Το μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου ταυτίζεται προς το καθεστώς των Λουζινιανών βασιλιάδων που εγκαθιδρύθηκε ουσιαστικά από τον Γουίδο Λουζινιανό, κόμητα της Ιόππης και Ασκάλωνος, και (αντι) βασιλιά της Ιερουσαλήμ, όταν αγόρασε διά βίου το νησί από τον Ριχάρδο του Λεοντόκαρδο της Αγγλίας στα 1192, μετά την ματαίωση της αγοράς της Κύπρου από τους Ναΐτες. Ο Γουίδος ουδέποτε ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Κύπρου ως το θάνατο του, τον Απρίλιο του 1194, γιατί ο Ριχάρδος είχε μεταβιβάσει τα δικαιώματά του επί της Κύπρου μετά τον θάνατο του Γουίδου στον Ερρίκο της Καμπανίας. Επειδή το θέμα δεν ανακινήθηκε μετά τον Απρίλιο του 1194, τον Γουίδο διαδέχθηκε ο αδελφός του Αμάλριχος 1194 -1205, ο πρώτος Λουζινιανός που στέφθηκε βασιλιάς. Ο Γουίδος ωστόσο ήταν ο οργανωτής του καθεστώτος, με την μετάκληση στρατιωτικών εποίκων και φεουδαρχών Σύρων, Αρμενίων, Μαρωνιτών, Λατίνων και άλλων, στους οποίους διένειμε τις γαίες που εγκατέλειψαν οι Βυζαντινοί γαιοκτήμονες, καθώς και με τη μετάκληση ξένων αστών, εμπόρων και άλλων, που για αρκετό καιρό υπέσκαψαν τη θέση των ντόπιων αστών. Παρόλα αυτά μια μερίδα Κυπρίων των μέσων και ανωτέρων τάξεων συνεργάστηκε με τους κατακτητές σε πολλά επίπεδα, στην Αυλή, στη διπλωματία, στο στρατό κλπ., και συνέβαλε στο σταδιακό τους εξελληνισμό.
Βλέπε λήμμα: Γκυ ντε Λουζινιάν
Η πορεία των σχέσεων κατακτητών και κατακτημένων υπήρξε αντιφατική και πολυδιάστατη. Επί Αμαλρίχου άρχισε ο διωγμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τη νεοΐδρυτη Λατινική, που συνεχίστηκε ποικιλόμορφος στον 13ο αι. και από το 1221/2 κ.ε. κατέληξε ως τα 1260 στον σταδιακό περιορισμό των 14 ελληνικών επισκοπών σε 4, όσες και οι λατινικές, με ανεπίσημη αρχιεπισκοπική έδρα τη Σολιά (αντί της Κωνσταντίας) αλλά με δικαίωμα καθόδου του επισκόπου της στη Λευκωσία, όπου έδρευε ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος. Το καθεστώς υποταγής της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Λατινική ολοκληρώθηκε με την παπική Κυπριακή Διάταξη (Bulla Cypria) του 1260, επί Ούγου Β' (1253-1267).
Βλέπε λήμμα: Λατινική Εκκλησία της Κύπρου και Εκκλησία Κύπρου- Συνύπαρξη και ανοχή Λατινικής και Ορθόδοξης εκκλησίας
Και στην Κύπρο, όπως και σ' όλα τα σταυροφοριακά βασίλεια της Ανατολής, ετέθη οξύ το ζήτημα της σχέσης βασιλιά και φεουδαρχών - ευγενών, και λαϊκής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Το δεύτερο ζήτημα ετέθη όταν ο θείος της βασιλομήτορος και αντιβασίλισσας Αλίκης Φίλιππος Ιβελίνος, καθώς και άλλοι Γάλλοι ευγενείς του βασιλείου, αντιτάχθηκαν στην εκχώρηση των εισοδημάτων του ορθόδοξου κλήρου στον λατινικό και σε άλλες ενέργειες εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το πρώτο ζήτημα φαίνεται στην πραγματεία του μεγάλου Δομινικανού θεολόγου Θωμά Ακινάτη Περί Βασιλείας (De Regno), που απευθυνόταν στον Ούγο Β' και υποστήριζε την παραδοσιακή άποψη για μια ελεγχόμενη και υποταγμένη μοναρχία, όπως ακριβώς υπεστήριζε και ο διαπρεπής Κύπριος νομομαθής Ιωάννης Ιβελίνος.
Με την πτώση της Άκρας στα 1291 η Κύπρος γεμίζει με χιλιάδες νέους Λατίνους πρόσφυγες και ταυτόχρονα λήγει σχεδόν οριστικά κάθε σοβαρή ελπίδα συμβολής του νησιού, ως ακραίου σταθμού - ορμητηρίου για αποτελεσματική σταυροφορία προς ανάκτηση των Αγίων Τόπων, όπως προσδοκούσαν πολλοί στη δυτική Ευρώπη. Η ευθύνη που αισθάνονταν η πρώτη γενιά και κάπως και η δεύτερη των Κυπρίων ευγενών και βασιλιάδων για το μέλλον του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, τώρα αρχίζει να εκλείπει, αν και θεωρητικά η ένωση των δυο βασιλείων εξακολουθεί να υπάρχει ˙ οι βασιλιάδες της Κύπρου έπαιρναν το σκήπτρο τους από αντιπρόσωπο του δυτικού αυτοκράτορα (Ερρίκου Στ') κατά το φεουδαλικό Σύνταγμα της Ιερουσαλήμ ήδη από το 1197/8. Με το γάμο του προς την Ισαβέλλα, χήρα του Ερρίκου της Καμπανίας, στον οποίο ο Ριχάρδος είχε «εκχωρήσει», όπως είδαμε, την Κύπρο, ο Αμάλριχος έλαβε επίσημα τον τίτλο του βασιλιά της Ιερουσαλήμ και της Κύπρου (1197). Πολλοί ευγενείς και έμποροι κατείχαν κτήματα και προνόμια, και στη Συρία -Παλαιστίνη και στην Κύπρο, κι αυτό ενίσχυε την ενότητα των δυο βασιλείων και της νομοθεσίας τους. Παρά τον χωρισμό των δυο βασιλείων μετά τον θάνατο του Αμάλριχου (1.4.1205), η Κύπρος εξακολούθησε να διαδραματίζει ρόλο στις εφεξής Σταυροφορίες, έμμεσα ή άμεσα.
Οι διεκδικήσεις του Ερρίκου Β', Γερμανού αυτοκράτορα (1229-1243), στην Κύπρο έθεσαν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία του βασιλείου, αλλά η τελική ήττα των αυτοκρατορικών έθεσε τέρμα στις ωμές εξωτερικές επεμβάσεις, και η διάβαση του Αγίου Λουδοβίκου Θ' της Γαλλίας από την Κύπρο (1248-1251) για τη σταυροφορία του στην Αίγυπτο, που απέτυχε, και οι διοικητικές του δραστηριότητες στο νησί και στην Άκρα και αλλού στη Συρία, δεν θεωρήθηκαν επεμβάσεις γιατί έγιναν νομότυπα με εξουσιοδότηση του Ερρίκου Α' της Κύπρου (1218-1253). Μετά την πτώση της Άκρας, επειδή η Κύπρος έγινε ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου, μεγάλος σταθμός διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, συνδυάζοντας εμπορικούς δρόμους διασταυρούμενους προς όλες τις κατευθύνσεις, άκμασε οικονομικά και αυτό έδωσε ευκαιρία και στην ελληνική πλειοψηφία να ανακάμψει και να ανθήσει πολιτιστικά και εθνικά κατά τον 14ο κ.ε. Εκμεταλλευόμενοι τις παπικές απαγορεύσεις εμπορίου με τους Μουσουλμάνους που συχνά παραβιάζονταν από τους Ιταλούς κυρίως εμπόρους, οι Λουζινιανοί βασιλιάδες της Κύπρου ανέπτυξαν το δικό τους εμπόριο και οργάνωσαν τις δικές τους σταυροφορίες εναντίον των Μουσουλμάνων ή μετείχαν σε άλλες. Το σημαντικότερο εγχειρίδιο τιμών και εμπορικών γνώσεων του 14ου αι. γράφτηκε στην Αμμόχωστο από τον πράκτορα της τράπεζας των Bardis της Φλωρεντίας Fr. Β. Pegolotti στα 1324-1329 (La pratica della mercatura). H σύγκρουση Γενουατών και Βενετών, καθώς και Γενουατών και Λουζινιανών για το ανατολικό εμπόριο μέσω κυρίως της Αμμοχώστου, οδήγησε στην κατάληψη της πόλης αυτής από τους Γενουάτες (1374-1464). Στα 1489 η Κύπρος, ολόκληρη τώρα, περιήλθε στην κυριαρχία της Βενετίας, που έθεσε τέρμα στην ύπαρξη του βασιλείου της, άνκαι για αιώνες έπειτα και επί Τουρκοκρατίας το νησί ήταν γνωστό ως Il Regno di Cipro ή το ριάμον της Κύπρου (=le royaume de Chypre, the realm of Cyprus).
Βλέπε λήμμα: Βενετοκρατία
Οι θεσμοί του βασιλείου: Η Υψηλή Αυλή ήταν συνέλευση όλων των ιπποτών και ευγενών, και η Χαμηλή Αυλή απετελείτο από αστούς προκρίτους. Η πρώτη είχε εξουσία σε θέματα των ευγενών και η δεύτερη μόνο σε θέματα των μη ευγενών. Και οι δυο Αυλές μεταφυτεύθηκαν κατ' ευθείαν από το βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Οι αποφάσεις των Αυλών ελαμβάνοντο κατά το έθιμο και την προϋπάρχουσα από μνήμης συντηρούμενη νομολογία και πείρα των νομομαθών. Μόλις επί του Αμαλρίχου (1194-1205) άρχισε η καταγραφή των νόμων στο μεγάλο νομικό βιβλίο Ασσίζες, του οποίου το μεγαλύτερο μέρος ανήκει στον 13ο αιώνα.
Κατά το κρατούν φεουδαλικό έθιμο, η κυβέρνηση βρισκόταν στα χέρια της Υψηλής Αυλής, που προεδρευόταν από τον βασιλιά, αρχικά εκλεγμένο από αυτούς ως primus inter pares (πρώτος μεταξύ ίσων). Γρήγορα όμως (1194 κ.ε.) η διαδοχή καθιερώθηκε ως κληρονομική στην πράξη, μολονότι τυπικά χρειαζόταν η έγκριση της Υψηλής Αυλής για κάθε διαδοχή. Ήδη όμως στα 1162, στην Ιερουσαλήμ η νομική δύναμη των ευγενών είχε σχετικά μειωθεί με την εισαγωγή του θεσμού των λιζίων: οι φεουδάρχες έγιναν υποτελείς του βασιλιά και ισότιμοι μεταξύ τους. Το νόμισμα ήταν αποκλειστικό προνόμιο του βασιλιά και ποτέ στην Κύπρο δεν υπήρχε νόμισμα των φεουδαρχών· το Livre au Roi του Αμαλρίχου διέτασσε δήμευση του φέουδου του λιζίου που έκοβε δικό του νόμισμα. Οι ευγενείς υπέκειντο στη δικαιοδοσία της Υψηλής Αυλής για όλα τα θέματα, εκτός για θέματα γάμου, θρησκείας και διαθήκης που υπάγονταν στα εκκλησιαστικά δικαστήρια, και για θέματα σχέσεων προς τους κατωτέρους των, για τις οποίες αρμόδια ήταν η Χαμηλή Αυλή. Ο βασιλιάς δεν μπορούσε να τιμωρήσει κανένα λίζιό του εκτός ύστερα από κρίση του δικαστηρίου. Γενικά η Υψηλή Αυλή ήλεγχε την πολιτική του βασιλιά και τις κρατικές υποθέσεις, ερμήνευε τους παλαιούς νόμους και έκαμνε νέους, και υπεράσπιζε τα μέλη της εναντίον κάθε απόπειρας για μείωση των δικαιωμάτων τους.
Η Χαμηλή Αυλή ή Αυλή των Αστών ήταν ανεξάρτητη από την Υψηλή Αυλή και δεν υπήρχε δικαίωμα εφέσεως από τη Χαμηλή στην Υψηλή. Η αρμοδιότητά της κάλυπτε κάθε υπόθεση ποινική ή αστική των μη ευγενών Φράγκων, καθώς και μεικτές υποθέσεις ευγενών και αστών, και προεδρευόταν από τον βισκούντη.
Ειδικά οι Σύροι στην Κύπρο είχαν δικά τους δικαστήρια με πρόεδρο τον ρεΐση, και νόμους, για μικρές όμως υποθέσεις. Τα έθιμα και οι νόμοι των Ελλήνων Κυπρίων ήταν χωριστή ενότητα που αναγνωρίστηκε από τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο και δεν φαίνεται ότι παραβιάστηκαν παρά μόνο στις περιπτώσεις που συγκρούονταν προς εκείνους του νέου καθεστώτος.
Τα μεγάλα αξιώματα του βασιλείου ήσαν: α) ο σινεσκάρδος, β) ο κοντοστάβλης ή κοντόσταβλος, γ) ο μαρεσκάλδος (ή στρατάρχης), δ) ο τσαμπερλάνος και ε) ο καγκελλάριος. Τα αξιώματα αυτά έγιναν κληρονομικά μόνο στα τέλη της ζωής του βασιλείου, αν και βέβαια οι υποψήφιοι γι' αυτά ανήκαν στις μεγάλες οικογένειες του τόπου, που τα έπαιρναν με ισόβιους διορισμούς στη διάρκεια της στέψης των βασιλιάδων. Υπήρχαν όμως και τα αξιώματα των οποίων τους κατόχους ο βασιλιάς μπορούσε να παύσει κατά τη θέλησή του: ναύαρχος, ελεγκτής, συλλέκτης φόρων, τουρκοπουλιέρης, που ελέγοντο αξιωματούχοι της Κύπρου, ενώ οι ισόβιοι, αξιωματούχοι του βασιλείου.
Ο σινεσκάρδος ήταν αρχηγός των αυλικών τελετών και της δημοσιονομικής διοίκησης στο γραφείο που λεγόταν Secrete, υπεύθυνος επιθεωρήσεων των φρουρίων· συγκαλούσε και προήδρευε της Υψηλής Αυλής και διηύθυνε τα στρατιωτικά θέματα στην απουσία του βασιλιά, χωρίς να είναι αρχιστράτηγος.
Η τελευταία αυτή λειτουργία ανήκε στον κοντοστάβλη, εκτός αν ανελάμβανε ο βασιλιάς ή ο αντιβασιλιάς. Ήταν επίσης στρατοδίκης και είχε ειδική ευθύνη για τους μισθοφόρους και τον μισθό τους. Βοηθός του ήταν ο μαρεσκάλδος, άμεσος διοικητής των μισθοφόρων, βασιλικός σημαιοφόρος στη μάχη, διανομέας των λαφύρων και υπεύθυνος αντικαταστάσεων των φονευομένων αλόγων στις μάχες.
Ο τσαμπερλάνος ήταν υπεύθυνος του βασιλικού νοικοκυριού, δηλαδή οικονόμος, προσωπικός ακόλουθος του βασιλιά και υπεύθυνος για την όρκιση των λιζίων και την υποβολή σεβασμάτων σ' αυτόν.
Ο καγκελλάριος είχε μικρή σημασία στην Κύπρο και στην Ιερουσαλήμ. Κυρίως συνέτασσε καταστατικούς χάρτες και προνόμια. Αρχικά κληρικοί μόνο κατείχαν το αξίωμα, αργότερα όμως (14ος αι.) και λαϊκοί.
Ο βισκούντης, πρόεδρος της Αυλής των Αστών, εκλεγόταν και διοριζόταν από τον βασιλιά ανάμεσα στους ιππότες λιζίους του. Δηλαδή μέσω του ο βασιλιάς ήλεγχε την Κάτω Αυλή. Ήταν γνωστός αρχικά ως βισκούντης της Λευκωσίας: αρχιαστυνόμος, φοροσυλλέκτης για τους αστούς, με αντικαταστάτη του στα αστυνομικά καθήκοντα τον ματχεσέπ ή μακτασίμπ (αραβ.). Βισκοντάτον (viconte) λεγόταν γι' αυτό η επαρχία γύρω από τη Λευκωσία, αργότερα όμως είχε και η Αμμόχωστος — σε ακτίνα δυο λευγών — τους δικούς της βισκούντη και ματχεσέπ. Ο τελευταίος θεσμός απαντάται και στη Λεμεσό, την Πάφο, την Κερύνεια, την Αλυκή, την Αυδήμου, τον Μαζωτό, την Πεντάγυια και την Χρυσοχού, όπου βοηθούν οι ματχεσέπ και αντικαθιστούν τους καπετάνιους.
Στρατιωτικά καθήκοντα είχαν οι ιππότες και οι αξιωματικοί τους ˙ επίσης οι μάχιμοι πολίτες και οι μισθοφόροι, συνήθως Φράγκοι, αλλά και άλλοι (π.χ. Βούλγαροι τον 14ο αι., επίκουροι ντόπιοι, ελαφροί ιππείς, και τουρκόπουλοι). Σπουδαίος ήταν ο ρόλος των στρατιωτικών ταγμάτων, των Ναϊτών και των Ιωαννιτών ιπποτών και σε μικρότερο βαθμό των ιπποτών του Αγίου Θωμά της Άκρας. Είχαν δικά τους φρούρια, όπως στο Κολόσσι, στα Γαστριά κ.α., αλλά μπορούσαν να κατέχουν και βασιλικά φρούρια, ή σε ειδικές περιπτώσεις να τους ανατεθεί ο έλεγχος φρουρίων από αντιμαχόμενες παρατάξεις, διότι απολάμβαναν της εμπιστοσύνης και των δυο, όπως π.χ. στη συμφωνία του 1374 μεταξύ Γενουατών και του βασιλιά της Κύπρου για την παράδοση της Αμμοχώστου στους πρώτους ˙ το Βουφαβέντο τότε δόθηκε στους Ιωαννίτες. Στα πρώτα στάδια του βασιλείου ο στόλος των Ταγμάτων (οι Ιωαννίτες απέκτησαν δικό τους μετά το 1291) αποτελούσε τη βάση της ναυτικής άμυνας της Κύπρου, μαζί με τα πλοία που δάνειζαν ή εκχωρούσαν οι ναυτικές Δημοκρατίες της Γένουας, Πίζας και Βενετίας στο βασίλειο. Η ακμή του 14ου αι. που αναφέραμε, έδωσε τη δυνατότητα στους Λουζινιανούς βασιλιάδες να οργανώσουν το δικό τους ναυτικό, όπως φαίνεται και από τις προτάσεις για μια νέα σταυροφορία στα 1311- 1312.
Βλέπε λήμμα: Αμμόχωστος- Γενουάτες
Η Secrete Royale ή βασιλικόν σεκρέτον, κεντρικό γραφείο του υπουργείου Οικονομικών, κατέγραφε τα φέουδα και τις πληρωμές που σχετίζονταν με αυτά. To Livre des Remembrances de la Secrete Royale de Chypre του 1468 -1469, που επανεκδόθηκε πρόσφατα πλήρες από τον J. Richard (1983, Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών) περιέχει πρώτα οδηγίες για τη διοίκηση των βασιλικών κτημάτων και τη διάθεση των προϊόντων τους ως πληρωμή μισθών και χορηγιών, και διορισμούς σε δημόσια αξιώματα. Στο δεύτερο μέρος κυρίως παρατίθενται θέματα αναφερόμενα σε φέουδα και μερικοί διορισμοί σε δημόσια αξιώματα. Στο τρίτο μέρος περιλαμβάνονται οι ενοικιάσεις. Στο τέταρτο καταγράφονται τα ενοίκια που καταβάλλονται από άτομα ή κοινότητες που κατέχουν γαιοκτημοσύνη. Το πέμπτο κατέγραφε συμβόλαια ιδιωτών που συνάπτονται και καταχωρίζονται στην Secrete αντί, όπως πριν, στην Αυλή των Αστών — απ' εδώ πηγάζει ανάλογο έθιμο της Τουρκοκρατίας στην Κύπρο, στα νησιά και αλλού. Πέρα από αυτά η Secrete περιέχει εγγραφές πιστοποιητικών εθνικότητος για απαλλαγή από φόρους που βάρυναν τους Κυπρίους πολίτες. Επί Ούγου Δ' (1324 - 1359) υπήρχαν και τέσσερις βαΐλοι, ενώ στα 1468/ 9 ήσαν δέκα. Συχνή ήταν η ενοικίαση των φόρων που οδηγούσε σε ολέθριες καταστάσεις για τους αγρότες και τον λαό γενικά. Επιβάλλονταν και έκτακτοι φόροι, ενώ στα 1291 επιβλήθηκε σε όλους το testagium για να χρηματοδοτηθεί η άμυνα κατά της απειλούμενης τότε ισλαμικής εισβολής.
Βλέπε λήμμα: Φραγκοκρατία
Οι βασιλιάδες: Στο μεσαιωνικό βασίλειο της Κύπρου, από της ιδρύσεώς του μέχρι και την μεταβίβαση της κυριαρχίας του νησιού στους Βενετούς, δηλαδή από το 1192 μέχρι το 1489, βασίλευσε η δυναστεία των Λουζινιανών ως εξής:
1. Γκυ Γουίδος (κύριος, όχι βασιλιάς) 1192-1194.
2. Αμάλριχος 1194-1205.
3. Ούγος Α' 1205-1218.
4. Ερρίκος Α' 1218-1253.
5. Ούγος Β' 1253-1267.
6. Ούγος Γ' 1267-1284.
7. Ιωάννης Α' 1284-1285.
8. Ερρίκος Β' 1285-1324.
9. Ούγος Δ' 1324-1359.
10. Πέτρος Α' 1359-1369.
11. Πέτρος Β' 1369-1382.
12. Ιάκωβος Α' 1382-1398.
13. Ιανός 1398-1432.
14. Ιωάννης Β' 1432-1458.
15. Καρλόττα (1458-1485) 1458-1459.
16. Ιάκωβος Β' 1460-1473.
16α. Ιάκωβος Γ' (γενν. 1473, πέθανε 1474).
17. Αικατερίνη Κορνάρο 1472-1489.
Κ.Π.ΚΥΡΡΗΣ