η καλλιέργεια φασολιών, και ακολουθούν τα λουβιά των οποίων η έκταση για παραγωγή ξηρού καρπού συνεχώς μειώνεται σε αντίθεση με την καλλιέργεια λουβιών για λαχανοκομικούς σκοπούς. Μια καλλιέργεια που αν και ανήκει στα ψυχανθή (όσπρια) θεωρείται σαν βιομηχανικό φυτό είναι τα φιστίκια για τα οποία υπήρξε (χάρις στη μηχανοποίησή τους και την επέκταση των αρδευόμενων περιοχών της Πάφου με τη συμπλήρωση της εφαρμογής του μεγάλου αρδευτικού έργου της Πάφου) μια ραγδαία ανάπτυξη με αποτέλεσμα να μειωθούν κάθετα οι εισαγωγές φιστικιών.

 

Πατάτες

 Η καλλιέργεια της πατάτας που κατά 85% διεξάγεται στα Κοκκινοχώρια (κυρίως στα χωριά Ξυλοφάγου, Λιοπέτρι, Σωτήρα, Φρέναρος, Αυγόρου και στο Δασάκι της Άχνας) αποτελεί σε αξία το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν της Κύπρου (μετά την κατοχή του 75% των εκτάσεών της με εσπεριδοειδή).

 

Η καλλιέργεια της πατάτας αρχίζει τον Αύγουστο για την παραγωγή των χειμωνιάτικων πατατών, συνεχίζεται τον Οκτώβριο για την παραγωγή των οκτωβριανών πατατών και τελειώνει την περίοδο Νοεμβρίου - Ιανουαρίου (σε μερικές περιπτώσεις μέχρι και το Φεβρουάριο) για την παραγωγή ανοιξιάτικων πατατών. Η χειμερινή εσοδεία που συγκομίζεται το Νοέμβριο - Δεκέμβριο (σε μερικές περιπτώσεις στην περιοχή Ακακιού μέχρι και το Φεβρουάριο - Μάρτιο) παράγεται για να καλύψει τις ανάγκες της ντόπιας αγοράς μέχρι την ανοιξιάτικη εσοδεία. Οκτωβριανή φυτεία συγκομίζεται την περίοδο Ιανουαρίου- Μαρτίου. Η ανοιξιάτικη εσοδεία που αποτελεί και την πιο σπουδαία φυτεία βασίζεται στον εισαγόμενο πατατόσπορο σε αντίθεση με τις δυο άλλες φυτείες / εσοδείες (χειμωνιάτικη που φυτεύεται τον Αύγουστο και την οκτωβριανή που φυτεύεται τον Οκτώβριο και συγκομίζεται το χειμώνα) των οποίων η παραγωγή βασίζεται στον ντόπιο πατατόσπορο (πιστοποιημένο και μη).

 

Οι κυριότερες ποικιλίες πατατών είναι η σπούντα (κιτρινόσαρκη με μεγάλους κονδύλους — πρώιμη ποικιλία), η νίκολα (μεσοπρώιμη —ανθεκτική ποικιλία), η κάρα , η άρραν μπάννερ (όψιμη λευκόσαρκη ποικιλία) και οι ποικιλίες ντάιαμαντ, παράκα, μαρφόνα και μόνα λίζα.

 

Λαχανικά

 Τα λαχανικά αποτελούν μια πολύ σπουδαία καλλιέργεια της Κύπρου που μπορεί να επεκταθεί ακόμη περισσότερο. Η Κύπρος θα μπορεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να αποτελέσει το λαχανόκηπο της Ευρώπης κυρίως κατά τους χειμωνιάτικους και πρώτους ανοιξιάτικους μήνες και ένα καλό προμηθευτή λαχανικών της αραβικής αγοράς κατά τους θερινούς μήνες.

 

Κύρια λαχανικά που παράγονται στην Κύπρο είναι οι τομάτες και τα αγγουράκια (τόσο σε θερμοκήπια όσο και σε ανοικτή καλλιέργεια), τα καρπούζια και πεπόνια, οι αγκινάρες, τα καρότα, τα τεύτλα και διάφορα φυλλώδη λαχανικά (κραμβιά, μαρούλια, σέλινα, κρεμμυδάκια κλπ.).

 

Εσπεριδοειδή

 Τα εσπεριδοειδή που ευδοκιμούν σε γόνιμα παραλιακά εδάφη τα οποία δεν πλήττονται από παγετούς, αποτελούν τη σπουδαιότερη από τις δενδρώδεις καλλιέργειες της Κύπρου.

 

Τα κυριότερα είδη που καλλιεργούνται είναι τα πορτοκάλια, λεμόνια, γκρέιπφρουτ και μανταρίνια. Οι κυριότερες ποικιλίες στα πορτοκάλια είναι τα βαλέντσια και τα γιαφίτικα. στα λεμόνια η γιούρικα, η λαπηθιώτικη και η λίσβον, στα γκρέιπφρουτ η χωρίς σπόρους ποικιλία μαρς και στην περίπτωση των μανταρινιών η ντόπια ποικιλία (αρακαπά) και τα κλεμεντίνια.

 

Επιτραπέζια αμπέλια

Αυτά καλλιεργούνται κυρίως στην παραλιακή περιοχή μεταξύ Λεμεσού και Αγ. Γεωργίου Πέγειας με μεγάλη συγκέντρωση στην περιοχή Πισσουρίου. Η κυριότερη επιτραπέζια ποικιλία είναι η σουλτανίνη που είναι ποικιλία τριπλής χρήσης (επιτραπέζια χρήση, κατασκευή σταφίδας και για σκοπούς οινοποίησης). Ακολουθεί ο καρδινάλιος, η περλέτ και η γκόουλντ που αρχίζουν να ωριμάζουν κάπως πιο ενωρίς από την σουλτανίνη. Με τη χρησιμοποίηση ειδικής φυτικής ορμόνης (γιβερελλίνη) αυξάνεται το μέγεθος των ραγών της σουλτανίνης και έτσι μπορούν να παραχθούν μεγαλόκαρπα σταφύλια με την ονομασία θόμσον που έχουν ειδική ζήτηση στις αγορές του εξωτερικού.

 

Φυλλοβόλα οπωροφόρα δένδρα

Η καλλιέργειά τους, που καταλαμβάνει το πλείστο μέρος της αρδευόμενης γης στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές, είναι γνωστή από τα παλιά χρόνια, αναπτύχθηκε όμως ραγδαία μετά την ανεξαρτησία. Την πρώτη θέση στα φυλλοβόλα καρποφόρα δένδρα με βάση την αξία της παραγωγής τους σε τιμές παραγωγού κατέχουν τα μήλα κι ακολουθούν τα κεράσια, τα ροδάκινα, τα αχλάδια και τα δαμασκηνοειδή.

 

Άλλες δενδρώδεις καλλιέργειες

 Στην κατηγορία αυτή μπορούμε να αναφέρουμε τις μπανάνες που παράγουν βασικά για τη ντόπια αγορά καθώς και τις νέες καλλιέργειες όπως τα αβοκάντο και τα ακτινίδια που προορίζονται κυρίως για εξαγωγές, και την πιατάκια με σκοπό την υποκατάσταση των εισαγωγών.

 

Πηγή:

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια 

 

Φώτο Γκάλερι

Image