Γερμανός Πησίμανδρος αρχιεπίσκοπος

Image

Ο Γερμανός Πησίμανδρος ανήλθε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο μετά το 1251, σε μια εποχή κατά την οποία η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου αντιμετώπιζε σοβαρότατα προβλήματα από την καταπίεση της Λατινικής, στα πλαίσια του φεουδαλικού μεσαιωνικού κυπριακού βασιλείου στο οποίο προσπαθούσε να επιβάλει την εξουσία του ο πάπας της Ρώμης. Ο Γερμανός Α' είναι γνωστός και με το επώνυμο Πησίμανδρος.

 

Ο Γερμανός Πησίμανδρος εξελέγη αρχιεπίσκοπος Κύπρου μετά την επιστροφή στο νησί των Ορθοδόξων αρχιερέων που το είχαν εγκαταλείψει το 1240 κρυφά, ύστερα από απαγόρευση σ' αυτούς να ιερουργούν εάν δεν έδιναν όρκο πίστης στον πάπα Γρηγόριο Θ'. Η επιστροφή των αρχιερέων στην Κύπρο από την Κιλικία όπου είχαν καταφύγει, έγινε το 1247 ύστερα από ενέργειες του Φραγκισκανού μοναχού Λαυρεντίου, παπικού ληγάτου στην Ανατολή, ο οποίος ενεργούσε στα πλαίσια «συμφιλιωτικής πολιτικής» του νέου πάπα Ιννοκέντιου Δ'. Δεν είναι γνωστό εάν μαζί με τους λοιπούς ιεράρχες επέστρεψε και ο Κύπριος αρχιεπίσκοπος Νεόφυτος (1220/21 - προ της 21 Δεκεμβρίου 1251). Πάντως, μετά την 21 Δεκεμβρίου 1251 αναφέρεται ότι εξελέγη νέος Κύπριος αρχιεπίσκοπος ο μοναχός Γερμανός Πησίμανδρος, που μέχρι τότε ενεργούσε ως αρχηγός των Ελλήνων της Κύπρου των «αφωσιωμένων στη Ρωμαϊκή Εκκλησία» (Ecclesiae Romanae devoti), δηλαδή εκείνων που αποδέχθηκαν την υποταγή στους Λατίνους διά της «συμφιλιωτικής πολιτικής» του πάπα Ιννοκέντιου. Θεωρείται βέβαιο ότι ο νέος Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος της Κύπρου εξελέγη με την υποστήριξη του παπικού ληγάτου. Η σχετική έγκριση του πάπα για την εκλογή του Πησίμανδρου δόθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 1251, με εξουσιοδότηση του παπικού ληγάτου ν' αποφασίσει τελεσίδικα. Ωστόσο στον καθορισμό των όρων υποταγής του νεοεκλεγέντος Ορθοδόξου αρχιεπισκόπου της Κύπρου δεν έγινε καμιά αναφορά για υπακοή του και στον Λατίνο αρχιεπίσκοπο του νησιού Ούγο Φαγιάνο, ο οποίος απουσίαζε από την Κύπρο κατά τον χρόνο εκλογής του Πησίμανδρου. Δημιουργήθηκε έτσι στην Κύπρο ένα περίεργο εκκλησιαστικό καθεστώς, με δυο Εκκλησίες: Την Ελληνορθόδοξη υπό τον Γερμανό Πησίμανδρο, που τελούσε υπό την άμεση δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ρώμης, και τη Λατινική υπό τον Ούγο Φαγιάνο. Ο τελευταίος δυσαρεστήθηκε με τη νέα κατάσταση κι έφυγε από την Κύπρο, στην οποία όμως επέστρεψε μετά τον θάνατο του βασιλιά της Κύπρου Ερρίκου Α' που συνέβη στις 18.1.1253. Μετά τον θάνατο του πάπα Ιννοκέντιου Δ', στις 7.12.1254, και την εκλογή ως νέου πάπα, του Αλέξανδρου* Δ', στις 12.12.1254, στην Κύπρο ο Ούγος Φαγιάνος θεώρησε ότι επέστη ο καιρός να συγκρουστεί με τον αντίπαλό του Γερμανό Πησίμανδρο, τον οποίο κάλεσε να εμφανιστεί μπροστά του και ν' απολογηθεί για διάφορα οικονομικά θέματα της έδρας του. Ο Πησίμανδρος αρνήθηκε να υπακούσει στον Φαγιάνο, τον οποίο θεωρούσε ως ίσο και όχι ανώτερό του. Η σύγκρουση των δυο αρχιεπισκόπων οδήγησε τον Πησίμανδρο στην απόφαση ν' απευθυνθεί προσωπικά στην Αγία Έδρα στη Ρώμη, υπό την προστασία της οποίας έθεσε και τον εαυτό του και την Εκκλησία του. Συνοδευόμενος από τρεις επισκόπους του (τον Σολίας Νήφωνα ή Νήλωνα, τον Καρπασίας Ιωακείμ και τον Λευκάρων Ματθαίο ή Ματθία), ο Γερμανός Πησίμανδρος πήγε στη Ρώμη όπου έγινε δεκτός από τον πάπα Αλέξανδρο Δ'. Μετά από συζητήσεις, στις οποίες μετείχαν και εκπρόσωποι του Ούγου Φαγιάνου, ο Γερμανός Πησίμανδρος ζήτησε από τον πάπα Αλέξανδρο να εκδώσει παπική απόφαση που να καθιστά δυνατή την ειρηνική συμβίωση Ελλήνων και Λατίνων στην Κύπρο. Πράγματι, ο πάπας εξέδωσε, στις 3 Ιουλίου του 1260, την περιβόητη Βούλλα Σύπρια* (Bulla Cypria ή Constitutio Cypria), η οποία έθεσε όμως πολύ προσωρινό τέρμα στις συγκρούσεις μεταξύ των δυο Εκκλησιών στην Κύπρο και στις διώξεις της Ορθόδοξης από την ιεραρχία της Λατινικής. Μεταξύ των όρων της Βούλλας περιλαμβανόταν και η σταδιακή μείωση των ορθοδόξων επισκοπών του νησιού από 14 σε 4. Οριζόταν επίσης ότι ο Γερμανός Πησίμανδρος θα εξακολουθούσε να φέρει το βαθμό και τον τίτλο του αρχιεπισκόπου Κύπρου ισοβίως και να είναι εντελώς ανεξάρτητος από τον Λατίνο αρχιεπίσκοπο. Τούτο όμως δεν θα ίσχυε για τους διαδόχους του. Ο Γερμανός Πησίμανδρος απέκτησε και διάφορα άλλα προνόμια, που καθορίστηκαν με τη Βούλλα, τα οποία όμως και πάλι δεν θα είχαν ισχύ για τους διαδόχους του. Ουσιαστικά οι διατάξεις της Βούλλας ενίσχυσαν σημαντικά τη θέση και τα δικαιώματα των Λατίνων εκκλησιαστικών ηγετών της Κύπρου, σε βάρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας του νησιού. Στον Γερμανό Πησίμανδρο παραχωρήθηκαν μόνο μερικά προσωπικά προνόμια, ως ένα είδος «ανταμοιβής» για την αφοσίωσή του στη Δυτική Εκκλησία, αν και ο ίδιος ήταν Ορθόδοξος ιεράρχης.

 

Δεν είναι γνωστό μέχρι πότε παρέμεινε αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο Γερμανός Πησίμανδρος. Στη σύνοδο της Λυώνος στα 1274, αναφέρεται ότι είχε παραστεί και ο (μη κατονομαζόμενος) Έλληνας αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Πιστεύεται ότι αυτός πρέπει να ήταν ο Γερμανός Πησίμανδρος, αφού η Βούλλα όριζε ότι ο Πησίμανδρος θα ήταν ο τελευταίος Έλληνας ιεράρχης της Κύπρου που θα έφερε τον τίτλο του αρχιεπισκόπου. Αν ήταν, συνεπώς, άλλος απ' αυτόν, δεν θα γινόταν δεκτός ως αρχιεπίσκοπος στη σύνοδο της Λυώνος. Επειδή μετά τη σύνοδο αυτή εξεδόθη στην Κύπρο διάταξη του Λατίνου αρχιεπισκόπου Ραφαήλ* στην οποία γίνεται αναφορά σε Έλληνες επισκόπους αλλά όχι και σε Έλληνα αρχιεπίσκοπο, γίνεται αποδεκτό ότι ο Γερμανός Πησίμανδρος είτε πέθανε είτε αποσύρθηκε κατά το 1274.