Βενετία και Κύπρος

Κατάληψη της Κύπρου

Image

Η κατάληψη του νησιού από τους Βενετούς έγινε τυπικά με την μεταβίβαση της Κύπρου στη Δημοκρατία της Βενετίας το 1489 από τη βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρο δεκαέξι χρόνια μετά το θάνατο του συζύγου της, Λουζινιανού βασιλιά, Ιακώβου Β'. Όμως, η κατάληψη αυτή, ουσιαστικά, έγινε πολύ νωρίτερα. Οι «ρίζες» του σημαντικού αυτού γεγονότος, που απέβη καθοριστικό για την ιστορική μοίρα της Κύπρου, πρέπει να αναζητηθούν στο γάμο του Ιακώβου Β' με τη Βενετή Αικατερίνη Κορνάρο.

 

Ο Ιάκωβος Β' (1460-1473) είχε οξεία αντίληψη, ευρύτητα πνεύματος και αντιλαμβανόταν ορθά το συμφέρον του βασιλείου του. Με την τακτική καταβολή του υποτελικού φόρου, των τακτικών δώρων του και των επιτηδείων φιλοφρονήσεων είχε την εύνοια του ισχυρού πράγματι ακόμη σουλτάνου της Αιγύπτου. Ακόμη και εναντίον της τουρκικής δύναμης των Οσμανιδών που ξαπλωνόταν γρήγορα και απειλητικά, ως ηγεμόνας της μικρής Κύπρου έπραττε ό,τι του ήταν δυνατό κάτω απ' εκείνες τις περιστάσεις. Αυτός ήταν και ο λόγος που βοήθησε τον εμίρη του Κανδηλόρου κατά την αντίστασή του εναντίον των Οσμανιδών γιατί αντιλαμβανόταν ότι οι μικρές ανεξάρτητες ηγεμονίες κοντά στα παράλια της Μικράς Ασίας θα χρησίμευαν ως φραγμός ενάντια σε κάθε κάθοδο των Τούρκων. Παράλληλα, φρόντιζε ακόμη και με κάθε θυσία να έχει τη φιλία της Βενετίας, που ήθελε να έχει σύμμαχο σε ενδεχομένους πολέμους του εναντίον των Τούρκων· προφανώς πίστευε πως κάθε περιστολή της δύναμης των Τούρκων, αποτελούσε μιαν ακόμη ασφάλεια εναντίον του κινδύνου που θα μπορούσε να προέλθει απ' αυτούς.

 

Πολύ εύγλωττα τόσο για τη σημασία που ο Ιάκωβος Β' απέδιδε στις εξωτερικές σχέσεις του βασιλείου του, όσο και τον τρόπο με τον οποίο τις κατηύθυνε ώστε αυτές να αποβαίνουν ωφέλιμες και αποδοτικές, μιλά ένα βενετικό έγγραφο του 1466. Απ' αυτό μαθαίνουμε ότι ο Ιάκωβος Β' είχε στείλει στη Βενετία ως απεσταλμένο του τον αρχιεπίσκοπο με σκοπό, πρώτο, να βεβαιώσει τη Δημοκρατία της Βενετίας για την προθυμία του να συμπράξει στον πόλεμο της εναντίον των Τούρκων, δεύτερο, για τις πολύ αγαθές διαθέσεις του υπέρ της προστασίας των Βενετών εμπόρων και βενετικών συμφερόντων στην Κύπρο και, τρίτο, να ζητήσει τη συμβολή της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας ως προς την εκλογή νύμφης για τον εαυτό του.

 

Η Βενετική Δημοκρατία ανταποκρινόμενη στο αίτημα του Ιακώβου Β' συνέστησε σ' αυτόν ως νύμφη τη Ζωή ή όπως αλλιώς λεγόταν Σοφία, δευτερότοκη θυγατέρα του δεσπότη του Μοριά Θωμά Παλαιολόγου, που βρισκόταν στη Ρώμη υπό την προστασία του καρδιναλίου Βησσαρίωνος. Τελικά, όμως, ο Ιάκωβος Β' δεν την νυμφεύθηκε γιατί όταν, με πρέσβη του, ζήτησε από τον πάπα Πίο Β' την άδεια για το γάμο του με τη Σοφία και την αναγνώρισή του ως βασιλιά, ο πάπας αντί της Ζωής πρότεινε την ανεψιά του, την οποία ο Ιάκωβος δεν δέχθηκε να νυμφευθεί.

 

Μόλις η Δημοκρατία της Βενετίας πληροφορήθηκε τα σχετικά με την ανεπιτυχή πρώτη αυτή απόπειρα του Ιακώβου Β', να συζευχθεί τη θυγατέρα του δεσπότη του Μοριά Θωμά, σκέφθηκε πως θα ήταν γι' αυτήν προτιμότερο να νύμφευε το βασιλιά της Κύπρου με κάποια Βενετή. Ως τέτοια τελικά επέλεξε, ανάμεσα σ' άλλες υποψήφιες, την Αικατερίνη Κορνάρο, ανεψιά του Ανδρέα Κορνάρο, που ήταν φίλος του Ιακώβου Β' και ένας από μεγάλους πιστωτές του βασιλικού ταμείου και που μ' αυτή την ιδιότητα επισκεπτόταν συχνά το βασιλιά. Κατά τη συζήτηση της πρότασης περί νυμφεύσεως του βασιλιά με την Αικατερίνη, ο θείος της Ανδρέας, υποσχέθηκε πως αν το συνοικέσιο τελικά ευδοκιμούσε, εκτός των 100 χιλιάδων δουκάτων που θα δίδονταν ως προίκα και της συμμαχίας της Βενετίας, που θα εξασφαλιζόταν μ' αυτό το γάμο, θα δώριζε στον Ιάκωβο κι όσα άλλα είχε να παίρνει.

 

Ο Ιάκωβος μνηστεύθηκε την Αικατερίνη Κορνάρο τον Ιούλιο του 1468. Όμως, αφού μετάνιωσε, επέμενε να προτιμά και να ζητεί σε γάμο τη θυγατέρα του Παλαιολόγου μέχρι το 1471. Η Δημοκρατία της Βενετίας, σ' όλο αυτό το διάστημα, μεταχειρίστηκε όλη της την τέχνη και δύναμη με σκοπό να αποκλείσει την Παλαιολόγου και να επιβάλει στον Ιάκωβο την Κορνάρου. Τελικά, η Βενετία πέτυχε τον σκοπό της κι έτσι ο Ιάκωβος το 1472 απέστειλε το Φίλιππο Αποδοχάτορα ως αντιπρόσωπό του στη Βενετία για να ζητήσει την Αικατερίνη σε γάμο. Η Βενετία, αφού υιοθέτησε και προίκισε την Αικατερίνη ως θυγατέρα της Δημοκρατίας, την έστειλε με μεγάλες τιμές στην Κύπρο, όπου τελέστηκαν οι γάμοι της με μεγαλοπρέπεια.

 

Επομένως ο Ιάκωβος, με σκοπό να στερεώσει την εξουσία του, έντεχνα και σκόπιμα ανέμειξε στο θέμα του γάμου του τη Βενετική Δημοκρατία για να έχει τη συμμαχία της κατά των αξιώσεων της Καρλόττας και του Οίκου της Σαβοΐας πάνω στο θρόνο της Κύπρου. Αλλά και η Βενετία εκμεταλλεύθηκε με διπλωματικό τρόπο την περίπτωση για να προετοιμάσει το έδαφος με σκοπό την πραγματοποίηση των κατακτητικών βλέψεών της που διαθέρμαινε ήδη από πολύ νωρίτερα.

 

Ένα μόνο χρόνο μετά το γάμο του, στις 27 Ιουνίου του 1473, ενώ βρισκόταν στην Αμμόχωστο που συνήθιζε να επισκέπτεται συχνά για να κρατεί σε συστολή τους ύποπτους Γενουάτες, ο Ιάκωβος Β' αρρώστησε βαριά και έπεσε κλινήρης. Σε σχετική διαθήκη του που έκανε όριζε βασίλισσα της Κύπρου τη σύζυγό του Αικατερίνη Κορνάρο, που ήταν τότε έγκυος. Βέβαια, η Αικατερίνη παρέμεινε στην εξουσία και μετά τη γέννηση του γιου της, Ιακώβου Γ', γιατί αυτός ήταν ανήλικος. Όμως, καθώς γρήγορα μετά την ανάληψη της εξουσίας από τη μητέρα του πέθανε και ο Ιάκωβος Γ', η Αικατερίνη παρέμεινε η μόνη πραγματική διάδοχος του βασιλικού θρόνου, και σαν Βενετή, υπό την εποπτεία της Βενετίας, κυβέρνησε την Κύπρο ως το 1489. Τότε η Βενετία, ύστερα από σχετική απόφαση του Συμβουλίου των Δέκα, ζήτησε από την Αικατερίνη να παραιτηθεί από το θρόνο της Κύπρου υπέρ της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου και να πάει να ζήσει στη Βενετία με όλες τις τιμές. Η Αικατερίνη τελικά αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο ˙ σ' αυτό συνέβαλε και ο αδελφός της, που στάλθηκε ειδικά από τη Βενετία για να την πείσει. Στις 13 Μαρτίου του 1489 ο Βενετός στόλαρχος Φραγκίσκος Πριούλι ύψωσε στο φρούριο της Αμμοχώστου τη σημαία της Δημοκρατίας της Βενετίας.

 

Οργάνωση: Αφού με ύπουλο τρόπο πέτυχε να καταλάβει την Κύπρο χωρίς να χύσει σταγόνα αίμα, η Βενετία οργάνωσε αμέσως το νέο διοικητικό της σύστημα στο νησί. Η εξουσία πάνω στο νησί ανετέθη σ' ένα τοποτηρητή και δυο συμβούλους του που τους εξέλεγε και αντικαθιστούσε η Δημοκρατία κάθε διετία. Η παλαιά Υψηλή Αυλή διατηρήθηκε μόνο υποτυπωδώς και τους ευγενείς τους καλούσαν μόνο κάποτε σε συνεδρία με περιορισμένα πια δικαιώματα. Εκτός από τους τρεις κυβερνήτες (rettori ή regimento), διορίζονταν και δυο ταμίες, που κάτω από την επίβλεψη των κυβερνητών διηύθυναν τις οικονομικές υποθέσεις της χώρας. Οι Βενετοί διατήρησαν την παλαιά νομοθεσία των ασσιζών*. Όρισαν μάλιστα ειδική επιτροπή που συγκέντρωσε τους νόμους αυτούς και τους κωδικοποίησε στην ιταλική· στην επιτροπή αυτή συμμετείχε και ο ελληνομαθής Φλώριος Βουστρώνιος.

 

Εξάλλου η Βενετία συνέχισε να καταβάλλει στον Μαμελούκο σουλτάνο το φόρο υποτελείας των 8.000 δουκάτων ετησίως, που ο βασιλιάς της Κύπρου Ιανός είχε αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλλει μετά τη μάχη της Χοιροκοιτίας το 1426. Οι Βενετοί επέβαλαν στην Κύπρο και άλλους ακόμη πιο βαριούς φόρους, έτσι που μ' αυτό τον τρόπο εισέπρατταν σημαντικά ποσά. Ο περιηγητής Martin von Baumgarten, ο οποίος το 1508, επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους παρέμεινε στο νησί για ένα χρονικό διάστημα, αναφέρει ότι όλοι οι κάτοικοι της Κύπρου ήσαν δούλοι της Βενετίας. Οι Κύπριοι ήσαν υποχρεωμένοι να δίνουν το ένα τρίτο των εσόδων τους από το σιτάρι, το κρασί, το ελαιόλαδο, τα ζώα και απ' όλα τα άλλα προϊόντα. Εκτός τούτου, ο κάθε Κύπριος ήταν υποχρεωμένος να εργάζεται δυο μέρες της εβδομάδας για λογαριασμό της Βενετίας σ' οποιαδήποτε εργασία θα διαταζόταν. Οι Βενετοί επέβαλαν στην Κύπρο και άλλους ετήσιους φόρους, έτσι που μ' αυτό τον τρόπο εισέπρατταν σημαντικά ποσά. Ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός αναφέρει ότι οι Βενετοί εισέπρατταν από το νησί κάθε χρόνο το καθαρό ποσό των 500.000 δουκάτων, εκτός των μεγάλων εσόδων που είχαν από τις αλυκές. Μ' αυτά τα ποσά οι Βενετοί αγόραζαν κυπριακά προϊόντα, που σε συνέχεια τα μεταπουλούσαν στη Βενετία και μ' αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν το ποσό του ενός περίπου εκατομμυρίου δουκάτων. Εξάλλου, σημαντικά έσοδα από την Κύπρο εξασφάλιζαν και πολλοί Βενετοί ευγενείς, ενώ η Καθολική Εκκλησία είχε γύρω στις 90.000 δουκάτα έσοδα από το νησί. Κάτω από τα αβάσταχτα αυτά φορολογικά μέτρα ο πληθυσμός αναγκαζόταν να εγκαταλείπει το νησί συνεχώς. Ο Σανούτο αναφέρει ότι το έτος 1518 στη Ρόδο βρίσκονταν γύρω στους 500 φυγάδες από την Κύπρο.

 

Διοικητική δομή: Η διοικητική δομή του καθεστώτος της Κύπρου μετά τον Ιούλιο του 1489 ήταν η ακόλουθη:

 

Επικεφαλής της διοικήσεως βρισκόταν ένας Βενετός ευγενούς καταγωγής που εκλεγόταν στη Βενετία με μυστική ψηφοφορία για υπηρεσία 2 χρόνων στην Κύπρο, έφερε τον τίτλο του τοποτηρητή (του δόγη) άλλως λοκοτενέντε (locotenente). Ο όρος αυτός διατηρήθηκε και κατά την πρώτη περίοδο της Τουρκοκρατίας στη λαϊκή ορολογία για τους ιταλικής ή γαλλικής συνήθως καταγωγής δραγομάνους.

 

Ο τοποτηρητής είχε ετήσιο μισθό 3.500 δουκάτα από τα οποία τα μισά ήσαν υπό επιφύλαξη. Από το 1509 έγιναν 2.000 δουκάτα. Είχε 2 συμβούλους με μισθό 2.400 δουκάτα, υπό τους ίδιους όρους, 4 υπηρέτες και 4 ίππους, και τα ναύλα του. Ο τοποτηρητής και οι 2 σύμβουλοί του αποτελούσαν τη διοίκηση (regimento ή rettori) με έδρα τη Λευκωσία.

 

Τέταρτος σημαίνων παράγων ήταν ο καπετάνιος της Αμμοχώστου, διορισμένος για 2 χρόνια με τον ίδιο μισθό όπως του τοποτηρητή, συχνά δε λεγόταν και καπετάνιος της Κύπρου κατά γενίκευση. Αν και κυρίως διοικητικός υπάλληλος, ήταν επίσης στρατιωτικός ηγέτης σε ώρες ειρήνης, ενώ σε καιρό πολέμου συνήθως υπαγόταν στον γενικό προνοητή ή γενικό προβλεπτή (proveditore generale) που αποστελλόταν τότε μόνο ειδικά για υπηρεσία στην Κύπρο, όπως συνέβαινε και σε άλλες βενετικές κτήσεις.

 

Αν και ο μισθός του καπετάνιου ήταν ο ίδιος με εκείνον του τοποτηρητή, ωστόσο δεν είχε τόσο ευρεία δικαιοδοσία όπως εκείνος ή οι σύμβουλοί του, που αμείβονταν λιγότερο. Ακόμη και στην δική του περιοχή, την Αμμόχωστο, οι ευγενείς φεουδάρχες και οι πάροικοι υπάγονταν στη δικαιοδοσία του τοποτηρητή και των 2 συμβούλων του. Έστελνε όμως τις εφέσεις του κατευθείαν στη Βενετία. Δεν είχε δημοσιονομική αρμοδιότητα ούτε δικό του θησαυροφυλάκιο. Οι φόροι και οι λοιπές εισπράξεις της επαρχίας του μεταφέρονταν στη Λευκωσία.

 

Οι σύμβουλοι και ο τοποτηρητής αντιστοιχούσαν στην Υψηλή Αυλή της εποχής των Λουζινιανών, δεν είχαν όμως νομοθετική εξουσία αλλά μόνο δικαστική. Και πάλιν οι εφέσεις (σε περιπτώσεις κακής εκδικάσεως υποθέσεων) στέλνονταν στη Βενετία. Οι σύμβουλοι και ο τοποτηρητής είχαν το δικαίωμα της κεφαλικής ποινής σ' όλο το νησί, εκτός της Αμμοχώστου, όπου αυτό ανήκε στον καπετάνιο.

 

Οι παλαιοί ευγενείς της εποχής των Λουζινιανών ηλικίας άνω των 25 χρόνων, απετέλεσαν το Μεγάλο Συμβούλιο της Λευκωσίας, που είχε όμως σκιώδεις εξουσίες και περιελάμβανε στους κόλπους του και κάθε Βενετό πατρίκιο ή πολίτη ή Λευκό Βενετό που ζούσε στην Κύπρο τουλάχιστον για 5 χρόνια, αλλά δεν ασκούσε μηχανικό επάγγελμα. Το Συμβούλιο αυτό όριζε αντιπροσώπους στα δικαστήρια των τριών (τοποτηρητή και συμβούλων) και τα μέλη του μπορούσαν να εκλεγούν σε αξιώματα, όπως του καπετάνιου της Λεμεσού και των αστικών στρατιωτικών διοικητών (civitano) Πεντάγυιας, Αυδήμου, Μαζωτού και Χρυσοχούς. Κάθε χρόνο γινόταν γενική συνέλευση του Συμβουλίου με την άδεια των τριών, για συζήτηση των γενικών συμφερόντων του «βασιλείου». Οι τρεις ήλεγχαν τα δημόσια οικονομικά και ασκούσαν τη δικαστική εξουσία. Είχαν στα χέρια τους την αστική διοίκηση καθώς και τη στρατιωτική οργάνωση, αλλά όχι και την αρχηγία στον πόλεμο, που την αναλάμβανε ο γενικός προβλεπτής. Χειρίζονταν επίσης τις σχέσεις μεταξύ των φεουδαρχών και του κράτους και διεξήγαν απογραφή του πληθυσμού κάθε 4 χρόνια, απαραίτητη προϋπόθεση για είσπραξη των φόρων.

 

Γεωργία, εμπόριο: Τα κυριότερα γεωργικά προϊόντα του νησιού κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας ήταν: τα δημητριακά, κυρίως σιτάρι και κριθάρι, το αλάτι, το βαμβάκι, η ζάχαρη, το κρασί, το ελαιόλαδο, το κάνναβι, το κερί, το λουλάκι, οι χρωστικές ύλες (ζαφορά κ.ά.) και τα αμπελοπούλια. Επίσης σημαντικά ήταν και τα διάφορα προϊόντα της κυπριακής βιοτεχνίας και οικοτεχνίας, ιδιαίτερα τα υφαντά μεταξύ των οποίων ξεχωριστή θέση κατείχαν τα καμηλωτά και τα εξάμιτα.

 

Γενικά η Βενετία προσπαθούσε να βοηθήσει την ανάπτυξη της γεωργίας. Τούτο συνέβη τόσο στην Κύπρο όσο και στις άλλες βενετοκρατούμενες περιοχές. Τη μεγαλύτερη όμως φροντίδα η Βενετική Δημοκρατία επέδειξε για το σιτάρι και το αλάτι, δυο βασικά προϊόντα διατροφής της εποχής που λόγω της σημασίας τους υπέκειντο και στο κρατικό μονοπώλιο. Η Κύπρος μαζί με την Κρήτη αποτελούσαν τους σιτοβολώνες της Βενετικής Δημοκρατίας, ενώ αλυκές κατασκευάστηκαν και σε πολλές άλλες βενετικές κτήσεις. Όμως, η Κύπρος παρέμεινε επί ένα σχεδόν αιώνα ο κύριος τροφοδότης του βενετικού κράτους σε σιτάρι και αλάτι. Μάλιστα υπήρχαν χρονιές που οι ποσότητες σιταριού και κριθαριού που στέλνονταν από την Κύπρο για την αντιμετώπιση των αναγκών τόσο του πληθυσμού όσο και του στρατού και στόλου της Βενετίας έθεταν σε κίνδυνο τη διατροφή όχι μόνο των κατοίκων του νησιού, αλλά και των ζώων που αφθονούσαν στην Κύπρο.

 

Το εμπόριο του νησιού βρισκόταν στα χέρια των Βενετών. Οι Κύπριοι, έγραφε ο Jacques le Saige το 1518, φορολογούνται βαριά και δεν εμπορεύονται με καμιά χώρα εκτός από τη Βενετία. Επειδή δεν υπήρχε συναγωνισμός, οι Βενετοί έμποροι είχαν όλη την ελευθερία να αγοράζουν και να πουλούν. Οι παραγωγοί ανεξάρτητα αν ήσαν σιτοπαραγωγοί, καλλιεργητές ζαχαροκάλαμου, υφαντές ή αμπελουργοί βρίσκονταν στο έλεος των Βενετών εμπόρων κι ήταν υποχρεωμένοι να υπόκεινται σε συστηματική «κλοπή μέσω των πληρωμών». Οι απαιτήσεις της Βενετίας πάνω σ' όλα ανεξαίρετα τα προϊόντα τύγχαναν άμεσης προτεραιότητας. Με πάγια εντολή του δόγη επιβαλλόταν να γίνεται κάθε χρόνο προσεκτική εκτίμηση των διαθεσίμων ποσοτήτων σιταριού και κάθε περίσσευμα, αφού θα ικανοποιούντο οι ανάγκες του στόλου και των φρουρίων, θα μπορούσε να εξάγεται, ως το τέλος Ιανουαρίου, μόνο στις βενετικές περιοχές και μόνο μετά απ' αυτή την ημερομηνία, και στις άλλες χώρες υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι η Κύπρος και οι υπόλοιπες βενετικές κτήσεις δεν θα αντιμετώπιζαν ελλείψεις.

 

Ο πληθυσμός: Αναφορικά με τον πληθυσμό της Κύπρου κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας υπάρχουν αρκετές ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Αυτές προέρχονται από διάφορες πηγές, κυριότερες των οποίων είναι οι επίσημες εκθέσεις (Relatione) Βενετών προβλεπτών και άλλων αξιωματούχων της Βενετικής Δημοκρατίας που είχαν υπηρετήσει στο νησί. Τα στοιχεία που αναφέρουν οι πληροφορίες αυτές, αν και δεν συμφωνούν πλήρως μεταξύ τους, εντούτοις μπορούν να δώσουν μια γενική εικόνα για τον πληθυσμό του νησιού.

 

Απ' αυτές συμπεραίνουμε πως ο πληθυσμός της Κύπρου κατά τα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας κυμαινόταν γύρω στις 100.000, ενώ προς το τέλος της σχεδόν διπλασιάστηκε και έφθασε κατά τον Savorgnano (1562) τις 180.000 και κατά τον Graziani (1570) τις 200.000. Η μεγαλύτερη πόλη της Κύπρου ήταν η Λευκωσία, της οποίας ο πληθυσμός ήταν 16.000 κατά την περίοδο 1510- 1521 και 21.000 κατά το 1540. Η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη ήταν η Αμμόχωστος, της οποίας οι κάτοικοι το 1510 - 1521 ήταν 6.500 και το 1540 γύρω στις 8.000. Η Πάφος είχε 2.000 κατοίκους, ενώ ο πληθυσμός της Κερύνειας κυμαινόταν μεταξύ 800 και 900 κατοίκων. Η Λεμεσός και η Λάρνακα είχαν πολύ λίγο πληθυσμό γιατί η ανάπτυξή τους ακολούθησε αργότερα. Επίσης, καθ’όλη τη διάρκεια της Βενετοκρατίας οι φραγκομάτοι/ ή ελεύθεροι που αποκτούσαν την εύνοια των κυρίων τους ή πλήρωναν χρήματα και γίνονταν ελεύθεροι αποτελούσαν λιγότερο από το 50% του πληθυσμού, ενώ κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας στην Κύπρο 35-40% του πληθυσμού ήταν πάροικοι ή δουλοπάροικοι στα κτήματα των φεουδαρχών. Ο αριθμός αυτών με την πάροδο του χρόνου αναλογικά μειωνόταν, έτσι που το 1562 αποτελούσαν μόνο το 27,8% του πληθυσμού, γιατί κάθε χρόνο αρκετοί απ' αυτούς εξαγόραζαν την ελευθερία τους και γίνονταν ελεύθεροι.

 

Περισσότερες πληροφορίες για τον πληθυσμό του νησιού σε διάφορες περιόδους της Βενετοκρατίας δίνει ο πιο κάτω πίνακας.

 

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑ

 

 

 

1490 (κυπριακή αποστολή)

1510/1521 (Relatione)

1523 (Minio)

1540 (Attar)

1562 (Savorgnano)

1570 (Graziani)

Λευκωσία

 

16.000

15.000

21.000

 

 

Αμμόχωστος

 

6.500

7.300

8.000

8.000

 

Κερύνεια

 

950

800

950

 

 

Πάφος

 

 

 

2.000

 

 

φραγκομάτοι

 

77.066

41.579

95.000

90.000

 

πάροικοι

 

47.185

54.000

70.050

50.000

 

Σύνολο

106.000

147.701

121.179

197.000

180.000

200.000

 

Μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Βενετούς, το κέντρο των πολιτικών γεγονότων μεταφέρθηκε στη Βενετία. Το νησί αναγκαστικά άρχισε να μοιράζεται την τύχη των άλλων βενετικών κτήσεων. Οι Βενετοί κατόρθωναν να διατηρούν την τάξη στο νησί με τη βία, έτσι που υπήρξαν πραγματικά ελάχιστα μόνο πολιτικά κινήματα, υποκινούμενα είτε από το εσωτερικό είτε από το εξωτερικό, που μπορούσαν να επιδράσουν στις καταστάσεις που επικρατούσαν στο νησί. Εξαίρεση αποτελεί η εξέγερση του 1562 της οποίας ηγήθηκε ο Ιάκωβος Διασσωρίνος*.

 

Σε πολύ δύσκολη θέση βρισκόταν και η αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου που είχε ήδη διά της βίας υποδουλωθεί στη Λατινική Εκκλησία από τους Φράγκους. Με τη μεταβίβαση της εξουσίας στη Δημοκρατία της Βενετίας, τα παθήματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας αυξήθηκαν ακόμη περισσότερο. Οι Βενετοί στέρησαν την Ορθόδοξη Εκκλησία από κάθε ελευθερία, άρπαξαν τα κτήματά της και υπέταξαν και πάλι τον ορθόδοξο κλήρο κάτω από τους Λατίνους επισκόπους. Η κατάσταση αυτή παρέμεινε δυσμενής σ' όλη την περίοδο της Βενετοκρατίας.

 

Η καλύτερη πηγή για τις συνθήκες, ιδιαίτερα τις οικονομικές, που επικρατούσαν τότε στην Κύπρο είναι οι επίσημες βενετικές εκθέσεις, που περιέχουν ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία. Τις εκθέσεις αυτές σύντασσαν και υπέβαλλαν στην κυβέρνησή τους οι εκάστοτε κυβερνήτες του νησιού όταν αυτοί επέστρεφαν στη Βενετία μετά τη διετή υπηρεσία τους στην Κύπρο.

 

Η πρώτη έκθεση τέτοιου είδους, αποτελούμενη κυρίως από στατιστικά δεδομένα, φέρει τον τίτλο Relatione del Regno di Cipro και χρονολογείται στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας. Σ' αυτήν αναφέρεται ότι στο νησί τότε υπήρχαν μόνο 147.701 κάτοικοι. Η παραγωγή του σιταριού ανερχόταν στις 999.290 μόδια και του κριθαριού στα 1.254.907 μόδια. Το νησί ήταν καλά καλλιεργημένο και η σχέση ανάμεσα στη σπορά και τη συγκομιδή ήταν 1:7,5. Σύμφωνα με τις διαταγές της Δημοκρατίας της Βενετίας η Κύπρος ήταν υποχρεωμένη να έχει αποθέματα σιτηρών που θα ήταν ικανά να θρέψουν τον πληθυσμό για δεκαοκτώ μήνες. Η ετήσια κατανάλωση του νησιού ανερχόταν σε 400.000 μόδια σιτάρι και 400.000 μόδια κριθάρι. Αυτό σημαίνει πως η ετήσια παραγωγή επέτρεπε στην Κύπρο να εξάγει κάθε χρόνο τουλάχιστον 400.000 μόδια σιτάρι και κριθάρι. Στην ίδια έκθεση αναφέρονται επίσης και όλα τα άλλα παραδοσιακά προϊόντα του νησιού.

 

Τη δεύτερη αξιόλογη έκθεση έγραψε ο Βενετός γενικός προβλεπτής στην Κύπρο Φραγκίσκος Άτταρ (Francesco Attaro). Στο πρώτο κεφάλαιο της έκθεσης αυτής, η οποία χρονολογείται στα 1540, γίνεται μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της Κύπρου. Σ' αυτή γίνεται λόγος και για την προέλευση των τεσσάρων τάξεων που υπήρχαν στο νησί, δηλ. των παροίκων, των απελεύθερων ή φραγκομάτων, των αστών και των ευγενών. Σ' αυτή ο Άτταρ μαρτυρεί ότι οι πάροικοι έδιναν το ένα τρίτο της παραγωγής τους και ότι ήσαν υπόχρεοι να εργάζονται δυο μέρες της εβδομάδας προς όφελος της Βενετίας. Η πληροφορία αυτή συνταυτίζεται με την πληροφορία που μας δίδει ο περιηγητής Martin von Baumgarten το 1508, πράγμα που σημαίνει ότι οι επιβαρύνσεις αυτές σε βάρος του πληθυσμού διατηρούνταν ακόμη. Η έκθεση υπολογίζει ότι ο πληθυσμός της Κύπρου ανερχόταν στις 197.000 κατοίκους, που σημαίνει ότι ήταν κατά 50.000 μεγαλύτερος απ' εκείνον που αναφερόταν στην προηγούμενη έκθεση.

 

Ταυτόχρονα με την αύξηση του πληθυσμού παρατηρήθηκε και αύξηση της παραγωγής. Έτσι η παραγωγή του σιταριού ανερχόταν στα 1.400.000 μόδια, του κριθαριού στα 1.600.000 μόδια, του λιναριού στις 80.000 μόδια, του βαμβακιού στις 20.000 καντάρια, της μη ραφιναρισμένης ζάχαρης στα 1.500 καντάρια, της ραφιναρισμένης ζάχαρης στα 450 καντάρια, του κρασιού στις 200.000 καντάρια, των χαρουπιών στις 200.000 καντάρια, του ελαιόλαδου στα 850 καντάρια, του κεριού στα 60 καντάρια, του μαλλιού στις 5.000 καντάρια, των χρωμάτων στα 3 καντάρια, του μεταξιού στα 400 καντάρια και του νήματος στα 400 καντάρια. Αναφέρονται επίσης τα υφάσματα καμηλωτών και σάμιτες (εξάμιτα) σε σημαντικές ποσότητες: ciambelotti di pichi 40 l’ uno pezze 200, samiti de piu sorte pezze 2.800. Επίσης γίνεται λόγος και για μεγάλο αριθμό ζώων. Σαν ένα από τα σημαντικά εξαγωγικά κυπριακά προϊόντα, σ' αυτή την έκθεση, αναφέρονται και τα αμπελοπούλια (ortolani). Αφού προπαρασκευάζονταν ειδικά και τοποθετούνταν σε βαρέλια με ξύδι, τα αμπελοπούλια εξάγονταν σαν «σπεσιαλιτέ» στις πλούσιες δυτικοευρωπαϊκές και κυρίως βενετικές τραπεζαρίες.

 

Αυτές οι εκθέσεις, που είναι έγκυρες και ως επί το πλείστον ακριβείς όταν πρόκειται για τον αριθμό του πληθυσμού και το ύψος της παραγωγής, δεν αναφέρουν σχεδόν τίποτε για τις κοινωνικές συνθήκες του νησιού και δεν εισέρχονται στην εκτίμηση του έργου της βενετικής διοίκησης. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους η έκθεση του γενικού προβλεπτή Βερνάρδου Σαγρέδου (Bernardo Sagredo), που χρονολογείται στα 1562, μπορεί να θεωρηθεί σαν πολύ σημαντική για τη διαμόρφωση μιας πραγματικής εικόνας για τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο νησί.

 

Η έκθεση αναφέρει ότι ο πληθυσμός στις περιοχές των οποίων οι διοικητές διορίζονταν απευθείας από τη Βενετία, και αυτές ήσαν οι τρεις από τις συνολικά ένδεκα διοικητικές περιοχές της Κύπρου, ήταν ευχαριστημένος. Όμως ο πληθυσμός των υπολοίπων οκτώ περιοχών ήταν δυσαρεστημένος, εξαιτίας των διαρκών πιέσεων και των κακομεταχειρίσεων. Ο Σαγρέδος επισύρει την προσοχή της Γαληνοτάτης ότι, αν δεν βιαστεί να διορίσει διοικητές (giudici) και στις υπόλοιπες οκτώ περιοχές, τότε ο λαός θα εξεγερθεί εναντίον της Δημοκρατίας της Βενετίας.

 

Στην ίδια έκθεση αναφέρεται επίσης ότι τα αγροκτήματα που ανήκαν στη Δημοκρατία της Βενετίας παρήγαν 134.624 μόδια ή 28.854 στάρα σιτάρι. Απ' αυτή την παραγωγή δίδονταν 4.406 στάρα στους έμμισθους και στους επιστάτες των εκκλησιών, 5.000 στάρα στις γαλέρες που φρουρούσαν την Κρήτη, 5.816 στάρα στις γαλέρες που φρουρούσαν την Κύπρο και 13.547 στάρα για τη διατροφή του πληθυσμού και του στρατού της Αμμοχώστου. Σ' αυτήν αναφέρεται ότι η Βενετική Δημοκρατία απεκόμιζε από την Κύπρο, εκτός από τα έσοδα των αλυκών, γύρω στις 196.000 δουκάτα. Στο τέλος της έκθεσής του, ο Σαγρέδος υποδεικνύει την ανάγκη ανέγερσης οχυρών στη Λευκωσία, που με τα ήδη υπάρχοντα στην Αμμόχωστο θα αποτελούσαν ισχυρή βάση για την άμυνα του νησιού.

 

Από τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τους σύγχρονους περιηγητές μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η κατάσταση του κυπριακού πληθυσμού κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας ήταν πολύ χειρότερη από εκείνη της εποχής των Λουζινιανών. Η διοίκηση των Βενετών στην Κύπρο υπήρξε πραγματικά τυραννική και χειρότερη από τη φραγκική. Όλοι οι γεωργοί της Κύπρου ήσαν δουλοπάροικοι των Βενετών και ντόπιων γαιοκτημόνων που συνεργάζονταν στενά με τους Βενετούς. Από διάφορα έγγραφα πληροφορούμαστε πως οι Κύπριοι χωρικοί άφηναν τα ελαιόδενδρα αμπόλιαστα, για να αποφύγουν τους δυσβάστακτους φόρους. Για να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή, το 1507 η Βενετία αναγκάζεται να υποσχεθεί τη δεκαπενταετή φορολογική απαλλαγή για τα ελαιόδενδρα και τις χαρουπιές που θα εξημερώνονταν. Η φορολογία που είχε επιβληθεί στην Κύπρο μπορεί να θεωρηθεί ως η βαρύτερη σε όλη τη βενετική επικράτεια. Πράγματι δεν συναντάται αλλού ξεχωριστός φόρος για τα σιτηρά που πωλούνταν στην περίμετρο της πόλης, όπως συνέβαινε στη Λευκωσία ή τη φορολογία των αγοραπωλησιών μικρών ποσοτήτων τροφίμων μεταξύ ιδιωτών, όπως γινόταν στην Κερύνεια. Στην Κύπρο εκτός των Φράγκων τιμαριωτών υπήρχαν και Έλληνες που μαζί με τους πρώτους πίεζαν τους φτωχούς συμπολίτες τους οι οποίοι καλλιεργούσαν τα μεγάλα κτήματα των αρχόντων και αγγαρεύονταν ακόμη για να κτίζουν κάστρα ή να υπηρετούν κατ' άλλο τρόπο τη Βενετία. Οι αγρότες ζούσαν σε άθλιες κυριολεκτικά συνθήκες. Στον κρατικό μηχανισμό επικρατούσε μεγάλη διαφθορά. Γι' αυτό ο λαός ήταν πολύ δυσαρεστημένος και ζητούσε αλλαγή. Ο Κύπριος χρονογράφος Κυπριανός γράφει χαρακτηριστικά τα εξής: «Ἀνάμεσα εἰς τούς Κυπρίους τούς ἰδίους ἦτον ἓνα μέρος ἀρκετόν λαοῦ πολλά δυσαρεστημένον, ὁποῦ ἐπεθύμει ἐναλλαγήν τῆς ἐξουσίας. Αὐτό ἦτον ἓνα πλῆθος, τό ὁποῖον παλαιόθεν, εἶχον ὑποτάξῃ οἱ εὐγενεῖς τῆς Κύπρου, ὑποχρεωμένον εἰς σκλαβίαν, καί μάλιστα νά πληρώνῃ καί νά κυβερνᾷ τήν διωρισμένην Καβαλλαρίαν διά τήν φύλαξιν τῶν αἰγιαλῶν. Οἱ Βενετζιάνοι γενόμενοι κύριοι τῆς Νήσου, ἂφησαν ἀχαλίνωτον τήν Τυραννίαν τῶν Ἀρχόντων, διά φόβον τῆς ἀποστασίας».

 

Λαϊκές εξεγέρσεις: Στην περίοδο της Βενετοκρατίας στην Κύπρο αναφέρονται δυο λαϊκές εξεγέρσεις. Η μια έγινε το 1562. Επικεφαλής αυτής της εξέγερσης ήταν ο Ιάκωβος Διασσωρίνος*, Κρητικός, που επονομαζόταν «Διδάσκαλος». Όμως, η εξέγερση αυτή γρήγορα καταπνίγηκε από τους Βενετούς. Ο Διασσωρίνος ήταν μια σπάνια και φωτεινή προσωπικότητα της εποχής του. Αυτός σε συνθήκες πλήρους παρακμής της ελληνικής παιδείας στο νησί (τα σχολεία που λειτουργούσαν επί Φραγκοκρατίας, μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Βενετούς έκλεισαν και μερικά αντικαταστάθηκαν με ιταλικά στα οποία δίδασκαν Ιταλοί που αποστέλλονταν από τη Βενετία), το 1562 ίδρυσε ελληνική σχολή στη Λευκωσία, η οποία όμως διέκοψε τις εργασίες της μετά το θάνατο του ιδρυτή της.

 

Η δεύτερη εξέγερση έγινε το 1565, εξαιτίας της πείνας και της δυστυχίας που βασίλευαν στην Κύπρο εκείνη την εποχή. Τη χρονιά εκείνη έπεσε μεγάλη ξηρασία στο νησί. Τα σπαρτά σχεδόν δεν βλάστησαν. Και την ελάχιστη παραγωγή τη συγκέντρωσαν οι διοικητές, την έκλεισαν στις κρατικές αποθήκες και σχεδίαζαν να την πουλήσουν σε πολύ ψηλές τιμές. Τότε ο λαός καταγανακτισμένος ξεσηκώθηκε, περικύκλωσε τα σπίτια των διοικητών κι ήταν έτοιμος να τους σκοτώσει και να αρπάξει τα σιτηρά. Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση οι διοικητές αναγκάστηκαν ν' ανοίξουν τις αποθήκες και να μοιράσουν τα σιτηρά στον πεινασμένο λαό.

 

Οι δύσκολες γενικά συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων του νησιού μερικές χρονιές γίνονταν ακόμη χειρότερες επειδή το νησί μάστιζαν διάφορες θεομηνίες που παρουσιάζονταν κατά συχνά χρονικά διαστήματα και προκαλούσαν μεγάλες καταστροφές και απώλειες μεγάλου αριθμού ανθρωπίνων ζωών, όπως οι σεισμοί και η πανώλης. Οι σημαντικότερες θεομηνίες που έπληξαν το νησί κατά τα χρόνια της Βενετοκρατίας ήταν οι σεισμοί των ετών 1490, 1491, 1492, 1497 στη Λευκωσία, 1524, 1542, 1546, 1547 στη Λευκωσία, 1548 στην Αμμόχωστο, 1556, 1567, 1568 και 1569 στη Λευκωσία, η πανώλης των ετών 1494, 1497,1505,1532 στην Αμμόχωστο, 1533 στην Αμμόχωστο, και 1565 επίσης στην Αμμόχωστο, οι ανομβρίες των ετών 1508 στην περιοχή της Μαλιάς, 1510, 1520, 1528, 1530, 1533, 1562, 1565 και 1566, οι πλημμύρες των ετών 1519, 1532, 1547, 1554, 1555 και 1563 και οι επανειλημμένες επιδρομές ακρίδων που ήταν πραγματική μάστιγα για τη γεωργία του νησιού ιδιαίτερα κατά τα έτη 1507, 1510, 1519,1521 στην Αμμόχωστο, 1532,1533,1542,1544,1547, 1550 και 1554. Επίσης το 1512 η γεωργική παραγωγή υπέστη σοβαρές ζημιές από παγετό.

 

Οι επιδρομές των ακρίδων ρήμαζαν κυριολεκτικά τη γεωργική παραγωγή και προκαλούσαν σοβαρές καταστροφές, οι συνέπειες των οποίων σε πολλές περιπτώσεις διαρκούσαν 3-4 χρόνια. Υπήρχαν χρονιές που οι καταστροφές προσλάμβαναν τέτοια έκταση που καθιστούσαν προβληματική την εξασφάλιση σιτηρών για τις ανάγκες της Βενετίας από την Κύπρο και ακόμη περιπτώσεις κατά τις οποίες η πραγματοποίηση εξαγωγών σιτηρών στη Βενετία έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη διατροφή και επιβίωση των κατοίκων του νησιού. Γι’ αυτό, το πρόβλημα των ακρίδων απασχολούσε συχνά τη βενετική κυβέρνηση της Κύπρου, έτσι που κατά καιρούς υιοθέτησε διάφορα μέτρα για την καταπολέμησή τους. Ένα τέτοιο μέτρο που είχε αποτέλεσμα εφαρμόστηκε το 1510, οπότε διετάχθη η συλλογή των αυγών των ακρίδων (το ίδιο είχε γίνει και επί Ιανού στα 1409) από τους χωρικούς που αναγκάζονταν να παραδίδουν ένα μόδιο αυγά οι φραγκομάτοι και μισό μόδιο οι πάροικοι. Οι δαπάνες για την όλη εκστρατεία θα καλύπτονταν από την κυβέρνηση και τους φεουδάρχες, που θα κατέβαλλαν 1% των εισοδημάτων τους, και από τους ενοικιαστές που θα κατέβαλλαν 0,5% των εισοδημάτων τους.

 

Μερικές χρονιές το νησί υπέφερε ταυτόχρονα από δυο ή ακόμη και τρεις θεομηνίες, οπότε οι καταστροφές γίνονταν ακόμη μεγαλύτερες και συνεπώς ολέθριες. Η πιο συχνή περίπτωση ήταν η πρόκληση ζημιών από επιδρομές ακρίδων, ανομβρίες ή πλημμύρες που συνέβαιναν τον ίδιο χρόνο. Χαρακτηριστικά το 1547 η Κύπρος επλήγη από πλημμύρες, επιδρομές ακρίδων και σεισμούς ενώ το 1533 από ανομβρία, επιδρομή ακρίδων και πανώλη. Κατά τα έτη 1519, 1532, 1547 και 1554 το νησί επλήγη από πλημμύρες και επιδρομές ακρίδων, ενώ το 1520 από ανομβρία και επιδρομές ακρίδων. Επίσης το 1542 συνέβη μεγάλη έφοδος ακρίδων συγχρόνως προς σεισμούς.

 

Η Βενετία θεωρούσε την Κύπρο ως μια αποικία την οποία έπρεπε να εκμεταλλεύεται όσο το δυνατό περισσότερο κι όχι ως μια περιοχή που θα μπορούσε να αναπτυχθεί για το καλό των κατοίκων της. Οι προκάτοχοι των Βενετών, Φράγκοι κατακτητές, αν και στόχευαν κι αυτοί στην αποκόμιση όσο το δυνατόν μεγαλυτέρων ωφελημάτων από το νησί, ήταν αναγκασμένοι να βλέπουν την Κύπρο από διαφορετική σκοπιά. Και τούτο γιατί η μοίρα των Λουζινιανών ήταν αδιάρρηκτα δεμένη με την τύχη του νησιού, του οποίου η ευημερία και ευδαιμονία αποτελούσε προϋπόθεση τόσο της δικής τους ευημερίας όσο και της ισχύος τους. Γι’ αυτό, παρόλο που αυτοί καταπίεζαν φοβερά τον κυπριακό λαό, ήταν προς το συμφέρον τους να φροντίζουν για την πρόοδο του νησιού γιατί αυτό θα συνέβαλλε στην εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και στην καλύτερη αξιοποίηση των περιουσιών τους. Αντίθετα, για τους Βενετούς οι ανάγκες του πληθυσμού και της χώρας γενικότερα δεν τύγχαναν καμιάς ιδιαίτερης φροντίδας. Η επιδίωξη και το ενδιαφέρον τους ήταν κυρίως η συλλογή φόρων, για την είσπραξη των οποίων διορίζονταν ειδικά δυο ευγενείς. Βέβαια, παράλληλα λαμβάνονταν μέτρα και για την εκπλήρωση όλων των άλλων υποχρεώσεων του πληθυσμού προς το κράτος, όπως ήσαν οι προμήθειες σιτηρών, οι αγγαρείες και η κατασκευή αμυντικών έργων.

 

Οχυρώσεις: Η κατασκευή αμυντικών έργων ήταν αναγκαία γιατί η Κύπρος για τη Βενετία, εκτός από την οικονομική κι ιδιαίτερα εμπορική, είχε και ιδιάζουσα στρατιωτική σημασία. Καθ’όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στο νησί οι Βενετοί αντιμετώπιζαν τον ορατό κίνδυνο των Τούρκων, παρόλο που το 1517 κατέβαλλαν σ' αυτούς το φόρο υποτελείας, που ως τότε πλήρωναν για το νησί στο σουλτάνο της Αιγύπτου. Εξ αιτίας αυτού του κινδύνου μια από τις πρωταρχικές προτεραιότητές τους ήταν η καλύτερη οργάνωση της άμυνας. Αυτός είναι και ο λόγος που τα κυριότερα αρχιτεκτονικά τους έργα ήσαν οχυρωματικά. Κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής των Βενετών στον τομέα της άμυνας ήταν η συντήρηση, αλλά προπαντός η ανάλογη προσαρμογή των οχυρωματικών έργων που κληρονόμησαν από τους Λουζινιανούς. Με ανάλογες μετατροπές τα έργα αυτά έπρεπε από τη μια να ανταποκρίνονται όσο το δυνατό καλύτερα στις νέες αμυντικές ανάγκες του νησιού και από την άλλη να μπορούν να επανδρώνονται με όσο το δυνατό λιγότερους στρατιώτες και να συντηρούνται με μικρότερες οικονομικές δαπάνες.

 

Υλοποιώντας την πολιτική αυτή οι Βενετοί κατεδάφισαν όλες τις μέχρι τότε οχυρώσεις των Λουζινιανών στη Λευκωσία και ανήγειραν εντελώς νέες. Επιδίωξή τους ήταν να περιοριστεί σημαντικά η έκταση της πόλης, ώστε να ενισχυθεί καλύτερα η αμυντική της ικανότητα. Προς το σκοπό αυτό κατεδαφίστηκαν πολλά κτίρια που βρίσκονταν έξω από την περίμετρο των νέων οχυρώσεων, μεταξύ των οποίων και 80 περίπου ελληνικές και λατινικές εκκλησίες. Οι λόγοι της κατεδάφισής τους ήταν δυο: πρώτο, για να αφαιρεθεί κάθε δυνατότητα χρησιμοποίησής τους από τον εχθρό και, δεύτερο, για να χρησιμοποιηθούν τα οικοδομικά υλικά από τις λαξευτές πέτρες τους για την κατασκευή των νέων οχυρώσεων.

 

Τα παλαιά λουζινιανικά τείχη, που είχαν μήκος 6,5 χμ. κατεδαφίστηκαν και στη θέση τους κτίστηκαν καινούργια. Η περίμετρος των νέων τειχών σε σύγκριση μ’ εκείνη των παλαιών περιορίστηκε κατά ένα τέταρτο, δηλαδή σε 4,8 χμ., ώστε η άμυνα αυτών να είναι ευκολότερη και να εξασφαλίζεται με ολιγαριθμότερη φρουρά. Βέβαια υποστηρίζεται ότι ο περιορισμός της περιμέτρου των τειχών έγινε και για να απομακρυνθούν αυτά από τους γύρω λόφους από τους οποίους το εχθρικό πυροβολικό μπορούσε να βάλλει αποτελεσματικά εναντίον των τειχών. Τα νέα τείχη έχουν 11 προμαχώνες, σε ίσες μεταξύ τους αποστάσεις. Σ' αυτούς δόθηκαν τα ονόματα ισάριθμων ευγενών που διηύθυναν τις εργασίες και χρηματοδότησαν την ανέγερση των τειχών. Επίσης σ' αυτά, αντί οκτώ που υπήρχαν στα παλαιά, αφέθηκαν μόνο τρεις πύλες: η πύλη Σαν Ντομένικο ή πύλη Πάφου, η πύλη Τζουλιάνα ή πύλη Αμμοχώστου και η πύλη Προβεντιτόρ ή πύλη της Κερύνειας.

 

Τα νέα τείχη της Λευκωσίας σχεδιάστηκαν το 1567 από τον γνωστό στρατιωτικό μηχανικό Giulio Savorgnano, o οποίος επέβλεπε και την κατασκευή τους. Κατά την ανέγερση των τειχών υιοθετήθηκαν οι νέες αντιλήψεις που ίσχυαν τότε στη βενετική οχυρωματική αρχιτεκτονική με σκοπό την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητάς τους. Όμως, παρά την επίσπευση των εργασιών, τα νέα τείχη της πρωτεύουσας δεν είχαν συμπληρωθεί εντελώς ως το 1570, όταν η πόλη αντιμετώπισε την επίθεση και πολιορκία των Τούρκων.

 

Τις σημαντικότερες εργασίες για την ενίσχυση των υφιστάμενων οχυρώσεων οι Βενετοί έκαναν στην Αμμόχωστο, την οποία οχύρωσαν τέλεια και την μετέτρεψαν σε κέντρο άμυνας του νησιού. Αυτός είναι και ο κυριότερος λόγος που η βελτίωση της αμυντικής ικανότητας της Αμμοχώστου αποτελούσε μόνιμη επιδίωξη και φροντίδα της Βενετίας. Την ευθύνη για την άμυνα της πόλης είχε ο στρατηγός της Αμμοχώστου που έδρευε σ' αυτήν κι ήταν ταυτόχρονα και στρατηγός ολόκληρου του νησιού. Όταν οι Τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο, η Αμμόχωστος διέθετε τις ισχυρότερες οχυρώσεις, γι’ αυτό και ήταν η μοναδική πόλη που μπόρεσε να κρατήσει άμυνα 11 περίπου μηνών και να αποκρούσει σ' αυτό το διάστημα με μεγάλη επιτυχία πολλές τρομακτικές και αλλεπάλληλες επιθέσεις. Η πόλη αυτή δεν κατελήφθη με έφοδο, αλλά συνθηκολόγησε ύστερα από παντελή έλλειψη εφοδίων (βλ. λήμμα Αμμόχωστος).

 

Επίσης οι Βενετοί ενίσχυσαν σημαντικά τα φρούρια της Κερύνειας και της Λεμεσού. Το φρούριο της Κερύνειας, ύστερα από τις σημαντικές μετατροπές που υπέστη από τους Βενετούς, μετετράπη σ' ένα σύγχρονο φρούριο πυροβολικού. Η σημασία που εδόθη στο φρούριο αυτό, σύμφωνα με βενετικές πηγές, οφειλόταν στο γεγονός ότι η πόλη βρισκόταν κοντά στην Τουρκία. Αντίθετα τα φρούρια του Αγίου Ιλαρίωνος, του Βουφαβέντου και της Καντάρας κατεδαφίστηκαν μερικώς από τους Βενετούς. Η ενέργεια αυτή αποσκοπούσε στον περιορισμό της δυνατότητας χρησιμοποίησής τους από τον εχθρό, στη μείωση των δαπανών επιδιόρθωσης και συντήρησής τους και στην επάνδρωσή τους με ολιγαριθμότερη φρουρά. Ακόμη σ' ορισμένες σημαντικές περιοχές του νησιού κτίστηκαν μερικοί πύργοι που χρησιμοποιήθηκαν ως παρατηρητήρια. Απ' αυτούς διασώζονται ως σήμερα πύργοι στο Κίτι, στην Πύλα και στην Αλαμινό, ενώ υπολείμματα τέτοιων πύργων υπάρχουν στην Αμαθούντα και στον Ακάμα. Οι πύργοι αυτοί είναι τριώροφοι με το ισόγειό τους τελείως κλειστό.

 

Για την ολοκλήρωση των οχυρωματικών έργων που κατασκεύασαν οι Βενετοί στο νησί επιστρατεύθηκε ολόκληρος σχεδόν ο ντόπιος πληθυσμός (πάροικοι και φραγκομάτοι) που με το σύστημα των αγγαρειών εργάστηκε σκληρά και γνώρισε τρομερές δοκιμασίες.

 

Η Βενετοκρατία στην Κύπρο διήρκεσε 82 χρόνια (1489 -1571). Το τέλος της κυριαρχίας των Βενετών στο νησί σήμανε αρχικά η πτώση της Λευκωσίας, στις 9 Σεπτεμβρίου 1570, και τελειωτικά η πτώση της Αμμοχώστου, έντεκα ολόκληρους μήνες αργότερα, την 1η Αυγούστου 1571. Η Βενετία κατόρθωσε να εκδικηθεί πολύ σύντομα την απώλεια της Κύπρου, με την περίφημη νίκη που η ίδια μαζί με το συνασπισμό των Ευρωπαίων συμμάχων της πέτυχε εναντίον των Τούρκων στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571). Η πανωλεθρία όμως των Τούρκων στη ναυμαχία αυτή δεν μετέβαλε την κατάσταση ως προς την Κύπρο, η οποία αναγνωρίστηκε και από τους Βενετούς ως κτήση της Τουρκίας με τη συνθήκη της 7ης Μαρτίου 1573. Μάλιστα βάσει της συνθήκης αυτής η Βενετία απώλεσε οριστικά όχι μόνο την Κύπρο, αλλά και δυο άλλες βασικές κτήσεις της στη Δαλματία (Ulcinj και Bar). Επίσης υποχρεώθηκε να καταβάλει στην Τουρκία 300.000 δουκάτα ως αποζημιώσεις και να πληρώνει σ' αυτήν κάθε χρόνο 1.500 δουκάτα για τη Ζάκυνθο.

AIK. Χ. ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ 

Φώτο Γκάλερι

Image