Η συνθήκη ειρήνης μεταξύ Βενετών και Οθωμανών της 7 Μαρτίου 1573 απετέλεσε σταθμό στις σχέσεις Κύπρου και Βενετίας. Οι Βενετοί που επέζησαν του πολέμου κι έμειναν στην Κύπρο είχαν τώρα την ευκαιρία κάποιας ανάπαυλας από τα τρομερά δεινά του 1570-1571. Με βάση την συνθήκη, οι Βενετοί και γενικά οι Καθολικοί εδικαιούντο να έχουν στην Κύπρο Εκκλησία και επίσημη εκπροσώπηση και να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Αυτό ήταν αντίθετο προς τη διαταγή του μεγάλου βεζίρη Μεχμέτ Σοκόλοβιτς πασά (Οκτώβριος, 1570), που απαγόρευε την παρουσία Καθολικών στην Κύπρο και υποχρέωνε όλους τους κατοίκους του νησιού να είναι είτε Ορθόδοξοι είτε Μουσουλμάνοι, πράγμα που είχε αναγκάσει όλους τους επιζήσαντες Λατίνους είτε να εξισλαμισθούν είτε να εξελληνισθούν. Τώρα όμως, αν και η συνθήκη δεν κάλυπτε τους επιζήσαντες Βενετούς και άλλους Λατίνους της Κύπρου, αυτοί με διάφορες επαφές και διασυνδέσεις με Βενετούς εμπόρους που προστατεύονταν από τη συνθήκη κι είχαν ελευθερωθεί και αποζημιωθεί, κατόρθωσαν να ενταχθούν, σε κάποια αναλογία, στη νόμιμη καθολική κοινότητα της Κύπρου. Οι περισσότεροι όμως είχαν, στα 3 αυτά χρόνια (1570-1573), ενταχθεί είτε στην ελληνική είτε στη μουσουλμανική κοινότητα.
Παρά την υπογραφή της συνθήκης, η Βενετία δεν έπαψε για τα επόμενα 100 περίπου χρόνια, να επιδιώκει την ανακατάληψη της Κύπρου με διάφορους τρόπους και προπάντων υποκινώντας εξεγέρσεις των Κυπρίων κατά των Οθωμανών Τούρκων, τις οποίες όμως κατά κανόνα εγκατέλειπε στην τύχη τους, όπως ακριβώς έπρατταν και άλλες δυτικές δυνάμεις της εποχής. Πράκτορες των Βενετών στα κινήματα αυτά ήσαν συνήθως Κύπριοι κάτοικοι της Βενετίας που είχαν συγγενείς στο νησί και μέσω αυτών συνωμοτούσαν και οργάνωναν τις εξεγέρσεις.
Και λίγο προ του 1570, και κατά τη διάρκεια της εκστρατείας των Τούρκων, και στα επόμενα χρόνια, χιλιάδες Κύπριοι εγκατέλειψαν την πατρίδα τους που είχε αρχίσει να παρακμάζει και είχε δεχθεί το καίριο πλήγμα με την εισβολή του 1570 και την τουρκική κατάκτηση, και κατέφυγαν στις υπόλοιπες βενετικές κτήσεις που εθεωρούντο ακόμη ασφαλείς και ακμαίες (Κρήτη, Επτάνησα), καθώς και στην ίδια τη Βενετία, στην Τεργέστη και αλλού. Όσοι κατέφυγαν στη Βενετία, απετέλεσαν ουσιώδες τμήμα της εκεί ορθόδοξης ελληνικής παροικίας αν και αρκετοί από τους μετανάστες - πρόσφυγες Κυπρίους ήταν εξελληνισμένοι Βενετοί ή Φράγκοι του νησιού. Στα αρχεία της Ελληνικής Κοινότητας (Nazione Greca) της Βενετίας υπάρχουν χιλιάδες εγγραφές και έγγραφα των Κυπρίων αυτών. Στην Παρρησία της κοινότητας, που συντάχθηκε στα 1640 από τον ηγούμενο Επιφάνιο τον Γιαννιώτη και περιέχει όλα τα ονόματα των ζωντανών και νεκρών της κοινότητας σ' ένα κατάστιχο 100 σελίδων, οι Κύπριοι κατέχουν σημαντική θέση. Το ίδιο και στο σύνολο των αξιωματούχων της κοινότητας, όπου διατήρησαν τη θέση τους για μερικούς αιώνες. Από το 1571, οπότε κατά τη συνέλευση της κοινότητας στις 11 Μαΐου καθιερώθηκε η νέα συνήθεια να εκλέγονται 40 σύμβουλοι από 5 διαφορετικές πατρίδες κατ' αναλογία προς τον αριθμό των μεταναστών που βρίσκονταν στη Βενετία, ορίστηκε ότι 5 απ' αυτούς θα ήταν Κύπριοι, 5 από την Κρήτη και το Αρχιπέλαγος, 5 από τη Ζάκυνθο και την Κεφαλληνία, 5 από την Κέρκυρα κλπ. Τούτο δείχνει την αριθμητική και κοινωνική σπουδαιότητα της κυπριακής κοινότητας στο σύνολο της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας, την περίοδο κατά την οποία πλησίαζε να ολοκληρωθεί η κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους.
Αν και στα 1575 έγινε προσπάθεια για μείωση της εκπροσώπησης των Κυπρίων στην κοινότητα, από τους άλλους Έλληνες, ωστόσο δεν πέτυχε. Μόνο γύρω στο 1640 ο αριθμός των Κυπρίων μεταναστών στη Βενετία ξεπεράστηκε από τον αριθμό των Κρητικών, που κατά κύματα έφθαναν τώρα εκεί εξαιτίας της τουρκικής απειλής και κατά του δικού τους νησιού, απειλής που στα 1645 μετετράπη σε εισβολή που κράτησε μέχρι το 1669, οπότε κατελήφθη από τους Τούρκους ο Χάνδακας κι ολοκληρώθηκε η κατάκτηση. Ανάμεσα στους εξέχοντες Κυπρίους της Βενετίας λίγο πριν από την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους, αναφέρεται ο Λουΐτζι Ποδοκάταρο που έγινε καρδινάλιος το 1498. Αργότερα, μέσω κυρίως της Βενετής βασίλισσας της Κύπρου Αικατερίνης Κορνάρο (1473-1489), διατηρήθηκαν κι αναπτύχθηκαν οι σχέσεις μεταξύ κυπριακής και βενετικής κοινωνίας, ακόμη και μετά την τιμητική εξορία της στο Άσολο.
Στα 1521 αναφέρεται ότι δυο Κύπριοι πολιτογραφήθηκαν πολίτες της Βενετίας (citadini de intus), ενώ στα 1525 ο πλούσιος Κύπριος Αλοΐσιος Φλάτρο ανακηρύχθηκε από τον δόγη ως ιππότης. Ανάμεσα στους εξέχοντες Κυπρίους που έζησαν στη Βενετία μετά το 1570, αναφέρονται: ο μηχανικός Ιωάννης Σωζόμενος που μόλις ελευθερώθηκε από τους Τούρκους πήγε εκεί κι εξέδωσε το βιβλίο του για την άλωση της Λευκωσίας (εκδόθηκε το 1571), ο στρατηγός Νέστωρ Μαρτινέγκος που έγραψε στη Βενετία την ιστορία της πολιορκίας της Αμμοχώστου, ο Αλέξανδρος Ποδοκάταρο που κι αυτός σώθηκε από την Αμμόχωστο κι έγραψε για την πολιορκία της, ο Ιάσων Ντενόρες που δίδαξε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας (1577-1590) και δημοσίευσε πολλά βιβλία κ.ά.
Πιο σημαντικοί όμως είναι μερικοί άλλοι Κύπριοι της Βενετίας, του τέλους του 16ου και του 17ου αιώνα, όπως ο Μασσιμιλιάνο Τρόνκο, υπάλληλος του Κερκυροκυπρίου νομικού Θωμά Φλαγκίνη, σπουδαίου παράγοντα της κοινωνικής και δημόσιας ζωής της πόλης. Ο τελευταίος άφησε το περίφημο κληροδότημα Φλαγκίνη, για να σπουδάζουν νέοι Κύπριοι και Κερκυραίοι στη Βενετία. Ο Μασσιμιλιάνο Τρόνκο, όπως φαίνεται από έγγραφά του που εκδόθηκαν πρόσφατα, αναμείχθηκε στις προσπάθειες των Κυπρίων προυχόντων για απελευθέρωση της Κύπρου από τον τουρκικό ζυγό με βενετική βοήθεια, γύρω στο 1630, αφού πιο πριν, μικρός είχε παρακολουθήσει άλλη εξέγερση στην Αμμόχωστο το 1607.
Άλλοι σημαντικοί Κύπριοι της Βενετίας ήσαν, μεταξύ πολλών, και: ο καθηγητής στην Πάδοβα Πέτρος Ντάβιλα, ο επίσης καθηγητής στην Πάδοβα Σκιπίων Γονέμης, ο Αλέξανδρος Συγκλητικός, ο Ιλαρίων Κιγάλας*, μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο πατέρας του Ματθαίος Κιγάλας, ο αδελφός του καθηγητής Ιωάννης Κιγάλας, λογοκριτής της Βενετίας, ο Νεόφυτος Ροδινός*, ο Νεόφυτος Φραγκομίδης, ο Ιωάννης Χρυσαφίδας, ο Αθανάσιος Ρήτωρ*, ο Λεόντιος Ευστράτιος, ο Θεοφάνης Ξενάκιος, ο Θεοφάνης Λογαράς, μερικοί Βουστρώνιοι, ο Αλουίσιος Ανδρούτζης κ.α. Περισσότερο γνωστός σε μας, κατά τον 18ο αιώνα, ήταν ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός* που έζησε στη Βενετία κι ανέπτυξε εκεί μεγάλη πνευματική και εκδοτική αλλά και εθνική δραστηριότητα, σε στενή επικοινωνία με την εκκλησιαστική ηγεσία της Κύπρου.
Η επικοινωνία αυτή, χαρακτηριστικό των πλείστων Κυπρίων λογίων της Βενετίας, γίνεται φορέας εισαγωγής στην πατρίδα τους βιβλίων, ιδίως εκκλησιαστικών, που πολλά απ' αυτά είχαν εκδοθεί από τους ιδίους και πωλούνταν σε κυπριακά μοναστήρια, σε εκκλησίες και στις μητροπόλεις. Αυτή η εμπορία βιβλίων από τη Βενετία αποτέλεσε παράγοντα συντήρησης ενός ανεκτού επιπέδου γραμματικών γνώσεων στην Κύπρο. Αργότερα, με τις εκδόσεις έργων του Θεοφίλου Κορυδαλέως από τον Κυπριανό, και με την έκδοση της δικής του Ιστορίας το 1788, υπήρξε και συμβολή στη διάδοση των ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού. Κύπριοι που σπούδασαν στη Βενετία με χρήματα του κληροδοτήματος Φλαγκίνη, συνέβαλαν στον διαφωτισμό.
Από τις εξεγέρσεις και τα κινήματα κατά των Τούρκων στην Κύπρο, μεταξύ 1572 και 1670, μερικά υποκινήθηκαν από Βενετούς ή σχετίστηκαν με πράκτορές τους, ενώ υπήρχε μεταξύ των Κυπρίων και η προσδοκία για βοήθεια από τη Βενετία. Μερικές φορές Κύπριοι ηγέτες, πολιτικοί και εκκλησιαστικοί απευθύνονταν ταυτόχρονα στη Βενετία, στη Σαβοΐα, στη Νεάπολη, στην Ισπανία κ.ά. για βοήθεια στα κινήματά τους. Κυριότερος ανταγωνιστής της Βενετίας στη διεκδίκηση δικαιωμάτων επί της Κύπρου στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα ήταν η Σαβοΐα, που στηριζόταν σε δικαιώματα που αντλούσε από τον γάμο του Λουδοβίκου της Σαβοΐας με τη βασίλισσα της Κύπρου Καρλόττα, και την εκχώρηση του νησιού από την Καρλόττα στη Σαβοΐα στις 25.2.1485, εκχώρηση την οποία ουδέποτε αναγνώρισε η Βενετία. Στα 1633 ο Αμεδαίος της Σαβοΐας χρησιμοποιούσε για τον εαυτό του και τον τίτλο «βασιλιάς της Κύπρου».
Το πιο σημαντικό αίτημα των Κυπρίων προς τη Βενετία για βοήθεια προς απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό, ήταν εκείνο του αρχιεπισκόπου Νικηφόρου, στις 17 Μαϊου 1664, στο οποίο ο Νικηφόρος παρέχει και στοιχεία για την πολιτική, στρατιωτική και οικονομική κατάσταση της Κύπρου. Το αίτημά του εστάλη στη Βενετία παράλληλα προς άλλο που απευθυνόταν στη Σαβοΐα.
Στα 1662 υπήρξε κίνηση συνδιαλλαγής μεταξύ Βενετίας και Σαβοϊας ως προς την ανατολική τους πολιτική και τα δικαιώματά τους στην Κύπρο, που έληξε με υποχώρηση της Σαβοΐας.
Η κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους, που ολοκληρώθηκε το 1669, έθεσε τέρμα στις προσδοκίες των Κυπρίων για ουσιαστική βοήθεια από τη Βενετία, με την οποία πλέον συνεχίζονται κυρίως εμπορικές και πνευματικές σχέσεις. Τα κυριότερα προϊόντα που εξάγονταν στη Βενετία από την Κύπρο και μετά το 1573 ήσαν το αλάτι και τα ξυδάτα αμπελοπούλια.
Πρώτη σαφή μαρτυρία για ύπαρξη βενετικού προξενείου στην Κύπρο, έχουμε στα 1605, αλλά πιθανό να υπήρχε από λίγα χρόνια πιο πριν. Πρώτος Βενετός πρόξενος στην Κύπρο, μνημονεύεται στις πηγές ο Αλέξανδρος Γονέμης, στα 1625. Είναι όμως υποπρόξενος που υπάγεται στον Βενετό πρόξενο στο Χαλέπι, όπως κι ο Άγγλος υποπρόξενος της Κύπρου και άλλοι.
Κ.Π. ΚΥΡΡΗΣ