Η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στη Λευκωσία είναι το πιο σημαντικό γοτθικό μνημείο της πρωτεύουσας, μετά τον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας. Όπως κι οι άλλες γοτθικές εκκλησίες της Λευκωσίας, έτσι κι αυτή μετά την κατάληψη της Λευκωσίας από τους Τούρκους το 1570, μετατράπηκε σε τζαμί, γνωστό τώρα σαν Χαϊδάρ Πασά. Η ονομασία της εκκλησίας Αγία Αικατερίνη οφείλεται στην παράδοση και όχι σε οποιοδήποτε γραπτό κείμενο.
Περιγραφή
Το κομψό αυτό δείγμα της γοτθικής αρχιτεκτονικής της Κύπρου έχει εσωτερικές διαστάσεις 18X8 μέτρα. Αποτελείται από ένα κύριο χώρο καλυμμένο με δυο σταυροθόλια κι ένα βήμα που καταλήγει σε τρίπλευρη αψίδα. Στη βορειοανατολική πλευρά της αψίδας υπάρχει προσαρτημένο ορθογώνιο χτίσμα με δυο ορόφους, καλυμμένο με σταυροθόλια. Στη νοτιοανατολική πλευρά της αψίδας υπήρχε άλλο χτίσμα μικρότερο και πολύ χαμηλότερο. Στη νοτιοδυτική γωνιά υπάρχει κυκλικός πυργίσκος που περιέχει κλίμακα σε μορφή κοχλία, που αργότερα μετετράπη από τους Τούρκους σε μιναρέ.
Βλέπε λήμμα: Αρχιτεκτονική
Εξωτερικά οι αντηρίδες στις οποίες μεταφέρονται οι ωθήσεις των θόλων έχουν την ασυνήθιστη μορφή τρίπλευρων παραστάδων, που χωρίζονται από τα ψηλά στενά παράθυρα. Στο εσωτερικό οι παραστάδες που στηρίζουν τα τόξα αποτελούνται από ομάδες τριών πολύ λεπτών κιονίσκων. Στο μέσο του κεντρικού κιονίσκου υπάρχει ελαφρή πιόμορφη προεξοχή.
Τα παράθυρα χωρίζονται από λεπτό κιονίσκο που στηρίζει δυο τρίλοβες αψίδες, πάνω από τις οποίες υπάρχει κύκλος με τετράλοβο ή τρίλοβο άνοιγμα. Το παράθυρο στη βορειοανατολική πλευρά της αψίδας είναι μικρότερο από τα άλλα δυο παράθυρα της αψίδας και επικοινωνεί με τον όροφο του προσκτίσματος που υπάρχει εκεί. Το ισόγειο του προσκτίσματος αυτού, που πιθανότατα χρησίμευε σαν θησαυροφυλάκιο, επικοινωνούσε με την αψίδα με μικρή ορθογώνια θύρα. Το ανώγειο, πολύ ψηλότερο από το ισόγειο, φαίνεται ότι χωριζόταν σε δυο ορόφους με ξύλινη κατασκευή, όπως δείχνουν οι οπές που υπάρχουν στους τοίχους.
Τρεις θύρες οδηγούν στην εκκλησία. Η μια, πιο μεγάλη, στο μέσο του δυτικού τοίχου και οι άλλες δυο στο δυτικό τμήμα του βόρειου και του νότιου τοίχου. Και οι τρεις περιβάλλονται με οξυκόρυφα περίθυρα με πλούσιο ανάγλυφο φύλλωμα και ορθοστάτες με κιονίσκους σκαλισμένους στην πέτρα, εκτός από τον μεσαίο, που είναι μαρμάρινος και ένθετος. Τα τύμπανα πάνω από το λίθινο ανώφλιο που φέρει τους συνήθεις λουζινιανικούς θυρεούς ή άλλο διάκοσμο, είναι διακοσμημένα με τυφλά τόξα. Περισσότερο διακοσμημένες είναι η νότια και η δυτική είσοδος. Τα τόξα των περιθύρων στηρίζονται σε προβόλους διακοσμημένους είτε με φύλλα (δυτική είσοδος), είτε με ανθρώπινες μορφές (νότια είσοδος), που καταστράφηκαν από τους Τούρκους, είτε με δράκο και μια γοργόνα (Melusine) (βόρεια είσοδος), η οποία, σύμφωνα με τις γαλλικές και αγγλικές παραδόσεις, συνδέεται με τον γενάρχη των Λουζινιανών.
Πάνω από τη δυτική είσοδο υπάρχει ροζέττα (κυκλικό παράθυρο).
Η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης χτίστηκε πιθανότατα τον 14ο αιώνα και έχει πολλές ομοιότητες με τη σύγχρονη γοτθική τέχνη της νότιας Γαλλίας. Στην εκκλησία βρίσκεται ταφόπετρα, αρκετά κατεστραμμένη και με δυσανάγνωστη σήμερα επιγραφή. Ο de Mas Latrie, όμως, το 1848 είχε διαβάσει μεγάλο μέρος της επιγραφής και τη χρονολογία 1373.
Στα βόρεια της εκκλησίας υπήρχαν μέχρι τις αρχές του 20ουαιώνα υπολείμματα μοναστηριού, που σημαίνει ότι η εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης ανήκε σε μοναστήρι.
Η εκκλησία βρίσκεται στο κατεχόμενο τομέα της Λευκωσίας.
Πηγή
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια