Ο Αθανάσιος Α' ήταν, κατά μια συμβατική αρίθμηση, ο 37ος αρχιεπίσκοπος Κύπρου, άνδρας κακού χαρακτήρα και μισητός στο λαό. Διετέλεσε αρχιεπίσκοπος επί Οθωμανοκρατίας, για 6 χρόνια, από το 1592 μέχρι το 1598. Στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κύπρου αναρριχήθηκε ύστερα από διαμάχη για την διαδοχή του αρχιεπισκόπου Νεοφύτου (1587-1592), συνυφασμένη προς δογματικές, την οποία διαμάχη κέρδισε. Ότι ήταν κακού χαρακτήρα αλλά και μισητός στο λαό, φαίνεται από το γεγονός ότι επανειλημμένα κατηγορήθηκε από τους Κυπρίους και τελικά καθαιρέθηκε από το Οικουμενικό πατριαρχείο. Οι Κύπριοι τον κατηγόρησαν ότι παραβίαζε βάναυσα τους ιερούς κανόνες, ότι ασύστολα θησαύριζε, ότι κατέστρεφε τα ιερά κειμήλια, ότι κερδοσκοπούσε κι ότι πολιτευόταν αντιχριστιανικά και με ασέβεια, επιτρέποντας την πολυγαμία λαϊκών και κληρικών κ.α.
Ένας επισκέπτης της Κύπρου που βρέθηκε στο νησί το 1596-7, ο Τζιρόλαμο Νταντίνι, καθηγητής της θεολογίας στην Ιταλία και απεσταλμένος, τότε, του πάπα Κλήμεντος Ζ’ στους Μαρωνίτες της Ανατολής, γράφει στις εντυπώσεις του από την Κύπρο και για έναν «Έλληνα επίσκοπο» που ασχολείτο με την είσπραξη των φόρων και με άλλες δραστηριότητες. Προφανώς επρόκειτο όχι για επίσκοπο αλλά για τον τότε αρχιεπίσκοπο, που ήταν ο Αθανάσιος Α’. Γράφει σχετικά ο Νταντίνι: «…Υπάρχει στο βασίλειο (έτσι αποκαλεί την Κύπρο ακόμη, παρά την κατάκτησή της από τους Τούρκους 16 χρόνια ενωρίτερα) ένας Έλληνας επίσκοπος ο οποίος αναλαμβάνει τις εισπράξεις του φόρου υποτελείας τον οποίο οι άλλοι είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν. Αποσπά κάθε χρόνο από τον κάθε ένα εβδομήντα άσπρα. Οι γενίτσαροι δεν διστάζουν να δίνουν ένα καλό ξύλο σ' εκείνους που δεν πληρώνουν, και δεν δείχνουν περισσότερο έλεος στους επισκόπους απ' ό,τι στους άλλους […] Επί πλέον [ο επίσκοπος] αποσπά δεκαπέντε ή είκοσι δουκάτα από κάθε ιερέα στον οποίο διαβιβάζει οδηγίες. Τέτοια είναι η αξιοθρήνητη κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι Χριστιανοί…» (Α. Παυλίδης, «Η Κύπρος ανά τους Αιώνες μέσα από τα κείμενα ξένων επισκεπτών της», τόμος Β’, 1994, σ. 523).
Από τη μαρτυρία αυτή προκύπτει ότι λίγα μόλις χρόνια μετά την κατάκτηση της Κύπρου από τους Τούρκους, ο Ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος του νησιού δρούσε ήδη ως αρχηγός ή και πολιτικός εκπρόσωπος των Ελλήνων του νησιού, τουλάχιστον σε κάποιους τομείς, όπως ήταν η είσπραξη από τους ραγιάδες του κεφαλικού ή και άλλων φόρων. Όσο για τις αυθαιρεσίες τις σχετικές προς τις εισπράξεις που έκανε ο Αθανάσιος Α’, ακόμη και από τους ιερείς του, συμφωνούν με τις κατηγορίες που οι Κύπριοι διατύπωσαν εναντίον του για αθέμιτο πλουτισμό. Το ότι, επίσης, ήταν ο εισπράκτορας της βαριάς φορολογίας που εισπράσσετο με ξυλοφόρτωμα από τους γενιτσάρους (ξυλοφόρτωμα ακόμη και επισκόπων), εξηγεί γιατί ο Αθανάσιος είχε τόσο μισηθεί από το ποίμνιό του.
Επειδή την εποχή εκείνη χήρευε ο θρόνος του Οικουμενικού πατριαρχείου, οι κατηγορίες των Κυπρίων επισκόπων εναντίον του αρχιεπισκόπου Αθανασίου έγιναν προς τον πατριάρχη Αλεξανδρείας και τοποτηρητή του Οικουμενικού θρόνου Μελέτιον Πηγάν. Ήδη ο Μελέτιος είχε κι άλλο παράπονο κατά του Αθανασίου, ότι παράνομα και ύστερα από δωροδοκία χειροτόνησε αυτός, μαζί μ' έναν επίσκοπο του θρόνου Αντιοχείας, τον Λαυρέντιο ως επίσκοπο Σινά.
Ο Μελέτιος ζήτησε εξηγήσεις από τον αρχιεπίσκοπο Αθανάσιο για τις βαριές εναντίον του κατηγορίες, όμως ο τελευταίος ούτε καν απάντησε. Ακολούθησε προσφυγή των Κυπρίων στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και στην Υψηλή Πύλη, κι ο Μελέτιος κάλεσε τον Αθανάσιο στην Πόλη για ν' απολογηθεί. Και πάλι ο Αθανάσιος έδειξε περιφρονητική αδιαφορία. Τότε το πατριαρχείο, με έγκριση της Πύλης, έστειλε στην Κύπρο πατριαρχικούς εξάρχους, που μαζί με τους Κυπρίους επισκόπους συγκάλεσαν σύνοδο. Ο Αθανάσιος όχι μόνο αρνήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον της συνόδου, αλλά ούτε κι απέστειλε απολογία, και η σύνοδος ήταν έτοιμη να προχωρήσει στην καθαίρεσηή του, στα 1598.
Για ν' αποφύγει την καθαίρεση ο Αθανάσιος αντεπετέθη, και μάλιστα με τρόπο εντελώς απαράδεκτο: υποκίνησε τους Τούρκους να συλλάβουν τους εξάρχους του Οικουμενικού πατριαρχείου. Τότε η σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως, με έγκριση του Μελετίου, τον καθαίρεσε τον Ιούνιο του 1600. Η εκκλησιαστική ειρήνη διασαλεύθηκε ακόμα πιο πολύ με την επέμβαση του τότε πατριάρχη Αντιοχείας Ιωακείμ Στ' (1593-1604), ο οποίος ισχυρίστηκε ότι η Εκκλησία της Κύπρου υπαγόταν στην πνευματική δικαιοδοσία του δικού του πατριαρχείου κι όχι σ' εκείνην του Οικουμενικού που κακώς είχε αναμειχθεί. Ο Μελέτιος, γράφοντας στις 5 Σεπτεμβρίου 1600 στον Ιωακείμ, τον κατηγορεί ότι βασίζει τις απαιτήσεις του σε ψευδείς κανόνες, τους 37 και 42, μόνο αραβικά διατηρημένους, κανόνες της Α' Οικουμενικής Συνόδου Νικαίας (325), που όμως δεν ανήκαν σ' αυτήν αλλά συντάχθηκαν κατά τον 5ο αιώνα κι ήσαν πλαστοί. Επίσης τον κατηγορεί ότι υποστηρίζει τον Αθανάσιο στη διένεξη, αν κι ο Αθανάσιος είχε χειροτονηθεί από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως˙ εάν, προσθέτει, είχε η Αντιόχεια δικαίωμα επέμβασης στην κυπριακή Εκκλησία, δεν θα χρειαζόταν να ζητήσει την έγκριση του Μελετίου, πολύ περισσότερο που ο Αθανάσιος έπρεπε να θεωρείται αντικανονικά χειροτονημένος, εφόσον είχε χειροτονηθεί από τον οικουμενικό πατριάρχη. Ο ίδιος ο Μελέτιος Πηγάς, συμπληρώνει, αν και είχε ως πατριάρχης Αλεξανδρείας τον τίτλο του οικουμενικού κριτού, όμως δεν διεκδικούσε δικαιώματα στην Κύπρο.
Στο μεταξύ εξελέγη νέος οικουμενικός πατριάρχης, ο Ματθαίος Β' , και οι Κύπριοι προσέφυγαν σ' αυτόν. Ο Ματθαίος όχι μόνο επικύρωσε την καθαίρεση του Αθανασίου, αλλά στηλίτευσε και τον πατριάρχη Αντιοχείας για την ανάμειξή του στην όλη υπόθεση. Γι' αντικατάσταση του Αθανασίου εξελέγη και διορίστηκε από τον Ματθαίο Β' (Ιανουάριος, 1601), νέος αρχιεπίσκοπος Κύπρου ο Βενιαμίν, που ήταν διάφορος από τον Σολέας Βενιαμίν, αφού ο τελευταίος περιλαμβάνεται στους Κυπρίους επισκόπους παραλήπτες του γράμματος του Ματθαίου που πληροφορεί για το διορισμό του νέου αρχιεπισκόπου. Ο Αθανάσιος αντελήφθη τελικά ότι δεν μπορούσε να επιμένει περισσότερο, αλλά με δυσκολία απεσύρθη. Τυπική σύνοδος στην Κύπρο εξέλεξε και χειροτόνησε τον Βενιαμίν, που ήλθε από την Κωνσταντινούπολη με το συνοδικό γράμμα του πατριάρχη και με τον Κύπριο αρχιμανδρίτη Αρσένιο. Ο Βενιαμίν χρειάστηκε να πάει ξανά στην Κωνσταντινούπολη τον Αύγουστο του 1602 για να πετύχει επικύρωση της χειροτονίας του από τον νέο πατριάρχη Νεόφυτο Β' , διότι η αντίδραση του κόμματος του Αθανασίου ήταν τόσο μεγάλη ώστε τον είχε φέρει σε πολύ δύσκολη θέση, με διαδόσεις ότι το συνοδικό γράμμα του πατριάρχη Ματθαίου Β' ήταν πλαστό. Ο Νεόφυτος έδωσε στον Βενιαμίν επικυρωτικό γράμμα και για τη δική του εκλογή και χειροτονία και για την καθαίρεση του Αθανασίου (Αύγουστος, 1602), τονίζοντας και την αυτονομία της κυπριακής Εκκλησίας.
Πιθανότατα η πεισματώδης αντίδραση του κόμματος του έκπτωτου αρχιεπισκόπου και του ιδίου του Αθανασίου, ήταν η κύρια αιτία της παραίτησης του Βενιαμίν στα 1604. Στα 1606 ο οικουμενικός πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, γράφοντας σε Κυπρίους κληρικούς, θεωρεί αντικανονικά εκλεγμένους και τον Αθανάσιο και τον Βενιαμίν και ζητεί επαναφορά της τάξης στην κυπριακή Εκκλησία.
Από όλα αυτά φαίνεται ότι, παρά τη διακήρυξη της αυτονομίας της κυπριακής Εκκλησίας από τον Νεόφυτο Β', στην ουσία αυτή δεν μπορούσε ακόμη τότε ν' αποφεύγει την εξάρτηση και προσφυγή της σε μεγάλες Εκκλησίες της περιοχής για βοήθεια και καθοδήγηση, χωρίς την οποία δεν μπορούσαν να λυθούν τα εσωτερικά ηθικά, κοινωνικά και εκκλησιαστικά προβλήματα.
Ο Αθανάσιος χαρακτηρίστηκε από τους εκκλησιαστικούς ιστορικούς ως «επιβάτης του θρόνου της Εκκλησίας της Κύπρου». Ήταν άνθρωπος χωρίς πνευματικά και ηθικά χαρίσματα, πείσμων και σκληρός. Ο άσχημος χαρακτήρας του, που εξωτερικευόταν με ποικίλους τρόπους, τον απέκλειε από κάθε πιθανότητα να γίνει αποδεκτός από το λαό, στον οποίο εξάλλου ποτέ δεν στηρίχτηκε, αλλά ούτε και να γίνει ανεκτός από τους εκκλησιαστικούς παράγοντες του τόπου. Ήταν ένας αρχιεπίσκοπος που όχι μόνο δεν πρόσφερε καμιά υπηρεσία στην Εκκλησία και στην Κύπρο γενικότερα, αλλά αντίθετα ταλαιπώρησε και την Εκκλησία και τον ίδιο τον λαό.
Πηγή: