Η Οθωμανοκρατία είχε κληροδοτήσει στην περίοδο της Αγγλοκρατίας μια Κύπρο φτωχή και σε άθλια οικονομική κατάσταση. Οι φόροι που αναγκάζονταν να πληρώνουν οι Κύπριοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ήταν τόσοι πολλοί και τόσο υψηλοί, ώστε κατά την περίοδο της Οθωμανικής Κατοχής είχαν επανειλημμένα ενώσει τις δυνάμεις των Ελλήνων και των Τούρκων αγροτών σε κοινές εξεγέρσεις που, συνήθως, πνίγονταν στο αίμα. Ο τερματισμός της Οθωμανοκρατίας δεν τερμάτισε, ωστόσο, τη φορολογική καταπίεση και απομύζηση του κυπριακού λαού.
Βλέπε λήμμα: Αγροτική ζωή -Οικονομία
Πολλοί από τους φόρους που ίσχυαν κατά την προηγούμενη περίοδο, διατηρήθηκαν για αρκετά χρόνια και από τους Άγγλους, όπως για παράδειγμα ο φόρος της δεκάτης, ο φόρος απαλλαγής από τη στρατιωτική υπηρεσία, ο φόρος επαγγέλματος, ο φόρος ενοικίων. Αυτοί οι φόροι καταργήθηκαν σταδιακά, ενώ άλλοι, όπως η φορολογία της ακίνητης ιδιοκτησίας και η φορολογία στη μεταβίβασή της, διατηρήθηκαν. Επιβλήθηκαν ακόμα νέοι φόροι, όπως ο σχολικός, καθώς και έμμεσοι φόροι, που είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών και κατ' ακολουθίαν, αποτέλεσαν πλήγμα για τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις του λαού. Αν και ο φόρος εισοδήματος άρχισε να εισπράττεται στα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ωστόσο και χωρίς αυτόν η φορολογία εξακολουθούσε να είναι πολύ υψηλή και αποτέλεσε λόγο για σοβαρές διαμαρτυρίες, μαζί με την απαίτηση των Κυπρίων ν' απαλλαγούν από την παράλογη καταβολή φόρου υποτέλειας στο σουλτάνο.
Αυτός ο φόρος υποτέλειας, προβλεπόταν από τη συμφωνία του 1878: Αν και η Κύπρος μεταβιβάστηκε στην Αγγλία, ωστόσο η Κύπρος έπρεπε να πληρώνει ένα ετήσιο φόρο υποτέλειας στην Υψηλή Πύλη, που ανερχόταν στο τεράστιο για την εποχή ποσό των 92.799 λιρών. Το ποσό αυτό είχε υπολογιστεί με βάση το μέσο όρο του πλεονάσματος στις εισπράξεις επί των δημοσίων δαπανών κατά τα τελευταία πέντε χρόνια της Οθωμανικής Κατοχής. Το ποσό αναλογούσε σε αναγκαστική εισφορά μισής λίρας (10 σελινιών) για κάθε Κύπριο, άντρα, γυναίκα και παιδί, αφού ο συνολικός πληθυσμός ανερχόταν τότε στις 186.000 κατοίκους. Στην πραγματικότητα, το τεράστιο ετήσιο αυτό ποσό που αφαίμασσε την Κύπρο, ουδέποτε δόθηκε στο σουλτάνο, αλλά το κατακρατούσε η Αγγλία για αποπληρωμή ενός ομολογιακού αγγλογαλλικού δανείου που είχε πάρει η Τουρκία το 1855 για τις ανάγκες της κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο (1853- 1856). Το παράλογο της αφαίμαξης αυτής διαπίστωσε κι ο ίδιος ο Γουΐνστον Τσέρτσιλ, όταν επισκέφθηκε την Κύπρο το 1907 και δήλωσε στο Λονδίνο πως ...δεν υπάρχει θέαμα πιο μισητό από την καταπίεση μιας μικρής κοινότητας από μια μεγάλη δύναμη με σκοπό το χρηματικό κέρδος...
Γεγονός είναι ότι ο Τσέρτσιλ εργάστηκε για την κατάργηση αυτής της άδικης φορολογίας. Από το 1907 κι ύστερα, η Αγγλία κατέβαλλε στους αγγλογάλλους ομολογιούχους ένα ετήσιο ποσό 50.000 λιρών κι η επιβάρυνση προς τους Κυπρίους κατήλθε στις 42.800 λίρες ετησίως, ενώ από το 1927 κι ύστερα η φορολογία αυτή τερματίστηκε κι αντικαταστάθηκε με μια άλλη, ύψους 10.000 λιρών ετησίως, ως συνεισφορά στην «αυτοκρατορική άμυνα».
Για να αντιληφθεί καλύτερα κανένας τι σήμαινε για τη φτωχή Κύπρο η καταβολή αυτού του φόρου υποτελείας που ανερχόταν στο ύψος των 92.799 λιρών Αγγλίας ετησίως, είναι αρκετό να ρίξει μια ματιά στα ποσά των δημοσίων εσόδων και των δημοσίων δαπανών εκείνης της περιόδου. Κατά την 5ετία 1879 - 1883, τα δημόσια έσοδα ήταν 170.315 λίρες και τα δημόσια έξοδα 125.371 λίρες. Κατά την 5ετία 1884- 1888, τα αντίστοιχα ποσά ήταν 165.251 και 111.848 λίρες. Την επόμενη 5ετία, ήταν 190.716 και 111.143 λίρες.
Κατά την ίδια περίοδο, το εξωτερικό εμπόριο της Κύπρου παρουσίαζε την ακόλουθη εικόνα:
Περίοδος | Εισαγωγές | Εξαγωγές |
---|---|---|
1879-1883 | £311.127 | £253.014 |
1884-1888 | £311.432 | £261.339 |
1889-1893 | £287.524 | £382.264 |
1894-1898 | £272.288 | £281.190 |
1899-1903 | £340.243 | £311.978 |
Η Κύπρος ήταν και παρέμεινε καθόλη την περίοδο της Αγγλοκρατίας γεωργική, βασικά, χώρα, με κύρια προϊόντα τα δημητριακά, τα εσπεριδοειδή, τα χαρούπια, το κρασί (αν και η παραγωγή του παρουσίαζε πολλά προβλήματα στις αρχές του 20ου αιώνα), το μαλλί, το μετάξι και σε λιγότερες ποσότητες τον καπνό και το βαμβάκι. Κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας, ωστόσο, επισημάνθηκε ο ορυκτός πλούτος της Κύπρου κι άρχισε η εκμετάλλευση, κυρίως του αμίαντου και του χαλκοπυρίτη.
Η αγγλική διοίκηση, παρά το ότι δεν επένδυε σε έργα ανάπτυξης το σύνολο των εσόδων από τους πόρους του νησιού κι από τη βαριά φορολογία, ωστόσο επιτέλεσε αξιόλογο έργο σε διάφορους τομείς, όπως εκείνο της αποτελεσματικής καταπολέμησης των ασθενειών που μάστιζαν τον τόπο (όπως η μαλάρια), της αποτελεσματικής καταπολέμησης της ακρίδας που προκαλούσε μεγάλες ζημιές (αν και για αρκετά χρόνια μετά την εξολόθρευση της ακρίδας οι Κύπριοι εξακολουθούσαν να επιβαρύνονται με ειδικό φόρο) και σε έργα υποδομής. Αποξηράνθηκαν διάφορα έλη που αποτελούσαν εστίες μολύνσεων, μερικές εκτάσεις αναδασώθηκαν, κατασκευάστηκαν αντιπλημμυρικά έργα, ενώ προωθήθηκε με γοργό ρυθμό η δημιουργία ικανοποιητικού οδικού δικτύου. Ενώ το 1878 υπήρχε ένας μόνο αμαξιτός δρόμος (συνέδεε τη Λευκωσία με τη Λάρνακα), μέχρι το 1904 είχε συμπληρωθεί ένα οδικό δίκτυο που κάλυπτε ολόκληρη την Κύπρο, από την Καρπασία μέχρι το Τρόοδος και την Πάφο. Από το 1905 άρχισε να λειτουργεί σιδηρόδρομος μεταξύ Αμμοχώστου-Λευκωσίας-Μόρφου. Λιμάνι κατασκευάστηκε στην Αμμόχωστο, ενώ λειτούργησαν και ταχυδρομικές, τηλεγραφικές και άλλες υπηρεσίες. Ακόμα, καθιερώθηκαν τακτικές ατμοπλοϊκές επικοινωνίες με το εξωτερικό, ενώ άρχισε και ο σταδιακός ηλεκτροφωτισμός των πόλεων και της υπαίθρου. Η κατασκευή μικρών υδατοφρακτών και διαφόρων αρδευτικών έργων ακολούθησε, ενώ αργότερα, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, ιδρύθηκε η Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα, ταυτόχρονα με την εμφάνιση και λειτουργία των πρώτων βιομηχανιών, όπως ένα μεταξουργείο (απασχολούσε 190 εργάτες), έξι καπνοβιομηχανίες (με 450 εργάτες), πέντε βυρσοδεψεία (με 180 εργάτες), κεραμουργεία, αλευρόμυλοι, γυψοποιεία, καθώς και εργοστάσια οινοπνευματωδών ποτών.
Από την αρχή του 20ου αιώνα διαφάνηκαν και οι μεγάλες δυνατότητες τουριστικής αξιοποίησης της Κύπρου και η τουριστική βιομηχανία άρχισε να λειτουργεί με επίκεντρο τα ορεινά θέρετρα του νησιού, όπως οι Πλάτρες.
Η ανάπτυξη είχε αρχίσει, αλλά προχωρούσε με αργό ρυθμό. Ένας Άγγλος αρχιγραμματέας που υπηρέτησε στην Κύπρο την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, σε σχετικό περί Κύπρου βιβλίο του (εκδ. 1918) περιγράφει ως εξής την κατάσταση του Κύπριου αγρότη: ... Η αγροτική ζωή στην Κύπρο κατά τον 20ό αιώνα, ελάχιστα διαφέρει απ' ό,τι αυτή υπήρξε κατά τις προηγούμενες χιλιετηρίδες. Τα πλίνθινα σπίτια, τα λιθόστρωτα αλώνια, τα πρωτόγονα γεωργικά εργαλεία, αναπολούν το ζοφερό παρελθόν, τις μέρες του πρώιμου πολιτισμού...
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια