Αγγειοπλαστική

Ρωμαϊκά αγγεία: 50 π.Χ.- 330 μ.Χ.

Image

Κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής περιόδου, ένας μεγάλος αριθμός πήλινων αγγείων αντικαθίσταται από τα γυάλινα αγγεία. Από τα λιγοστά πήλινα, ο επικρατέστερος τύπος είναι τα ερυθρά αγγεία με στιλπνό επίχρισμα, που είναι γνωστά ο' όλη τη Ρωμαϊκή επικράτεια σαν terra sigillata. Ο όρος terra sigillata —«γη σφραγισμένη»— αποδίδεται στον ερυθρωπό πηλό, που, ύστερα από ειδική επεξεργασία, γινόταν κατάλληλος για διακοσμητικές σφραγίδες ή αποτυπώματα. Με τα σφραγιστά αυτά διακοσμητικά, αφηρημένα σχήματα χαρακτηρίζονται όλα σχεδόν τα κυπριακά ρωμαϊκά αγγεία του τύπου αυτού, που τα κυριότερα σχήματά τους είναι οι πρόχοι, τα κύπελλα και οι λύχνοι.

 

Εκτός από τα λίθινα και τα πήλινα αγγεία, στους διάφορους αρχαιολογικούς χώρους και τα νεκροταφεία βρέθηκαν και αρκετά αγγεία από ασήμι, χαλκό, αλάβαστρο και φαγεντιανή, που χρονολογούνται από την Εποχή του Χαλκού μέχρι και το τέλος των πρωτοχριστιανικών χρόνων.

 

Τα μετάλλινα αγγεία περιλαμβάνουν χάλκινα και ασημένια κύπελλα, συνήθως άωτα με κυλινδρικές βάσεις, οινοχόες, λέβητες και δίσκους. Μοναδικό στο είδος του είναι το περίφημο ασημένιο κύπελλο με διχαλωτή λαβή, του δέκατου τέταρτου αιώνα π.Χ., με ένθετη ή εμπίεστη διακόσμηση βουκρανίων, λωτών και ροδάκων από χρυσάφι και νίελο, που βρέθηκε σ' έναν από τους μυκηναϊκούς τάφους της Έγκωμης Αμμοχώστου. Άλλα ασημένια και χάλκινα κύπελλα του έβδομου αιώνα π.Χ., με εγχάρακτη ή εμπίεστη διακόσμηση κυπρο-φοινικικής τεχνοτροπίας, συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα στα μετάλλινα αγγεία, που κοσμούν το Κυπριακό Μουσείο. Στις αρχές του έβδομου αιώνα π.Χ. υπάγεται και ο πελώριος χάλκινος λέβητας, πάνω σε σιδερένιο τριποδικό βάθρο, που βρέθηκε στο δρόμο ενός από τους μνημειώδεις χτιστούς τάφους της Σαλαμίνος. Γύρω από το χείλος του λέβητα υπάρχουν οχτώ ολόγλυφες προτομές γρυπών και τέσσερις προτομές διπρόσωπων σειρήνων ανατολικής τεχνοτροπίας. Πολύ σημαντικοί θεωρούνται επίσης και οι ασημένιοι δίσκοι, από τον θησαυρό της Λάμπουσας- Λαπήθου, των πρωτοχριστιανικών χρόνων, με έκτυπες παραστάσεις από τη ζωή του Δαβίδ.

 

Τα γυάλινα αγγεία χωρίζονται σε τέσσερις τύπους: Τα πολύχρωμα, τα αγγεία από μωσαϊκό γυαλί, τα αγγεία από χυτό γυαλί και τα αγγεία από φυσητό γυαλί.

 

Τα πολύχρωμα γυάλινα αγγεία είναι χειροποίητα και αποτελούνται από ένα μονόχρωμο πυρήνα, συνήθως υπόλευκο ή κυανό, καλυμμένο από διάφορα άλλα χρώματα, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν το κίτρινο, το πράσινο, το μαύρο και το καστανό. Τα πρώτα λιγοστά δείγματα χρονολογούνται στο δωδέκατο αιώνα π.Χ. και τα κατώτερα ποιοτικά, στους ελληνιστικούς χρόνους. Τα συνηθέστερα σχήματα είναι τα μικρά κύπελλα και οι αμφορίσκοι.

 

Τα αγγεία από μωσαϊκό γυαλί εμφανίζονται κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων και είναι κυρίως μικρά κύπελλα και προχοΐσκες, κατασκευασμένα από συμπαγή μικροσκοπικά και πολύχρωμα πλακίδια γυαλιού.

 

Τα αγγεία από χυτό γυαλί, μέσα σε ειδικά καλούπια, παρουσιάζονται στους ελληνιστικούς χρόνους σε χρυσοκίτρινο ή κυανοπράσινο χρώμα και τα σχήματά τους περιορίζονται στα μικρά κύπελλα με ραβδωτές επιφάνειες.

 

Στις αρχές του δεύτερου αιώνα π.Χ. κατασκευάζονται τα πρώτα γυάλινα αγγεία με τη μέθοδο του φυσητήρα, που ανέτρεψε τη χειροποίητη και χυτή μέθοδο υαλουργίας. Τα νέα αγγεία από φυσητό γυαλί κυριαρχούν σ' ολόκληρη τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων και σταδιακά εκτοπίζουν όλα σχεδόν τα μικρά πήλινα αγγεία. Τα κυριότερα σχήματα είναι τα μικροσκοπικά ραδινά μυροδοχεία και οι προχοΐσκες σε χρώμα υπόλευκο, βαθυκύανο, βαθυπράσινο, χρυσοκίτρινο, ροδαλό και καστανό. Τα περισσότερα αγγεία έχουν λείες επιφάνειες, μερικά είναι κοσμημένα με εγχάρακτες γραμμές και άλλα με ανάγλυφα, φανταστικά και αφηρημένα σχήματα. Το κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα των γυάλινων ρωμαϊκών αγγείων είναι ο «ιριδισμός», ένας θαυμάσιος συνδυασμός των χρωμάτων της ίριδας πάνω στην επιφάνεια του αγγείου, που είναι το φυσικό αποτέλεσμα της οξείδωσης και αποσύνθεσης του γυαλιού, ύστερα από τη συνεχή και πολύχρονη παραμονή του μέσα στο υγρό χώμα.

 

Τα αλαβάστρινα αγγεία είναι κατασκευασμένα από εγχώριο κιτρινωπό, αδιαφανές, αλάβαστρο ή από νεφελωτό, διαφανές, υπόλευκο, αιγυπτιακό αλάβαστρο. Τα περισσότερα απ' αυτά, κυρίως τα μικρά αρωματικά δοχεία και οι αμφορείς, είναι εισαγμένα από την Αίγυπτο, τη Συρία και την Παλαιστίνη. Από τα εκθέματα του Κυπριακού Μουσείου, μια μεγάλη αλαβάστρινη λεκάνη χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, μερικά μικρά αγγεία ανάγονται στους μυκηναϊκούς χρόνους, άλλα στους ελληνιστικούς και άλλα στους ρωμαϊκούς χρόνους.

 

Τα αγγεία από φαγεντιανό πηλό είναι μικρά κύπελλα, ρυτά, οινοχοΐσκες και αρύβαλλοι, που προέρχονται κυρίως από τάφους των μυκηναϊκών χρόνων. Τα σημαντικότερα απ' αυτά βρέθηκαν στους τάφους της Έγκωμης και του Κιτίου. Το αντιπροσωπευτικότερο δείγμα, είναι το μοναδικό στο είδος του κωνικό ρυτό του δέκατου τρίτου αιώνα π.Χ., που βρέθηκε σ' έναν από τους τάφους του Κιτίου. Το εξαιρετικό αυτό ρυτό είναι κατασκευασμένο από βαθυκύανη φαγεντιανή και η επιφάνειά του, που είναι ολόκληρη καλυμμένη από σμάλτο, χωρίζεται σε τρεις διακοσμητικές ζώνες με διαδοχικές παραστάσεις ζώων, κυνηγιού ταύρων και σπειρών.