Σημαντική εξέλιξη στο θέμα των αγνοουμένων αποτελεί η συμφωνία του προέδρου Γλαύκου Κληρίδη με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς στις 31 Ιουλίου 1997 παρουσία του εκπροσώπου του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο Γκούσταβ Φαϊσέλ. Στη συμφωνία, μεταξύ άλλων, τονιζόταν ότι έπρεπε να γίνουν σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα των οικογενειών των αγνοουμένων να πληροφορηθούν με πειστικό τρόπο για την τύχη των δικών τους. Τα δύο μέρη όρισαν εκπροσώπους για να διευθετήσουν την ανταλλαγή πληροφοριών για τόπους ταφής και όσων αποδειχθεί ο θάνατος να επιστραφούν τα λείψανά τους στους οικείους τους. Η πρώτη ανταλλαγή πληροφοριών για χώρους όπου είναι θαμμένοι Ελληνοκύπριοι, Ελλαδίτες και Τουρκοκύπριοι αγνοούμενοι έγινε τον Ιανουάριο του 1998. (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος-Αρχείο ΡΙΚ)
Τον Απρίλιο ο επίτροπος προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα, που εκπροσωπούσε τον πρόεδρο Κληρίδη για εφαρμογή της Συμφωνίας της 31ης Ιουλίου 1997 Τάκης Χριστόπουλος, συναντήθηκε με τον εκπρόσωπο της τουρκοκυπριακής πλευράς Ρουστέμ Τατάρ στην παρουσία του Γκούσταβ Φαϊσέλ για καθορισμό της διαδικασίας εκταφής λειψάνων. Η ελληνοκυπριακή πλευρά εισηγήθηκε να ζητηθεί η συνδρομή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού που είχε πείρα στον τομέα σε άλλες περιοχές του κόσμου (π.χ. πρώην Γιουγκοσλαβία) αλλά η τουρκοκυπριακή πλευρά απέρριψε την πρόταση. Η άρνησή της αποτέλεσε ουσιαστικά παραβίαση της Συμφωνίας της 31ης Ιουλίου του '97. Η τουρκοκυπριακή πλευρά απέρριψε επίσης πρόταση της ελληνοκυπριακής πλευράς να επιτραπεί σε διεθνή ομάδα επιστημόνων να προχωρήσει στην εκταφή εκείνων έστω των λειψάνων αγνοουμένων που είναι θαμμένοι στα κατεχόμενα και για τους οποίους στοιχεία έδωσαν οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι.
Η κυπριακή κυβέρνηση ( για την οποία το θέμα των αγνοουμένων αποτελεί ανέκαθεν ζήτημα ύψιστης προτεραιότητας λόγω του ανθρωπιστικού χαρακτήρα του) σε μια προσπάθεια επίτευξης προόδου προχώρησε μονομερώς σε εκταφές. Το καλοκαίρι του 1999 σε συνεργασία με τη μη κυβερνητική διεθνή οργάνωση «Γιατροί για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» (Physicians for Human Rights) διενήργησε εκταφές σε δύο κοιμητήρια στις ελεύθερες περιοχές (Στρατιωτικό Κοιμητήριο Λακατάμιας- Κοιμητήριο Κωνσταντίνου και Ελένης). Αναζητούνταν άτομα που σκοτώθηκαν κατά την τουρκική εισβολή και τάφηκαν ως άγνωστοι στρατιώτες. Τον Ιούλιο του 2001 εκτάφηκαν και αναγνωρίστηκαν στη συνέχεια με τη μέθοδο του DNA 115 άτομα. Τα 12 περιλαμβάνονται στις υποθέσεις που κατατέθηκαν στη ΔΕΑ, 18 στους φακέλους των 126 που δεν κατατέθηκαν, 79 αφορούσαν περιπτώσεις πεσόντων στρατιωτών και 6 γνωστές περιπτώσεις φονευθέντων πολιτών.
Η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας το Μάιο του 2000 αποφάσισε την ενημέρωση των οικογενειών των 126 αγνοουμένων οι υποθέσεις των οποίων δεν κατατέθηκαν στη ΔΕΑ, για τα στοιχεία των φακέλων και για τους λόγους της μη κατάθεσης. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του ιδίου χρόνου. Τον Ιούλιο του 2000 η Κυβέρνηση προχώρησε παράλληλα στη δημοσίευση του καταλόγου των ατόμων των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στα αρχεία της Υπηρεσίας Αγνοουμένων, ως άτομα των οποίων η τύχη εξακολουθεί να αγνοείται. Το Δεκέμβριο του 2002 εξάλλου δημοσιεύθηκε ο κατάλογος των φονευθέντων Ελληνοκυπρίων και Ελλαδιτών κατά το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974, τον οποίο ετοίμασε με εντολή του Υπουργικού Συμβουλίου, ειδική επιτροπή. Προχωρώντας ένα ακόμη βήμα η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Μάιο του 2003 δημοσίευσε τον κατάλογο των ονομάτων των Τουρκοκυπρίων αγνοουμένων.
Το Δεκέμβριο του 2002 η οργάνωση «Γιατροί για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» διενήργησε εκταφές στο χωριό Αλαμινός στην επαρχία Λάρνακας στη διάρκεια των οποίων εντοπίστηκαν λείψανα που σύμφωνα με μαρτυρίες ανήκουν σε Τουρκοκυπρίους, οι οποίοι σκοτώθηκαν τον Ιούλιο του 1974 σε ανταλλαγή πυρών με μονάδα της Εθνικής Φρουράς. Για την εξέλιξη ενημερώθηκαν τα Ηνωμένα Έθνη και η ΔΕΑ.
Ακόμη μια σημαντική εξέλιξη στο θέμα των αγνοουμένων καταγράφεται στις 19 Δεκεμβρίου 2003. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος έλαβε στις 3 Δεκεμβρίου επιστολή από το γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν με την οποία υπέβαλλε συγκεκριμένες εισηγήσεις για την περαιτέρω πορεία και το χειρισμό του θέματος των αγνοουμένων. Ανάλογη επιστολή εστάλη και στον Ραούφ Ντενκτάς. Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος αποδέχθηκε χωρίς καμιά επιφύλαξη τις εισηγήσεις του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών και εξέφρασε την ευχή ανάλογη στάση να τηρήσει και ο Ραούφ Ντενκτάς. Ο Κόφι Ανάν απέστειλε στη συνέχεια τόσο στον Πρόεδρο Παπαδόπουλο όσο και στον Ραούφ Ντενκτάς νέα επιστολή, τον Αύγουστο του 2004. Σε αυτή επαναλάμβανε τις εισηγήσεις του Δεκεμβρίου του 2003 και πρόσθετε νέες. Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας σε απαντητική επιστολή στις 10 Αυγούστου 2004 επανατόνισε ότι αποδέχεται τις εισηγήσεις του και επαναβεβαίωνε ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά θα πράξει ό,τι είναι δυνατόν για υλοποίησή της.
Ύστερα από σχεδόν πέντε χρόνια διακοπής, η ΔΕΑ συνήλθε στις 30 Αυγούστου του 2004. Οι εκπρόσωποι των δύο πλευρών επαναβεβαίωσαν πως αποτελεί απόλυτη δέσμευσή τους και τελικό στόχο τους να επιλύσουν το ανθρωπιστικό πρόβλημα των αγνοουμένων. Τον Οκτώβριο του 2004 η ΔΕΑ, ύστερα από σειρά συναντήσεων, ανακοίνωσε ότι είχε προχωρήσει σε κατ' αρχήν συμφωνία με τη διεθνή οργάνωση Inforce (Έδρα Ηνωμένο Βασίλειο) για να αναλάβει εκταφές στην Κύπρο. Για εφαρμογή του προγράμματος εκταφών και ταυτοποίησης των οστών το Ηνωμένο Βασίλειο ανακοίνωσε εισφορά 50.000 δολαρίων αρχικά και άλλων 45.000 στερλινών στη συνέχεια. Η κυβέρνηση της Γερμανίας πρόσφερε το ποσό των 100.000 ευρώ και του Βελγίου των 250.000
ευρώ.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω εξελίξεων, τα ΗΕ ανακοίνωσαν στις 14 Απριλίου 2006 την απόφασή τους να διορίσουν νέο τρίτο μέλος της ΔΕΑ. Το Συμβούλιο Ασφαλείας, στο ψήφισμα 1687/2006 που υιοθέτησε στις 15/6/2006, επανέλαβε την έκκλησή του «προς τα μέρη να εκτιμήσουν και αντιμετωπίσουν το ανθρωπιστικό θέμα των αγνοουμένων με τη δέουσα επιμονή και σοβαρότητα», καλωσόρισε δε «την επανάληψη των δραστηριοτήτων της ΔΕΑ από τον Αύγουστο του 2004, καθώς και τον διορισμό από τον Γενικό Γραμματέα του Τρίτου Μέλους».
Ο κ. Κριστόφ Ζιρό, Ελβετός υπήκοος, ο οποίος υπηρέτησε με τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό σε διάφορα μέρη του κόσμου, ανέλαβε επίσημα τα καθήκοντά του σε μια επίσημη τελετή, που έγινε στις 3 Ιουλίου 2006 στην κατοικία του Ειδικού Αντιπροσώπου του Γενικού Γραμματέα των ΗΕ κ. Μάικελ Μόλλερ, εντός της Ελεγχόμενης από τα Ηνωμένα Έθνη Περιοχής. Στην εκδήλωση παρέστη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Τάσσος Παπαδόπουλος και ο Τουρκοκύπριος ηγέτης κ. Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, οι οποίοι προέβησαν σε από κοινού έκκληση προς τη διεθνή κοινότητα για επείγουσες και γενναιόδωρες εισφορές στο έργο της Επιτροπής.
Η ΔΕΑ έχει ήδη πραγματοποιήσει αριθμό εκταφών, ενώ το νέο της ανθρωπολογικό εργαστήρι έχει ολοκληρωθεί και εξοπλιστεί και άρχισε τις αναλύσεις των λειψάνων που έχουν εκταφεί. Η επιστημονική εργασία εκτελείται υπό την καθοδήγηση της Αργεντινής διεθνούς ομάδας EAAF. Οι γενετικές αναλύσεις και η ταυτοποίηση των λειψάνων με τη μέθοδο DNA γίνονται στα εργαστήρια του Κυπριακού Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής.
Η Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει εκδηλώσει την υποστήριξή της στις προσπάθειες της ΔΕΑ, με χρηματοδότηση της Επιτροπής. Από τον Σεπτέμβριο του 2005, έχουν παραχωρηθεί στην ΔΕΑ περίπου 700,000 ευρώ, ενώ η Κυβέρνηση σχεδιάζει να αυξήσει ακόμα περισσότερο τη συνεισφορά της στα επόμενα χρόνια.
Γ. ΚΑΡΕΚΛΑΣ
Ε. ΑΡΓΥΡΟΥ