Η νεότερη περίοδος ακμής της Αμμοχώστου αρχίζει από το 1960 και συνεχίζεται ως το καλοκαίρι του 1974, οπότε η πόλη καταλαμβάνεται για δεύτερη φορά στην ιστορία της από τους Τούρκους εισβολείς και για δεύτερη φορά γίνεται θύμα της βάρβαρης επέλασής τους, ερημώνεται, λεηλατείται και καταστρέφεται (Βλέπε Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείου ΡΙΚ).
Κατά το 1973/4 η εκτός των τειχών νέα Αμμόχωστος (της οποίας οι Έλληνες κάτοικοι δεν συμπαθούσαν την τουρκικής προέλευσης λέξη Βαρώσια = προάστια) ήταν μια διεθνώς γνωστή κοσμοπολίτικη και μοντέρνα παραλιακή πόλη όπου οι χιλιάδες τουρίστες που την κατέκλυζαν απολάμβαναν βασικά μια θαυμάσια θάλασσα κάτω από ένα δυνατό ήλιο και μια ωραιότατη παραλία στρωμένη με ξανθού χρώματος άμμο που οι τοπικές αρχές φρόντιζαν σχολαστικά να διατηρούν πεντακάθαρη. Γιγαντιαία κτίρια - ξενοδοχεία είχαν κτιστεί στη δεκαετία 1964-1974 κατά μήκος της παραλίας, ενώ στην υπόλοιπη πόλη τα κτίρια, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, ήσαν μέχρι και διώροφα ή τριώροφα. Η παραλία είχε εγκλωβιστεί από τα μεγάλα ξενοδοχεία που κυριολεκτικά αποτελούσαν κτίσματα στην άμμο και το γεγονός αυτό είχε επανειλημμένα και έντονα επικριθεί. Ήδη από το 1970 εσυζητούντο τρόποι βελτίωσης της βεβιασμένης, γοργής κι απρογραμμάτιστης ανάπτυξης της παραλιακής κυρίως ζώνης της Αμμοχώστου κι είχαν ακουστεί μερικές ενδιαφέρουσες απόψεις (λ.χ. Αγγέλου Δημητρίου, «Το Κτίσιμο του Φυσικού μας Χώρου», ανατ. δελτ. ΕΦΣΑ 1971, Αμμόχωστος, 1972).
Ωστόσο παρά τα πολεοδομικά προβλήματα και τα άλλα προβλήματα ανάπτυξης που αντιμετώπιζε η πόλη, η ζωή σ' αυτήν συνεχιζόταν έντονη, τόσο τη μέρα όσο και τη νύχτα. Την ημέρα στην πόλη κατέφθαναν από χωριά της επαρχίας εργαζόμενοι καθώς και πολλοί μαθητές μέσης εκπαίδευσης μαζί με πολλούς χωρικούς που έρχονταν είτε για να διαθέσουν τα εμπορεύματά τους είτε για να κάνουν τα ψώνια τους είτε για να κάνουν χρήση των διαφόρων κοινωνικών και κυβερνητικών υπηρεσιών. Το απόγευμα και το βράδυ κατέφθαναν στην πόλη για να πάρουν μέρος στη νυκτερινή της ζωή επισκέπτες από χωριά της επαρχίας καθώς κι από τη Λευκωσία και τη Λάρνακα. Η Αμμόχωστος δεχόταν κι ένα σημαντικό μέρος του εσωτερικού τουρισμού, ιδίως κατά τους θερινούς μήνες.
Η εισβολή χιλιάδων τουριστών, κυρίως από χώρες της Ευρώπης, που είχαν ανακαλύψει κι αγαπήσει την Αμμόχωστο, είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή πολλών Αμμοχωστιανών αλλά και άλλων που επένδυαν στην Αμμόχωστο, σε επενδύσεις και επαγγέλματα σχετικά προς τον τουρισμό, όπως επενδύσεις και απασχολήσεις σε ξενοδοχεία και νυκτερινά κέντρα, σε εστιατόρια, σε καταστήματα με σουβενίρ κι άλλα εμπορεύματα που ενδιέφεραν τους ξένους επισκέπτες, ακόμη σε γραφεία εσωτερικών εκδρομών κι ενοικίασης αυτοκινήτων, ποδηλάτων, ταχυπλόων σκαφών κλπ. Στις περιοχές των μεγάλων ξενοδοχείων που λειτουργούσαν στην Αμμόχωστο το 1974, στην παραλία από τη Γλώσσα μέχρι τον Άγιο Μέμνονα, καθώς και στις κεντρικές αρτηρίες της πόλης (οδοί Δελφών, Ιπποκράτους, Ήρας, Ερμού και λεωφόροι Κέννεντυ, Δημοκρατίας, Ανεξαρτησίας κι Ελευθερίας) άκουγε κανένας τα καλοκαιρινά απογεύματα να ομιλούνται διάφορες γλώσσες όπως αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά και σε δεύτερη μοίρα τα ελληνικά.
Γνωστά ξενοδοχεία της παραλιακής ζώνης της Αμμοχώστου ήσαν τα ξενοδοχεία Γκρέσιαν, Συπριάνα, Κωνστάντια, Σάντυ Μπιτς, Φλόριδα, Βένους Μπιτς, Μιμόζα Μπιτς, Κιγκ Τζωρτζ, Γκόουλτεν Σαντς, Μαρίνα, Σαλαμίνια Tάουερ κ.ά. Στην πόλη γνωστά ξενοδοχεία ήταν το Γκόουλτεν Μαριάννα, Εσπερία Tάουερ, Φαμαγκούστα Πάλας, Σαβόυ κ.ά. Έξω αλλά κοντά στην πόλη, προς την περιοχή της αρχαίας Σαλαμίνος, γνωστό ήταν το γιγαντιαίο ξενοδοχείο Σάλαμις Μπέι, (που σήμερα οι Τούρκοι εισβολείς το λειτουργούν παράνομα όπως και μερικά άλλα στην Αμμόχωστο και στην Κερύνεια), καθώς και το Ευαγόρας Κωρτ.
Τα περισσότερα κτίρια κρατικών και δημοτικών υπηρεσιών της Αμμοχώστου βρίσκονταν συγκεντρωμένα στη λεωφόρο Ανεξαρτησίας που αρχίζει από τα τείχη της παλαιάς πόλης και συγκεκριμένα από την πύλη της Ξηράς. Εκεί βρίσκονταν το νοσοκομείο, το επαρχιακό αρχηγείο της αστυνομίας, σταθμός πυροσβεστικής, τα κυβερνητικά γραφεία και το δημαρχιακό μέγαρο. Η οδός Ερμού, προέκταση ουσιαστικά της λεωφόρου Ανεξαρτησίας, εξακολουθούσε να είναι το παραδοσιακό εμπορικό κέντρο της πόλης μαζί με την γύρω περιοχή, ενώ πολύ κοντά, μεταξύ των οδών Γρηγόρη Αυξεντίου, 3ης Οκτωβρίου και λεωφόρου Ευαγόρου, βρισκόταν η κεντρική δημοτική αγορά.
Ο τουρισμός, το λιμάνι και οι εκτεταμένοι κήποι εσπεριδοειδών, έφερναν κέρδη στην πόλη και ήταν εμφανής η οικονομική της άνοδος που ήλθε απότομα και σε σύντομο χρονικό διάστημα, κι ασφαλώς όχι χωρίς προβλήματα. Όμως η ζωή στην πόλη ήταν ήρεμη και νωχελική και καθόλου αγχώδης, μια κι η Αμμόχωστος δεν αντιμετώπιζε τα σύγχρονα προβλήματα των μεγαλουπόλεων, αφού ουσιαστικά εξακολουθούσε να είναι μια μικρή, ήσυχη πόλη, σε σύγκριση με τις γιγάντιες ξένες πολιτείες.
Η ανάπτυξη σε όλους τους τομείς της νέας πόλης δεν είχε ουσιαστικό αντίκτυπο και στην εντός των τειχών παλαιά πόλη, γιατί αυτή είχε αυτοκαταδικαστεί σε απομόνωση από τους Τουρκοκυπρίους κατοίκους της που την είχαν μετατρέψει σε γκέτο.
Στατιστικά στοιχεία: Είναι καλό να αναφερθούν μερικοί χαρακτηριστικοί αριθμοί που καταδεικνύουν την κατάσταση της πόλης το 1974, χρονιά κατά την οποία κατελήφθη από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής και κατεστράφη, και λίγο προηγουμένως.
Κατά το 1974 λειτουργούσαν στην Αμμόχωστο 39 ξενοδοχεία αστέρων, δυναμικότητας 6.164 κλινών, 7 ξενοδοχεία άνευ αστέρος, με 148 κλίνες, 5 πανσιόν, με 90 κλίνες και 33 μονάδες διαμερισμάτων, δυναμικότητας 2.722 κλινών.
Η πόλη της Αμμοχώστου στα 1972 παρήγε ποσοστό 8,5% της συνολικής βιομηχανικής παραγωγής του νησιού. Γενικά η επαρχία Αμμοχώστου, στην περίοδο 1967-1972 είχε επιτύχει ταχύτερο ετήσιο ρυθμό βιομηχανικής ανάπτυξης (13,9%), σε σχέση με τον ρυθμό συνολικής βιομηχανικής ανάπτυξης της Κύπρου (11,9%).
Σε ό,τι αφορά την απασχόληση, στην πόλη της Αμμοχώστου υπήρχαν στα 1972 16.215 μονάδες απασχόλησης. Ο μεγαλύτερος αριθμός (4.427) ήταν στον τομέα των υπηρεσιών. Ακολουθούσαν: 3.830 στο εμπόριο, 3.178 στη βιομηχανία, 3.097 στον οικοδομικό τομέα, 1.513 στις μεταφορές, κλπ. Οι υπηρεσίες και το εμπόριο παρείχαν ποσοστό 51% της συνολικής απασχόλησης στην πόλη.