Η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης σ' ερημική τοποθεσία κοντά στο χωριό Τέρα (επαρχία Πάφου), είναι γνωστή σαν Αγία Αικατερίνη της Φυτέφκιας. Ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης φραγκοβυζαντινής βασιλικής με τρούλλο, που εξαπλώνεται στην Κύπρο στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Πρόδρομοι του τύπου αυτού είναι οι εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στην Αμμόχωστο και της Παναγίας Οδηγήτριας ή Χρυσοδεήστριας, κατά τον Στέφανο Λουζινιανό, (που σήμερα είναι γνωστή σαν Άγιος Νικόλαος ή Bedestan) στη Λευκωσία.
Στον τύπο αυτό ο τρούλλος τοποθετείται στο μέσο του κεντρικού κλίτους που διακόπτεται η καμάρα.
Η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης έχει εσωτερικές διαστάσεις 9,60X9,10 μέτρα, χωρίς τις αψίδες στις οποίες καταλήγουν τα τρία κλίτη. Σ' αντίθεση με τις άλλες εκκλησίες του τύπου αυτού (εκκλησία Αγίου Μάμα στη Μόρφου, καθολικό μοναστηριού Αγίου Νεοφύτου, Άγιος Μάμας στο χωριό Άγιος Σωζόμενος) οι τοξοστοιχίες που χωρίζουν τα τρία κλίτη στηρίζονται σε ογκώδεις πεσσούς, δυο σε κάθε τοξοστοιχία, που μαζί με τις ισχυρές παραστάδες του ανατολικού και του δυτικού τοίχου στηρίζουν τρία οξυκόρυφα τόξα, σχετικά χαμηλά, που έχουν άνοιγμα το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 1,85 και 1,93 μέτρων.
Στον δυτικό τοίχο του ναού υπάρχουν δυο είσοδοι, που οδηγούν η μια στο κεντρικό και η άλλη στο νότιο κλίτος. Μια τρίτη θύρα στο δυτικό τμήμα του βόρειου τοίχου, απέναντι από το δυτικό τόξο της βόρειας τοξοστοιχίας, οδηγεί στο βόρειο κλίτος. Ένα παράθυρο στην κεντρική αψίδα και τέσσερα μικρά στο σχετικά χαμηλό τύμπανο του τρούλλου είναι, μαζί με τις θύρες, τα ανοίγματα που φωτίζουν το εσωτερικό του ναού. Ένα δίλοβο παράθυρο πάνω από τη δυτική είσοδο του κεντρικού κλίτους έκλεισε, ουσιαστικά, όταν προστέθηκε ο νάρθηκας λίγα χρόνια αργότερα. Ο νάρθηκας που έχει εσωτερικές διαστάσεις 9,89X3,25 μέτρων, καλύπτεται με τρεις ασπίδες (φουρνικά) που αντιστοιχούν στα τρία ανοιχτά τόξα του δυτικού τοίχου. Τα τόξα αυτά είναι εντοιχισμένα μέχρι ύψος 1,20 μέτρα περίπου, ενώ στο κέντρο του κάθε τόξου και σ' όλη την έκτασή του υπάρχει εγκοπή στην οποία πιθανό να υπήρχε υαλοστάσιο. Μόνο το βόρειο τόξο επέτρεπε την είσοδο στο νάρθηκα.
Η εκκλησία ήταν αρχικά κατάγραφη. Από τον πλούσιο, όμως, ζωγραφικό της διάκοσμο μόνο λίγα κομμάτια σώζονται. Η καταστροφή οφείλεται στο σεισμό του 1953. Τότε είχαν καταρρεύσει ο τρούλος και μεγάλα τμήματα των αψίδων, ενώ τμήματα των καμάρων και η κάλυψη του νάρθηκα είχαν καταστραφεί προηγουμένως. Η κατάρρευση συμπαρέσυρε και τις τοιχογραφίες. Αν και το Τμήμα Αρχαιοτήτων φρόντισε για την αναστήλωση του ναού κατά το 1956- 1957, η κάλυψη του νάρθηκα δεν ολοκληρώθηκε. Μόνο η νότια από τις τρεις αψίδες αναστηλώθηκε.
Στο ναό σώζονται σήμερα τοιχογραφίες, αρκετά κατεστραμμένες, στο ανατολικό τμήμα της καμάρας του κεντρικού κλίτους με σκηνές από τη ζωή της Θεοτόκου, τμήμα της Πλατυτέρας στην κεντρική αψίδα, κομμάτια από μεμονωμένους αγίους σε διάφορα σημεία και γιγαντιαίος αρχάγγελος Μιχαήλ στον νότιο τοίχο του νάρθηκα. Οι ογκώδεις πεσσοί, τα χαμηλά οξυκόρυφα τόξα των τοξοστοιχιών, το χαμηλό τύμπανο του τρούλλου, διαφοροποιούν την εκκλησία αυτή από τις άλλες του ίδιου τύπου και την τοποθετούν στον 15ο αιώνα. Σ' αυτή την εποχή οδηγούν και οι σωζόμενες τοιχογραφίες.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια