Το μοναστήροι ε'ιναι κτισμένο στην αριστερή όχθη του ποταμού Πηδιά, σε απόσταση 6 περίπου χιλιομέτρων από τη Λευκωσία. Τα μοναστηριακά κτίρια, κτισμένα με πλινθάρια, έχουν τα πιο πολλά καταστραφεί. Αρχικά φαίνεται περιέβαλλαν το ναό σε σχήμα Π, από βορρά, ανατολή και νότο, ενώ δυτικά υπήρχε απλό περιτοίχισμα και ίσως οι στάβλοι του μοναστηριού. Τόσο τα προς νότον κτίρια όσο και τα προς δυσμάς έχουν καταστραφεί τελείως, ενώ τα προς βορράν και ανατολάς σώζονται μερικώς. Τα σωζόμενα μοναστηριακά κτίρια, διώροφα στο ανατολικό μισό της βόρειας πλευράς όπου βρίσκεται και η είσοδος, είναι της εποχής της Οθωμανοκρατίας, ίσως του τέλους του 18ου ή του 19ου αιώνα. Η στοά μπροστά από την ανατολική πτέρυγα έχει εξαφανιστεί. Τα τελευταία χρόνια έγινε αναπαλαίωση κτιρίων, στα οποία λειτουργεί το Πολιτιστικό Ίδρυμα της Ιεράς Μονής Κύκκου «Αρχάγγελος».
Βλέπε λήμμα: Παναγία Κύκκου, Τροόδος
Το 1735, όταν επεσκέφθη το μοναστήρι ο Ρώσος μοναχός Βασίλι Μπάρσκυ, σχεδίασε μοναστηριακά κτίρια και στις τέσσερις πλευρές. Όμως και στην εποχή του το μοναστήρι ήταν όχι στερεά κτισμένο, αφού όλα τα κελιά είναι κτισμένα με πλινθάρια, σε αντίθεση με τον ναό που ήταν κτισμένος με τετραγωνισμένους λίθους. Το μοναστήρι που σχεδίασε ο Μπάρσκυ ίσως ήταν δημιούργημα του αρχιεπισκόπου Νικηφόρου.
Δεν είναι γνωστό πότε ιδρύθηκε το μοναστήρι αυτό. Βέβαιο είναι ότι τον 17ο αιώνα χρησίμευε ως έδρα του αρχιεπισκόπου. Από εδώ ο αρχιεπίσκοπος Νικηφόρος έστειλε επιστολή το 1668 στον δούκα της Σαβοΐας για απελευθέρωση της Κύπρου από τους Τούρκους, κι εδώ έγινε η αντικαλβινική σύνοδος του 1668. Δεν είναι γνωστό αν προκάτοχοι και διάδοχοι του Νικηφόρου έμεναν στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου. Πάντως το μοναστήρι εξακολουθούσε ν' ανήκει στην Αρχιεπισκοπή μέχρι το 1713, οπότε ο αρχιεπίσκοπος Ιάκωβος αναγκάσθηκε να το πωλήσει στο μοναστήρι του Κύκκου για 1.500 γρόσια. Η πώληση έγινε αναγκαία γιατί ο προκάτοχος του Ιακώβου, αρχιεπίσκοπος Γερμανός, το είχε υποθηκεύσει σε Τούρκο αγά για να αντιμετωπίσει τα έξοδα για τη μετάβασή του στην Κωνσταντινούπολη για διευθέτηση της εκλογής του. Το μοναστήρι του Κύκκου πλήρωσε το χρέος και έτσι από τότε το μοναστήρι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Λακατάμια έγινε μετόχι του Κύκκου.
Η εκκλησία του μοναστηριού είναι πολύ αρχαιότερη, ίσως αρχαιότερη από κώδικα που περιέχει την ακολουθία της Σύναξης των αρχαγγέλων και τα θαύματά των, που γράφηκε από τον Ιερεμία ιερομόναχο του μοναστηριού αυτού ίσως το 1516. Δυστυχώς ο κώδικας αυτός, που βρισκόταν το 1924 στη βιβλιοθήκη της Αρχιεπισκοπής, δεν αναφέρεται στο μεταγενέστερο συμπληρωματικό κατάλογο της βιβλιοθήκης Αρχιεπισκοπής από τον Π. Κυρμίτση κι έτσι δεν είναι βέβαιο αν η χρονολογία που δίδει το 1924 ο Ι.Α.Γ. Συκουτρής είναι σωστή.
Ο ναός είναι σήμερα δίκλιτος με ένα νάρθηκα στα δυτικά που εκτείνεται σ' όλο το πλάτος του δίκλιτου ναού. Ο ναός δεν είχε κτιστεί αρχικά δίκλιτος. Αρχαιότερο φαίνεται το νότιο κλίτος. Το νότιο κλίτος είναι ναός μονόκλιτος με τρούλλο, που επικάθεται σε μια ημικυλινδρική καμάρα στα ανατολικά και σε δυο σταυροθόλια στα δυτικά. Το τμήμα αυτό του ναού συνδυάζει στοιχεία βυζαντινά και γοτθικά και χρονολογικά μπορεί να είναι σύγχρονο του ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων και του βορείου τμήματος του ναού της Παναγίας Χρυσοδεήστριας ή Οδηγήτριας στη Λευκωσία, που είναι γνωστός σαν Bedestan. Πάντως είναι προγενέστερος των φραγκοβυζαντινών ναών των αρχών του 16ου αιώνα. Λίγο αργότερα κτίστηκε το βόρειο κλίτος που καλύπτεται με σταυροθόλια. Τότε κατεδαφίστηκε ο βόρειος τοίχος του αρχικού ναού και αντικαταστάθηκε με δυο κίονες που στηρίζουν τρία οξυκόρυφα τόξα. Ο νάρθηκας με εγκάρσια οξυκόρυφη καμάρα, κτίστηκε από τον αρχιεπίσκοπο Νικηφόρο το 1660.
Το εικονοστάσιο του ναού είναι ξυλόγλυπτο επιχρυσωμένο, του 17ου αιώνα. Τα βημόθυρα του νότιου κλίτους είναι ζωγραφισμένα από τον Παύλο ιερογράφο το 1650. Ο ίδιος ζωγράφος ζωγράφισε και τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας το 1650 και του αρχαγγέλου το 1652. Στις εικόνες της Παναγίας και του αρχαγγέλου Μιχαήλ υπάρχει και το πορτραίτο του αρχιεπισκόπου Νικηφόρου. Άλλες αξιόλογες εικόνες είναι των αγίων Τύχωνος, Παρθενίου και αγίου Μελετίου του 1788, έργο Μιχαήλ του Κυπρίου. Ο ίδιος ζωγράφισε και την εικόνα του αρχαγγέλου Μιχαήλ το 1782 και του ευαγγελιστή Ιωάννη το 1783.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια