Η γεωργία ήταν για την Κύπρο από την αρχαιότητα μέχρι και πριν από μερικές δεκαετίες ο πιο σπουδαίος τομέας οικονομικής δραστηριότητας και ήταν κι είναι άμεσα συνδεδεμένη με τον τρόπο ζωής των Κυπρίων. Είναι γι’ αυτό το λόγο που γεωργία και αγροτική ζωή έχουν πολύ μεγάλη σύνδεση.
Βλέπε λήμμα: Αγροτική ζωή
Η γεωργία μέχρι το πρόσφατο παρελθόν αποτελούσε την κύρια πηγή εισοδήματος/ απασχόλησης των Κυπρίων και την κύρια πηγή εισοδήματος των εκάστοτε κυβερνήσεων (πριν από την ανεξαρτησία) μέσω της είσπραξης φόρων που επιβάλλονταν με βάση τη γεωργική παραγωγή.
Η διάρθρωση της γεωργικής παραγωγής έχει διά μέσου των αιώνων διαφοροποιηθεί σε μεγάλο βαθμό. Στα πανάρχαια χρόνια τα σιτηρά ήταν το κύριο αγροτικό προϊόν. Υπάρχουν μαρτυρίες ότι η Κύπρος όχι μόνο ήταν αυτάρκης στα σιτηρά, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις έκαμνε και εξαγωγές όπως στην αρχαία Αθήνα και στην Αίγυπτο την εποχή των Πτολεμαίων.
Βλέπε λήμμα: Ελληνιστική εποχή
Εκτός από τα σιτηρά που συνέχισαν διά μέσου των αιώνων να αποτελούν την κύρια καλλιέργεια της κυπριακής γεωργίας, άλλες καλλιέργειες που παρέμειναν σταθερές είναι τα αμπέλια και τα ελαιόδενδρα. Και τούτο γιατί οι Κύπριοι είχαν και συνεχίζουν ακόμη (σε μικρότερο βέβαια βαθμό) να έχουν στη διατροφή τους σαν βασικά είδη τροφίμων το ψωμί, το σταφύλι, το κρασί, τη σταφίδα, το λάδι και τις ελιές. Οι γεωργοί της Κύπρου αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα διατροφής σε χρονιές ξηρασίας, κυρίως γιατί επηρεαζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό η διατροφή τους με την έλλειψη δημητριακών λόγω της ανομβρίας και γιατί η εισαγωγή δημητριακών ήταν δύσκολη και πολύ δαπανηρή. Άλλη σημαντική καλλιέργεια ήταν η χαρουπιά που αντέχει στη ξηρασία και αξιοποιεί χωράφια οριακά από απόψεως γονιμότητας και της οποίας οι καρποί μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη διατροφή ανθρώπων και ζώων και για μια περίοδο αποτελούσε την κύρια πηγή εισοδήματος από το εξωτερικό σε σημείο που ο καρπός της να αποκληθεί «ο μαύρος χρυσός της Κύπρου».
Βλέπε λήμμα: Τερατσιά- τεράτσι
Η άρδευση, εκτός από την εποχιακή, ήταν σε πολύ περιορισμένη έκταση. Νερό για άρδευση εχρησιμοποιείτο τους χειμερινούς μήνες από τους ποταμούς και μόνο πολύ μικρή έκταση αρδευόταν από πηγές/ κεφαλόβρυσα. Πολύ πιο ύστερα με την επινόηση των ανεμόμυλων δόθηκε η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί και νερό για άρδευση από λάκκους, ενώ μόνο στο πρόσφατο παρελθόν δόθηκε η δυνατότητα χρησιμοποίησης νερού από το υδροφόρο στρώμα με την εγκατάσταση μηχανοκίνητων αντλιών. Σταδιακά η χρησιμοποίηση μηχανών για άντληση προκάλεσε υπεράντληση των υδροφόρων στρωμάτων σε βαθμό που μερικά καταστράφηκαν (όπως στην περιοχή Αγίου Μέμνονα Αμμοχώστου) με την εισχώρηση θαλάσσιου νερού στο υδροφόρο στρώμα και μερικά κινδύνευσαν να καταστραφούν όπως στις περιοχές Μόρφου (Συριανοχώρι) και Λεμεσού (Ζακάκι).
Η εξέλιξη αυτή στις αρδεύσεις συνέτεινε στο να διαφοροποιηθεί περαιτέρω η διάρθρωση των καλλιεργειών με την εισαγωγή και εγκατάσταση μονίμων αρδευόμενων καλλιεργειών όπως τα εσπεριδοειδή, νέα είδη και ποικιλίες καρποφόρων δένδρων, κλπ. Εκτός από τις αλλαγές που έγιναν με την επέκταση των αρδεύσεων άλλοι λόγοι που επηρέασαν τις αλλαγές στη διάρθρωση των καλλιεργειών μπορούν να αναφερθούν οι πιο κάτω:
1. Κοινωνικοοικονομικοί λόγοι: Την θέση μιας καλλιέργειας την παίρνει μια άλλη πιο αμειπτική. Κλασσικό παράδειγμα η τέλεια εγκατάλειψη της ζαχαροκαλαμοκαλλιέργειας που ήκμασε επί Βενετοκρατίας και η αντικατάστασή της με βαμβακοκαλλιέργεια. Με το πέρασμα του χρόνου η βαμβακοκαλλιέργεια σταδιακά εγκαταλείφθηκε για να δώσει τη θέση της, σε περιοχές με γόνιμα αρδευόμενα χωράφια, στην καλλιέργεια πιο αμειπτικών καλλιεργειών όπως η πατάτα, τα λαχανικά και τα φρουτόδενδρα. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η περίπτωση αντικατάστασης επιτραπέζιων σταφυλιών ή λαχανικών με εσπεριδοειδή που προσιδιάζουν καλύτερα με το φαινόμενο της μερικής απασχόλησης στη γεωργία (part time farming) που συνεχώς αυξάνεται.
Βλέπε λήμματα: Ζαχαροκάλαμο και Βαμβάκι
2. Φυτοπαθολογικοί λόγοι: Ορισμένες καλλιέργειες εγκαταλείφθηκαν γιατί είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές από έντομα και ασθένειες. Στη δεκαετία του 1980 το «βακτηριακό κάψιμο» επηρέασε αρκετές εκτάσεις με μηλεοειδή (μηλιές, αχλαδιές) και οι προσπάθειες του υπουργείου Γεωργίας και Φυσικών Πόρων στράφηκαν στην αντικατάστασή τους με ανθεκτικές ποικιλίες ή άλλες δενδρώδεις καλλιέργειες που ευδοκιμούν στις περιοχές όπου καλλιεργούνται τα μηλεοειδή.
Πέραν από τις καλλιέργειες που αναφέρθηκαν ότι υπέστησαν σοβαρή διαφοροποίηση, και οι πιο κάτω καλλιέργειες που ήταν μεγάλης οικονομικής σημασίας εγκαταλείφθηκαν (εκτός από το ζαχαροκάλαμο που αναφέρθηκε πιο πριν), το ερυθρόδανο, η γλυκόριζα, ο κρόκος, το λινάρι, το καννάβι και η συλλογή και εξαγωγή λαδάνου. Οι πιο κάτω καλλιέργειες έχουν περιοριστεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια: αρτυσιά, γλυκάνισος, φαβέτα, ρόβι, συκαμινιά, ροδιά και γλυκολεμονιά. Για αρκετές από τις καλλιέργειες που εγκαταλείφθηκαν/ περιορίστηκαν όπως ζαχαροκάλαμο, βαμβάκι, λινάρι, συκαμινιές.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια