Οι ήρωες στα ακριτικά τραγούδια είναι υπερφυσικοί και υπεράνθρωποι. Μέσα σ' ένα κόσμο όπου κυριαρχούν οι δυνάμεις του κακού και ενεδρεύουν θηρία και παντοδύναμοι εχθροί μόνο υπερφυσικοί ήρωες μπορούν να αντεπεξέλθουν. Στη λαϊκή φαντασία οι ήρωες των αγώνων εναντίον των Αράβων πήραν μυθικές διαστάσεις, αποσυνδέθηκαν από τα συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα και μορφοποιήθηκαν σε μυθικά πρόσωπα με τεράστια φυσική δύναμη και εντελώς ιδιαίτερα γνωρίσματα και δυνατότητες. Ο Κωσταντάς (Π. Ξιούτας, αρ. 4 Β: «Η δολοφονία του Νικηφόρου Φωκα», σσ. 73-80) μετά το μήνυμα του βασιλιά,
αππήησεν τζ΄εκαλλίτζ'εψεν σγιαν ήτουν μαθημένος,
γρουσός ατός εγίνηκεν πάνω μαγκελλωμένος.
περούνιν εν εζήτησε σγιαν ήτουν μαθημένος.
Ώσπου να πούσιν εσ’ε γειάν έκοψεν σ΄ίλια μίλια
ώσπου να πούσιν στο καλόν έκοψε δκυό σ’ιλιάες...
(Στ. 21-25)
Οι ήρωες δεν περιγράφονται σαν άνθρωποι με σωματική υπόσταση και ορισμένα χαρακτηριστικά. Εμφανίζονται σαν δυνάμεις που κινούνται σαν άνεμος, περνούν πάνω από βουνά, διασχίζουν σαν αστραπή ερημιές και κάμπους και αναμετριούνται με χιλιάδες αντιπάλους, τους οποίους εξοντώνουν σε ελάχιστο χρόνο, ή με θηρία και τέρατα. Μιλούν, απειλούν, φωνάζουν, σκέφτονται κάποτε, φοβούνται, διστάζουν, εκδικούνται, οργίζονται, εκφράζουν κάποτε αισθήματα ερωτικά αλλά και χωρίς δισταγμό σκοτώνουν τα αδέλφια, τον θείο, την πεθερά και τον πεθερό. Μ' αυτό τον τρόπο παίρνουν υπόσταση προσώπων.
Η φυσική και σωματική τους υπόσταση υποβάλλεται περισσότερο από τις φυσικές τους ενέργειες παρά περιγράφεται άμεσα. Παρουσιάζονται σε κάποιες ανάλογες καταστάσεις ή πράξεις τους και από αυτές αφήνεται στον ακροατή να τους αναπλάσει με τη φαντασία του. Φορούν τα ρούχα, και τα άρματά τους, καβαλικεύουν τους μαύρους τους, «κόβουν» σε στιγμές χιλιάδες μίλια, βγάζουν από τα μανίκια τους τεράστια ραβδιά, χτυπούν με τα τεράστια κοντάρια τους ή με τις γροθιές τους τους βράχους, ανοίγουν βρύσες ή βγάζουν ένα δράκοντα και τον βάζουν φρουρό στην κόρη που έκλεψαν. Με τα χτυπήματα, τις ματσουτζ’ιές τους, συγκλονίζεται και τρέμει ο κόσμος, ανατρέπεται και του βασιλιά ο θρόνος, ενώ ο κόσμος σταυροκοπιέται.
Ο Αρέστης περιγράφεται ωραία και πολύ λιτά να καβαλικεύει σαν «νέφος αντρειωμένον» και να εξοντώνει ολόκληρο φουσάτο (Ακαδ. Αθηνών: Ελλ. Δημ Τραγ., Τομ. Α', 1962, σσ. 46-51: [Ό Αζγουρής]):
..ππηά τζ'αι καβαλλίτζ’εψεν σαν νέφος αντρωμένον,
περούνιν δεν εγύρεψεν σαν ήτον μαθημένος,
Σκιεί το μανικάτζ'ιν του, ππέφτει αρκόν ραβτάτζ'ιν,
εννιά κοντάρκα σίερον, ξύλον όσον εκράτει.
Τες άκρες άκρες έκοβκεν, η μεσ’ εκαταλυέτουν,
στο γύρισμαν τ' αππάρου του εγλύτωσέν του ένας.
τζ' ετζ'είνος που του γλύτωσεν είπεν πως εν' αρφός του. .
(Στ. 159-165)
Αμέσως πιο κάτω ο Αρέστης «αψώθην τζ' εθυμώθην» κι έκοψε το κεφάλι του αδελφού του, γιατί πηγαίνοντας στον πατέρα τους ο δεύτερος τον πρόσβαλε λέγοντας
έλα, έλα, τζ’ υρούλλη μου,
έτο που σου τον φέρνω!
Με μια γροθιά στον βράχο οι ήρωες κατορθώνουν ν' ανοίξουν βρύσες ή να βγάλουν ένα δράκο. Ο Θεοφύλακτος (Σακελλάριος: Κυπριακά, τομ. Β', 1891, αρ. 2 «Άσμα Θεοφύλακτου», σσ. 12-14)
... γροθκιάν της πέτρας έδωκε κι αννοίξαν πέντε βρύσες,
κι έπιασε με την δράκαν του κι επότισε τον μαύρον,
και μπήει το κοντάριν του, κάμνει οσκιόν και πέφτει.
(Στ. 31-33)
Ο Διγενής (Ό.π. αρ. 3. «Άσμα Διγενή», σελ. 14-16), όταν καταδιώκεται από τα φουσάτα μετά την αρπαγή της κόρης του Αλιάντρη,
... γροθιάν της πέτρας έδωκε κι εβγήκεν ένας δράκος
μιαν μουστουνιάν έδωκέν του και στραβομασελλίζει:
Έγλεπε δράκοντ' έγλεπε, έγλεπε την κυράν σου.
(Στ. 81-83)
Το ανώνυμο μωρό, ο γιος τ' Αντρόνικου, που πρωταγωνιστεί στο «Άσμα Άνδρονίκου» (Σακελλάριος Β' , σσ. 9-12),διακρίνεται για την τεράστια φυσική του δύναμη:
... Εμπα μέρα κι έβκα μέρα ήρτεν και μια γιορτούλλα,
10 κι εξέβηκεν και το μωρόν έξω να διακινήση.
ηύρεν και τους Σαρακηνούς δικίμια κι εσηκώνναν,
άλλος σηκώννει πιθαμήν, κι' άλλος σηκώννει πήχην,
τέλεια τους ο καλλίτερος στα στήθη του ανθρώπου˙
ετάνυσεν και το μωρόν με το μικρόν δαχτύλιν
15 και πίσω του το πέταξε κι επήεν ένα μίλιν.
(Στ. 9-15)
Ο Αρέστης στο τραγούδι «Του Αζγουρή» (Ακαδ. Αθην: Ελλ. Δημ. Τραγ. Α, σσ. 46-51) δεν είναι λιγότερο δυνατός. Προτού τον αφήσει η μάνα του να πάει σε αναζήτηση του πατέρα του, τον υποβάλλει σε δοκιμασία με τους δράκοντες ύστερα από συμβουλή ενός «κοντού κοντούτσικου»:
.. -Παραντζ'ελιάν που λείφκεσαι να σου την παραντζείλω.
Να κάμης μιαν εορτήν μικρήν τζ 'αι μιαν εορτήν μεάλην,
κάλεσ' ούλλους τους δράκοντες τζ' ούλλον το δρακολόι.
50 πάνω 'ς φαϊν τζ'αι πάνω 'ς πκιειv για να δοτζ'ιμαστήτε.
Το Σάββατον του το λαλεί την Τζερκατζ'ήν το κάμνει.
Καλεί ούλλους τους δράκοντες τζ' ούλλον το δρακολόι
Πάνω ‘ς φαϊν τζ’αι πάνω ' ς πκιείν ούλλοι δοτζ'ιμαστούσιν
Μικρό δοτζ'ίμιν έπκιασεν των εκατόν σ’ιλιάδων
55 Πκιάννει το ένας δράκοντας μιαν πιθαμήν κουντά το,
πκιάννει το άλλος δράκοντας δκυο πιθαμές κουντά το
πκιάννει το τ ' Αρεστόπουλον, παίζει τζ'αι ξαπολά το
τζ'αι τρικλαππήδιν το πκιασεν, σύρνει το σ’ίλια μίλια,
αρπάσσει το που δαχαμαί τζ'αι παίρνει το στα σπίδκια.
(Στ. 47-59).