Η εκπαίδευση στις προδρόμους της Αμμοχώστου Αλασία, Έγκωμη, και την αρχαία, ελληνιστική και ρωμαϊκή Σαλαμίνα (βασικά συνδυασμός αθλητικής, φιλολογικής και θρησκευτικής αγωγής υπό τους γυμνασιάρχους και τους εφηβάρχους προς πρακτικές γνώσεις ανάλογες προς τις εκάστοτε ειδικές περιπτώσεις), καλύπτεται στα ανάλογα λήμματα.
Κατά την Χριστιανική γενικά περίοδο η εκπαίδευση αποκτά σταδιακά χριστιανικό-θεολογικό χαρακτήρα σ' ολόκληρο τον χώρο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με βασικούς ιδεολογικούς άξονες την Εκκλησία και την φιλολογική και καλλιτεχνική παραγωγή της, και κέντρα στις εκκλησίες, στα μοναστήρια και σε σχολεία επηρεασμένα από αυτές. Τούτο συνέβαινε και στην Κωνσταντία -Αμμόχωστο, όπου ο βαθμός και η ποιότητα της εκπαίδευσης τεκμηριώνονται έμμεσα από το επίπεδο μορφώσεως των εκκλησιαστικών κυρίως προσωπικοτήτων της και των έργων τους, καθώς και από τις επιγραφές που είναι σημαντικές μαρτυρίες για τη μεταβατική περίοδο ως τον πλήρη εκσυγχρονισμό της πόλης. Από αυτές προκύπτει αρκετά υψηλό επίπεδο μορφώσεως τόσο ελληνικής όσο και λατινικής, με όχι πολύ συχνά, μάλλον σπάνια, λάθη γλωσσικά.
Η παρουσία δασκάλων από την Ήπειρο στον 3ο αι. μ.Χ., δείχνει ότι γινόταν και μετάκληση δασκάλων από το εξωτερικό. Η συνεχιζόμενη χρήση του αλεξανδρινού ημερολογίου στη Σαλαμίνα αντί του κυπριακού ή ρωμαϊκού αυτοκρατορικού που χρησιμοποιούσαν στην Πάφο ως την εποχή του Επιφανίου Σαλαμίνος και πέραν ακόμη, μπορεί να σημαίνει και πιο στενές πνευματικές σχέσεις ειδικά της Σαλαμίνος και της Αιγύπτου παρά της υπόλοιπης Κύπρου, αφού και στην Μεσαορία ακόμη που συνήθως επηρεαζόταν από τη Σαλαμίνα, μαρτυρείται το ρωμαϊκό ημερολόγιο.
Η παρουσία του Επιφανίου ως (αρχι)επισκόπου στην Κωνσταντία (368- 402 μ.Χ.), ανδρός με τεράστια μόρφωση θεολογική - φιλοσοφική και συγγραφική δράση, που όμως απέκτησε στην Παλαιστίνη, είναι καθεαυτή τεκμήριο υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου, χωρίς το οποίο ο ανήσυχος Ελληνοεβραίος δυσκολότατα θα δεχόταν να ζήσει εκεί. Αφετέρου η ύπαρξη αιρέσεων και μακρών θεολογικών-φιλοσοφικών συζητήσεων στην περιοχή Κωνσταντίας μεταξύ Επιφανίου και αιρετικών ηγετών, όπως ο Αέτιος επίσκοπος των Βαλεντινιανών της Κωνσταντίας, δείχνει και υψηλό πνευματικό επίπεδο, που έμμεσα προσμαρτυρείται και από το χαμένο έργο του Φίλωνος επισκόπου Καρπασίας, μαθητή του Επιφανίου. Του τελευταίου το ζωηρό ενδιαφέρον για τη διάδοση των γραμμάτων και της παιδείας είναι γνωστό και συνετέλεσε στην περαιτέρω εξύψωσή της με θεολογικότερο πια χαρακτήρα.
Οι αγώνες του 5ου και 6ου αι. για το αυτοκέφαλον δεν μπορούσαν να διεξαχθούν χωρίς την υψηλή, με τα τότε μέτρα, θεολογική κ.ά. παιδεία στο κέντρο της κυπριακής Εκκλησίας, την αρχιεπισκοπή Κωνσταντίας, όπου έζησε ο συγγραφέας μοναχός Αλέξανδρος (δεύτερο μισό του 6ου αι.). Το έργο του συνδέεται και προς άλλα, απόκρυφα έργα της εποχής, γραμμένα προφανέστατα στην Κωνσταντία, όπως τις Περιόδους και το Μαρτύριον του Αγίου Βαρνάβα του Αποστόλου, έργο λαϊκής πνευματικότητας και όχι πάρα πολύ λόγιο.
Λίγο πριν από τις αραβικές επιδρομές (649 - 963/4) οι επιγραφές του υδραγωγείου Κωνσταντίας - Κυθρέας των αρχιεπισκόπων Πλουτάρχου και Αρκαδίου με τις ανορθογραφίες τους, δημιουργούν την εντύπωση πτώσεως του παιδευτικού επιπέδου, αλλά αυτό μπορεί να οφείλεται στους χαράκτες - οικοδόμους. Την ίδια εποχή ή βιογραφία Περί του φιλεντόλου Ολυμπίου, βαθύπλουτου εφοπλιστή της Κωνσταντίας, που διακρίθηκε για φιλανθρωπία αλλά και ακολασία, γραμμένη από ντόπιο μοναχό ή άλλο λόγιο, μαρτυρεί υψηλή θεολογική φιλοσοφική παιδεία και ιδέες ανατολικές, προερχόμενες από τη μοναστική περιοχή του Σινά και του κόλπου του Κλύσματος -Αγίου Αντωνίου. Τον ίδιο χαρακτήρα έχουν και οι Βίοι Αγίων του αρχιεπισκόπου Κωνσταντίας Αρκαδίου (626/7 - 643), ενώ η επόμενη μαρτυρία, του 787, είναι ακόμη πιο έμμεση: αναφέρεται στην εξόρυξη οφθαλμού εικόνας της Παναγίας σε «ευκτήριον οίκον» της στην Κωνσταντία, που σημαίνει εικονομαχική ιδεολογία, γνωστού αντιπαραδοσιακού χαρακτήρα. Ο Βίος του Αγίου Δημητριανού των αρχών του 10ου αι., γραμμένος στην περιοχή Κωνσταντίας, είναι σε άριστη ελληνική γλώσσα, τεκμήριο υψηλής παιδείας που εκτείνεται ως την Κυθρέα. Το ίδιο επίπεδο μαρτυρείται και επί των αρχιεπισκόπων Κωνσταντίας Νικολάου Μουζάλωνος και Ιωάννη Κρητικού.
Από την αρχή της Φραγκικής περιόδου το επίπεδο της εκπαίδευσης σ' όλη την Κύπρο αρχίζει να πέφτει, όπως φαίνεται από την μάταιη προσπάθεια του Γρηγορίου του Κυπρίου, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως (1283-1289) πριν φύγει από την Κύπρο να βρει σε σχολή γραμματιστών στη Λευκωσία δασκάλους ανωτέρων γνώσεων πέραν των στοιχειωδών, που είχε μάθει στο σπίτι του, γι’ αυτό στράφηκε σε Καθολική Σχολή παρόμοια προς αυτήν που λειτουργούσε και στην Αμμόχωστο επί ληγάτου Eudes de Châteauroux, στα 1248 κ.ε.
Η εκπαίδευση και η πνευματική ζωή της Φραγκοκρατίας και Βενετοκρατίας εκτίθενται σε προηγούμενα κεφάλαια του λήμματος Αμμόχωστος, καθώς και εκείνη των αρχών της Τουρκοκρατίας, σαν συνάρτηση της εκκλησιαστικής ζωής της πόλης ανάλογα προς την εκάστοτε θέση ή κατάστασή της, που δεν φαίνεται πολύ ανεπτυγμένη. Στις συνελεύσεις των Κυπρίων του 1830, 1839, 1840, 1842, 1843 δεν αναφέρονται τα Βαρώσια ή η Αμμόχωστος ως τόποι με σχολεία. Πρώτη σαφής μνεία «σχολής Βαρωσίων» είναι στην έκθεση του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Α' στα 1860 προς τον τότε Τούρκο διοικητή για την κατάσταση της παιδείας. Σύστημα διδασκαλίας ήταν το αλληλοδιδακτικό, μαθητές 30. Πολλοί Βαρωσιώτες όμως τότε και πριν, από το 1830, συνέρρεαν στη Λύση για μαθήματα στοιχειώδη στον δάσκαλο Χατζημιχαήλ ή Χατζηδάσκαλο, που ήξερε και άριστα τουρκικά, καθώς και εκκλησιαστική μουσική. Ωστόσο και προ του 1850 υπήρχε στα Βαρώσια σχολείο υπό δάσκαλο μέτριο, του οποίου προηγήθηκε ο Σοφοκλής, πολύ καλύτερός του. Λόγω της ανικανότητας του ανωνύμου δασκάλου, οι Βαρωσιώτες έστελναν τότε τα παιδιά τους στο Μάρκο στην Αμμόχωστο, μέσα στις φυλακές όπου εκρατείτο! Οι προύχοντες των Βαρωσίων παρακαλούν τον αρχιεπίσκοπο να βοηθήσει ώστε ο Μάρκος να ελευθερωθεί για να εργαστεί κανονικά (1 Νοεμβρίου 1850). Στα 1854 τη Σχολή Βαρωσίων διευθύνει ο ιερομόναχος Δοσίθεος από την Γύψου, όπου όμως τον βρίσκουμε στα 1855-1860 (ίσως δίδασκε εκεί και Βαρωσιώτες). Σε άγνωστο χρόνο έπειτα δίδασκε ένας Αχιλλεύς, και στα 1868 ο διδάσκαλος Αντώνιος Παπαδόπουλος με 6 γρόσια μισθό, μέρος πληρωνόμενο από τους γονείς και μέρος από τις εκκλησίες, συνολικά 14.5 γρ., που σημαίνει ότι υπήρχαν κι άλλοι δάσκαλοι τότε. Οι μαθητές ήταν 172, σε σύγκριση με τους 30 μαθητές του 1860. Από 1860 ως 1894, συνυπάρχοντας με τον Α. Παπαδόπουλο, την Σχολή διηύθυνε ο δυναμικός Λουκάς Παϊσίου, με 30 μαθητές το 1860, που ο καθένας πλήρωνε 6-8 γρ. σ' αυτόν κατά μήνα, ή 24 την τριμηνία. Ο Λουκάς Παϊσίου, γόνος των Lapierre, που ανετράφη από τον καλόγηρο του Αγίου Λουκά Βαρωσίων Παΐσιο ως Έλληνας, ήταν άριστος και είχε σπουδάσει στη Λάρνακα στην εκεί Ελληνική Σχολή υπό τον Αθανάσιο Σακελλάριο (1849-1853), από τον οποίο πήρε γερή μόρφωση και τον οποίο βοήθησε στην συναγωγή του υλικού των Κυπριακών του. Στα 1887 και για δεύτερη φορά στα 1894 εξέδωσε στην Αθήνα Τοπογραφίαν και Ιστορίαν της Κύπρου. Στα 1886 φαίνεται ότι ιδρύθηκε τάξη Ελληνικού Σχολείου [=Σχολαρχείου] υπό τον Λ. Παϊσίου, ενώ το δημοτικό διηύθυνε ο δάσκαλος Ιω. Φιτικίδης. Σε κάποιο χρόνο ο Λ. Παϊσίου απολύθηκε για λόγους άγνωστους και διορίστηκε ο (Α;) Παπαδόπουλος, έπειτα ο Θεοφάνης Φιλίππου από τη Λάρνακα, και ακολούθως ο Σοφοκλής Παυλίδης (1870), που τελικά αντικαταστάθηκε από τον Παϊσίου, αφού αυτός συμφιλιώθηκε με την επιτροπή. Ο Θεοφάνης έφερε και την αδελφή του για τα κορίτσια, άρα υπήρχε και κάποιο στοιχειώδες παρθεναγωγείο στα Βαρώσια τότε. Μετά τα γνωστά γεγονότα της περιόδου 1898-1910 (βλ. ανωτέρω), στα 1894-5 βρίσκουμε διευθυντή της Σχολής Βαρωσίων τον Πόντιο φιλόλογο Τασόγλου, στα 1896-7 τον Συμιακό Ιω. Γιαννεσκή και στα 1897- 1902 τον Κύριλλο Παυλίδη. Από 1902 ως 1905 την διευθύνει ο Ιωάννης Αλεξανδρίδης, που τον διαδέχεται ο θεολόγος Κ.Α. Κωνσταντινίδης, μετέπειτα διευθυντής της εφημερίδας «Κυπριακός φύλαξ». Τότε (1905) ιδρύεται το χωριστό Ανώτερον Παρθεναγωγείον υπό την Ελένη Χατζηπέτρου. Στα 1906-1908 την Ελληνική Σχολή διευθύνει ο Μιχ. Γ. Παναγίδης με 18 μαθητές (Α10, Β8), και στα 1908-1910 ο Γεώργιος Λ. Γεωργιάδης, φιλόλογος από τη Λάρνακα, που βοηθείται και από τους δασκάλους του Δημοτικού Αρρεναγωγείου.
Στα 1909 δυο γιατροί της πόλης προσφέρονται να εξετάζουν δωρεάν τους μαθητές, ο Δ. Σολομωνίδης το Παρθεναγωγείο και ο Π. Ιασονίδης το Αρρεναγωγείο. Στα 1910-1911 το Ελληνικό διευθύνει ο διακεκριμένος δάσκαλος Μιχαήλ Κούμας από την Γύψου και στα 1911-1912 ο φιλόλογος Κώστας Μ. Χατζηκώστας από τη Λευκωσία, βοηθούμενος από τους δασκάλους του Αρρεναγωγείου. Στα 1913-1918 σχολάρχης διορίστηκε ο Βασίλ. Μαυρογιάννης, δάσκαλος από την Ελλάδα, βοηθούμενος πάντα από τους δημοδιδασκάλους. Ο πόλεμος και οι αναζητήσεις που γέννησε στην ψυχή των Βαρωσιωτών, τους οδηγεί να επιδιώξουν επέκταση της Σχολής προς κλασσικές κατευθύνσεις, αντίθετα προς τις πρακτικογεωργικές κατευθύνσεις που πρότεινε ο αρχιεπίσκοπος Κύριλλος. Παρόλα αυτά διορίζεται ο Λευκωσιάτης Όμηρος Ν. Καλλονάς για τα εμπορικά και τις ξένες γλώσσες (1917-1918). Στα 1918-1919 διορίζονται πτυχιούχοι φυσικομαθηματικός και φιλόλογος, ο Ι. Διονυσιάδης και ο Γ.Χ. Μουρούζης, που και διευθύνει την τριτάξια τώρα πια Σχολή, που λέγεται Ημιγυμνάσιον από τον Νοέμβριο του 1918 (από τον Σεπτ.-Οκτ. διηύθυνε ο Ι. Διονυσιάδης που έφθασε νωρίτερα). Στα 1919-1920 διευθυντής του Ημιγυμνασίου διορίστηκε ο Ορέστης Χρηστίδης, που ασκούσε και καθήκοντα επόπτου των Εκπαιδευτηρίων των Αρρένων της πόλεως. Στα 1920-1921 το Ημιγυμνάσιο υποβιβάστηκε σε διτάξια Ελληνική Σχολή λόγω αποχωρήσεως του Ορ.Χρηστίδη. Την διεύθυνσή της ανέλαβε πάλι ο Β. Μαυρογιάννης με βοηθούς τους δασκάλους Μ. Κούμα, Αρσένιο Νικολαΐδη και Γ. Καραγιάννη. Η Εφορεία ζητεί αύξηση της αρχιεπισκοπικής χορηγίας σε £200, διότι η Κοινότης Βαρωσίων αναλόγως του πληθυσμού της πληρώνει διπλασίαν και τριπλασίαν φορολογίαν πάσης άλλης εν Κύπρω, ιδίως εφέτος (5/20 Αυγ. 1920). Στα 1921-1922 με διευθυντή τον Γ. Χ. Μουρούζη, μαθηματικό τον Χ. Φελλά, θεολόγο τον Διονύσιο Κυκκώτη και δασκάλους ειδικά της μουσικής τον μετέπειτα δημοσιογράφο Ευαγ. Παπανικολάου και τους Β. Μαυρογιάννη και Αρσ. Κ. Νικολαΐδη, καθώς και πολίτες που δίδασκαν δωρεάν (Σωκρ. Σολομίδης αγγλικά, Ιωάννης Σανταμάς αγγλικά και γαλλικά), η Σχολή λειτούργησε ως τετρατάξιο ημιγυμνάσιο υπό την προεδρία του Λούη Ε. Λοΐζου, στην οικία Καζάκκου στην Αγία Ζώνη. Μαζί με την Ε' τάξη που αποφασίστηκε να προστεθεί, αναγνωρίστηκαν όλες στις 28 Φεβρουαρίου 1922 από το υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας. Οι μαθητές ανήλθαν στους 120 στα 1921-1922 και στους 171 στα 1922-1923 με πέντε τάξεις. Τότε (1922-1923) διορίστηκαν ο ρωσομαθής αρχιμανδρίτης του Παναγίου Τάφου Ιουβενάλιος Ελευθεριάδης για τα θρησκευτικά και ελληνικά, ο φιλόλογος Παντελής Θωμάς, ο Μ. Κούμας και για τη μουσική πάλι ο Ευαγ. Παπανικολάου.
Κατά τον Ιούλιο του 1923 η Εφορεία διαμαρτύρεται στην κυβέρνηση για τον διορισμό της βάσει ανελεύθερου νόμου στραγγαλιστικού των ελευθεριών των κοινοτήτων (του Νόμου XXXIII του 1923) αντί εκλογής της από το λαό όπως ως τότε. Στα 1923-1924 προστίθεται και η Στ' τάξη, κι έτσι η Σχολή καθίσταται πλήρες Γυμνάσιο υπό τον Γ. Χ. Μουρούζη, με συνεργάτες τους Ι. Διονυσιάδη, Αναστάση Χ. Οικονομίδη γυμναστικό, Μιχ. Κ. Χ. Δημητρίου για γαλλικά και ιχνογραφία, καθώς και εκείνους του προηγούμενου χρόνου. Πρόεδρος της Εφορείας ο Γεώργιος Σ. Εμφιετζής και γραμματέας ο Χρ. Ε. Λοΐζου. Η αναγνώριση του πλήρους εξαταξίου πια Γυμνασίου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της ελληνικής κυβερνήσεως της 6 Μαρτίου 1924. Η Εφορεία ζητεί δάνειο για οικοδόμηση κτιρίου του Γυμνασίου και διορίζει για το 1924-25 γυμνασιάρχη τον σοφό φιλόλογο Δημήτριο Χ. Χαμουδόπουλο που έδωσε λάμψη και κύρος στη σχολή με τις θαυμαστές παραδόσεις, διαλέξεις και τα σεμινάριά του στα τέσσερα χρόνια της γυμνασιαρχίας του (Σεπτ. 1924 - Μάρτ. 1928). Το κτίριο τελικά οικοδομήθηκε στα 1926 με βάση σχέδια από την Ελλάδα, αγοράστηκαν όργανα φυσικής και χημείας και χρησιμοποιήθηκε το γυμναστήριο του Γ.Σ.Ε. για τις αθλοπαιδιές των γυμνασιοπαίδων. (Από 15 Μαρτίου ως 1η Σεπτεμβρίου 1928 το Γυμνάσιο διηύθυνε ο Ιουβ. Ελευθεριάδης και από 1 Σεπτεμβρίου 1928 ως 31 Αυγούστου 1946 ο φιλόλογος Ιωάννης Π. Καλαφατάς από τη Σύμη. Επί γυμνασιαρχίας του ιδρύθηκε ο Μαθητικός Σύλλογος της Ε' τάξεως στα 1929-1930, που με εράνους δημιούργησε τον πυρήνα της βιβλιοθήκης του Ε.Γ.Α., πυκνώθηκαν και συστηματοποιήθηκαν οι εκδρομές και τονώθηκαν οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του με συμμετοχή στα Ανθεστήρια της πόλης, στη Γιορτή της Πορτοκαλιάς, στους γιορτασμούς των εθνικών επετείων στην Ανόρθωση και αλλού, έγιναν αξιόλογες θεατρικές παραστάσεις κυρίως τραγωδιών κλπ. Από το 1935 ως το 1946 (κ.ε.) η Εφορεία αγωνίστηκε να δεχθεί με όσο γίνεται πιο ανώδυνους όρους την κυβερνητική επιχορήγηση που δινόταν με σκοπό την τροποποίηση του προγράμματος του Γυμνασίου προς πρακτικές κατευθύνσεις, διδασκαλία μερικών μαθημάτων στα αγγλικά, αύξηση των αγγλικών με μείωση των κλασσικών μαθημάτων. Η απόφαση ελήφθη αφού έγιναν υπεράνθρωπες προσπάθειες να εξασφαλιστούν πόροι από άλλες πηγές. Ουδέποτε οι όροι εφαρμόστηκαν πιστά, και η Εφορεία πάντα εύρισκε τρόπο να υπεκφεύγει με τη συμβουλή του φιλολόγου καθηγητή Αδάμου Αδάμαντος*, μετέπειτα δημάρχου Βαρωσίων (1943 κ.ε.). Η αποδοχή της επιχορήγησης έγινε αναγκαία λόγω της πυρκαγιάς που αποτέφρωσε το Γυμνάσιο στις 2 Ιουλίου 1935 και των δαπανών ανοικοδόμησης του λαμπρότερου. Επί Καλαφατά εφαρμόσθηκε η υποχρεωτική ιατρική εξέταση των μαθητών. Από 1938 την διεύθυνση του Ανωτέρου Παρθεναγωγείου ανέλαβε ο Αδ. Αδάμαντος, αφού στο μεταξύ από μονοτάξιο (1905-1907) έγινε διτάξιο (1907-1917) και τριτάξιο (1917-1938). Επί Αδάμαντος προστέθηκε και Δ' τάξη (1939-1940) ως ι’ στις έξι πρώτες στοιχειώδεις, αλλά τότε προσαρτήθηκε το γυμνασιακό τμήμα του στο Γυμνάσιο. Στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο λειτούργησε οικοτροφείο του Γυμνασίου στο Τρίκωμο (1941- 1942), ιδρύθηκε Ταμείο Βοηθείας απόρων επιμελών μαθητών (Δεκ. 1943), και η Θρησκευτική Κοινότης (1946). Από 1946 ως 1948 γυμνασιάρχης υπήρξε ο διαπρεπής φιλόλογος Δρ Κυριάκος Π. Χατζηιωάννου, που εξέδωσε στα 1946 το σταθερό έκτοτε περιοδικό «Αγωγή» , ταξινόμησε και πλούτισε τη βιβλιοθήκη και μετονόμασε το Γυμνάσιο σε Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου (αντί Βαρωσίων), που συνετέλεσε στην επιβολή του ονόματος Αμμόχωστος για ολόκληρη τη νέα πόλη την εκτός των τειχών. Από το 1947 σταδιακά ως το 1951 το Γυμνάσιο χωρίζεται σε Τμήμα Αρρένων και Τμήμα Θηλέων. Στα 1948 γίνονται δεκτοί νέοι όροι του Γραφείου Παιδείας για συνέχιση της κυβερνητικής επιχορήγησης (£7.500), και δωρήθηκε ποσό £1.000 από τον Ν.Γ. Μαραγκό για ίδρυση χωριστού οικήματος βιβλιοθήκης που στα 1974 είχε 15.000 τόμους. Επί γυμνασιαρχίας Γ. Δημητρακοπούλου (1948-1951) η βιβλιοθήκη άρχισε να οικοδομείται (εγκαίνια 23 Απριλίου 1955). Επί γυμνασιαρχίας Χαρ. Κ. Φελλά (1951-1958) το γυμνασιακό κτίριο επεκτείνεται, ιδρύεται εργαστήριο φυσικής και χημείας και γίνονται άλλες πολλές βελτιώσεις στο σχολείο, του οποίου ο αριθμός μαθητών και καθηγητών αυξάνεται ραγδαία. Οι μαθητές προέρχονται όχι μόνο από την πόλη αλλά και από όλα τα χωριά της επαρχίας Αμμοχώστου, που αποτελούσε και από την άποψη αυτή ενότητα. Μερικοί ενδεικτικοί αριθμοί μαθητών: 335 στα 1935/6, 335 στα 1938, 609 στα 1940-1941 από τους οποίους 135 θήλεις, 1.031 στα 1942/3, 1.097 στα 1943/4, 1.306 στα 1947/8,1.731 στα 1950/51,2.058 στα 1953/4. Από 1958 ώς1961 και 1963 ώς1969 γυμνασιάρχης Αρρένων ήταν και πάλι ο Δρ Κ.Π. Χατζηιωάννου. Από 1961-1963 και 1969 κ.ε. γυμνασιάρχης Αρρένων ήταν ο ποιητής και λόγιος Γ. Αναγνωστόπουλος, ενώ το Γυμνάσιο Θηλέων διηύθυνε ο μαθηματικός Γεώργιος Χ. Δημητρίου ως λίγο πριν από την εισβολή. Στα 1960 με το χωρισμό του Γυμνασίου Θηλέων, το Γυμνάσιο Αρρένων μετονομάστηκε σε Α ' Γυμνάσιο Αρρένων και αργότερα σε Α ' Γυμνάσιο Αμμοχώστου γιατί δεχόταν και κορίτσια.
Στα 1973/4 λειτουργούσαν στην Αμμόχωστο 13 ελληνικά δημοτικά με κήπους και γήπεδα, με συνολικό αριθμό 4.038 μαθητών και 139 δασκάλων (επί συνόλου 62.221 μαθητών σ' όλη την Κύπρο). Με την ίδρυση γυμνασίων σε αρκετά χωριά της επαρχίας μειώθηκε ο ρυθμός αυξήσεως των μαθητών των γυμνασίων Αμμοχώστου. Στα 1973/4 η διαφοροποίηση των γυμνασιακών σπουδών στην πόλη, που σταδιακά πραγματοποιήθηκε μετά την Ανεξαρτησία, ήταν τέτοια ώστε να προσφέρεται κλασσική, εμπορική και επιστημονική μόρφωση στους τροφίμους, στην οποία πρέπει να προστεθεί και η ειδικότερη εκπαίδευση στη Δημόσια Τεχνική Σχολή Αμμοχώστου (1963 κ.ε.). Το Γυμνάσιο Θηλέων στα 1963 μεταφέρθηκε στα Κάτω Βαρώσια και στα 1972 στο κλασσικό πρόγραμμά του προστέθηκε και τμήμα επιστημών. Το περιοδικό του «Εστιάς» έφερε τον τίτλο του λαμπρού περιοδικού («Εστιάδες») της υποδιευθύντριας του Ανωτέρου Παρθεναγωγείου Περσεφόνης Α. Παπαδοπούλου, 1905- 1919, (βλ. ανωτ.). Το Β' Γυμνάσιο Αμμοχώστου ήταν συνεχιστής του ιδιωτικού Ανωτέρου Εμπορικού Λυκείου Αμμοχώστου (Σχολής Σιακαλλή) που ιδρύθηκε στα 1932 και μετονομάστηκε σε Ανωτέρα Αγγλική Εμπορική Σχολή Βαρωσίων. Όταν κρατικοποιήθηκε στα 1961, ονομάστηκε Β ' Γυμνάσιο Αμμοχώστου και στα 1963 εγκαταστάθηκε στο παλαιό οίκημα του Γυμνασίου Θηλέων, είχε δε και εμπορικό τμήμα. Το Γ' Γυμνάσιο Αμμοχώστου ιδρύθηκε στα 1972 κοντά στην Τεχνική Σχολή και ήταν τριτάξιο. Το πρόγραμμα της Τεχνικής Σχολής αποκρυσταλλώθηκε στα 1968 και ήταν πολύπλευρο και πολυεδρικό (μέχρι αγγειοπλαστικής), σύμφωνο προς το πνεύμα της ραγδαία ανερχόμενης οικονομίας της πόλης, όπου στα 1973/4 λειτουργούσαν 11 σχολεία μέσης εκπαίδευσης — 5 δημόσια και 6 ιδιωτικά— με 5.700 μαθητές (2.662 κορίτσια) και 300 καθηγητές. Τα 5 δημόσια σχολεία είχαν 4.496 μαθητές (επί 49.668 συνολικά σ' όλη την Κύπρο). Στα 1973/4 λειτουργούσαν τα εξής ανώτερα ιδιωτικά σχολεία: Ακαδημία Παπαθωμά (C.T.L.), το Κέντρον Ανωτέρων Σπουδών Αμμοχώστου, (Κ.Α.Σ.Α.), οι Νέοι Ορίζοντες, η Σχολή Ξενία, η Σχολή Τέρρα Σάντα των Φραγκισκανών, το Grammar School Foley, το Ωδείο του Λυκείου Ελληνίδων Αμμοχώστου, το Εθνικό Ωδείο, κλπ. Οι θεατρικές παραστάσεις του Α' Γυμνασίου ήταν πάντα καλλιτεχνικά γεγονότα παγκύπριας σημασίας, ιδίως τραγωδίες στο θέατρο.