Γλυπτική

Ρωμαϊκή εποχή (50 π.Χ. - 395 μ.Χ.)

Image

Τα γλυπτικά έργα της Ρωμαϊκής εποχής απαριθμούν μια μεγάλη ποικιλία μεγάλων και μικρών λίθινων, μαρμάρινων και χάλκινων αγαλμάτων καθώς και αρκετές προσωπογραφίες, συνήθως από ασβεστόλιθο, που προέρχονται από ιερά, ναούς και δημόσια κτίρια των αρχαιολογικών χώρων στους Σόλους, στη Σαλαμίνα, στο Κούριον, στην Αμαθούντα, στην Πάφο και σ' άλλα μέρη σε ολόκληρη την Κύπρο. Τα πήλινα αγάλματα και ειδώλια περιορίζονται σε ελάχιστους τύπους, που ακολουθούν την τεχνοτροπία των τελευταίων προτύπων της Ελληνιστικής εποχής και αντιπροσωπεύονται από αμυδρά δείγματα, που παριστάνουν τον προσωποποιημένο Έρωτα σε διάφορες στάσεις, θεϊκές μορφές, κωμικά πρόσωπα και προσωπίδες.

 

Σ' ολόκληρη τη διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων η κυπριακή γλυπτική τέχνη διατηρεί περισσότερο τον εγχώριό της χαρακτήρα, αλλά δέχεται και επιδράσεις από τα ρωμαϊκά κέντρα των χωρών της βορείου Αφρικής, ιδιαίτερα της Αιγύπτου. Ανάμεσα στα έργα εγχώριας παραγωγής υπάρχουν και πιστά αντίγραφα των ρωμαϊκών προτύπων κυρίως σε μάρμαρο, που δύσκολα ξεχωρίζουν από μερικά άλλα εισαγμένα δείγματα των Ρωμαϊκών Αυτοκρατορικών χρόνων. Από τα έργα γλυπτικής της αιγυπτιακής σχολής της Αλεξάνδρειας, στα οποία επικρατούσε ανάμεικτος ρυθμός εγχώριων και παραδοσιακών ελληνικών στοιχείων, οι Κύπριοι τεχνίτες δέχονταν και αφομοίωναν με τα δικά τους δημιουργήματα μόνο τα ελληνικά στοιχεία και απέβαλλαν κάθε τι το ξένο και απροσάρμοστο στις δικές τους καλλιτεχνικές τάσεις και θρησκευτικές πεποιθήσεις.

 

Στον τομέα της προσωπογραφίας η κυπριακή γλυπτική αντιγράφει τους κανόνες της ρυθμολογίας των ρωμαϊκών προτύπων των Δημοκρατικών και Αυτοκρατορικών χρόνων, τα οποία αποτελούν εξέλιξη από την τέχνη της προσωπογραφίας των Ελληνιστικών χρόνων στην Ελλάδα και σ' ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Οι ρωμαϊκές προσωπογραφίες κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες και αντιπροσωπεύουν, αντιστοίχως, τις τρεις ανάλογες διαδοχικές φάσεις του ρωμαϊκού πολιτεύματος.

 

Η πρώτη κατηγορία συμπίπτει με την περίοδο της δημοκρατίας μέχρι το 31 μ.Χ. και περιλαμβάνει έργα που ανήκουν σε μεσήλικες κυρίως άνδρες με ισχνά και ρυτιδωμένα πρόσωπα, στα οποία διαφαίνεται ο συνδυασμός του απλοϊκού χαρακτήρα με το πρακτικό πνεύμα και την ισχυρή θέληση για δημιουργία.

 

Η δεύτερη κατηγορία ανάγεται στους Ρωμαϊκούς Αυτοκρατορικούς χρόνους από το 31 μέχρι το 68 μ.Χ. και αντιπροσωπεύεται από έργα, που παριστάνουν ώριμα ανδρικά πρόσωπα, στα οποία όλες οι λεπτομέρειες, που αποδίδονται με ιδεαλιστική τεχνοτροπία, υποδηλώνουν ανεπτυγμένο χαρακτήρα και πνευματική καλλιέργεια. Όλες σχεδόν οι προσωπογραφίες της περιόδου αυτής έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τις προσωπογραφίες του αυτοκράτορα Αυγούστου.

 

Η τρίτη κατηγορία εντάσσεται μεταξύ του 69 μ.Χ. και του τέλους των Ρωμαϊκών χρόνων και παρουσιάζει έργα, που συνδυάζουν το ρεαλισμό με τον ιδεαλισμό. Τα έργα αυτά πλεονάζουν στην Φλαβιανή περίοδο (69 - 96 μ.Χ.) και συνεχίζονται αραιότερα στις μετέπειτα περιόδους.

 

Στην περίοδο της αυτοκρατορίας του Αδριανού (117 -138 μ.Χ.) παρουσιάζεται για πρώτη φορά, όχι μόνο στις προσωπογραφίες αλλά και σε ολοκληρωμένα αγάλματα το νέο στοιχείο της γενειάδας, που συνεχίστηκε μέχρι τα χρόνια του Διοκλητιανού (285 - 305 μ.Χ.). Από την εποχή των Αντωνίνων αυτοκρατόρων και του Αυρηλιανού (138 -180 μ.Χ.) μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. στις προσωπογραφίες και τα αγάλματα κυριαρχεί ο εικονογραφικός τύπος με έντονη τάση για νατουραλισμό. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου αποδίδονται με φυσικότερο τρόπο και στα χάλκινα έργα η κόρη του ματιού επιτυγχάνεται με μικρή οπή και το σχήμα της ίριδος με εγχάρακτο κύκλο. Τα μαλλιά συνήθως σχηματίζονται με ελεύθερους κυματοειδείς βοστρύχους, αλλά κάποτε είναι κοντά και σγουρά και κατανέμονται με σχετική συμμετρία. Στα επόμενα χρόνια της Ρωμαϊκής εποχής τόσο τα μαρμάρινα όσο και τα χάλκινα γλυπτικά έργα απλοποιούνται σταδιακά, αλλά διατηρούν πάντοτε την τάση για συνδυασμό των φυσικών και εξιδανικευμένων στοιχείων. Σε μερικά από τα έργα αυτά εμφανίζεται και πάλιν η γενειάδα και στα περισσότερα τα ελεύθερα μαλλιά αποδίδονται με ανώμαλη επιφάνεια και οι βόστρυχοι με εγχάρακτες γραμμές.

 

Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κυπριακής γλυπτικής των Ρωμαϊκών χρόνων, όπως έχουν σκιαγραφηθεί, καθρεφτίζονται σε πολυάριθμα λίθινα, μαρμάρινα και χάλκινα δείγματα αγαλμάτων και προσωπογραφιών του Κυπριακού Μουσείου, από τα οποία τα αντιπροσωπευτικότερα είναι τα ακόλουθα: 1) Μαρμάρινο άγαλμα Αφροδίτης, των Ρωμαϊκών Αυτοκρατορικών χρόνων (50 περίπου π.Χ.) από τους Σόλους. Η θεά παριστάνεται όρθια και γυμνή με το περισσότερο βάρος του σώματός της στο δεξί πόδι και με ελάχιστη προβολή του αριστερού ποδιού. Τα χέρια και το κάτω μέρος των ποδιών λείπουν. Μερικές προεξοχές στους μηρούς φανερώνουν ότι ο κορμός του αγάλματος συνδεόταν με άλλες ολόγλυφες μορφές, ίσως με δελφίνι στον ένα μηρό και με Έρωτα στον άλλο, όπως ακριβώς και το άγαλμα της Αφροδίτης της Κυρήνης, της ίδιας εποχής, με το οποίο έχει καταπληκτική ομοιότητα. Η κεφαλή έχει σχήμα ωοειδές κι ελάχιστη στροφή προς τ' αριστερά. Τα μαλλιά είναι χωρισμένα σε δυο χοντρούς πλοκάμους, δεμένους πάνω από το μέτωπο και πεσμένους στους ώμους. Στα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι διάχυτη η αρμονική συμμετρία και φυσικότητα, και όλη η τεχνοτροπία του αγάλματος θυμίζει τα έργα της γλυπτικής σχολής της Αλεξάνδρειας, που ακολουθούν τα κλασικά πρότυπα έργα του Πραξιτέλη. 2) Ασβεστολιθικό άγαλμα θρηνούσης Ίσιδος, των Ρωμαϊκών Αυτοκρατορικών χρόνων (50 π.Χ. - 50 μ.Χ.) από το σύμπλεγμα ναών στην τοποθεσία Χολλάδες των Σόλων. Η θεά παριστάνεται να κλαίει γονατιστή πάνω σε κίονα. Η όλη παράσταση σχετίζεται με τον περιβόητο μύθο της Ίσιδος και του Όσιρι, σύμφωνα με τον οποίο ο Τυφών, αδελφός του Όσιρι, αφού τον ξεγέλασε τον έκλεισε σε φέρετρο, που το σφράγισε με μόλυβδο και στη συνέχεια το έκρυψε σε κίονα και το έριξε στο Νείλο. Τα νερά του ποταμού παρέσυραν τον κίονα στις ακτές της Φοινίκης, όπου τον βρήκε η Ίσις ύστερα από περιπετειώδη αναζήτηση. Αυτή ακριβώς τη στιγμή της ανεύρεσης του κίονα και τη δραματική σκηνή των λυγμών της Ίσιδος ο Κύπριος γλύπτης αποδίδει με πολλή φυσικότητα. 3) Ασβεστολιθική κεφαλή φυσικού μεγέθους, σε τύπο προσωπογραφίας, του 1ου αιώνα μ.Χ., με τονισμένες λεπτομέρειες των χαρακτηριστικών του προσώπου, που αποδίδονται στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Καλιγούλα. 4) Μαρμάρινο υπερφυσικό άγαλμα Απόλλωνος, των μέσων του 2ου αιώνα μ.Χ. από την παλαίστρα του γυμνασίου της Σαλαμίνος. Βρέθηκε κατατεμαχισμένο και συμπληρώθηκε, αλλά μερικά τμήματα από τα πόδια και τα χέρια δεν έχουν διασωθεί. Ο θεός παριστάνεται όρθιος και γυμνός σε μαρμάρινη βάση και στ' αριστερά του, στην ίδια βάση, στηρίζεται κορμός δέντρου καλυμμένος με πτυχωτό ύφασμα, πάνω στον οποίο υπάρχει το κάτω μέρος λύρας, που βεβαιώνει ότι το όλο σύμπλεγμα ανήκει στον τύπο των αγαλμάτων του Απόλλωνος με την ιδιότητα του θεού της μουσικής. Στο αριστερό χέρι ίσως να κρατούσε πλήκτρο, το οποίο όμως καταστράφηκε. Το μεγαλύτερο βάρος του σώματος στηρίζεται στο αριστερό πόδι, που έχει κλίση στ' αριστερά. Ελάχιστη κλίση προς τα δεξιά έχει και το δεξί πόδι. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου προδίνουν έκδηλο συνδυασμό ρεαλισμού και ιδεαλισμού. Η κεφαλή κλίνει ελαφρά προς τ' αριστερά. Τα μαλλιά είναι κοντά και σγουρά με ασύμμετρη διάταξη στην κεφαλή και πλαισιώνονται από δάφνινο στεφάνι, τα δυο άκρα του οποίου ενώνονται μπροστά πάνω από το μέτωπο. Το στεφάνι, που διατηρεί ακόμη ίχνη κιτρινωπού - χρυσαφιού χρώματος, είναι δεμένο με κορδέλα στο πίσω μέρος, τα άκρα της οποίας πέφτουν στους ώμους. Οι μυς τονίζονται με έμφαση στο στήθος και στην κοιλιακή χώρα, ενώ τα υπόλοιπα μέρη του σώματος αποδίδονται με λεία και στιλπνή επιφάνεια. Η γενική στάση του αγάλματος και η απόδοση των λεπτομερειών των χαρακτηριστικών του προσώπου και του σώματος φανερώνουν έντονη και άμεση επίδραση από παρόμοια έργα των οπαδών του Πραξιτέλη στη γλυπτική σχολή της Αλεξάνδρειας. Από τον ίδιο χώρο του γυμνασίου της Σαλαμίνος προέρχονται και αρκετά άλλα μαρμάρινα γλυπτικά έργα της ίδιας εποχής και τεχνοτροπίας, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα αγάλματα του Διός, καθισμένου σε θρόνο, της Ίσιδος (σε γκρίζο μάρμαρο) και του Ηρακλή, οι κεφαλές του Ασκληπιού και της Ήρας, το κάτω μέρος του αγάλματος Αφροδίτης με δελφίνι, και τα ακέφαλα αγάλματα του Ασκληπιού, της Αφροδίτης, του Ποτάμιου θεού (σε γκρίζο μάρμαρο), του Μελέαγρου, του Ερμαφρόδιτου, της Αρτέμιδος και της πτερωτής Νεμέσεως με πήχυ στο αριστερό χέρι και γρύπα και τροχό κοντά στο δεξί της πόδι. 5) Μαρμάρινο άγαλμα γενειοφόρου Ασκληπιού, του τέλους του 2ου αιώνα μ.Χ., από την Οικία του Θησέως στην Κάτω Πάφο, ντυμένου με ποδήρη χιτώνα, ριγμένο στον αριστερό ώμο και περασμένο κάτω από τη δεξιά μασχάλη, έτσι που ν' αφήνει ολόγυμνο το στήθος. Το άγαλμα αυτό βρίσκεται στο Επαρχιακό Μουσείο Πάφου. 6) Χάλκινη κεφαλή αγάλματος εφήβου, υπερφυσικού μεγέθους, του 2ου αιώνα μ.Χ., που βρέθηκε στον αρχαιολογικό χώρο των Σόλων το 1972 από την καναδική αποστολή του Πανεπιστημίου Λαβάλ της Κεμπέκ. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου αποδίδονται με απόλυτη φυσικότητα και τάση προς ιδεαλισμό και τα κοντά σγουρά μαλλιά κατανέμονται με συμμετρία στην κεφαλή. Η τεχνοτροπία του έργου υπάγεται στην περίοδο της αυτοκρατορίας των Αντωνίνων (138 - 180 μ.Χ.). 7) Χάλκινο άγαλμα υπερφυσικού μεγέθους με ύψος 2,8 μ., του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου (193 - 211 μ.Χ.), των αρχών του 3ου αιώνα μ.Χ., που βρέθηκε κατατεμαχισμένο κοντά στην Κυθρέα (αρχαία πόλη των Χύτρων) το 1928 και συναρμολογήθηκε στα εργαστήρια του Κυπριακού Μουσείου το 1940. Ο αυτοκράτορας παριστάνεται γυμνός, γενειοφόρος και όρθιος σε μορφή ήρωα και στάση ρήτορα. Ολόκληρο το βάρος του σώματος στηρίζεται στο δεξί πόδι που προεξέχει. Το αριστερό πόδι είναι λυγισμένο και στηρίζεται με τα δάκτυλα πάνω στο έδαφος. Οι λεπτομέρειες του προσώπου και του σώματος χαρακτηρίζονται από αρμονική συμμετρία και ακριβείς αναλογίες. Η κεφαλή του αγάλματος στο σύνολό της αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα προσωπογραφίας στο είδος της. Τα μαλλιά και η γενειάδα, παρόλο που αποδίδονται με σχετική συμμετρία, εναρμονίζονται απόλυτα με τις κανονικές αναλογίες του όλου έργου. 8) Ασβεστολιθικό ανάγλυφο θρηνούντος Έρωτος, των αρχών του 3ου αιώνα π.Χ., από το σύμπλεγμα ναών στην τοποθεσία Χολλάδες των Σόλων. Ο προσωποποιημένος Έρως είναι γυμνός με κοσμήματα γύρω από τους αστράγαλους, φαρέτρα στο αριστερό χέρι και αναποδογυρισμένο πυρσό στο δεξί χέρι. Στο βάθος του ανάγλυφου διακρίνεται ανεξάρτητο το τόξο του Έρωτος. 9) Ασβεστολιθικό άγαλμα Κανώπου, των μέσων του 3ου αιώνα π.Χ., με σώμα σε σχήμα πιθαριού και γενειοφόρα κεφαλή με στέμμα σε μορφή ανθεμίου. Τα μαλλιά αποδίδονται με μακρούς πλοκάμους, που πέφτουν στο στήθος. Το πίσω μέρος του αγάλματος είναι καλυμμένο με ύφασμα. Στο στήθος φέρει περιδέραια, στην κοιλιά ανάγλυφες παραστάσεις Ουρέου, πτηνών και φιδιών, και στο κάτω μέρος ανεξακρίβωτη διακόσμηση. Η μορφή του πιθόμορφου Κανώπου έχει αποδοθεί στον μεταμφιεσμένο Όσιρι που παριστάνεται σαν Νείλος. Η διακόσμηση και η γενική τεχνική κατασκευή και απόδοση των λεπτομερειών στο σημαντικό αυτό έργο έχουν καθαρή εγχώρια αιγυπτιακή επίδραση. 10) Ασβεστολιθικό γυναικείο άγαλμα με θρησκευτική ενδυμασία, του 4ου αιώνα μ.Χ. από το ίδιο σύμπλεγμα των ναών στους Σόλους. Το έργο αυτό είναι πολύ σημαντικό και μοναδικό στο είδος του χάρη στην πολυποίκιλη ανάγλυφη διακόσμηση που φέρει στην ενδυμασία, η οποία δεν παρουσιάζεται σε κανένα άλλο παρόμοιο έργο τέχνης. Στο μπροστινό μέρος της ενδυμασίας, μέσα σε τετράγωνες μετόπες, υπάρχουν κατά σειρά, από πάνω προς τα κάτω, παραστάσεις ενός παγωνιού, μιας προσωποποιημένης ψυχής, της θεάς Άθωρ σε μορφή αγελάδας, μιας σκηνής ταρίχευσης, που παρουσιάζει μούμια και ιερέα σε μορφή θεού Άνουβι και μιας πτερωτής Ίσιδος μαζί με άλλη μορφή. Οι μετόπες πλαισιώνονται από διάφορα γεωμετρικά μοτίβα. Το πίσω μέρος της ενδυμασίας είναι κοσμημένο με θώρακα, που φέρει ανάγλυφες παραστάσεις πτερωτών γρυπών και λεπιδωτό χιτώνα στο στήθος, που θυμίζει την «αιγίδα» της Αθηνάς σε εικονογραφικές παραστάσεις των Κλασικών και Ελληνιστικών χρόνων.