Βρίσκεται στα βορειοδυτικά του χωριού Μονάγρι από το οποίο απέχει ένα περίπου χιλιόμετρο. Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε. Το 1736 υπήρχε, όπως φαίνεται από σημείωμα του μητροπολίτη Κιτίου Ιωαννικίου Β' στον κώδικα Α' της μητρόπολης Κιτίου. Στο σημείωμα αυτό αναφέρονται και δυο μοναχοί. Λίγο αργότερα μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε τελείως το ναό και το μοναστήρι. Όπως αποδεικνύει η ολοκληρωτική καταστροφή, ο ναός ήταν ξυλόστεγος όπως και τα μοναστηριακά κτίρια.
Το μοναστήρι κι ο ναός ξανακτίστηκαν το 1740 όπως αναφέρει το ακόλουθο σημείωμα του μητροπολίτη Μακαρίου στον κώδικα Α' της μητρόπολης Κιτίου: «Ὁ Ἀρχάγγελος τοῡ Μοναγρίου κατεκάη ὁλόκληρος ἡ ἐκκλησία καί τά κελλία με ὃλα τά ὑποστατικά των καί ἡμεῖς θείῳ ἐλέῳ ἀνεκαινίσαμεν τήν ἐκκλησίαν καί τά κελλία ἐκ θεμελίων μετά κάλλους καί ὡραιότητος, σκεύη πολύτιμα εἰς τήν ἐκκλησίαν... καί τῶν σπιτιῶν τά ὑποστατικά ὃλα σῶα με καζάνια, χαρκία καί τεντζερέδες ὃσα τῆς χρείας τῶν πατέρων, καί ληνόν καινούργιον, ἀμπέλια ἐδική μας φυτεία ἓως πεντήκοντα ζευγαριῶν εἰς ὃλα ταῦτα ἐξωδεύσαμεν ὑπέρ τά πέντε πουγγία χάριν τοῦ ἱεροῦ τούτου μοναστηρίου». Την ανοικοδόμηση του ναού από τον μητροπολίτη Μακάριο το 1740 αναφέρει και μακρά επιγραφή στο μαρμάρινο υπέρθυρο της δυτικής θύρας του ναού του μοναστηριού. Βέβαια η επανοικοδόμησή του από τον μητροπολίτη Μακάριο δεν συμπληρώθηκε το 1740. Τα μοναστηριακά κτίρια κτίστηκαν το 1744 όπως αναφέρει η ακόλουθη επιγραφή πάνω από την θύρα ενός κελιού του διώροφου μοναστηριακού κτιρίου: «Τό παρόν κοινόβιον ἀνεκαινίσθη διά δαπάνης τοῦ ἁγίου Δεσπότου ἡμῶν Κυρίου Μακαρίου αψμδ' Ἰουνίῳ» = (Ιούνιος, 1744).
Στο σημείωμά του ο μητροπολίτης Μακάριος αναφέρει τα σκεύη «ὃσα τῆς χρείας τῶν πατέρων» που σημαίνει ότι το μοναστήρι, αν και ολιγάνθρωπο, είχε ακόμη μοναχούς. Ένας ή δυο μοναχοί υπήρχαν ακόμη το 1775. Αργότερα όμως φαίνεται ότι το μοναστήρι εγκαταλείφθηκε και η μητρόπολη το παραχωρούσε σε διάφορα πρόσωπα με ενοίκιο, με αποτέλεσμα βαθμιαία να ερειπωθεί.
Το μοναστήρι, όπως το έκτισε ο μητροπολίτης Μακάριος, αποτελείται από την εκκλησία και ένα διώροφο μοναστηριακό κτίριο σε σχήμα Γ κατά την βόρεια και ανατολική πλευρά του ναού. Τα κελιά στην ανατολική πλευρά όπου βρισκόταν και ένας ελιόμυλος, έχουν κατερειπωθεί.
Η εκκλησία είναι μικρή μονόκλιτη, καμαροσκέπαστη με προεξέχουσα ημικυκλική εσωτερικά και εξάπλευρη εξωτερικά αψίδα. Η καμάρα του ναού καλύπτεται με κεραμίδια. Στο μέσο του δυτικού τοίχου του ναού υπάρχει πρόπυλο με ξύλινη στέγη και κεραμίδια που στηρίζεται σε δυο μαρμάρινες κολόνες με κορινθιακά κιονόκρανα παλαιοχριστιανικά. Ισχυρές αντηρίδες στους μακρούς τοίχους που ενώνονται με χαμηλωμένα τόξα εξουδετερώνουν τις ωθήσεις της καμάρας του ναού και σχηματίζουν δυο τυφλά τόξα στο νότιο και το βόρειο τοίχο. Η μοναδική είσοδος του ναού βρίσκεται στο μέσο του δυτικού τοίχου. Στις κολόνες, που προέρχονται από παλαιότερο ναό, υπάρχουν υπολείμματα από αγιογραφίες. Πάνω από την είσοδο σε μικρή αχιβάδα εικονίζεται ο Αρχάγγελος, και δεξιά του γονυπετής ο μητροπολίτης Μακάριος με μαύρη γενειάδα και κόμη. Στο μαρμάρινο υπέρθυρο, κάτω από την αχιβάδα, επιγραφή σε πέντε γραμμές αναφέρει την ανοικοδόμηση του ναού από το μητροπολίτη Μακάριο. Στο αριστερό άκρο υπογράφει ο ζωγράφος Φιλάρετος που ζωγράφισε την αναθηματική τοιχογραφία το 1740, όπως ο ίδιος αναφέρει: «χείρ κόπος καί σπουδή κἀμοῦ τῶν ἀμαθῶν Φιλαρέτου διακόνου. ΑΨΜ.»
Ο ίδιος ζωγράφος ζωγράφισε στην αχιβάδα της Πρόθεσης την «Αποκαθήλωση». Δεν πρόκειται όμως για Αποκαθήλωοη, όπως ο ίδιος την επιγράφει, αλλά για την Άκρα Ταπείνωση που συνδυάζεται κατά περίεργο τρόπο με την δυτική εικονογραφία της Αγίας Τριάδος. Στην τοιχογραφία αυτή εικονίζεται ο Θεός - Πατήρ μέσα σε νέφη από τα οποία κατεβαίνει το Άγιο Πνεύμα πάνω από το κεφάλι του Χριστού με τον ακάνθινο στέφανο και τα χέρια σταυρωμένα μπροστά. Ολόγυρα είναι ζωγραφισμένοι άγγελοι. Σύντομη επιγραφή αποτελεί παράκληση του ζωγράφου Φιλαρέτου στους ιερείς να τον μνημονεύουν κατά την προσκομιδή. Ο Φιλάρετος ζωγράφισε ακόμη τον αρχάγγελο Μιχαήλ σε αβαθή κόγχη στο νότιο τοίχο κοντά στο εικονοστάσιο, το 1746. Ίσως ο Φιλάρετος ζωγράφισε ακόμη τον απόστολο Παύλο στο νότιο τοίχο και τον άγιο Βηχιανό και την αγία Παρασκευή στον δυτικό τοίχο.
Στον νότιο τοίχο είναι ζωγραφισμένοι ακόμη ο άγιος Λάζαρος, ο άγιος Βασίλειος, ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ένας αδιάγνωστος ακόμη επίσκοπος, ένας ασκητής και ο άγιος Αντώνιος. Οι τελευταίες αυτές τοιχογραφίες όπως και μια τοιχογραφία (Επιτάφιος;) πάνω από την δυτική θύρα, είναι έργα του ζωγράφου Σάββα Νικολάου που ζωγράφισε και τις περισσότερες εικόνες του εικονοστασίου το 1775. Ο ζωγράφος αυτός, πολύ κατώτερος του Φιλαρέτου, ανέγραψε και μακρά επιγραφή στην ποδιά του τέμπλου κάτω από την εικόνα του αρχαγγέλου στο νοτιότερο άκρο του εικονοστασίου όπου μνημονεύεται ξανά η ανοικοδόμηση του ναού και του μοναστηριού από τον μητροπολίτη Μακάριο και την διακόσμηση του τέμπλου με δαπάνη του μοναστηριού με την επίβλεψη του δευτερεύοντος ιεροδιακόνου Ιωακείμ. Δίπλα στην επιγραφή εικονίζεται όρθιος ο μητροπολίτης Μακάριος, γέροντας πλέον, και δεξιότερα ο Ιωακείμ.