Η ελληνική μυθολογία προίκισε τον Απόλλωνα με όλες τις φυσικές και ηθικές, ιδανικές, ιδιότητες και παράλληλα μ' αυτές του απέδωσε ορισμένα μειονεκτήματα και πάθη, με τα οποία τον έκανε περισσότερο ανθρώπινο παρά τους άλλους θεούς του Ολύμπου. Έτσι ο νόθος γιος του Δία και της Λητώς, παρόλο που είναι ένας από τους τελευταίους καρπούς της μυθοπλαστικής φαντασίας των αρχαίων Ελλήνων, αποτελεί το πιο αγαπητό και τέλειο θεϊκό δημιούργημά της.
Η πολυσύνθετη εικόνα της προσωπικότητας του συμπαθέστατου αυτού θεού των Πανελλήνων σκιαγραφείται με επιτυχημένο τρόπο από τον Γάλλο Bouche Leclerq στο περίφημο βιβλίο του «Ιστορία της μαντικής κατά την αρχαιότητα», όπου, ανάμεσα σ' άλλα αναφέρει χαρακτηριστικά: Ο Απόλλωνας ήταν αυτό, που κάθε Έλληνας ήθελε να είναι: ωραίος, αλλά με κάλλος αρρενωπό και χαριτωμένο, δυνατός, γενναίος, συνετός, επιδέξιος, ασχολούμενος με τις επιστήμες και τις τέχνες, ενεργός μέτοχος στις διάφορες απολαύσεις, ευαίσθητος στη φιλία, ελάχιστα τρυφερός και τόσο ερωτευμένος με την προσωπική του ελευθερία, ώστε να μη μπορεί να υποφέρει το ζυγό του γάμου. Με την πολλαπλότητα αυτή της προσωπικότητάς του ο Απόλλωνας διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην ελληνική μυθολογία και τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο συναγωνιζόταν το Δία στα κοσμητικά επίθετα, που συνόδευαν τ' όνομά του, και στις θεϊκές του ιδιότητες. Στην Κύπρο οι μέχρι σήμερα συστηματικές ανασκαφικές έρευνες και οι τυχαίες αρχαιολογικές ανακαλύψεις μαρτυρούν ότι τα ιερά, που ήταν αφιερωμένα στον Απόλλωνα, περιλαμβάνονται στους σημαντικότερους θρησκευτικούς και τελετουργικούς χώρους των αρχαίων πόλεων και συνοικισμών και η λατρεία του πολυαγαπημένου αυτού ελληνικού θεού, όχι μόνο σαν εκπροσώπου της σωματικής ευρωστίας και του αρρενωπού κάλλους αλλά και με αρκετές άλλες θεϊκές ιδιότητες, ήταν παγκύπρια.
Οι αρχιτεκτονικοί τύποι των αποκαλυφθέντων κυπριακών Απολλώνειων ιερών, από τα οποία δυστυχώς τα περισσότερα έχουν καταστραφεί και εξαφανιστεί με την πάροδο του χρόνου, ποικίλλουν από τα απλά και απέριττα κτίσματα μέχρι τα σύνθετα ενιαία οικοδομικά συμπλέγματα. Οι απλοί τύποι χαρακτηρίζονται συνήθως από ένα λιθόκτιστο κυκλικό περίβολο ή από ένα μικρό ναό, μονόχωρο ή δίχωρο, άλλοτε κτιστό με πέτρες και πλιθάρια και άλλοτε ολότελα λαξευμένο στο φυσικό βράχωμα. Οι σύνθετοι τύποι περιλαμβάνουν το ναό και το βωμό του θεού, που δεσπόζουν σε ακρινή επιβλητική θέση, και διάφορα άλλα συναφή βοηθητικά κτίρια, λουτρά, αποχωρητήρια και αθλητικούς χώρους.
Το σημαντικότερο Απολλώνειο ιερό, στο οποίο ο θεός λατρευόταν σαν προστάτης της ξυλείας — ύλης — και γενικά της κυπριακής χλωρίδας (Απόλλων Υλάτης) από τις αρχές του 8ου αιώνα π.Χ. μέχρι τα τέλη των Ρωμαϊκών χρόνων, αποκαλύφθηκε από την αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας δυο περίπου μίλια δυτικά της αρχαίας πόλης του Κουρίου, μεταξύ των ετών 1934 και 1953.
Ένα άλλο μικρό ιερό του Απόλλωνα Υλάτη, που χρονολογείται στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα, αποκαλύφθηκε τυχαία στα τέλη του 19ου αιώνα στην παραλιακή περιοχή, γύρω στα 200 μέτρα από την ακτή, μεταξύ της Κάτω Πάφου και της Γεροσκήπου. Ο μικρός αυτός λατρευτικός χώρος του Απόλλωνα αποτελεί εξαίρεση ανάμεσα στ' άλλα ιερά του θεού. Είναι ολοκληρωτικά λαξευμένος στο βράχο και αποτελείται από δυο συνεχόμενους μικρούς χώρους, προσιτούς με βαθμιδωτό λαξευτό δρόμο, από τους οποίους ο ένας έχει κυκλικό κι ο άλλος ακανόνιστο τετράγωνο σχήμα.
Τα αρχιτεκτονικά λείψανα ενός τρίτου ιερού του Απόλλωνα, των Ελληνιστικών χρόνων (4ος - 3ος αιώνας π.Χ.), με άγνωστη τη λατρευτική ιδιότητα του θεού, αποκαλύφθηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Η. Lang, για λογαριασμό του Κυπριακού Μουσείου, στην περιοχή, που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις δυο ακροπόλεις του Ιδαλίου. Από το ιερό αυτό τίποτα δεν έχει διασωθεί.
Το τέταρτο ιερό του Απόλλωνα σκάφτηκε το 1888 από τον D.G. Hogarth, για το Κυπριακό Μουσείο, κοντά στο χωριό Αμαργέτη της Πάφου. Πρόκειται για ελάχιστα κατάλοιπα μικρού μονόχωρου ναού, ολότελα κτισμένου από πλιθάρια σε σχήμα ακανόνιστου κυκλικού περιβόλου, που εξαφανίστηκαν με την πάροδο του χρόνου. Παρά την αρχιτεκτονική του λιτότητα, το ιερό της Αμαργέτης απέδωσε αρκετά ασβεστολιθικά αναθηματικά αγαλμάτια και πήλινα ειδώλια διαφόρων τύπων και μεγεθών, που χρονολογούνται στην Κυπρο - Κλασσική περίοδο (475 - 350 π.Χ.). Ανάμεσα στα αναθήματα βρέθηκαν και τεμάχια από ενεπίγραφη ασβεστολιθική πλάκα, από τα οποία ο ανασκαφέας συμπέρανε ότι το ιερό ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα Μελάνθιο, δηλαδή το θεό θεράποντα γιατρό, που χρησιμοποιούσε ένα ειδικό θεραπευτικό φάρμακο για τους ασθενείς του, κατασκευασμένο από το βότανο με την ονομασία μελάνθιο, ένα είδος παπαρούνας γνωστής στους βοτανολόγους με το λατινικό όνομα Nigella sativa. Οι θεραπευτικές ιδιότητες του φυτικού αυτού φαρμάκου, σύμφωνα με το Διοσκουρίδη, (βλ. Devia Cypria, σελ. 25), επεκτείνονται σε μια μεγάλη ποικιλία ασθενειών, στις οποίες περιλαμβάνονται ο πονοκέφαλος, ο πονόδοντος, η φαγούρα, το πρήξιμο, το δάγκωμα αράχνης, η δύσπνοια, μερικά είδη οφθαλμοπαθήσεων και ορισμένες άλλες παθήσεις των ουρητικών οργάνων.
Δυο άλλα ιερά του Απόλλωνα, σήμερα κι αυτά ανύπαρκτα, σκάφτηκαν διαδοχικά το 1888 και 1889 από το Γερμανό αρχαιολόγο Max Ohnefalsch Richter στην περιοχή της αρχαίας πόλης της Ταμασσού. Το πρώτο ιερό βρισκόταν ανατολικά του μοναστηριού του Αγίου Μνάσωνος και σκάφτηκε για το Μουσείο του Βερολίνου, και το δεύτερο στην τοποθεσία Φράγκισσα, τρία μίλια δυτικά του ίδιου μοναστηριού, για το Κυπριακό Μουσείο. Η επισήμανση και ανασκαφή των δυο αυτών ιερών οφείλεται στην τυχαία ανεύρεση ενός χάλκινου αγάλματος, φυσικού μεγέθους, κατά τη διάρκεια διάνοιξης πηγαδιού από χωρικούς κοντά στην όχθη του ποταμού. Σύμφωνα με την περιγραφή των χωρικών που το ανακάλυψαν, το άγαλμα παρίστανε γυμνή, επιβλητική, ανδρική μορφή και τα γενικά χαρακτηριστικά του γνωρίσματα ταυτίστηκαν μ' εκείνα του γνωστού αγάλματος του Απόλλωνα της Θήρας. Όμως το εξαιρετικό αυτό άγαλμα δεν διασώθηκε, γιατί κατατεμαχίστηκε από τους χωρικούς και πουλήθηκε σαν χαλκός.
Το όγδοο ιερό ανακαλύφθηκε στην παραλιακή τοποθεσία Μερσινάκι, δυο μίλια δυτικά των Σόλων, από τη σουηδική αρχαιολογική αποστολή το 1929. Ανάμεσα στα καταστραφέντα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ιερού, που σχημάτιζε μικρό κυκλικό περίβολο, βρέθηκαν μια ασβεστολιθική επιγραφή, που αναφερόταν στο Λύκιο Απόλλωνα, μια δεύτερη επιγραφή με τ' όνομα της Αθηνάς, μερικά ασβεστολιθικά αγαλμάτια και αρκετά πήλινα ειδώλια. Από τα πήλινα αφιερώματα ξεχωριστή θέση κατέχει ένα μικρό σύμπλεγμα του 5ου αιώνα π.Χ., που παριστάνει την Αθηνά να οδηγεί τέθριππο. Τόσο οι επιγραφικές μαρτυρίες όσο και τα αναθήματα από το ιερό στο Μερσινάκι μαρτυρούν ότι σ' αυτό λατρεύονταν από κοινού η Αθηνά Ιππία και ο Απόλλωνας.
Δυο άλλα μικρά μονόχωρα ιερά του Απόλλωνα, ακανόνιστου τετράγωνου σχήματος, σκάφτηκαν διαδοχικά το 1881 και 1883 από τον Max Ohnefalsch Richter, το πρώτο στην περιοχή του χωριού Κόσιη της επαρχίας Λάρνακας για λογαριασμό του Sir Neuton και το δεύτερο στην περιοχή του χωριού Βώνη της επαρχίας Λευκωσίας για το Κυπριακό Μουσείο. Και τα δυο αυτά ιερά σήμερα είναι ανύπαρκτα.
Το ενδέκατο και τελευταίο από τα γνωστά ιερά του, Απόλλωνα, κι αυτό όμως σήμερα ανύπαρκτο, σκάφτηκε στην τοποθεσία Μερσινερή δυτικά του ποταμού που συνορεύει με το χωριό Λιμνήτης, το 1889, από τον Η. Arnold Tubbs για το Κυπριακό Μουσείο. Το μικρό αυτό ιερό αποτελούσε μονόχωρο κτιστό ναΐσκο ακανόνιστου ορθογώνιου σχήματος. Ανάμεσα στα λιγοστά, λίθινα, αρχιτεκτονικά κατάλοιπά του βρέθηκαν μερικά φθαρμένα ασβεστολιθικά και τρία χάλκινα αγαλμάτια, πήλινα ειδώλια, αγγειοπλαστική των Κυπρο-Κλασσικών χρόνων (4ος αιώνας π.Χ.) και ασβεστολιθική επιγραφή, που αναφέρεται στον Απόλλωνα Αμυκλαίο. Από την επιγραφική αυτή μαρτυρία συμπεραίνεται ότι στο ιερό της Μερσινερής λατρευόταν ο Απόλλων με το κοσμητικό επίθετο Αμυκλαίος, που είναι συνώνυμο του Υλάτη.
Εκτός από τα πιο πάνω ανασκαφέντα ιερά του Απόλλωνα, διάφορες φιλολογικές και ιστορικές πηγές και επιγραφικές μαρτυρίες αναφέρονται και σε μερικά άλλα ιερά του Απόλλωνα, που βρίσκονταν σε άλλα μέρη του νησιού, των οποίων όμως τα αναφερόμενα ονόματα δεν έχουν ακόμη εξακριβωθεί με την ανασκαφική έρευνα.