Αίγυπτος και Κύπρος

Τεχνες

Image

Μερικές αιγυπτιακές επιδράσεις στην ελλαδική και στην κυπριακή γλυπτική εισδύουν μέσω Φοινίκης, που βαθιά είχε μπολιαστεί από το αιγυπτιακό πνεύμα στην τέχνη της. Ο τάφος 1 της Σαλαμίνος, του 8ου αι. π.Χ., έχει πρόσοψη αιγυπτιάζουσα και τα περιεχόμενά του — σκύφοι, δίσκοι κλπ— χαρακτηρίστηκαν ως «η προίκα μιας Ελληνίδας πριγκίπισσας που παντρεύτηκε μέλος της βασιλικής οικογένειας της Σαλαμίνος» (Ε. Gjerstad). Ο τάφος 79, που χρησιμοποιήθηκε στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. και λίγο αργότερα, ο πιο πλούσιος «βασιλικός» τάφος της πόλης, πλάι στον «Ομηρικό» θρόνο και άλλα όμοια κατάλοιπα του περιείχε θρόνους και ελεφάντινες πλάκες με παραστάσεις μορφών από την αιγυπτιακή εικονογραφία, όπως του Bes, θεού της οικίας και θεραπευτή, και του Heh, η τεχνοτροπία τους όμως μοιάζει μ' εκείνη των ελεφαντίνων πλακών της ασσυριακής Nimrud και εισήλθε μέσω Φοινίκης (V. Karageorghis etc. Excavations... Ill, ε.α.. σσ. 4-122, ιδίως σσ. 91-97).

 

Βλέπρ λήμμα: Βες

 

Αλλά ο Bes απαντάται ήδη και σ' ελεφάντινη πλάκα στο άδυτο του ναού 4 του Κιτίου, του τέλους της Υστεροχαλκής εποχής (1650-1050 π.Χ.), προς το 1200 (-1100;) π.Χ., που θυμίζει αιγυπτιακά πρότυπα (V. Karageorghis, Cyprus, From the Stone Age to the Romans, London, Thames and Hudson, 1982, σσ. 105,109, 132. Μ. Ι. Ελσααντανί, Αἱ Ἑλληνο-Αἰγυπτιακαί Σχέσεις... 945-525 π.Χ., 1982, σσ. 160-170), αλλά και την φοινικική παράδοση των μασκών με τη μορφή του Bes (αυτ.). Ο Bes σε φαγεντιανή βρέθηκε στο βόθρο 6 του Κιτίου, του 600-450 π.Χ. (αυτ.. σ. 171). Εφεξής η λατρεία του Bes στην Κύπρο ακμάζει, ιδίως στη διάρκεια της πτολεμαϊκής εποχής λόγω της τότε ισχυρής άμεσης αιγυπτιακής επίδρασης από τον ελληνιστικό εκπολιτισμό των Πτολεμαίων που αφομοίωσε πολλά αιγυπτιακά στοιχεία. Στο Κούριον, σε Κυπρο-Αρχαϊκό ορειχάλκινο situla (=κάδος) στο ναό του Απόλλωνος υπάρχει επιγραφή στην κυπριακή συλλαβική και στην αιγυπτιακή ιερογλυφική γραφή. Ειδικότερα, όμως, στη γλυπτική το Κυπρο-Αιγυπτιακό ύφος εισήχθη στην Κύπρο σε σημαντική έκταση: τα κυπριακά αγάλματα και γλυπτά φορούν αιγυπτιακή στολή και κάλυμμα της κεφαλής, κι έχουν έκφραση στο πρόσωπο όπως τα αιγυπτιακά.

 

Η προοδευτική αυτή αιγυπτιάζουσα τεχνοτροπία έγινε για 150 χρόνια σταθερό χαρακτηριστικό της κυπριακής γλυπτικής, αν και παράλληλα και σύγχρονα εισήχθη και η ιωνική επίδραση, που παρήγαγε την Κυπρο-Ιωνική τεχνοτροπία στη διάρκεια της Αρχαϊκής εποχής. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι στα χρόνια εκείνα (750-475 π.Χ.) η κυπριακή καλλιτεχνική παραγωγή κυμαίνεται μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ο αιγυπτιακός λεγόμενος κανόνας στη γλυπτική κυριάρχησε και στην Κύπρο αλλά κάποτε και διαμέσου της Κύπρου και της Φοινίκης επηρέασε και την ελληνική γλυπτική και πλαστική (Ελσααντανί, έ.ά., σσ. 123-124, 22-23, 51-52 και σποράδην. J. Boardman, The Greeks Overseas, London, 1980, σσ. 115-120).

 

Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. εμφανίζεται αντίστροφα η κυπριακή επίδραση στην Αίγυπτο, ειδικά στην ελληνική αποικία Ναυκράτιδα, όπου βρίσκονται πολλά κυπριακά αγγεία κ.ά. αντικείμενα και όπου το άγαλμα της Αφροδίτης στον εκεί ναό της ήταν κυπριακής προέλευσης. Κύπριοι μετείχαν στο στρατό Ελλήνων μισθοφόρων που διοικούσε ο Αιγύπτιος ναύαρχος Χας την εποχή του φαραώ Ψαμμήτιχου Β' (595-589 π.Χ.), πιθανώς απόγονοι των μισθοφόρων που είχαν υπηρετήσει τον Ψαμμήτιχο Α' (664-610 π.Χ.), ο οποίος είχε καταλάβει την εξουσία με τη βοήθειά τους (L.H. Jeffery, Archaic Greece, 1978, σ. 30).

 

Τα παλαιότερα και ωραιότερα λίθινα ειδώλια που βρέθηκαν στη Ναυκράτιδα παρήχθησαν, σύμφωνα με τις πρόσφατες ειδικές έρευνες, από Έλληνες τεχνίτες της Ανατολής που εμπνεύσθηκαν από τα προϊόντα των κυπριακών εργαστηρίων, είτε στη Ναυκράτιδα, όπου ζούσαν και αρκετοί Κύπριοι έμποροι, είτε στην Κύπρο (Boardman, σσ. 125-126). Όλα πάντως ανήκουν στην εποχή της αιγυπτιακής κατοχής της Κύπρου (β' και γ' τέταρτο του 6ου αι.π.Χ.).   Ο   κυπριακός   ρόλος   στις   ελληνο-αιγυπτιακές (όπως και στις ελληνο-συριακές) εμπορικές σχέσεις στους 7ο- 6ο αι. π.Χ. και ιδίως γύρω στα 550 π.Χ., ήταν πολύ σημαντικός και πάντως σπουδαιότερος από εκείνο των Φοινίκων, κι απ’ αυτόν προέκυψε κι ο Κυπρο-Αιγυπτιακός ρυθμός στη γλυπτική (μεγάλα συμπαγή πρόσωπα, προεξέχοντα μεγάλα μάτια, χονδρή μύτη, κλειστό στόμα και παχιά χείλη), που έργα της εξάγονταν στη Ρόδο, Πάρο, Σάμο, Χίο, Μήλο κ.ά. μέρη της Ελλάδος. Από όσα τέτοια έργα (180) βρέθηκαν μέχρι σήμερα στην ίδια την Κύπρο, το πιο σημαντικό είναι φυσικού μεγέθους ανδριάντας του Τιμαγόρα (600-550 π.Χ.) κατασκευασμένος σύμφωνα προς τον σαϊτικό αιγυπτιακό κανόνα αλλά με κάποιες διαφορές στη δομή, που οφείλονται στην αφομοίωση και εξελληνισμό μερικών βασικών στοιχείων του κατά το πρότυπο των αρχαϊκών ελληνικών κούρων. Οι ίδιοι οι κούροι είχαν εξάλλου αρχικά επηρεασθεί από την Κυπρο-Αιγυπτιακή τεχνοτροπία του 7ου π.Χ. αι. Οι αιγυπτιακοί σκαραβαίοι και άλλα αντικείμενα φαγεντιανής που εισήχθησαν στο Κίτιον κ.α. μεταξύ 625-575 π.Χ. καθώς και στη Ρόδο κ.α., προέρχονταν κυρίως από τη Ναυκράτιδα, χώρο διασταύρωσης ελληνικών, αιγυπτιακών, και φοινικικών καλλιτεχνικών αντιλήψεων. Τελικά όμως οι επιδράσεις αυτές δεν μπόρεσαν να δαμάσουν τις καθαρά ελληνικές ιδέες της αισθητικής συμμετρίας, που επιβάλλεται στους στυγνούς μαθηματικούς κανόνες της αιγυπτιακής τέχνης (πρβλ. και Ελσααντανί, έ.ά.).

 

Η γεωγραφική θέση της Αμαθούντος στο δρόμο προς τη Ναυκράτιδα, συνέβαλε στο να γίνει η πόλη κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, για τα ελληνικά πλοία που έπλεαν προς τα Δέλτα, ιδίως αγγείων της Χίου, Ρόδου, Κορίνθου και της Ναυκράτιδας, που επωλούντο στην Αμαθούντα, στη Σαλαμίνα και στο Μάριον. Έτσι ενισχύθηκαν οι κυπρο-ιωνικές σχέσεις, εμπορικές και πολιτιστικές, κι έτσι αναπτύχθηκε πιο πολύ ο Κυπρο-Ιωνικός ρυθμός. Ανάμεσα στα αφιερωματικά ειδώλια του περίφημου αγροτικού ιερού της Αγίας Ειρήνης περιλαμβάνεται και μικρή τερρακόττα που παριστάνει όρθιο άνδρα με κυλινδρικό σώμα, που κρατεί το αιγυπτιακό σύμβολο Ankh. Μοιάζει Αφρικανός στα χαρακτηριστικά του προσώπου του και προφανώς παριστάνει Αιγύπτιο ή Αιθίοπα λατρευτή της θεότητας του ιερού, ένα από τους Αιθίοπες ή/ και Αιγυπτίους που πέρασαν από, ή εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, στη διάρκεια της αιγυπτιακής κατοχής, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Ζ, 90). 

 

Πηγή

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Φώτο Γκάλερι

Image