Βιομηχανία

Περίοδος μετά την τουρκική εισβολή

Image

Οι θετικοί ρυθμοί ανέλιξης της κυπριακής βιομηχανίας ανατράπηκαν απότομα το 1974, εξαιτίας της τουρκικής εισβολής και της κατοχής σημαντικού μέρους της βιομηχανικής υποδομής, πολλών συγχρόνων βιομηχανικών μονάδων και της αποστέρησης πρώτων υλών πλείστων άλλων μονάδων που λειτουργούσαν στις ελεύθερες περιοχές. Από την άλλη, η μαζική προσφυγοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού είχε σαν αποτέλεσμα τη δραστική μείωση των εισοδημάτων και τον παράλληλο περιορισμό στη ζήτηση βιομηχανικών προϊόντων.

 

Η απώλεια της πιο εύφορης καλλιεργήσιμης γης και της τουριστικής υποδομής, επιφόρτισε τον βιομηχανικό τομέα με το δύσκολο έργο εξαγωγής της κυπριακής οικονομίας από τη φοβερή κρίση. Στόχος της κυβερνητικής πολιτικής κατά την περίοδο αυτή υπήρξε, πρώτο, η ενθάρρυνση παραγωγικών μονάδων εντάσεως εργασίας για την αντιμετώπιση της μαζικής ανεργίας και, δεύτερο, ο εξαγωγικός προσανατολισμός εξαιτίας της κάθετης πτώσης της εγχώριας ζήτησης. Τα έκτακτα σχέδια οικονομικής δράσης που καταρτίσθηκαν αμέσως μετά την εισβολή στόχευαν σ" αυτούς τους αντικειμενικούς σκοπούς και παρά το πολύ δυσμενές οικονομικό κλίμα που επικρατούσε στην Κύπρο, έγινε κατορθωτή η σημαντική δραστηριοποίηση του βιομηχανικού τομέα. Σ' αυτό βοήθησε πολύ η μεγάλη αύξηση της εξωτερικής ζήτησης λόγω κυρίως του χαμηλού κόστους παραγωγής και της διεθνούς συγκυρίας (η κυπριακή κρίση συνέπεσε με την πολιτική και οικονομική εξάρθρωση ίου γειτονικού Λιβάνου που ήταν ο κυριότερος προμηθευτής βιομηχανικών ειδών στις αραβικές χώρες). Ενισχυτικό ρόλο στη ν αύξηση της εξωτερικής ζήτησης διαδραμάτισα ν και οι κυπριακές εργοληπτικές εταιρείες που απασχολούνταν στο εξωτερικό και οι οποίες δημιούργησαν σχετική ζήτηση ιδιαίτερα σε είδη στα οποία η εγχώρια ζήτηση σημείωσε σοβαρή κάμψη επειδή υπήρχε πτώση των εισοδημάτων.

 

Κατά την περίοδο 1974 - 1982 ελήφθησαν μεταξύ άλλων τα πιο κάτω μέτρα:

1. Εισήχθη το Σχέδιο Κυβερνητικών Εγγυήσεων με το οποίο βοηθήθηκαν πολλές εκτοπισθείσες βιομηχανίες να επαναλειτουργήσουν.

2. Ενισχύθηκε η Τράπεζα Αναπτύξεως στο να παρέχει μακροπρόθεσμα δάνεια σε τομείς προτεραιότητας.

3. Δημιουργήθηκε το Ειδικό Ταμείο στην Κεντρική Τράπεζα από τους πόρους του οποίου παραχωρήθηκαν πιστώσεις σε τομείς

προτεραιότητας, περιλαμβανομένου και του τομέα της μεταποίησης.

4. Εισήχθη το Σχέδιο Δανειοδοτήσεως Μικρών Βιομηχανιών στην Τράπεζα Αναπτύξεως με αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός βιομηχανιών να εξασφαλίσει δάνεια.

5. Εισήχθη το Σχέδιο Ασφαλίσεως Εξαγωγών στο υπουργείο Εμπορίου και Βιομηχανίας με σκοπό τη μείωση των εξαγωγικών

κινδύνων σε ασφαλισμένους βιομηχάνους.

6. Ιδρύθηκε ο Κυπριακός Οργανισμός Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητος με σκοπό την εισαγωγή και εφαρμογή διαφόρων προ

τύπων σε ντόπια παραγόμενα προϊόντα.

7. Ιδρύθηκαν νέες βιομηχανικές περιοχές στη Λευκωσία, το Φρέναρος, την Αμμόχωστο και την Πάφο, ενώ επεκτάθηκαν οι βιομηχανικές περιοχές Λεμεσού, Αγίου Αθανασίου και Λάρνακας. Ιδρύθηκε επίσης ελεύθερη βιομηχανική ζώνη στη Λάρνακα.

8. Στον τομέα της εκπαίδευσης του εργατικού δυναμικού ιδρύθηκε η Αρχή Βιομηχανικής Καταρτίσεως.

 

Τα μέτρα αυτά καθώς και η ικανότητα των Κυπρίων επιχειρηματιών, που μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες και να προσαρμοστούν σχετικά εύκολα στο μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον, έδωσαν νέα ώθηση στην ανάπτυξη της κυπριακής βιομηχανίας.

 

Οι βασικοί οικονομικοί δείκτες του βιομηχανικού τομέα φαίνονται στον πίνακα που ακολουθεί, όπως εξελίχθηκαν κατά την περίοδο 1973 1983 και παρουσιάζουν στην πλειονότητα τους θετικές εξελίξεις. Η προστιθέμενη αξία υπερτετραπλασιάστηκε σε τρέχουσες τιμές, η απασχόληση σημείωσε θετικές αυξήσεις, οι δε εξαγωγές ξεπέρασαν τα αναμενόμενα όρια. Παρ’ όλα αυτά οι τάσεις που παρουσιάζουν ορισμένοι δείκτες τα τελευταία χρόνια, κυρίως οι επενδύσεις και οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων, δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές.

 

ΒΑΣΙΚΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΕΓΕΘΗ ΤΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ 1973-1983

1973                1978                1979                1980                1981                1982                1983

 

1. ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗ ΑΞΙΑ (000 ς)

Σε Τρέχουσες Τιμές               

43.300             85.400             102.000           124.600           147.100           174.873            188.485

Σε Σταθερές Τιμές                  

43.300             48.000             51.800             55.500             59.100             66.000                67.300

 

2. ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΠΑΓΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ (000 ς)

Σε Τρέχουσες τιμές               

8.000                 23.700            26.200             24.600                19.700              27.400               21.770

Σε Σταθερές Τιμές 1973        

8.000               12.500             12.000             10.200             7.400               10.347                  7.822

 

3. ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ                

38.000             36.800             38.330             38.510             38.910             42.455             42.172

 

4. ΕΞΑΓΩΓΕΣ

(Σε Τρέχ. Τιμές 000 ς)

15.200             69.700             85.800             106.600           141.200           140.551             135.352

 

Πηγές (α) Γραφείο Προγραμματισμού, (β) Τμήμα Στατιστικής και Ερευνών

 

ΣΗΜ: Τα στοιχεία που δίνει το Τμήμα Προγραμματισμού διαφέρουν αισθητά από τα στοιχεία του Τμήματος Στατιστικής και Ερευνών Στον πιο πάνω πίνακα χρησιμοποιούνται στοιχεία του Γραφείου Προγραμματισμού για έτη 1973 1981 (συμπεριλαμβανομένου), ενώ για τα υπόλοιπα έτη δίνονται στοιχεία από το Τμήμα Στατιστικής και Ερευνών.

 

Οι επενδύσεις επιδεικνύουν μια συνεχή υποτονικότητα από το 1980 κ.ε., ενώ οι εξαγωγές παρουσίασαν σημεία κάμψης το 1984 - 85.

 

ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ

 

Μια πρόχειρη ματιά στους πίνακες, δείχνει ότι υπάρχει μια έντονη ανισομέρεια στην περιφερειακή κατανομή της βιομηχανικής δραστηριότητας. Το θέμα αυτό συνδέεται άμεσα με το πρόβλημα της περιφερειακής ανάπτυξης, που αν και προϋπήρχε, αρχίζει να γίνεται εμφανές αμέσως μετά την Ανεξαρτησία. Άμεσος στόχος των κυβερνητικών προγραμμάτων ήταν η ανάπτυξη της βιομηχανίας γενικά, ενώ η περιφερειακή κατανομή της ερχόταν σε δεύτερη μοίρα.

 

Η επαρχία Λευκωσίας συγκέντρωνε το 1982 το 52,8% της βιομηχανικής δραστηριότητας, όπως μετριέται με την απασχόληση όλης της χώρας, ενώ το 1972 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 52,6%. Όπως δείχνουν τα στοιχεία αυτά, η τουρκική εισβολή και η κατάληψη σοβαρού μέρους της βιομηχανικής υποδομής της Λευκωσίας (βιομηχανική περιοχή Μιας Μηλιάς, κλπ.) δεν επηρέασε τη δεσπόζουσα θέση της πρωτεύουσας σαν βιομηχανικού κέντρου. Η επαρχία Λεμεσού κατέχει τη δεύτερη θέση στην περιφερειακή διάρθρωση της βιομηχανικής απασχόλησης με μερίδιο 27,01% που αυξάνεται σταθερά από την Ανεξαρτησία μέχρι σήμερα. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μια φθίνουσα τάση στους ρυθμούς αύξησης, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί στη στροφή των επενδυτών στις τουριστικές επενδύσεις που βρίσκονται σε έξαρση. Η Λάρνακα λόγω διαφόρων συγκυριών, άρχισε σχετικά πρόσφατα να παρουσιάζει αξιόλογο ενδιαφέρον σαν βιομηχανικό κέντρο και προσφέρει σήμερα ευκαιρίες απασχόλησης σ' ένα αυξημένο αριθμό ατόμων. Ενώ το 1972 είχε μόνο το 8% του ολικού αριθμού των απασχολουμένων στη βιομηχανία παγκυπρίως, σήμερα σχεδόν διπλασίασε αυτό το ποσοστό.

 

Η σημαντική συμβολή της Αμμοχώστου στη βιομηχανική ανάπτυξη ανακόπηκε απότομα το 1974 με την τουρκική εισβολή και η συνεισφορά του ελεύθερου μέρους της είναι σήμερα ελάχιστη. Η επαρχία της Πάφου χαρακτηριζόταν ανέκαθεν από πολύ χαμηλό βαθμό βιομηχανικής παρουσίας και οι έντονες αλλαγές των τελευταίων χρόνων στο βιομηχανικό τομέα άφησαν την Πάφο ανεπηρέαστη.

 

Μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της επίδοσης της κάθε επαρχίας στο βιομηχανικό τομέα, μας δίνει ο πίνακας που ακολουθεί και που δείχνει τη συνεισφορά του βιομηχανικού τομέα στο Ακαθάριστο Προϊόν, κατά επαρχία:

 

ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΠΡΟΪΟΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΚΑΤΑ ΕΠΑΡΧΙΑ

 

ΕΤΟΣ

ΛΕΥΚΩΣΙΑ

ΛΕΜΕΣΟΣ

αμμοχωστοσ

ΛΑΡΝΑΚΑ

ΠΑΦΟΣ

ΟΛΙΚΟ

 

ΑΚΑΘΑΡ. ΠΡΟΪΌΝ

% ΟΛΙΚΟ

ΑΚΑΘΑΡ. ΠΡΟΪΌΝ

% ΟΛΙΚΟ

ΑΚΑΘΑΡ. ΠΡΟΪΌΝ

% ΟΛΙΚΟ

ΑΚΑΘΑΡ. ΠΡΟΪΟΝ

% ΟΛΙΚΟ

ΑΚΑΘΑΡ. ΠΡΟΪΌΝ

% ΟΛΙΚΟ

ΑΚΑΘΑΡ. ΠΡΟΪΌΝ

1976

68.799

43,2

48.730

30,6

941

0,6

36.494

22,9

4.271

2,7

159.235

1977

95.543

45,9

60.567

29,1

1.276

0,6

45.586

21,9

5.016

2,5

207.990

1978

111.820

46,1

67.874

28,0

1.722

0,7

52.693

21,8

8.033

3,3

242.141

1979

134.795

44,7

83.370

27,6

1.838

0,6

70.155

23,3

11.596

3,8

301.754

1980

159.762

42,4

95.664

25,3

2.146

0,6

105.939

28,1

13.490

3,6

377.000

1982

218.067

42,3

133.375

25,8

6.630

1,3

142.932

27,7

14.457

2,8

515.463

Πηγή: Τμήμα Στατιστικής και Ερευνών

 

Η σύγκριση όμως με βάση το Ακαθάριστο Προϊόν είναι δυνατό να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα εξαιτίας των διαφορών που υπάρχουν στην περιφερειακή κατανομή ορισμένων προϊόντων, στην ανομοιογενή διακύμανση των τιμών των πρώτων υλών και σε άλλους παράγοντες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί τ. Λάρνακα που το 1980 και το 1982 παρουσιάζει συνεισφορά στο Ακαθάριστο Προϊόν του βιομηχανικού τομέα αρκετά πιο ψηλή από τη Λεμεσό, η οποία απασχολεί στη βιομηχανία προσωπικό σχεδόν διπλάσιο από τη Λάρνακα. Η αιτία βρίσκεται κατά κύριο λόγο στη μεγάλη αύξηση της τιμής των πετρελαιοειδών των οποίων τη διύλιση μονοπωλεί η Λάρνακα.

 

Για τους πιο πάνω λόγους θεωρήθηκε ότι η προστιθέμενη αξία παρέχει ένα πιο ασφαλή δείκτη για τη σύγκριση της συνεισφοράς και της επίδοσης των επαρχιών στο βιομηχανικό τομέα. Από τον πίνακα που ακολουθεί και που δίνει στοιχεία για τη ν προστιθέμενη αξία και τις διακυμάνσεις της για την περίοδο 1976 - 1982, φαίνεται ότι παρά το γεγονός ότι όλες οι επαρχίες έχουν σημειώσει αυξήσεις σε τρέχουσες τιμές, δεν έχει παρατηρηθεί ουσιαστι¬κή διαφοροποίηση στα ποσοστά της κατανομής της προστιθέμενης αξίας κατά επαρχία: 

 

ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗ ΑΞΙΑ (CENSUS) ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΚΑΤΑ ΕΠΑΡΧΙΑ

 

ΕΤΟΣ

λευκωσια

ΛΕΜΕΣΟΣ

αμμοχωστοσ

ΛΑΡΝΑΚΑ

ΠΑΦΟΣ

ΠΡΟΣΤΙ ΘΕΜΕΝΗ

 

προστιθ.

ΑΞΙΑ

Ο

ΟΛΙΚΟ

ΠΡΟΣΤΙΘ. ΑΞΙΑ

Ο

ΟΛΙΚΟ

ΠΡΟΣΤΙθ.

ΑΞΙΑ

ΟΛΙΚΟ

ΠΡΟΣΤΙΘ

ΑΞΙΑ

ΟΛΙΚΟ

ΠΡΟΣΤΙΘ.

ΑΞΙΑ

ΟΛΙΚΟ

ΑΞΙΑ ΟΛΙΚΟ

1976

26.136

48,3

17.483

32,2

412

0,8

8.817

16,3

1.283

2,1

54 133

1977

38.539

51,4

22.355

29,7

619

0,8

11.752

15,7

1.768

2,4

75.035

1978

45.825

50,2

27.742

30,4

832

0,9

14.048

15,4

2.777

3,1

91.224

1979

54.810

50,4

32.600

30,0

875

0,8

16.692

15,3

3.858

3,5

103.835

1980

65.654

50,4

38.088

29,2

999

0,8

20.973

16,0

4.655

3,6

130.369

1982

88.536

50,9

49.962

28,8

2.678

1,6

27.739

15,6

4.964

2,9

173.881

Πηγή: Τμήμα Στατιστικής και Ερευνών

 

Η συνεισφορά της Λευκωσίας με ποσοστό 50,9% του ολικού διατηρείται σε σταθερά επίπεδα και ξεπερνά ελαφρά τα συσσωρευμένα ποσοστά όλων των άλλων επαρχιών. Η Λεμεσός με 28,8% διατηρεί τη δεύτερη θέση αν και παρουσιάζει σημεία ελαφράς κάμψης, ενώ η Λάρνακα κατέχει την τρίτη θέση με ποσοστό 15,6% που βρίσκεται αισθητά κάτω από τον μέσο όρο. Με ελάχιστη συνεισφορά παρουσιάζεται η Πάφος και η ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου.

Συμπερασματικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Λευκωσία παρουσιάζει έντονο συγκεντρωτισμό της βιομηχανικής δραστηριότητας, ενώ η Πάφος μπορεί να χαρακτηριστεί σαν προβληματική από την άποψη τουλάχιστον της βιομηχανικής μεγέθυνσης. Οι λόγοι της βιομηχανικής υποανάπτυξης της Πάφου είναι πολλοί και σχετίζονται κυρίως με χωροταξικά προβλήματα (μορφολογία, πρόσβαση, απόσταση από αστικά κέντρα κλπ.), όσο και κοινωνικά (αστικοποίηση, δημογραφική σύνθεση, νοοτροπία, κλπ.). Η Λάρνακα άρχισε να ξεφεύγει σταθερά τα τελευταία χρόνια από τα όρια της υποανάπτυξης εξαιτίας της προλετάριο ποίησης του προσφυγικού πληθυσμού της και των συνθηκών φθηνής εργασίας που δημιουργήθηκαν μετά τη ν τουρκική εισβολή. Η Λεμεσός έχει ένα ικανοποιητικό μερίδιο της βιομηχανίας που βρίσκεται αρκετά πιο πάνω από το μέσο όρο, οι δε προοπτικές της είναι ευοίωνες.

 

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ- ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

Παρά τη θεαματική συνεισφορά του βιομηχανικού τομέα στην οικονομική ανάπτυξη του τόπου από την τουρκική εισβολή μέχρι σήμερα, έχει παρατηρηθεί μια σοβαρή επιβράδυνση στο ρυθμό επέκτασης της βιομηχανικής παραγωγής , με αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της ανταγωνιστικότητας των κυπριακών βιομηχανικών προϊόντων τόσο στην Κύπρο όσο και στο εξωτερικό. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης της βιομηχανίας σε πραγματικούς όρους από 13,7% την περίοδο 1977/78 περιορίστηκε σε 7,3% μεταξύ του 1979/81 και δεν ξεπερνά το 4% την περίοδο 1982/84.

 

Τα πλείστα προβλήματα του βιομηχανικού τομέα ήταν διαρθρωτικά και αφορούσαν τον γενικό τρόπο οργάνωσης της κυπριακής οικονομίας, πράγμα που καθιστούσε την επίλυσή τους πιο δύσκολη:

 

α) Αντιπαραγωγικός προσανατολισμός κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού: Σημαντικό μέρος των πόρων που ήταν διαθέσιμοι για παραγωγικές επενδύσεις, δεσμεύονταν από τον τομέα της κατοικίας και των κατασκευών, αντί να προωθούνται σε περισσότερο παραγωγικούς σκοπούς. Βέβαια σε κάποιο βαθμό αυτό ήταν παλαιότερα αναγκαίο γιατί έπρεπε να επιλυθεί το σοβαρό στεγαστικό πρόβλημα των προσφύγων, αλλά είναι επίσης γεγονός ότι ο τομέας της κατοικίας δέσμευσε και εξακολουθούσε να δεσμεύει ποσά πολύ μεγαλύτερα από ό,τι απαιτείτο για την κάλυψη των αναγκών αυτών. Ενδεικτικό της ανισόρροπης σχέσης μεταξύ κατοικίας και βιομηχανίας υπήρξε το γεγονός ότι ποσοστό πέραν του 40% της συνολικής επενδυτικής δραστηριότητας διατίθετο στις κατοικίες, ενώ μόνο ένα ποσοστό γύρω στο 7% διατίθετο σε επενδύσεις στο βιομηχανικό τομέα. Παράλληλα ένα σημαντικό μέρος του βιομηχανικού τομέα παρουσιαζόταν μόνιμα εξαρτημένο από τον τομέα των κατασκευών (επιπλοποιία και ξύλινες κατασκευές, οικοδομικά υλικά, μη μεταλλικά ορυκτά, μεταλλικά προϊόντα) με αποτέλεσμα να ήταν σχεδόν αδύνατη η επέκταση της βιομηχανικής παραγωγής χωρίς ενίσχυση της δραστηριότητας του οικοδομικού τομέα, που λόγω της καταναλωτικής του φύσεως ελάχιστα συνέβαλλε στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

 

β) Δομή της κυπριακής βιομηχανικής μονάδας: Το 97% των κυπριακών επιχειρήσεων απασχολούσαν λιγότερα από 20 άτομα, σύμφωνα με την καταγραφή του 1980, πράγμα που είχε σοβαρές επιπτώσεις τόσο στην οργάνωση τους όσο και στις δυνατότητες ανέλιξης και ανταγωνιστικότητας. Επιχειρήσεις με τέτοιο μέγεθος ήταν οπωσδήποτε αδύναμες να εκμεταλλευτούν τις δυνατότητες μαζικών και αυτοματοποιημένων μεθόδων παραγωγής, συμβάλλοντας έτσι στη μη πλήρη χρησιμοποίηση των συντελεστών παραγωγής, και κυρίως των πρώτων υλών και εργατικού δυναμικού. Από την άλλη πλευρά, η εξειδίκευση στην παραγωγή και διεύθυνση ήταν ανέφικτες. Επιπλέον οι πλείστες κυπριακές μονάδες χαρακτηρίζονταν από ένα κλειστό οικογενειακό χαρακτήρα που αποτελούσε τροχοπέδη στην περαιτέρω διεύρυνση τους η οποία θα οδηγούσε ενδεχομένως στη δημιουργία συγχρόνων βιομηχανικών μονάδων.

 

γ) Επενδύσεις σε νέους βιομηχανικούς κλάδους: Όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, η πολιτεία για να αντιμετωπίσει την έκτακτη κατάσταση που δημιουργήθηκε αμέσως μετά την τουρκική εισβολή, είχε δώσει προτεραιότητα στη δραστηριοποίηση της οικονομίας μέσω δραστηριοτήτων εντάσεως εργασίας που θα επέλυαν το σοβαρό πρόβλημα της μαζικής ανεργίας που δημιουργήθηκε από το μαζικό εκτοπισμό του 1/3 του κυπριακού πληθυσμού. Όπως ήταν φυσικό, η βιομηχανία πήρε ανάλογες κατευθύνσεις και βοηθούμενη από τις συνθήκες που επικρατούσαν στη διεθνή και πιο ειδικά στην αραβική αγορά, ανέπτυξε αποτελεσματικά τους παραδοσιακούς κλάδους της ελαφράς βιομηχανίας. Οι συνθήκες όμως αυτές διαφοροποιήθηκαν δραστικά και έπρεπε η βιομηχανία να αναπροσαρμοστεί. Η ανεργία δεν αποτελούσε πλέον πρόβλημα και τα παραδοσιακά κυπριακά προϊόντα συναντούσαν πλεόν σκληρό ανταγωνισμό από χώρες που είχαν τη δυνατότητα να τα προσφέρουν σε χαμηλότερες τιμές. Επιπλέον η διεθνής ζήτηση μετατοπιζόταν συνεχώς προς τα καλής ποιότητας τεχνολογικά προϊόντα που απαιτούσαν ειδικές γνώσεις. Για να μπορέσει η μικρή κυπριακή βιομηχανία να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες, έπρεπε να μπει σε νέους κλάδους αφού εκτιμήσει σωστά τις νέες διαφοροποιημένες ανάγκες και δυνατότητες που της προσφέρονταν.

 

δ) Ξένες επενδύσεις: Στο τέταρτο Έκτακτο Σχέδιο Οικονομικής Δράσης 1982 - 1986, υπογραμμίζεται με έμφαση ότι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων αποτελεί πρωταρχικό μέλημα της πολιτικής που θα εφαρμοστεί, σαν μέσο υπερπήδησης της επενδυτικής υποτονικότητας, της τεχνολογικής υστερήσεως και των αδυναμιών που έχουν εντοπιστεί στην παραγωγική δομή της οικονομίας. Πολύ πιο νωρίς η κυβέρνηση δημιούργησε Ελεύθερη Βιομηχανική Ζώνη στη Λάρνακα με σκοπό την προσέλκυση ξένων βιομηχανικών επενδύσεων. Παρά τα γεγονότα αυτά η συμβολή του ξένου κεφαλαίου σ' όλες τις οικονομικές δραστηριότητες ήταν πενιχρή  όπως φαίνεται και στον πίνακα που ακολουθεί. Κατά συντριπτική πλειοψηφία τα ποσά αυτά διοχετεύτηκαν στον τουρισμό και ένα ελάχιστο μέρος (12% περίπου) επενδύθηκε στο βιομηχανικό τομέα:

 

ΞΕΝΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

 

1978                1979               1980               1981               1982               1983

 

Σύνολο Ξένων Επενδύσεων (£εκ.)                

1,7                   4,4                   2,4                   3,1                   2,5                   2,5

 

Αλλοδαποί                                                     

1,1                   3,7                   0,9                   2,4                   1,8                   1,4

 

Κύπριοι μη κάτοικοι                                      

 0,6                   0,7                   1,5                   0,7                   0,7                   1,1

 

Μια προσεγμένη προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην Κύπρο θα ωφελήσει την κυπριακή βιομηχανία και οπωσδήποτε θα επιδράσει ευνοϊκά στην αύξηση των εξαγωγών, στην εισαγωγή νέας τεχνολογίας, στην απασχόληση του επιστημονικού δυναμικού και στη μετάδοση νέων γνώσεων στα τοπικά στελέχη, δημιουργώντας έτσι την κατάλληλη υποδομή για την αυτοδύναμη αναδιάρθρωση της κυπριακής βιομηχανίας.

 

Εν πάση περιπτώσει, φαίνεται ότι η Κύπρος, με τη στρατηγική γεωγραφική της θέση, τις σχέσεις που διατηρεί με τις αγορές της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης, την οικονομική της σταθερότητα και την ποιότητα του ανθρωπίνου της δυναμικού, έχει καλές δυνατότητες να προσελκύσει ξένο επενδυτικό ενδιαφέρον με τρόπο και μέγεθος που να αποβεί προς όφελος της βιομηχανίας της.

 

Οθ. ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ

 

ΟΙ ΝΕΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή μεγάλου τμήματος της Κύπρου, αναπτύχθηκαν βιομηχανίες με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό, που συνέβαλαν ουσιαστικά στην αναζωογόνηση της κυπριακής οικονομίας και δημιουργήθηκε μεγάλος αριθμός θέσεων εργασίας και απασχόλησης, κυρίως των προσφύγων. Ο τομέας της Μεταποίησης  απετέλεσε ένα των κυρίων παραγωγικών τομέων της κυπριακής οικονομίας που δημιούργησε εθνικό εισόδημα και θέσεις εργασίας, από αυτόν δε εξαρτήθηκε και ο κύριος όγκος των κυπριακών εξαγωγών. Ενώ το 1973 οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήσαν της τάξης μόλις των 15 εκατομμυρίων λιρών, έφθασαν τα 179 εκατομμύρια το 2004. Το 2004 ο τομέας της Μεταποίησης αντιπροσώπευσε περίπου το 10% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) και απασχολούσε το 12% του εργατικού δυναμικού. Όσον αφορά τη συνεισφορά σε προστιθέμενη αξία, οι σημαντικότεροι κλάδοι του τομέα Μεταποίησης ήσαν εκείνοι των τροφήμων και ποτών, των καπνικών προϊόντων, των μεταλλικών προϊόντων, των επίπλων, των πλαστικών, της τυπογραφίας, των χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων κ.α.

Κατά την προενταξιακή περίοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η κυπριακή βιομηχανία αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα ανταγωνιστικότητας, που είχαν σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο ιδιαίτερα σε ορισμένους κλάδους όπως της ένδυσης, υπόδησης, βαλιτσοποιίας κ.α. Και τούτο, λόγω αφενός της ελευθεροποίησης του διεθνούς εμπορίου και αφετέρου της σταδιακής εγκατάλειψης του προστατευτισμού στον οποίο στηρίχθηκε η λειτουργία και ανάπτυξη της μεταποιητικής βιομηχανίας. Οι σύντονες προσπάθειες του εμποροβιομηχανικού κόσμου και του κράτους για ανασυγκρότηση και προσαρμογή στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον, συγκράτησαν τη πτωτική πορεία.

 

Ωστόσο η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004 επιβάρυνε τις κυπριακές επιχειρήσεις με το κόστος της εναρμόνισης με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, ενώ εντονότερος κατέστη ο διεθνής ανταγωνισμός. Ο ανταγωνισμός προέρχεται αφενός από προϊόντα από αναπτυσσόμενες χώρες με χαμηλά ημερομίσθια και χαμηλό κόστος παραγωγής, και αφετέρου από προϊόντα ανεπτυγμένων χωρών που πέτυχαν να συνδυάσουν σχεδιασμούς, ποιότητα και νέους τύπους ευέλικτης παραγωγής. Προς αντιμετώπιση αυτών των δεδομένων, η κυβέρνηση της Κύπρου, στο πλαίσιο της βιομηχανικής της πολιτικής αλλά και με υποδείξεις και συστάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, έθεσε ως προτεραιότητα τις πιο κάτω επιδιώξεις που στόχευσαν στη στήριξη και ανάπτυξη των επιχειρήσεων κυρίως του τομέα Μεταποίησης:

1. Δημιουργία απλοποιημένου νομικού, θεσμικού και διοικητικού πλαισίου λειτουργίας τους,

2. Βελτίωση του χρηματοοικονομικού περιβάλλοντος,

3. Υποβοήθηση στο να διεθνοποιήσουν τις δραστηριότητές τους και να αναπροσανατολίσουν τη στρατηγική τους μέσω βελτιωμένων συστημάτων και υπηρεσιών πληροφόρησης,

4. Λεπτομερή μελέτη των γενικών και ειδικών προβλημάτων αλλά και των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του κάθε τομέα και κλάδου, προς αντιμετώπισή τους, και εισαγωγή μίας μακροπρόθεσμης πολιτικής απαλλαγμένης από γραφειοκρατικές και χρονοβόρες μεθόδους,

5. Εισαγωγή προγραμμάτων και σχεδίων προς διευκόλυνση της πρόσβασης σε χρηματοδοτικά μέσα, και

6. Δημιουργία των απαραίτητων διάμεσων φορέων που θα ασχολούνται με τα θέματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και θα προωθούν άριστης ποιότητας υποστήριξη για πρόοδο και ανάπτυξή τους.

 

Η σύνταξη, επίσης, ενός νέου Στρατηγικού Σχεδίου Ανάπτυξης, στοχεύει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μέσω κυρίως της ορθολογιστικής αξιοποίησης του ανθρώπινου παράγοντα, της ισόρροπης χωρικής ανάπτυξης, στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, στον εκσυγχρονισμό των δομών, των διαδικασιών και των αντιλήψεων. Όλα αυτά ήσαν απαραίτητα ώστε να αντιμετωπιστούν οι αυξημένες ανάγκες που δημιούργησε η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων στην Κύπρο αποτέλεσε επίσης ένα των κύριων στόχων της κυβερνητικής αναπτυξιακής πολιτικής. Σ’ αυτό το πλαίσιο, και επιπρόσθετα από την ελευθεροποίηση των ξένων επενδύσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η κυπριακή κυβέρνηση ελευθεροποίησε πλήρως από την 1η Οκτωβρίου 2004 τις άμεσες ξένες επενδύσεις στην Κύπρο, τις προερχόμενες από αλλοδαπούς χωρών εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατήργησε τα ελάχιστα ποσά επενδύσεων και τα μέγιστα ποσά ξένης συμμετοχής σε όλους τους τομείς της οικονομίας, εκτός εάν προβλέπεται κάτι διαφορετικό στις επιμέρους νομοθεσίες. Στο πλαίσιο των κυβερνητικών ενεργειών για περαιτέρω προώθηση και εδραίωση της Κύπρου ως διεθνούς επενδυτικού και επιχειρηματικού κέντρου, η κυβέρνηση προχώρησε  στη δημιουργία Φορέα Προώθησης Ξένων Επενδύσεων, που αποτελεί μετεξέλιξη του Κέντρου Εξυπηρέτησης Ξένων Επενδύσεων που είχε ιδρυθεί το 2000.

 

Τέλος, λήφθηκαν και προωθήθηκαν μέτρα σχετικά προς την προστασία του περιβάλλοντος, σε σχέση και προς τις βιομηχανικές δραστηριότητες, που περιλαμβάνουν και ειδικά σχέδια χορηγιών, υπογειοποίησης των γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και ενσωμάτωσης της περιβαλλοντικής διάστασης στη λειτουργία των τουριστικών επιχειρήσεων.

 

Ο τουριστικός τομέας εξακολουθεί να αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό κλάδο της βιομηχανίας. Παρά το τεράστιο πλήγμα που δέχθηκε η τουριστική βιομηχανία το 1974 λόγω της τουρκικής εισβολής, οι σύντονες προσπάθειες για ανασυγκρότηση και ανάκαμψη είχαν ως αποτέλεσμα σε 5 μόνο χρόνια, το 1979, οι τουριστικές αφίξεις να ξεπεράσουν τα προ της εισβολής επίπεδα. Το 2004 η Κύπρος δέχθηκε 2,35 εκατομμύρια τουριστικές αφίξεις που απέφεραν στην οικονομία της χώρας 988 εκατομμύρια λίρες. Το σύνολο των κλινών σε ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα ανερχόταν το 2006 σε 98.198.

 

Δες επίσης λήμματα τουρισμός, εμπόριο, οικονομία. 

 

Α. Παυλίδης