Η Βενετία είναι πόλη της βόρειας Ιταλίας, με 370.000 κατοίκους περίπου σήμερα, πρωτεύουσα της επαρχίας Βενέτσια. Είναι κτισμένη στα βορειοδυτικά παράλια της Αδριατικής θάλασσας, στις εκβολές τεσσάρων ποταμών, των Αδίγη, Πάδου, Πιάβε και Μπρέντα, πάνω σε 117 νησάκια που επικοινωνούν μεταξύ τους με 157 κανάλια.
Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους η Βενετία αποτελούσε αυτόνομη δημοκρατία, που έφερε το χαρακτηριστικό επίθετο Γαληνοτάτη (La Serenissima) εξαιτίας της εξάρτησής της από τη θάλασσα. Υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές και εμπορικές δυνάμεις, με κύριες ανταγωνίστριες δυνάμεις τη Γένουα, την Πίζα και άλλες ιταλικές και ισπανικές πόλεις. Βασική αιτία της συσσώρευσης στην πόλη τεραστίου πλούτου, που είχε ως επακόλουθο και την στρατιωτική και πολιτική της ισχύ, ήταν η επιτυχημένη διεξαγωγή εμπορίου με την Ανατολή. Στην διεξαγωγή του βενετικού εμπορίου η Κύπρος αποτελούσε σημαντικότατο διαμετακομιστικό σταθμό, ιδίως μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες των Μωαμεθανών στη Συρία και στην Παλαιστίνη, πράγμα που κατέστησε την Κύπρο προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης στην Μέση Ανατολή.
Η διείσδυση της Βενετίας στην Ανατολική Μεσόγειο άρχισε από τον 9ο αιώνα και η ισχύς της επεβλήθη κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, οπότε εδραιωμένη ήδη σε πολλά μέρη του ελληνικού και βυζαντινού χώρου, κατέλαβε την Κάιφα (Χάιφα) το 1120, διευκόλυνε την κατάληψη από τους σταυροφόρους της Ασκαλώνος το 1123 και της Τύρου το 1124 (με δικαίωμα κατοχής του ενός τρίτου των δυο πόλεων, παραχωρημένο το 1125 από τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ Μπωντουέν Β') και απέκτησε πολλά άλλα προνόμια. Το Βυζάντιο, με χρυσόβουλλο του 922, επέτρεπε στα βενετικά καράβια την προσέγγιση στην Κωνσταντινούπολη, ενώ με χρυσόβουλλο του 1082 επέτρεπε τη διεξαγωγή βενετικού εμπορίου σ' ολόκληρη την αυτοκρατορία, περιλαμβανομένης της Κύπρου κι εξαιρουμένου του Εύξεινου Πόντου, καθώς και απαλλαγή από κάθε τελωνειακό δασμό. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Β' Κομνηνός επικύρωσε ξανά τα προνόμια των Βενετών το 1125, ενώ το 1126 τους χορήγησε και την άδεια να προσεγγίζουν την Κύπρο, την Κρήτη και τη Ρόδο. Σημαντική επέκταση της βενετικής παρουσίας στην Κύπρο και στην Κρήτη έγινε στα 1148, με την εκχώρηση προς αυτούς από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνό με ειδικό χρυσόβουλλο των ιδίων εμπορικών προνομίων στα δυο αυτά νησιά όπως εκείνα που είχαν στην υπόλοιπη αυτοκρατορία. Η εκχώρηση αυτή, που είχε τεράστιες συνέπειες για το μέλλον του Βυζαντίου, συνέπεσε με την περίοδο που ο Μανουήλ επεδίωκε τη βενετική συμμαχία για να επιτύχει ανακατάληψη της Κέρκυρας από τους Νορμανδούς. Η σοβαρή κρίση στις σχέσεις της Βενετίας με το Βυζάντιο (του οποίου τυπικά η Βενετία ήταν υπήκοος) κατά τον 12ο αιώνα, ώθησε τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνό ν' αφαιρέσει τα προνόμια των Βενετών στην αυτοκρατορία, να συλλάβει πολλούς απ' αυτούς, και να εκχωρήσει προνόμια στους Γενουάτες. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε στην αυτοκρατορία με την επέλαση των σταυροφόρων, επέτρεψε στη Βενετία να ξεπεράσει με επιτυχία την κρίση αυτή. Οι Βενετοί συμμετείχαν στην κατάληψη της ίδιας της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1203-4. Ο δόγης της Βενετίας Ενρίκο Δάνδολο γίνεται «κύριος του ενός και ημίσεος τετάρτου» της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και συμμετέχει στην εκλογή Λατίνου αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη (του Μπωντουέν Α' της Φλάνδρας) το 1204. Βενετοί έμποροι εγκαθίστανται τότε σε πολλά μέρη της Μέσης Ανατολής (Αρμενία, Βηρυτό, Σιδώνα, Τύρο, Άκρα, Αλεξάνδρεια, Κύπρο) και εξασφαλίζουν την κυριαρχία στην ασιατική αγορά. Η κυριαρχία της Βενετίας συνεχίζεται ως τη σταδιακή απώλεια των στρατιωτικών και εμπορικών της βάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο με τις στρατιωτικές επιτυχίες των Οθωμανών (πτώση της Άκρας, της Ασκαλώνος και των άλλων πόλεων της Συρίας και της Παλαιστίνης, κατάληψη από τους Τούρκους κι αυτής της ίδιας της Κωνσταντινούπολης στις 29.5.1453, απώλεια, τέλος, και της Κύπρου που κατελήφθη από τους Τούρκους το 1570-71).
Στην Κύπρο η Βενετία απέκτησε πολλά προνόμια, εγκατέστησε εμπόρους και αξιωματούχους της και ίδρυσε παροικίες, κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας (1192-1489), ενώ στη συνέχεια κατόρθωσε να εκτοπίσει την τελευταία βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη Κορνάρο για να γίνει κυρίαρχος του νησιού το 1489. Διατήρησε την Κύπρο υπό την εξουσία της μέχρι και το 1570-71, οπότε το νησί κατελήφθη από τους Τούρκους εισβολείς. Η περίοδος της κυριαρχίας των Βενετών στην Κύπρο (1489-1570/1) εξετάζεται στην συνέχεια, στο κεφάλαιο Βενετοκρατία.
Οι Βενετοί στην Κύπρο: Σημαντική δύναμη απέκτησαν οι Βενετοί στο φραγκικό βασίλειο της Κύπρου από τις αρχές του 14ου αιώνα, οπότε ίδρυσαν στο νησί μεγάλες και ισχυρές παροικίες στην Αμμόχωστο, στη Λευκωσία, στην Πάφο και στη Λεμεσό. Μαζί με τους Βενετούς βρίσκονταν εγκατεστημένοι στην Κύπρο κυρίως από το 1218 κ.ε. και υπήκοοι αρκετών άλλων δυτικών ισχυρών πόλεων όπως η Γένουα, η Πίζα, η Μασσαλία, η Βαρκελώνη. Οι ξένοι αυτοί υπήκοοι ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο που διεξαγόταν μεταξύ Δύσης και Ανατολής με διαμετακομιστικό σταθμό την Κύπρο και απολάμβαναν πολλών προνομίων που κατά καιρούς εκχωρούνταν από τους Λουζινιανούς βασιλιάδες της Κύπρου. Μεταξύ αυτών καθώς και άλλων ξένων εμπόρων (Αρμενίων, Σύρων κλπ.), ισχυρότεροι και σημαντικότεροι ανταγωνιστές ήσαν οι Βενετοί και οι Γενουάτες. Οι μεταξύ Βενετών και Γενουατών ανταγωνισμοί καθώς και οι εμπορικές και άλλες αντιζηλίες τους στην Κύπρο, απετέλεσαν αιτίες σοβαρών ταραχών και συγκρούσεων, που οδήγησαν και μέχρι την κατάληψη της Αμμοχώστου από τους Γενουάτες το 1373.
Τα διάφορα προνόμια που εκχώρησαν στους Βενετούς οι Φράγκοι βασιλιάδες της Κύπρου και κυρίως ο Ερρίκος Β' (1285-1324), αλλά και η υποστήριξη της ίδιας της ισχυρής Βενετίας, κατέστησαν ουσιαστικά τη βενετική κοινότητα της Κύπρου ένα «κράτος εν κράτει» με μεγάλη δύναμη και τεράστια επιρροή. Εκτός των Βενετών υπηκόων, κυρίως εμπόρων, βρίσκονταν εγκατεστημένοι στην Κύπρο και αρκετοί άλλοι, κυρίως Ελληνοσύροι έμποροι, που βρίσκονταν κάτω από την ισχυρή προστασία της Βενετίας κι ονομάζονταν γι’ αυτό Λευκοί Βενετοί *. Απολάμβαναν κι αυτοί των ιδίων περίπου προνομίων με τους Βενετούς υπηκόους και ζούσαν σε διάφορα μέρη της Κύπρου και κυρίως στην Πάφο. Τόσο οι Βενετοί όσο και οι Λευκοί Βενετοί ασχολούνταν κυρίως με τη διεξαγωγή του εμπορίου και πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στα εμπορικά -οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας από την οποία ουσιαστικά εξαρτιόνταν και κατευθύνονταν, μέσω Βενετών αξιωματούχων που επίσης βρίσκονταν στην Κύπρο. Μεταξύ των πολλών προνομίων τους ήταν και η φορολογική τους απαλλαγή, εκτός από ελάχιστες μόνο περιπτώσεις κατά τις οποίες συμφώνησαν να καταβάλουν φόρο, όπως για παράδειγμα στα 1447-48, επί ημερών του βασιλιά Ιωάννη Β'.
Στις διάφορες πόλεις της Κύπρου, και ιδιαίτερα στην Αμμόχωστο και στη Λευκωσία, οι Βενετοί είχαν τις δικές τους συνοικίες και τα δικά τους μεγαλοπρεπή μέγαρα, συμμετείχαν τιμητικά στις διάφορες επίσημες τελετές του βασιλείου και γιόρταζαν την ημέρα του αγίου Μάρκου. Σύμβολά τους ήσαν τα βενετικά σύμβολα. Η επικοινωνία και επαφή τους με την μητρόπολη Βενετία ήταν συνεχής και αδιάκοπη, εξαιτίας της εκτάσεως του διεξαγόμενου εμπορίου.
Τη Βενετία, όπως και τη Γένουα, το Παρίσι και το Λονδίνο, επεσκέφθη ο βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Α' (1359-1369), σε μια προσπάθειά του να πετύχει τη συνένωση όλων των δυνάμεων της Ευρώπης προς αντιμετώπιση του ισλαμικού κινδύνου. Η προσπάθειά του απέτυχε εξαιτίας κυρίως της απροθυμίας της Βενετίας και της Γένουας, των οποίων τα οικονομικά συμφέροντα ήσαν αντίθετα προς μια γενική αναμέτρηση που θα είχε δυσμενέστατες επιπτώσεις στο εμπόριο με την Ανατολή. Αλλά και όταν ακόμη ο Πέτρος Α' διεξήγαγε μόνος του διάφορες επιτυχημένες πολεμικές επιχειρήσεις, οι Βενετοί βρίσκονταν και πάλι αντίθετοι, για χάρη πάντα των εμπορικών τους συμφερόντων. Όταν για παράδειγμα ο Πέτρος Α' κατέλαβε την Αλεξάνδρεια το 1365, οι Βενετοί αντέδρασαν. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 176), «γροικῶντα τό κουμούνιν τῆς Βενετίας τά μαντάτα τῆς Ἀλεξάνδρας, ἐπικράνθησαν πολλά, διότι τό περίτου διάφορος τῶν πραματειῶν ἦτον ἐκεῖ καί ἀπ' ὃλην τήν Συρίαν· μοναῦτα ἐπέψαν μαντατοφόρους καί παρακαλητάδες εἰς τόν σουλτάνον καί εἶπαν πώς ἡ ἀρμάδα ὃπου ἦρτεν εἰς τήν Ἀλεξάνδραν δέν ἦτον με τήν βουλήν τους, οὐδέ 'ξεῦραν το, οὐδέ 'βοήθησάν του [του Πέτρου] καί θέλουν νά ἒχουν τήν ἀγάπην του [του σουλτάνου] καθώς καί πρότερον...»
Κι αυτοί και οι Γενουάτες συστηματικά παραβίαζαν την συνεχώς επαναλαμβανόμενη απαγόρευση από τον πάπα κάθε είδους εμπορίου με τους Μουσουλμάνους και προ πάντων με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου, ειδικότερα του εμπορίου υλικών χρήσιμων για την πολεμική βιομηχανία (σίδηρο, ξυλεία κλπ.). Σ' αυτό ειδικά το σημείο οι Βενετοί συναντούσαν την οξεία αντίδραση των βασιλιάδων της Κύπρου που εννοούσαν να τηρούν την παπική απαγόρευση.
Ωστόσο υπήρξαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες βενετικές γαλέρες πρόσφεραν βοήθεια στην υπηρεσία των Φράγκων βασιλιάδων της Κύπρου κατά καιρούς, ανάλογα με τις εκάστοτε αποφάσεις της Βενετίας προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Άλλες φορές πάλι, όπως στην περίπτωση της εκστρατείας του Πέτρου Α' κατά της Αλεξάνδρειας, οι Βενετοί διαδραμάτιζαν ρόλο μεσολαβητή στην επίτευξη ειρήνης μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου, αφού η ειρήνη στην περιοχή εξασφάλιζε την απρόσκοπτη διεξαγωγή του εμπορίου με την Ανατολή. Ανάλογες ενέργειες προς εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, έκαναν και οι λοιποί εμπορικοί ανταγωνιστές, Γενουάτες, Καταλανοί κ.ά.
Πλήγμα κατά των Γενουατών, κυριοτέρων ανταγωνιστών και αντιπάλων των Βενετών, ήταν το κατόρθωμα του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β' (1464-1473), που εξεδίωξε τους Γενουάτες από την Αμμόχωστο την οποία είχαν κρατήσει για ένα περίπου αιώνα. Η κατάρρευση των Γενουατών είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της δύναμης και επιρροής των Βενετών στην Κύπρο κι ήταν ίσως η απαρχή της βενετικής κυριαρχίας στο νησί. Ο γάμος του Ιακώβου Β' με την Βενετή ευγενή Αικατερίνη Κορνάρο επετεύχθη ύστερα από εισήγηση και ενέργειες της Βενετίας. Μετά τον θάνατο του Ιακώβου (1473), κι αφού ο γιος του Ιάκωβος Γ' πέθανε επίσης, σε ηλικία ενός χρόνου (γεννήθηκε το 1473 και πέθανε το 1474), η Αικατερίνη Κορνάρο παρέμεινε βασίλισσα της Κύπρου τυπικά μέχρι το 1489, κάτω από την άμεση επιρροή των Βενετών.
Τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου η Βενετία είχε αποφασίσει να αναλάβει από το 1488, ενώ βρισκόταν σε ρήξη με τον σουλτάνο Βαγιαζίντ ο οποίος συχνά απειλούσε την Κύπρο στη διάρκεια του μακροχρόνιου πολέμου του με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου, στα πλαίσια του οποίου ζητούσε από τη Βενετία που κηδεμόνευε την Κύπρο λιμενικές διευκολύνσεις για τα καράβια του στο νησί (βλέπε λήμμα Βαγιαζίντ Β' και Κύπρος). Στις 6.6.1486 ο Βενετός γενικός ναύαρχος Φραγκίσκος Πριούλι είχε ήδη διαταχθεί να μεταφέρει στην Κύπρο ολόκληρο τον βενετικό στόλο και να παραμείνει μέχρις ότου εξασφαλιστεί η πλήρης προστασία της από τις απειλές του Οθωμανού σουλτάνου. Ο τελευταίος προσπάθησε να καταλάβει την Αμμόχωστο την άνοιξη του 1488, απέτυχε όμως εξαιτίας της έγκαιρης επέμβασης μοίρας 25 πλοίων του βενετικού στόλου. Απεφασίσθη τότε και η τυπική κατοχή της Κύπρου από τη Βενετία. Η ύψωση της σημαίας του Αγίου Μάρκου στο νησί θα αποτελούσε σαφή προειδοποίηση προς τον Βαγιαζίντ και προς κάθε άλλον για την αποφασιστικότητα της Βενετίας να υπερασπιστεί με όλες της τις δυνάμεις την Κύπρο. Για πολιτικούς λόγους (βλέπε λήμμα Βαγιαζίντ Β'....) η απόφαση αυτή της Βενετίας καθυστέρησε κι εφαρμόστηκε τον επόμενο χρόνο, 1489. Η Αικατερίνη Κορνάρο εξαναγκάστηκε να μεταβιβάσει τα επί της Κύπρου δικαιώματά της στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας κι εγκατέλειψε την Κύπρο. Σ' αντάλλαγμα της δόθηκε το πριγκιπάτο του Άσολο* στην Ιταλία, όπου πήγε να ζήσει.
Ο γενικός ναύαρχος της Βενετίας Πριούλι κατέλαβε και τυπικά την Κύπρο, στα φρούρια της οποίας υψώθηκε η σημαία του Αγίου Μάρκου.
Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ
β) Η Βενετοκρατία, δηλαδή η περίοδος 1489-1570/71.
γ) Σχέσεις Βενετίας και Κύπρου, κυρίως πνευματικές, αλλά και πολιτικές, μετά την τουρκική κατάκτηση της Κύπρου.
α. Βενετία και Κύπρος
Γενικά: Η Βενετία είναι πόλη της βόρειας Ιταλίας, με 370.000 κατοίκους περίπου σήμερα, πρωτεύουσα της επαρχίας Βενέτσια. Είναι κτισμένη στα βορειοδυτικά παράλια της Αδριατικής θάλασσας, στις εκβολές τεσσάρων ποταμών, των Αδίγη, Πάδου, Πιάβε και Μπρέντα, πάνω σε 117 νησάκια που επικοινωνούν μεταξύ τους με 157 κανάλια.
Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους η Βενετία αποτελούσε αυτόνομη δημοκρατία, που έφερε το χαρακτηριστικό επίθετο Γαληνοτάτη (La Serenissima) εξαιτίας της εξάρτησής της από τη θάλασσα. Υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες ναυτικές και εμπορικές δυνάμεις, με κύριες ανταγωνίστριες δυνάμεις τη Γένουα, την Πίζα και άλλες ιταλικές και ισπανικές πόλεις. Βασική αιτία της συσσώρευσης στην πόλη τεραστίου πλούτου, που είχε ως επακόλουθο και την στρατιωτική και πολιτική της ισχύ, ήταν η επιτυχημένη διεξαγωγή εμπορίου με την Ανατολή. Στην διεξαγωγή του βενετικού εμπορίου η Κύπρος αποτελούσε σημαντικότατο διαμετακομιστικό σταθμό, ιδίως μετά τις στρατιωτικές επιτυχίες των Μωαμεθανών στη Συρία και στην Παλαιστίνη, πράγμα που κατέστησε την Κύπρο προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης στην Μέση Ανατολή.
Η διείσδυση της Βενετίας στην Ανατολική Μεσόγειο άρχισε από τον 9ο αιώνα και η ισχύς της επεβλήθη κατά την περίοδο των Σταυροφοριών, οπότε εδραιωμένη ήδη σε πολλά μέρη του ελληνικού και βυζαντινού χώρου, κατέλαβε την Κάιφα (Χάιφα) το 1120, διευκόλυνε την κατάληψη από τους σταυροφόρους της Ασκαλώνος το 1123 και της Τύρου το 1124 (με δικαίωμα κατοχής του ενός τρίτου των δυο πόλεων, παραχωρημένο το 1125 από τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ Μπωντουέν Β') και απέκτησε πολλά άλλα προνόμια. Το Βυζάντιο, με χρυσόβουλλο του 922, επέτρεπε στα βενετικά καράβια την προσέγγιση στην Κωνσταντινούπολη, ενώ με χρυσόβουλλο του 1082 επέτρεπε τη διεξαγωγή βενετικού εμπορίου σ' ολόκληρη την αυτοκρατορία, περιλαμβανομένης της Κύπρου κι εξαιρουμένου του Εύξεινου Πόντου, καθώς και απαλλαγή από κάθε τελωνειακό δασμό. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιωάννης Β' Κομνηνός επικύρωσε ξανά τα προνόμια των Βενετών το 1125, ενώ το 1126 τους χορήγησε και την άδεια να προσεγγίζουν την Κύπρο, την Κρήτη και τη Ρόδο. Σημαντική επέκταση της βενετικής παρουσίας στην Κύπρο και στην Κρήτη έγινε στα 1148, με την εκχώρηση προς αυτούς από τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνό με ειδικό χρυσόβουλλο των ιδίων εμπορικών προνομίων στα δυο αυτά νησιά όπως εκείνα που είχαν στην υπόλοιπη αυτοκρατορία. Η εκχώρηση αυτή, που είχε τεράστιες συνέπειες για το μέλλον του Βυζαντίου, συνέπεσε με την περίοδο που ο Μανουήλ επεδίωκε τη βενετική συμμαχία για να επιτύχει ανακατάληψη της Κέρκυρας από τους Νορμανδούς. Η σοβαρή κρίση στις σχέσεις της Βενετίας με το Βυζάντιο (του οποίου τυπικά η Βενετία ήταν υπήκοος) κατά τον 12ο αιώνα, ώθησε τον αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνό ν' αφαιρέσει τα προνόμια των Βενετών στην αυτοκρατορία, να συλλάβει πολλούς απ' αυτούς, και να εκχωρήσει προνόμια στους Γενουάτες. Η κατάσταση που δημιουργήθηκε στην αυτοκρατορία με την επέλαση των σταυροφόρων, επέτρεψε στη Βενετία να ξεπεράσει με επιτυχία την κρίση αυτή. Οι Βενετοί συμμετείχαν στην κατάληψη της ίδιας της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1203-4. Ο δόγης της Βενετίας Ενρίκο Δάνδολο γίνεται «κύριος του ενός και ημίσεος τετάρτου» της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και συμμετέχει στην εκλογή Λατίνου αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη (του Μπωντουέν Α' της Φλάνδρας) το 1204. Βενετοί έμποροι εγκαθίστανται τότε σε πολλά μέρη της Μέσης Ανατολής (Αρμενία, Βηρυτό, Σιδώνα, Τύρο, Άκρα, Αλεξάνδρεια, Κύπρο) και εξασφαλίζουν την κυριαρχία στην ασιατική αγορά. Η κυριαρχία της Βενετίας συνεχίζεται ως τη σταδιακή απώλεια των στρατιωτικών και εμπορικών της βάσεων στην Ανατολική Μεσόγειο με τις στρατιωτικές επιτυχίες των Οθωμανών (πτώση της Άκρας, της Ασκαλώνος και των άλλων πόλεων της Συρίας και της Παλαιστίνης, κατάληψη από τους Τούρκους κι αυτής της ίδιας της Κωνσταντινούπολης στις 29.5.1453, απώλεια, τέλος, και της Κύπρου που κατελήφθη από τους Τούρκους το 1570-71).
Στην Κύπρο η Βενετία απέκτησε πολλά προνόμια, εγκατέστησε εμπόρους και αξιωματούχους της και ίδρυσε παροικίες, κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας (1192-1489), ενώ στη συνέχεια κατόρθωσε να εκτοπίσει την τελευταία βασίλισσα της Κύπρου Αικατερίνη Κορνάρο για να γίνει κυρίαρχος του νησιού το 1489. Διατήρησε την Κύπρο υπό την εξουσία της μέχρι και το 1570-71, οπότε το νησί κατελήφθη από τους Τούρκους εισβολείς. Η περίοδος της κυριαρχίας των Βενετών στην Κύπρο (1489-1570/1) εξετάζεται στην συνέχεια, στο κεφάλαιο Βενετοκρατία.
Οι Βενετοί στην Κύπρο: Σημαντική δύναμη απέκτησαν οι Βενετοί στο φραγκικό βασίλειο της Κύπρου από τις αρχές του 14ου αιώνα, οπότε ίδρυσαν στο νησί μεγάλες και ισχυρές παροικίες στην Αμμόχωστο, στη Λευκωσία, στην Πάφο και στη Λεμεσό. Μαζί με τους Βενετούς βρίσκονταν εγκατεστημένοι στην Κύπρο κυρίως από το 1218 κ.ε. και υπήκοοι αρκετών άλλων δυτικών ισχυρών πόλεων όπως η Γένουα, η Πίζα, η Μασσαλία, η Βαρκελώνη. Οι ξένοι αυτοί υπήκοοι ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο που διεξαγόταν μεταξύ Δύσης και Ανατολής με διαμετακομιστικό σταθμό την Κύπρο και απολάμβαναν πολλών προνομίων που κατά καιρούς εκχωρούνταν από τους Λουζινιανούς βασιλιάδες της Κύπρου. Μεταξύ αυτών καθώς και άλλων ξένων εμπόρων (Αρμενίων, Σύρων κλπ.), ισχυρότεροι και σημαντικότεροι ανταγωνιστές ήσαν οι Βενετοί και οι Γενουάτες. Οι μεταξύ Βενετών και Γενουατών ανταγωνισμοί καθώς και οι εμπορικές και άλλες αντιζηλίες τους στην Κύπρο, απετέλεσαν αιτίες σοβαρών ταραχών και συγκρούσεων, που οδήγησαν και μέχρι την κατάληψη της Αμμοχώστου από τους Γενουάτες το 1373.
Τα διάφορα προνόμια που εκχώρησαν στους Βενετούς οι Φράγκοι βασιλιάδες της Κύπρου και κυρίως ο Ερρίκος Β' (1285-1324), αλλά και η υποστήριξη της ίδιας της ισχυρής Βενετίας, κατέστησαν ουσιαστικά τη βενετική κοινότητα της Κύπρου ένα «κράτος εν κράτει» με μεγάλη δύναμη και τεράστια επιρροή. Εκτός των Βενετών υπηκόων, κυρίως εμπόρων, βρίσκονταν εγκατεστημένοι στην Κύπρο και αρκετοί άλλοι, κυρίως Ελληνοσύροι έμποροι, που βρίσκονταν κάτω από την ισχυρή προστασία της Βενετίας κι ονομάζονταν γι’ αυτό Λευκοί Βενετοί *. Απολάμβαναν κι αυτοί των ιδίων περίπου προνομίων με τους Βενετούς υπηκόους και ζούσαν σε διάφορα μέρη της Κύπρου και κυρίως στην Πάφο. Τόσο οι Βενετοί όσο και οι Λευκοί Βενετοί ασχολούνταν κυρίως με τη διεξαγωγή του εμπορίου και πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στα εμπορικά -οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας από την οποία ουσιαστικά εξαρτιόνταν και κατευθύνονταν, μέσω Βενετών αξιωματούχων που επίσης βρίσκονταν στην Κύπρο. Μεταξύ των πολλών προνομίων τους ήταν και η φορολογική τους απαλλαγή, εκτός από ελάχιστες μόνο περιπτώσεις κατά τις οποίες συμφώνησαν να καταβάλουν φόρο, όπως για παράδειγμα στα 1447-48, επί ημερών του βασιλιά Ιωάννη Β'.
Στις διάφορες πόλεις της Κύπρου, και ιδιαίτερα στην Αμμόχωστο και στη Λευκωσία, οι Βενετοί είχαν τις δικές τους συνοικίες και τα δικά τους μεγαλοπρεπή μέγαρα, συμμετείχαν τιμητικά στις διάφορες επίσημες τελετές του βασιλείου και γιόρταζαν την ημέρα του αγίου Μάρκου. Σύμβολά τους ήσαν τα βενετικά σύμβολα. Η επικοινωνία και επαφή τους με την μητρόπολη Βενετία ήταν συνεχής και αδιάκοπη, εξαιτίας της εκτάσεως του διεξαγόμενου εμπορίου.
Τη Βενετία, όπως και τη Γένουα, το Παρίσι και το Λονδίνο, επεσκέφθη ο βασιλιάς της Κύπρου Πέτρος Α' (1359-1369), σε μια προσπάθειά του να πετύχει τη συνένωση όλων των δυνάμεων της Ευρώπης προς αντιμετώπιση του ισλαμικού κινδύνου. Η προσπάθειά του απέτυχε εξαιτίας κυρίως της απροθυμίας της Βενετίας και της Γένουας, των οποίων τα οικονομικά συμφέροντα ήσαν αντίθετα προς μια γενική αναμέτρηση που θα είχε δυσμενέστατες επιπτώσεις στο εμπόριο με την Ανατολή. Αλλά και όταν ακόμη ο Πέτρος Α' διεξήγαγε μόνος του διάφορες επιτυχημένες πολεμικές επιχειρήσεις, οι Βενετοί βρίσκονταν και πάλι αντίθετοι, για χάρη πάντα των εμπορικών τους συμφερόντων. Όταν για παράδειγμα ο Πέτρος Α' κατέλαβε την Αλεξάνδρεια το 1365, οι Βενετοί αντέδρασαν. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Λεόντιος Μαχαιράς (Χρονικόν, παρ. 176), «γροικῶντα τό κουμούνιν τῆς Βενετίας τά μαντάτα τῆς Ἀλεξάνδρας, ἐπικράνθησαν πολλά, διότι τό περίτου διάφορος τῶν πραματειῶν ἦτον ἐκεῖ καί ἀπ' ὃλην τήν Συρίαν· μοναῦτα ἐπέψαν μαντατοφόρους καί παρακαλητάδες εἰς τόν σουλτάνον καί εἶπαν πώς ἡ ἀρμάδα ὃπου ἦρτεν εἰς τήν Ἀλεξάνδραν δέν ἦτον με τήν βουλήν τους, οὐδέ 'ξεῦραν το, οὐδέ 'βοήθησάν του [του Πέτρου] καί θέλουν νά ἒχουν τήν ἀγάπην του [του σουλτάνου] καθώς καί πρότερον...»
Κι αυτοί και οι Γενουάτες συστηματικά παραβίαζαν την συνεχώς επαναλαμβανόμενη απαγόρευση από τον πάπα κάθε είδους εμπορίου με τους Μουσουλμάνους και προ πάντων με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου, ειδικότερα του εμπορίου υλικών χρήσιμων για την πολεμική βιομηχανία (σίδηρο, ξυλεία κλπ.). Σ' αυτό ειδικά το σημείο οι Βενετοί συναντούσαν την οξεία αντίδραση των βασιλιάδων της Κύπρου που εννοούσαν να τηρούν την παπική απαγόρευση.
Ωστόσο υπήρξαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες βενετικές γαλέρες πρόσφεραν βοήθεια στην υπηρεσία των Φράγκων βασιλιάδων της Κύπρου κατά καιρούς, ανάλογα με τις εκάστοτε αποφάσεις της Βενετίας προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Άλλες φορές πάλι, όπως στην περίπτωση της εκστρατείας του Πέτρου Α' κατά της Αλεξάνδρειας, οι Βενετοί διαδραμάτιζαν ρόλο μεσολαβητή στην επίτευξη ειρήνης μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου, αφού η ειρήνη στην περιοχή εξασφάλιζε την απρόσκοπτη διεξαγωγή του εμπορίου με την Ανατολή. Ανάλογες ενέργειες προς εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, έκαναν και οι λοιποί εμπορικοί ανταγωνιστές, Γενουάτες, Καταλανοί κ.ά.
Πλήγμα κατά των Γενουατών, κυριοτέρων ανταγωνιστών και αντιπάλων των Βενετών, ήταν το κατόρθωμα του βασιλιά της Κύπρου Ιακώβου Β' (1464-1473), που εξεδίωξε τους Γενουάτες από την Αμμόχωστο την οποία είχαν κρατήσει για ένα περίπου αιώνα. Η κατάρρευση των Γενουατών είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της δύναμης και επιρροής των Βενετών στην Κύπρο κι ήταν ίσως η απαρχή της βενετικής κυριαρχίας στο νησί. Ο γάμος του Ιακώβου Β' με την Βενετή ευγενή Αικατερίνη Κορνάρο επετεύχθη ύστερα από εισήγηση και ενέργειες της Βενετίας. Μετά τον θάνατο του Ιακώβου (1473), κι αφού ο γιος του Ιάκωβος Γ' πέθανε επίσης, σε ηλικία ενός χρόνου (γεννήθηκε το 1473 και πέθανε το 1474), η Αικατερίνη Κορνάρο παρέμεινε βασίλισσα της Κύπρου τυπικά μέχρι το 1489, κάτω από την άμεση επιρροή των Βενετών.
Τον πλήρη έλεγχο της Κύπρου η Βενετία είχε αποφασίσει να αναλάβει από το 1488, ενώ βρισκόταν σε ρήξη με τον σουλτάνο Βαγιαζίντ ο οποίος συχνά απειλούσε την Κύπρο στη διάρκεια του μακροχρόνιου πολέμου του με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου, στα πλαίσια του οποίου ζητούσε από τη Βενετία που κηδεμόνευε την Κύπρο λιμενικές διευκολύνσεις για τα καράβια του στο νησί (βλέπε λήμμα Βαγιαζίντ Β' και Κύπρος). Στις 6.6.1486 ο Βενετός γενικός ναύαρχος Φραγκίσκος Πριούλι είχε ήδη διαταχθεί να μεταφέρει στην Κύπρο ολόκληρο τον βενετικό στόλο και να παραμείνει μέχρις ότου εξασφαλιστεί η πλήρης προστασία της από τις απειλές του Οθωμανού σουλτάνου. Ο τελευταίος προσπάθησε να καταλάβει την Αμμόχωστο την άνοιξη του 1488, απέτυχε όμως εξαιτίας της έγκαιρης επέμβασης μοίρας 25 πλοίων του βενετικού στόλου. Απεφασίσθη τότε και η τυπική κατοχή της Κύπρου από τη Βενετία. Η ύψωση της σημαίας του Αγίου Μάρκου στο νησί θα αποτελούσε σαφή προειδοποίηση προς τον Βαγιαζίντ και προς κάθε άλλον για την αποφασιστικότητα της Βενετίας να υπερασπιστεί με όλες της τις δυνάμεις την Κύπρο. Για πολιτικούς λόγους (βλέπε λήμμα Βαγιαζίντ Β'....) η απόφαση αυτή της Βενετίας καθυστέρησε κι εφαρμόστηκε τον επόμενο χρόνο, 1489. Η Αικατερίνη Κορνάρο εξαναγκάστηκε να μεταβιβάσει τα επί της Κύπρου δικαιώματά της στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας κι εγκατέλειψε την Κύπρο. Σ' αντάλλαγμα της δόθηκε το πριγκιπάτο του Άσολο* στην Ιταλία, όπου πήγε να ζήσει.
Ο γενικός ναύαρχος της Βενετίας Πριούλι κατέλαβε και τυπικά την Κύπρο, στα φρούρια της οποίας υψώθηκε η σημαία του Αγίου Μάρκου.
Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ