Αγγλοκρατία

Εκπαίδευση

Image

Σοβαρότατο πρόβλημα εκπαίδευσης υπήρχε κατά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας και το ποσοστό αναλφαβητισμού ήταν πολύ ψηλό. Το 1878, όταν κατέλαβαν οι Άγγλοι το νησί,  υπολογίζεται ότι λειτουργούσαν στην Κύπρο μόνο 83 σχολεία στοιχειώδους εκπαίδευσης κι απ' αυτά ελάχιστα μόνο στην ύπαιθρο. Σε ό,τι αφορούσε την ανώτερη εκπαίδευση, λειτουργούσαν σχολές μόνο στη Λευκωσία, Λεμεσό, Λάρνακα και Πάφο, ενώ μερικοί Κύπριοι μαθητές φοιτούσαν και σε ορισμένα ξένα σχολεία που λειτουργούσαν στη Λευκωσία και τη Λάρνακα. Εκπαίδευση παρεχόταν επίσης και σε μερικά μοναστήρια. Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, η εκπαίδευση γνώρισε αλματώδη ανάπτυξη. Χαρακτηριστικός είναι ο πιο κάτω πίνακας που δείχνει τον αριθμό των σχολείων στοιχειώδους εκπαίδευσης, από το 1878 μέχρι το 1910:

 

Χρόνος       Αρ. Σχολείων

1878                           83

1885                           176

1890                           223

1900                           264

1910                           322

 

Βέβαια, παρά την πρόοδο που δείχνουν οι αριθμοί του πιο πάνω πίνακα, πρέπει να λεχθεί ότι η παιδεία πολύ απείχε από του να θεωρείται ικανοποιητική. Στις αρχές του 20ού αιώνα, σύμφωνα με αγγλικούς υπολογισμούς, μόνο ένα ποσοστό γύρω στο 38% των παιδιών, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, φοιτούσαν σε σχολεία κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης. Το ποσοστό είναι πολύ χαμηλό, ιδιαίτερα για την μέση εκπαίδευση. Το 1901 φοιτούσαν στη μέση εκπαίδευση οι ακόλουθοι μαθητές:

Σχολή                                     Αριθμός μαθητών

Παγκύπριο Γυμνάσιο             200    

Ελλην. Σχολή Λάρνακας        90

Ελλην. Σχολή Λεμεσού           85

Ελλην. Σχολή Πάφου              24

Ελλην. Σχολή Αμμ/στου          20     

 

Το Παγκύπριο Γυμνάσιο στη Λευκωσία, που το 1893 αντικατέστησε την Ελληνική Σχολή της πόλης, στάθηκε το σπουδαιότερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κύπρου και ένα κεντρικό όργανο εθνικής παιδείας, αναγνωρίστηκε δε από το υπουργείο Παιδείας της Ελλάδος ως ισότιμο των αντίστοιχων ελληνικών σχολείων.

 

Το 1897 ιδρύθηκε ή, σωστότερα, προστέθηκε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και το Παγκύπριο Διδασκαλείο, που πρόσφερε 2ετή παιδαγωγική κατάρτιση στους αποφοίτους του Γυμνασίου, για να εργαστούν ως δάσκαλοι. Το 1906 αναγνωρίστηκαν από το ελληνικό υπουργείο και οι Σχολές Λεμεσού και Πάφου, που μετατράπηκαν σε ημιγυμνάσια, ενώ εκείνη της Λάρνακας μετατράπηκε, το 1911, σε Εμπορικό Λύκειο. Το 1912 ιδρύθηκαν οι σχολές Πεδουλά και Λεμύθου στα αντίστοιχα χωριά.

 

Οι Έλληνες μαθητές έπαιρναν ελληνική παιδεία, τα δε εκπαιδευτήρια ακολουθούσαν τα αναλυτικά προγράμματα των σχολείων της Ελλάδος. Παράλληλα, οι Τούρκοι μαθητές έπαιρναν τουρκική παιδεία. Τα ελληνικά και τουρκικά εκπαιδευτήρια συντηρούνταν από εισφορές των δυο αντίστοιχων κοινοτήτων, οι οποίες επιβαρύνονταν και με τη μισθοδοσία των δασκάλων και των καθηγητών. Καθηγητές έρχονταν στην Κύπρο από την Ελλάδα και την Τουρκία για να υπηρετήσουν στα σχολεία των δυο κοινοτήτων. Επανειλημμένες προσπάθειες των Άγγλων να θέσουν κάτω από τον έλεγχό τους την εκπαίδευση, προσέκρουσαν στην άμεση αντίδραση του λαού και, για τα ελληνικά εκπαιδευτήρια, της Εκκλησίας, η οποία είχε και την ευθύνη λειτουργίας τους. Ωστόσο, από το 1923 η ευθύνη για τη στοιχειώδη εκπαίδευση πέρασε στα χέρια της αποικιακής κυβέρνησης και οι δάσκαλοι έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι.

 

Κοινό συλλαλητήριο Ελλήνων και Μωαμεθανών

Μετά τον θάνατο του επόπτη της παιδείας Ιωσία Σπένσερ το 1901 η κυβέρνηση, παρά την επιθυμία των Κυπρίων να διοριστεί ένας Έλληνας και ένας Μωαμεθανός σαν επόπτες της παιδείας, διόρισε άλλον Άγγλο επόπτη, τον Φρανκ Νιούχαμ με αποτέλεσμα να εκδηλωθούν πολλές αντιδράσεις προς την απόφαση αυτή. Η σημαντικότερη απ' αυτές ήταν ένα συλλαλητήριο, που έγινε στη Λευκωσία στις 20 Οκτωβρίου του 1901, στο οποίο για πρώτη φορά από την κατάληψη της Κύπρου από τους Άγγλους το 1878 πήραν μέρος και Έλληνες και Μωαμεθανοί κάτοικοι του νησιού. Στο συλλαλητήριο εκείνο υψώθηκαν δίπλα η μια στην άλλη η ελληνική και η οθωμανική σημαία και μίλησαν εκ μέρους των Ελλήνων ο σχολικός επίτροπος και εθνικός αγωνιστής Νικόλαος Καταλάνος και εκ μέρους των Μουσουλμάνων ο Χατζή Χαφούζ Ζιάι εφέντης. Όπως αναφέρει ο Ν. Καταλάνος (Κυπριακόν Λεύκωμα «Ὁ Ζήνων», Έτος Α', Λευκωσία, 1914, σ. 279) «ἡ τόσον χαρακτηριστική καί πρωτοφανής αὕτη Ἑλληνοτουρκική σύμπραξις ἐν Κύπρῳ προὐξένησε φαίνεται βαθεῖαν καί δυσάρεστον ἐντύπωσιν εἰς τήν Κυβέρνησιν καί ἰδίᾳ εἰς τόν Ἀρμοστήν Σίρ Χαίϋνς Σμίθ, ὅστις ἔκτοτε κυρίως μετῆλθε πάντα τρόπον ὅπως ματαιώση τήν ὁμοφωνίαν ταύτην ἥτις θά τῷ παρεῖχε σπουδαῖα πράγματα ἐν τῷ Νομοθετικῷ».

 

Κατά την επόμενη χρονιά (1902) προτάθηκε από την κυβέρνηση ένα νομοσχέδιο για την παιδεία, σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση θα είχε το δικαίωμα να εγκρίνει τα σχολικά εγχειρίδια, με απώτερο σκοπό να περιορίζει την ανάπτυξη εθνικής συνείδησης και φρονήματος. Ο Χαφούζ Ζιάι, όπως και οι   Έλληνες βουλευτές, είχε ήδη αντιταχθεί σε μια τέτοια δικαιοδοσία της κυβέρνησης και η θέση του ήταν γνωστή. Για να προληφθεί και ματαιωθεί αρνητική εκ μέρους του ψήφος και συνταύτισή του με τους Έλληνες βουλευτές στο θέμα αυτό, εκδηλώθηκε οργανωμένος ψυχολογικός εκβιασμός εναντίον του από τους άλλους δύο Μουσουλμάνους βουλευτές, από τους Άγγλους επισήμους-μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου και από Μουσουλμάνους οχλαγωγούς, που είχαν καταλάβει τα θεωρεία της αίθουσας συνεδριάσεων του Νομοθετικού Συμβουλίου (της αίθουσας που διατηρείται, , μέχρι σήμερα στο ιστορικό κτίριο της Αρχιγραμματείας και χρησιμεύει ως γραφείο του υπουργού Εσωτερικών). Όπως μας αναφέρει ο Ν. Καταλάνος, ο Χαφούζ Ζιάι, παρά τις πιέσεις που δέχτηκε από τους πιο πάνω, βγήκε στον προθάλαμο· και προσευχήθηκε, για να πάρει μιαν απόφαση, που να είναι σύμφωνη με τη συνείδησή του. Όταν επανήλθε στη θέση του «ὠχρός, ἀλλ' εὐσταθής ὁ συνετώτερος καί πατριωτικώτερος τῶν Μωαμεθανῶν ἐν Κύπρῳ πολιτευτῶν ἐψήφισε κατά τοῦ νομοσχεδίου καί οὕτω ἀπήλλαξε τόν τόπον μεγάλων ἐνοχλήσεων» (ἔνθ' ἄν., σ.351).

 

Μετά τη στάση του αυτή, η αντίδραση των φανατικών Μουσουλμάνων εναντίον του έγινε περισσότερο έντονη και προκλητική, παρ' όλον ότι σε θέματα που σχετίζονταν με την οθωμανική «κληρονομιά» στη διοίκηση της Κύπρου και ιδιαίτερα στο ζήτημα του λεγόμενου «φόρου υποτελείας» η στάση του, άνκαι μετριοπαθής, διέφερε ριζικά από εκείνη των Ελλήνων. Η μετριοπάθεια που είχαν δείξει το 1899 ο Χαφούζ Ζιάι και οι Έλληνες βουλευτές δεν ήταν ανεκτή από τους φανατικούς Μουσουλμάνους το 1902. Το 1899 όταν έγινε συζήτηση στο Νομοθετικό Συμβούλιο για το σχέδιο απάντησης στην προσφώνηση του ύπατου αρμοστή στο Νομοθετικό Συμβούλιο, οι Έλληνες βουλευτές, όπως συνήθιζαν σε κάθε σύνοδο, προσπάθησαν να εισαγάγουν στην απάντηση μια παράγραφο, με την οποία ζητούσαν την κατάργηση του «υποτελικού φόρου», τον οποίο πολύ σωστά θεωρούσαν σαν τη μεγαλύτερη αιτία της οικονομικής αφαίμαξης και καθυστέρησης του νησιού από το 1878 και μετά. Οι Μουσουλμάνοι βουλευτές όμως -μεταξύ των οποίων και ο Χαφούζ Ζιάι -θεωρούσαν ότι η πληρωμή του φόρου εκείνου, που νόμιζαν ότι πήγαινε στον σουλτάνο (ενώ στην πραγματικότητα απορροφάτο από το αγγλικό θησαυροφυλάκιο για την πληρωμή χρεών του σουλτάνου στην Αγγλία και τη Γαλλία), αποτελούσε έναν «ἄρρηκτον δεσμόν» της Κύπρου με την Οθωμανική αυτοκρατορία και δεν έπρεπε να καταργηθεί. Ο Ζιάι βρήκε τρόπο, τροποποιώντας τη διατύπωση της απάντησης, να γίνει αποδεκτή και από τους Έλληνες βουλευτές.

 

Τον Ιούνιο του 1902 όμως οι αντιδράσεις εναντίον του Ζιάι, μετά τη στάση του στο θέμα των σχολικών βιβλίων, είχαν ενταθεί πολύ περισσότερο και εκδηλώθηκαν απειλητικές, όταν άρχιζε πάλι στο Νομοθετικό Συμβούλιο συζήτηση για τον «υποτελικό φόρο», και οι Έλληνες βουλευτές πρότειναν να τον πληρώνει η Αγγλία, όπως προνοούσε η Αγγλοτουρκική Σύμβαση της 4 Ιουνίου 1878, και όχι η Κύπρος. Τα θεωρεία του Νομοθετικού είχαν πάλι γεμίσει με Μουσουλμάνους φανατικούς, για να ασκήσουν πίεση πάνω στους ομόθρησκούς τους βουλευτές, ώστε να μη ταχθούν με το μέρος των Ελλήνων.

 

Ο Χαφούζ Ζιάι, όπως κατάγγειλε αργότερα στο Νομοθετικό Συμβούλιο, το βράδυ που είχε γίνει η συζήτηση στο Συμβούλιο για τον «υποτελικό φόρο», μέσα στο τέμενος της Αγίας Σοφίας στη Λευκωσία ένας φανατικός Μουσουλμάνος κατάγγειλε τον ίδιο και τον συνάδελφό του βουλευτή Δερβίς ότι συνεργάζονταν με τους Έλληνες για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Η καταγγελία εκείνη ήταν αφορμή για την πραγματοποίηση διαδήλωσης από πολλούς Μουσουλμάνους στους δρόμους της Λευκωσίας, στη διάρκεια της οποίας ακούστηκαν απειλές κατά της ζωής των δυο βουλευτών. Ο Χαφούζ Ζιάι κάλεσε την κυβέρνηση να ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον των υποκινητών των ενεργειών αυτών. Ο ύπατος αρμοστής απάντησε πως η αστυνομία εξέτασε την υπόθεση, αλλά δεν βρήκε ένοχους!

 

Όπως ήταν επόμενο, οι απειλές έφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι δυο Μουσουλμάνοι βουλευτές τάχθηκαν με τους Άγγλους επισήμους και καταψήφισαν την πρόταση των Ελλήνων συναδέλφων τους, που απέβλεπε στην κατάργηση του τεράστιου φόρου των £92.000 ετησίως, και θα ανακούφιζε σημαντικά όλους τους Κυπρίους φορολογουμένους.

 

Αντίθετη προς τους Έλληνες συναδέλφους του ήταν ύστερα από τα γεγονότα του 1902 και κατά την επόμενη σύνοδο του Νομοθετικού Συμβουλίου το 1903 η στάση του Χαφούζ Ζιάι. Στις 7 Μαιου 1903, όταν γινόταν πάλι συζήτηση στο Νομοθετικό Συμβούλιο για το σχέδιο απάντησης στην προσφώνηση του ύπατου αρμοστή, στην απουσία ενός Μουσουλμάνου βουλευτή και ενός Άγγλου επίσημου μέλους βρήκαν την ευκαιρία οι Έλληνες βουλευτές και ψηφίστηκε παράγραφος, με την οποία ζητούσαν την παραχώρηση προς τους Κυπρίους ευκαιριών μεγαλύτερης συμμετοχής στη διοίκηση, με σκοπό να ασκηθούν στην εφαρμογή των πολιτικών τους δικαιωμάτων, μέχρις ότου επιτευχθεί η εθνική αποκατάσταση της Κύπρου με την ένωσή της με την Ελλάδα. Ο Χαφούζ Ζιάι, που βρισκόταν στη συνεδρία, πρότεινε μια άλλη παράγραφο, με την οποία ζητούσε όπως η Κύπρος, όταν κάποτε εγκαταλειφθεί από την Αγγλία, επιστραφεί στον νόμιμο, όπως ανέφερε, κύριό της τον σουλτάνο. Η παράγραφος αυτή ψηφίστηκε μόνο από τον ίδιο και τον συνάδελφό του Ρατίμπ και απορρίφθηκε.

 

Ο Ν. Καταλάνος, γράφοντας στο Λεύκωμά του το 1913, χαρακτηρίζει τον Χαφούζ Ζιάι «συνετόν καί ἀληθῶς φιλόπατριν», ο οποίος «ἐγίνωσκε κάλλιστα νά διακρίνῃ τά ἐθνικά ἀπό τῶν τοπικῶν συμφερόντων καί νά ἐξυπηρετῇ ἀμφότερα κατά τόν ἄριστον δυνατόν τρόπον ὑπό τήν ξενοκρατίαν ἐν Κύπρῳ, δι' ὅ καί ἡ Κυβέρνησις διετέθη δυσμενέστατα πρός αὐτόν» (ἔνθ' ἀν. , σσ. 333-4).

 

Πηγή:

Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια 

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image