Βενετία και Κύπρος

Νομίσματα

Image

Όταν το 1489 η τελευταία βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη Κορνάρο μεταβίβαζε την εξουσία της επί της Κύπρου στη Δημοκρατία της Βενετίας, στο νησί κυριαρχούσε το νομισματικό σύστημα που είχαν εισαγάγει οι Λουζινιανοί κατά το πρότυπο του νομισματικού συστήματος των Αγίων Τόπων. Οι Λουζινιανοί βασιλιάδες έκοψαν δηνάρια από κράμα χαλκού και μικρού ποσοστού ασημιού, αλλά παράλληλα συνέχισαν για ένα περίπου αιώνα να χρησιμοποιούν και το λευκό βυζάντιο που ισοδυναμούσε με 48 δηνάρια. Αργότερα η κοπή των λευκών βυζαντίων διεκόπη οριστικά από τον Ερρίκο Β', που εισήγαγε ως νέο αργυρό νόμισμα το γρόσο και το ημίγροσο, που καθιερώθηκε ως επίσημο νόμισμα του κράτους. Ως αποτέλεσμα τούτου, από της βασιλείας του Ερρίκου Β' (1285-1304) μέχρι το τέλος της Φραγκοκρατίας και κατά τα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας, στο νομισματικό σύστημα της Κύπρου υπήρχαν τα δηνάρια των οποίων η περιεκτικότητα σε ασήμι μειωνόταν συνεχώς με αποτέλεσμα να εξευτελίζεται η αξία τους και να ονομάζονται από το λαό κάρτζια, δηλαδή χαλκία, τα σιζίνια που είχαν κοπεί από χαλκό σε μεγάλες ποσότητες επί Ιακώβου Β' (1460 -1473), το γρόσο και το ημίγροσο. Εκτός απ' αυτά, τα οποία ήταν πραγματικά νομίσματα υπήρχε και το λευκό βυζάντιο το οποίο παρόλο ότι έπαυσε να υπάρχει ως πραγματικό νόμισμα, εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται στις συναλλαγές ως ονομαστική αξία.

 

Μετά το 1489 οι Βενετοί εισήγαγαν στο νησί το δικό τους νομισματικό σύστημα. Επειδή όμως για αρκετά σημαντικό χρονικό διάστημα στην κυκλοφορία εξακολουθούσαν να βρίσκονται και τα νομίσματα των Λουζινιανών, η εισαγωγή των βενετικών νομισμάτων γινόταν σταδιακά. Πρώτα εισήχθησαν τα νομίσματα μικρής ονομαστικής αξίας για τα οποία παρουσιάστηκε σοβαρή έλλειψη από τα πρώτα κιόλας χρόνια της Βενετοκρατίας, γιατί πολύ λίγα τέτοια νομίσματα είχαν διασωθεί από την εποχή των Λουζινιανών. Τούτο ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι μερικοί Λουζινιανοί βασιλιάδες, όπως ο Ιωάννης Β', η Καρλόττα, ο Λουδοβίκος της Σαβοΐας κ.ά., δεν εξέδωσαν νομίσματα μικρότερα από το γρόσο και το ημίγροσο.

 

Η έλλειψη νομισμάτων μικρής ονομαστικής αξίας ήταν σχεδόν μόνιμη καθόλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας. Για την αντιμετώπιση της έλλειψης αυτής το Συμβούλιο των Δέκα, που είχε ασχοληθεί επανειλημμένα με αυτό το θέμα, διέταξε και κόπηκαν κατά διαστήματα σημαντικές ποσότητες τέτοιων νομισμάτων, που επειδή αποτελούνταν από χαλκό ονομάζονταν κάρτζια.

 

Τα πρώτα βενετικά νομίσματα που κόπηκαν για την Κύπρο έφεραν στην εμπρόσθια όψη το λιοντάρι της Κύπρου και στην οπίσθια όψη τα γράμματα VES (πιθανόν από τη λέξη VENETUS). Τα νομίσματα αυτά αποδίδονται στον Ιερώνυμο Πιζάρο που διετέλεσε τοποτηρητής της Κύπρου από το 1491 ώς το 1493.

 

Το 1515 το Συμβούλιο των Δέκα, ύστερα από σχετικές αναφορές του τοποτηρητή της Κύπρου και των δυο συμβούλων του, διέταξε να κοπούν στο νομισματοκοπείο της Βενετίας δηνάρια ή κάρτζια συνολικής αξίας 1.000 δουκάτων, τα οποία έπρεπε να ήταν παρόμοιου τύπου με τα παλαιά που υπήρχαν ακόμη στην κυκλοφορία και να σταλούν στην κυβέρνηση της Κύπρου που τα χρειαζόταν για τις καθημερινές συναλλαγές των κατοίκων. Μεταξύ των ετών 1501 και 1521 κόπηκαν κάρτζια από χαλκό ή κράμα χαλκού τα οποία στην εμπρόσθια όψη τους έφεραν το λιοντάρι της Κύπρου με διάφορες επιγραφές, ενώ στην οπίσθια όψη τους έφεραν στο κέντρο τον σταυρό της Ιερουσαλήμ με μικρότερους σταυρούς σε κάθε γωνιά. Τα νομίσματα αυτά κόπηκαν όταν δόγης της Βενετίας ήταν ο Λεονάρντο Λορεντάνο. Χωρίς αυτό να είναι γενικά παραδεκτό, υποστηρίζεται ότι τα νομίσματα αυτά κόπηκαν στην Κύπρο και στη Βενετία.

 

Το 1553 η βενετική κυβέρνηση αποφάσισε να κοπούν στο νομισματοκοπείο της Βενετίας νομίσματα για την Κύπρο. Τα νομίσματα αυτά, η κοπή των οποίων συνεχίστηκε μέχρι την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους, έφεραν το όνομα του εκάστοτε δόγη. Τέτοια νομίσματα ήταν τα κάρτζια που εκόβονταν από χαλκό ή κράμα χαλκού και τα σιζίνια που ήταν χάλκινα. Αυτά στην εμπρόσθια όψη έφεραν το σταυρό της Ιερουσαλήμ και την επιγραφή «Άγιος Μάρκος», που ήταν ο προστάτης της Βενετίας, στα λατινικά, ενώ στην οπίσθια όψη έφεραν το λιοντάρι του Αγίου Μάρκου και το όνομα του δόγη. Οι δόγηδες που αντιπροσωπεύθηκαν με τέτοια νομίσματα ήταν: ο Μαρκαντώνιος Τρεβιζιάνι (1533 -1554), ο Φραγκίσκος Βενιέρι (1554 1556), ο Λαυρέντιος Πριόλι (1556-1559), ο Ιερώνυμος Πριόλι (1559-1567) και ο Πέτρος Λορεντάνο (1567-1570). Ο τελευταίος από αυτούς, αντί δηναρίων, έκοψε σιζίνια, δηλαδή εξαπλά δηνάρια, πράγμα που δείχνει την μεγάλη ανάγκη χρημάτων που είχε η Βενετία για την υπεράσπιση της Κύπρου.

 

Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αμμοχώστου επειδή δεν υπήρχαν χρήματα για την πληρωμή του στρατού και για τη διεξαγωγή των συναλλαγών των πολιορκουμένων ο καπετάνιος (στρατηγός) της Αμμοχώστου Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος διέταξε να ιδρυθεί αμέσως νομισματοκοπείο. Αυτό έκοβε μέρα και νύχτα χάλκινα νομίσματα στα οποία ο Βραγαδίνος επέβαλε αξία χρυσού και ταυτόχρονα εξέδωσε προκήρυξη ότι όποιος αρνιόταν να δεχθεί τα χρήματα αυτά θα αποκεφαλιζόταν. Έτσι τα χάλκινα αυτά νομίσματα κυκλοφόρησαν ως χρυσά.

 

Στην εμπρόσθια όψη τους τα νομίσματα αυτά φέρουν παράσταση πτερωτού λιονταριού το οποίο κάθεται και φέρει φωτοστέφανο γύρω από την κεφαλή του ενώ στο κάτω μέρος φέρουν τη χρονολογία 1570 και γύρω από το λιοντάρι την επιγραφή PRO REGNI CYPRI PRAESIDIO, δηλ. προς υπεράσπιση του βασιλείου της Κύπρου. Στην οπίσθια όψη φέρουν την επιγραφή VENETORUM FIDES INVIOLABILIS, δηλ. των Βενετών η πίστη απαραβίαστη, ενώ στο κάτω μέρος φέρουν τη λέξη BISANTE και κάτω απ’ αυτή τον αριθμό 1, δηλ. ένα βυζάντιο. Το βυζάντιο ήταν χρυσό βυζαντινό νόμισμα που ισοδυναμούσε προς ένα χρυσό δουκάτο ή 11,70 χρυσά φράγκα. Τα χάλκινα αυτά νομίσματα έχουν διάμετρο 28 χιλιοστομέτρων. Ήταν νομίσματα έκτακτης ανάγκης και κυκλοφόρησαν μόνο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αμμοχώστου.

 

 

Τα νομίσματα αυτά, που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και μοναδικά στο είδος τους, ήταν στην πραγματικότητα πιστωτικά και ο Βραγαδίνος υποσχόταν να τα εξαργυρώσει όταν θα τέλειωνε ο πόλεμος. Αυτός είναι και ο λόγος που ως εγγύηση αναγραφόταν σ' αυτά «των Βενετών η πίστη απαραβίαστη».

 

Εκτός από τα βενετικά νομίσματα μικρής ονομαστικής αξίας, στην Κύπρο κυκλοφορούσαν και τα βενετικά νομίσματα μεγάλης ονομαστικής αξίας. Το σημαντικότερο απ' αυτά ήταν το χρυσό βενετικό δουκάτο που έφερε την επιγραφή Ducatus Reipub. Αυτό κόπηκε για πρώτη φορά το 1284 από τον δόγη Ιωάννη Δάνδολο. Το ζωηρό και ανθηρό εμπόριο της Βενετίας ευνόησε την ευρύτατη κυκλοφορία του, πράγμα που οδήγησε στη διάδοση και ευρεία αποδοχή του. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να καταστεί η νομισματική βάση του μεσογειακού και δυτικού εμπορίου, ιδιαίτερα κατά το 16ο αιώνα. Επί εποχής του δόγη Μοτσενίγου (αρχές του 15ου αιώνα), κόβονταν κάθε χρόνο ένα εκατομμύριο δουκάτα. Τα δουκάτα ονομάζονταν και τσεκίνια (zecchini από τη λέξη zecca = νομισματοκοπείο). Το 1529 το δουκάτο ισοδυναμούσε προς 7,10 χρυσές ιταλικές λίρες. Πολλά ευρωπαϊκά κράτη, και ιδιαίτερα η Ισπανία, κατά τον 15ο και 16ο αιώνα έκοβαν δουκάτα που αποτελούσαν απομίμηση των βενετικών δουκάτων. Στις περισσότερες απ' αυτές τις χώρες, παράλληλα με τα πραγματικά δουκάτα, κυκλοφορούσαν και πλασματικά δουκάτα, θεωρητικές λογιστικές ή τραπεζικές μονάδες, που αντιστοιχούσαν σε διαφορετική αξία κάθε φορά.

 

Η Βενετία κατέβαλε προσπάθειες να καθορίσει την ισοτιμία των κυπριακών βυζαντίων (1 βυζάντιο της Κύπρου = 48 δηνάρια) προς το δουκάτο σε 8 βυζάντια για κάθε χρυσό δουκάτο, αλλά ήδη από το 1490 αποδείχθηκε πως ήταν αδύνατο να διατηρηθεί η ισοτιμία αυτή, πράγμα που οφειλόταν στη μεγάλη έλλειψη χρυσών νομισμάτων που παρουσιαζόταν στο νησί, επειδή τα δουκάτα επιτρεπόταν να εξάγονται σε μεγάλες ποσότητες. Για την επίλυση του προβλήματος αυτού, οι κάτοικοι ζήτησαν να απαγορευθεί σ' όσους ταξίδευαν να εξάγουν από το νησί περισσότερα χρυσά δουκάτα απ' όσα χρειάζονταν για τις ανάγκες κάθε ταξιδιού τους, αλλά η προσπάθεια αυτή απέτυχε.

 

Άλλα βενετικά νομίσματα μεγάλης αξίας που συναντούμε να κυκλοφορούν στην Κύπρο ήταν η λίρα και το σκούδο. Η λίρα είχε εισαχθεί στο βενετικό νομισματικό σύστημα γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα, σε αντικατάσταση παλαιότερων νομισμάτων των οποίων η αξία είχε υποτιμηθεί αισθητά. Μια λίρα στην αρχή του 16ου αιώνα ισοδυναμούσε με το 1/6 του χρυσού δουκάτου. Το χρυσό βενετικό σκούδο, που ήταν ελαφρότερο από το χρυσό δουκάτο, εμφανίστηκε το 1528.

 

Όλα τα βενετικά νομίσματα που κυκλοφορούσαν στην Κύπρο κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας, εκτός εκείνων που κόπηκαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αμμοχώστου, είχαν κοπεί στα νομισματοκοπεία της Βενετίας. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι στην Κύπρο λειτούργησε νομισματοκοπείο καθ’ οιανδήποτε περίοδο της ογδοντάχρονης και πλέον κυριαρχίας των Βενετών στο νησί, πλην του 1570. Παρόλο που το 1519 το Συμβούλιο των Δέκα είχε πάρει απόφαση, όπως για την αντιμετώπιση των αναγκών του πληθυσμού σε νομίσματα μικρής ονομαστικής αξίας, κοπούν στην Κύπρο κάρτζια συνολικής αξίας 15.000 δουκάτων με μήτρες που θα στέλνονταν από τη Βενετία, φαίνεται ότι η απόφαση αυτή τελικά δεν υλοποιήθηκε.

 

Από διάφορα έγγραφα που αναφέρονται σε συναλλαγές της εποχής εκείνης βλέπουμε ότι κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας στην Κύπρο, εκτός από τα βενετικά, κυκλοφορούσαν και διάφορα άλλα ξένα νομίσματα από τα οποία τα πιο σημαντικά ήταν: το χρυσό τούρκικο τσεκίνι, τα άσπρα και τα χρυσά ουγγάρια.

 

ΧΡ. Γ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ

Φώτο Γκάλερι

Image