Τα βασίλεια της επαρχίας Λευκωσίας , μαζί με τους γνωστούς βασιλιάδες τους, ήσαν:
Α) Βασίλειο των Σόλων. Γνωστοί βασιλιάδες του ήσαν:
1. Sillu (7ος π.Χ. αιώνας)
2. Κυπράνωρ (6ος π.Χ. αιώνας)
3. Αριστόκυπρος (6ος π.Χ. αιώνας)
4. Φιλόκυπρος (6ος/5ος π.Χ. αιώνας)
5. Στασίας (4ος π.Χ. αιώνας)
6. Πασικράτης (περίπου 331-312 π.Χ.)
Β) Βασίλειο της Ταμασσού. Γνωστοί βασιλιάδες του ήσαν:
1. Ατμεσού (7ος π.Χ. αιώνας)
2. Πασίκυπρος (4ος π.Χ. αιώνας)
Γ) Βασίλειο του Ιδαλίου. Γνωστοί βασιλιάδες του ήσαν: 1. Χαλκάνωρ (οικιστής)
2. Ακέστωρ (7ος π.Χ. αιώνας)
3. Άγνωστος βασιλιάς (περίπου 535-525 π.Χ.
4. Κι[...] (περίπου 520-495/90 π.Χ.)
5. Κρα[...] (περίπου 490-480 π.Χ.)
6. Ονασαγόρας (5ος π.Χ. αιώνας)
7. Φιλόκυπρος (5ος π.Χ. αιώνας)
8. Στασίκυπρος (5ος π.Χ. αιώνας)
Κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα το βασίλειο του Ιδαλίου υποδουλώθηκε στο βασίλειο του Κιτίου που βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Φοινίκων, οπότε οι Φοίνικες βασιλιάδες του Κιτίου κυριαρχούσαν και επί του Ιδαλίου μέχρι το 312 π.Χ. οπότε καταργήθηκαν τα βασίλεια της Κύπρου από τον Πτολεμαίο Α' τον Λάγου, βασιλιά της Αιγύπτου, ένα των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Δ) Βασίλειο της Λήδρας (των Λεδρών). Γνωρίζουμε ένα μόνο βασιλιά του, τον Ονασαγόρα (7ος π.Χ. αιώνας).
Ε) Βασίλειο των Χύτρων. Γνωστοί βασιλιάδες του ήσαν:
1. Χύτρος (οικιστής)
2. Πυλαγόρας (7ος π.Χ. αιώνας)
Από τα βασίλεια αυτά, εκείνο των Σόλων βρισκόταν στη δυτική περιοχή της επαρχίας Λευκωσίας, με έδρα την πόλη των Σόλων στον κόλπο της Μόρφου. Το βασίλειο της Ταμασσού ή Ταμασού βρισκόταν στην κεντρική Κύπρο, με έδρα την πόλη της Ταμασσού στην περιοχή του χωριού Πολιτικόν. Το βασίλειο του Ιδαλίου βρισκόταν επίσης στην κεντρική Κύπρο, επί του ποταμού Γιαλιά, στην περιοχή του χωριού Δάλι. Το βασίλειο των Λεδρών βρισκόταν επίσης στην κεντρική Κύπρο, με πρωτεύουσα τις Λέδρες, τη σημερινή Λευκωσία. Τέλος, το βασίλειο των Χύτρων βρισκόταν βορειότερα, με πρωτεύουσά του την πόλη των Χύτρων, στην περιοχή της σημερινής Κυθρέας. Για λεπτομέρειες για το κάθε ένα από τα βασίλεια αυτά, βλέπε στα ανάλογα λήμματα. Εδώ σημειώνουμε ότι σημαντικότερο από τα πέντε ήταν το βασίλειο των Σόλων, προπύργιο του Ελληνισμού, ενώ για μερικά άλλα οι υπάρχουσες πληροφορίες είναι πενιχρές επειδή δεν έχουν γίνει στις περιοχές όπου βρίσκονταν μεγάλης κλίμακας ανασκαφές, αλλά κι επειδή οι φιλολογικές αναφορές περί αυτών στις αρχαίες πηγές είναι μηδαμινές.
Γνωρίζουμε πάντως ότι οι Φοίνικες του Κιτίου, που είχαν κυριαρχήσει και επί του Ιδαλίου τον 5ο π.Χ. αιώνα, επεξέτειναν την κυριαρχία τους και επί του βασιλείου της Ταμασσού κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα, όταν ο βασιλιάς της Ταμασσού Πασίκυπρος πούλησε το βασίλειό του στον βασιλιά του Κιτίου Πουμιάθωνα. Ωστόσο Φοίνικες κατοικούσαν στην Ταμασσό, που φημιζόταν για τα χαλκούχα μεταλλεία της, από πολύ παλαιότερα. Κατά τον 5ο-4ο π.Χ. αιώνα οι Φοίνικες είχαν κυριαρχήσει και στο βασίλειο της Λαπήθου, στο οποίο πιθανώς ανήκε και μικρό τμήμα της επαρχίας Λευκωσίας. Τα βασίλεια των Λεδρών και των Χύτρων δεν αναφέρεται ότι είχαν συνεχίσει να υπάρχουν ως βασίλεια (αν και οι οικισμοί υφίσταντο) μετά τον 7ο π. Χ. αιώνα. Ο Χύτρος, ιδρυτής της πόλης των Χύτρων, δεν μαρτυρείται βέβαια από επιγραφές, όπως ούτε κι ο Χαλκάνωρ, ιδρυτής της πόλης του Ιδαλίου. Τους μοναδικούς βασιλιάδες των Χύτρων (Πυλαγόρας) και των Λεδρών (Ονασαγόρας) που γνωρίζουμε από επιγραφή, μνημονεύει το γνωστό «πρίσμα» του Εσσαρχαδώνος, του 7ου π.Χ. αιώνα. Από το ίδιο «πρίσμα» γνωρίζουμε και τους βασιλιάδες Ακέστωρα του Ιδαλίου, Ατμεσού της Ταμασσού και Sillu των Σόλων. Την εποχή εκείνη η Κύπρος βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Ασσυρίων και οι πιο πάνω βασιλιάδες πλήρωναν φόρους υποτελείας, όπως και οι βασιλιάδες των λοιπών κυπριακών βασιλείων που μνημονεύονται στο «πρίσμα».
Πέραν τούτων, θα πρέπει ν' αναφερθεί ότι δυο από τα βασίλεια, εκείνα των Σόλων και της Ταμασσού, ήλεγχαν τα σημαντικά μεταλλεία που υφίσταντο στις περιοχές τους, και που ασφαλώς τους απέφεραν σημαντικά κέρδη.
Οι Σόλοι, πόλη όχι μόνο προνομιούχα εξαιτίας των μεταλλείων που είχε υπό τον έλεγχό της αλλά κι επειδή ήταν παραθαλάσσια — η μόνη από τις γνωστές πόλεις της επαρχίας Λευκωσίας κατά τους Ιστορικούς χρόνους — θα πρέπει να επιδιδόταν και σε σοβαρές εμπορικές δραστηριότητες που προϋπέθεταν και ποικίλες άλλες σχέσεις με τον έξω κόσμο και ιδίως τον ελληνικό κόσμο, σχέσεις πνευματικές, πολιτικές και πολιτιστικές. Στην ίδια περιοχή, εξάλλου, αναφέρεται ότι προϋπήρχε η Αίπεια, κτίσμα των Αχαιών αποίκων υπό τον Δημοφώντα. Σύμφωνα προς την παράδοση, την Αίπεια αντικατέστησαν οι Σόλοι που πήραν το όνομα του μεγάλου Αθηναίου νομοθέτη Σόλωνος ο οποίος και τους είχε επισκεφθεί. Η επίσκεψη του Σόλωνος είναι ενδεικτική των στενών σχέσεων της πόλης αυτής της Κύπρου με την Ελλάδα.
Οι υπόλοιπες πόλεις, στο εσωτερικό της επαρχίας, όπως και οι διάφοροι άλλοι μικρότεροι οικισμοί, ήσαν κυρίως γεωργοκτηνοτροφικού χαρακτήρα εκτός από την Ταμασσό, που επί πλέον, εκμεταλλευόταν τα μεταλλεύματα που βρίσκονταν στη δική της περιοχή. Έτσι, οι πόλεις αυτές δεν είχαν τις ευκαιρίες και τα πλεονεκτήματα των παραθαλασσίων πόλεων της αρχαίας Κύπρου και δεν έφθασαν ποτέ στο σημείο ν' αποκτήσουν την αίγλη της Σαλαμίνος, την ευμάρεια του Κιτίου, τη φήμη της Πάφου, τη λαμπρότητα του Κουρίου. Ούτε το Ιδάλιον, ούτε οι Λέδρες (που ήταν μικρός οικισμός) ούτε οι Χύτροι αναφέρεται ότι είχαν ποτέ διαδραματίσει κάποιο αποφασιστικό ρόλο στις κυπριακές εξελίξεις, όπως οι μακρόχρονοι αγώνες κατά των Περσών. Γενικότερα μιλώντας, μπορούμε να πούμε ότι κατά την Αρχαιότητα άκμασαν όλες σχεδόν οι παραθαλάσσιες περιοχές της Κύπρου (λόγω και του νησιώτικου χαρακτήρα της) κι όχι η ενδοχώρα. Το εσωτερικό του νησιού άρχισε ν' αναπτύσσεται αρκετά πιο ύστερα, κατά τα Βυζαντινά χρόνια, και συγκεκριμένα κατά τον 7ο μ.Χ. αιώνα και ύστερα, οπότε άρχισαν οι αραβικές επιδρομές που κράτησαν τρεις αιώνες. Οι επιδρομές αυτές κατέστρεψαν όλους σχεδόν τους παραθαλάσσιους οικισμούς κι ανάγκασαν τους κατοίκους τους ν' αποσυρθούν προς τα ενδότερα, αναζητώντας ασφάλεια. Η επαρχία της Λευκωσίας, που μόνο ελάχιστη παραθαλάσσια έκταση έχει (κόλπος της Μόρφου), θα αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία αργότερα, όταν θα διαφοροποιηθούν εντελώς οι συνθήκες.
Ωστόσο δεν πρέπει να υποτιμηθεί εντελώς ο ρόλος των διαφόρων οικισμών στο εσωτερικό του νησιού, αφού και οι γεωργοκτηνοτροφικές δραστηριότητες ήσαν σημαντικές. Γι’ αυτό και δεν είναι εντελώς παράδοξο το ότι συναντούμε την παρουσία και Φοινίκων (λαού κατ' εξοχήν ναυτικού) που ήταν εγκατεστημένοι στο εσωτερικό του νησιού, όπως για παράδειγμα στην Ταμασσό. Την επίδρασή τους βρίσκουμε και σ' άλλα μέρη, όπως στο αγροτικό ιερό στο Μένοικον (6ος π.Χ. αιώνας) όπου λατρευόταν ο θεός Βάαλ - Αμμάν.
Αντίθετα από τις πόλεις στο εσωτερικό, η πόλη των Σόλων είχε διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο σε καταστάσεις όπως οι πόλεμοι με τους Πέρσες, υπέστη δε πολύμηνη πολιορκία και καταστροφή από τους Πέρσες κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 499 π.Χ. της οποίας ηγετική μορφή ήταν ο Ονήσιλος της Σαλαμίνος. Όταν υπέκυψε ύστερα από σκληρή πολιορκία πέντε μηνών, η πόλη των Σόλων όχι μόνο τιμωρήθηκε σκληρά από τους Πέρσες αλλά ετέθη και υπό συνεχή επιτήρηση. Προς τούτο, κτίστηκε σε κορφή λόφου, που δεσπόζει της περιοχής, το ανάκτορο στο Βουνί που επανδρώθηκε και με φρουρά. Την επίβλεψη των Σόλων ανέλαβε ο φιλοπέρσης βασιλιάς του Μαρίου (Πόλη Χρυσοχούς).
Ακολούθησαν οι ελληνικές προσπάθειες απελευθερώσεως της Κύπρου από τον περσικό ζυγό, με αποστολές στρατευμάτων που διεξήγαγαν επιχειρήσεις, όπως η αποστολή του Λακεδαιμονίου Παυσανία* με 50 πλοία το 478 π.Χ. (του συνόδευαν και οι Αθηναίοι Αριστείδης και Κίμων), η αποστολή του Αθηναίου Χαριτιμίδη* με 200 πλοία το 459-8 π.Χ. και η αποστολή του Αθηναίου Κίμωνος* με 200 επίσης πλοία το 450 π.Χ. Όλες οι προσπάθειες είχαν πρόσκαιρες μόνο επιτυχίες. Ωστόσο ο Αισχύλος, στην τραγωδία του Πέρσαι, αναφέρει τις πόλεις της Κύπρου που είχαν απελευθερωθεί, μεταξύ δε αυτών και τους Σόλους:
...κυπρίας τε πόλεις,
Πάφον ἠ δέ Σόλους Σαλαμῖνά τε...
Δεν αναφέρεται να είχε κτυπήσει ο Κίμων τους Σόλους. Γνωρίζουμε όμως ότι πρώτα απ' όλα είχε πλήξει κι απελευθερώσει το Μάριον, οπότε αυτομάτως θα πρέπει να είχαν απαλλαγεί και οι Σόλοι από την κηδεμονία του. Ο νέος βασιλιάς του Μαρίου, ο Στασίοικος, θα πρέπει να ήταν εκείνος που τροποποίησε τότε τον ρόλο του ανακτόρου στο Βουνί, δίνοντας ακόμη και στο ίδιο το κτίριο νέα μορφή ελληνικού (μυκηναϊκού) ρυθμού εις βάρος του μέχρι τότε ανατολικού ρυθμού του. Στο Βουνί έχει επίσης ανευρεθεί και ναός αφιερωμένος στην Αθηνά, θεότητα κατ' εξοχήν ελληνική που λατρευόταν και στο Ιδάλιον και αλλού (ο ναός της στο Ιδάλιον καταστράφηκε από τους Φοίνικες το 470 π.Χ.).
Έτσι, αν και οι ελληνικές στρατιωτικές επιχειρήσεις του 5ου π.Χ. αιώνα δεν πέτυχαν την τελική απαλλαγή της Κύπρου από τον περσικό ζυγό, διαφοροποίησαν ωστόσο την κατάσταση. Και οι Σόλοι, όπως και το Μάριον, γίνονται προπύργια του Ελληνισμού όπως αποδεικνύεται και από τα διάφορα ευρήματα στα οποία κυριαρχεί το ελληνικό πνεύμα αλλά και διαφαίνονται οι πυκνές σχέσεις των πόλεων αυτών με την Ελλάδα (μεταξύ των ευρημάτων αναφέρουμε αγγεία από την Αττική, ελληνικές επιγραφές, επιτύμβιες στήλες από πεντελικό μάρμαρο, ελληνικές ονομασίες, αγάλματα σε ελληνικούς ρυθμούς κλπ.). Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στη Σαλαμίνα βέβαια, καθώς και σε άλλες πόλεις του νησιού, ακόμη και στην Ταμασσό (από την Ταμασσό προέρχεται και μια αριστουργηματική χάλκινη κεφαλή του θεού Απόλλωνος, γνωστή με την ονομασία Chatsworth, των μέσων του 5ου π.Χ. αιώνα, που βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο). Ο Απόλλων διέθετε πολλούς ναούς και τεμένη στην Κύπρο, μεταξύ δε άλλων και στο Μερσινάκι (μεταξύ Σόλων και Βουνιού), όπου βρέθηκαν και αφιερώματα στην Αθηνά. Ναός της Αθηνάς υπήρχε και στην Κακοπετριά, όπου λατρεύθηκε και ο Ηρακλής. Η Ταμασσός και το Ιδάλιον λάτρευαν ιδιαίτερα και την Αφροδίτη, ενώ ευρήματα με καταφανείς τις ελληνικές επιδράσεις βρέθηκαν και σε ιερό στην Ποταμιά (κοντά στο Ιδάλιον).
Μετά και τη μεγάλη προσπάθεια του Ευαγόρα, βασιλιά της Σαλαμίνος, να απαλλάξει την Κύπρο από τον περσικό ζυγό αλλά και να την συνενώσει υπό το δικό του σκήπτρο, προσπάθεια που επίσης απέτυχε, η περσική κυριαρχία συνεχίστηκε μέχρι και την προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ανατολή.
Οι Κύπριοι βασιλιάδες της τότε εποχής, περιλαμβανομένου ακόμη και του Φοίνικα βασιλιά του Κιτίου, συντάχθηκαν με το μέρος του Αλεξάνδρου προς τον οποίο πρόσφεραν και στρατιωτική βοήθεια που του φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη στην πολιορκία και άλωση της Τύρου. Στην επαρχία της Λευκωσίας αναφέρεται ένα μόνο βασίλειο αυτή την εποχή, εκείνο των Σόλων. Δεν υφίσταντο εκείνα των Λεδρών και των Χύτρων, ενώ βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του Κιτίου εκείνα του Ιδαλίου και της Ταμασσού. Ο βασιλιάς των Σόλων Πασικράτης* πήρε μέρος προσωπικά ο ίδιος στη μάχη της Τύρου, μαζί με τον Πνυταγόρα* της Σαλαμίνος και τον Ανδροκλή* της Αμαθούντος.
Ο φιλέλληνας βασιλιάς των Σόλων Πασικράτης αναφέρεται ότι ήταν πιθανότατα εκείνος που είχε ιδρύσει πόλη ονομαζόμενη Αλεξάνδρεια* στην Κύπρο, για να τιμήσει τον σύμμαχο και φίλο του Αλέξανδρο. Δεν είναι γνωστό πού ακριβώς βρισκόταν αυτή ἡ Ἀλεξάνδρεια ἡ ἐν Κύπρῳ, πιστεύεται όμως ότι είχε κτιστεί στη δυτική Κύπρο. Εξάλλου ο γιος του βασιλιά Πασικράτη, ο Νικοκλής*, είχε ακολουθήσει τον Αλέξανδρο στα βάθη της Ασίας, όπως αναφέρει ο Αρριανός.
Ο Αλέξανδρος επέτρεψε στους Κυπρίους βασιλιάδες να διατηρήσουν τα βασίλειά τους στο νησί και την αυτονομία τους, αλλά επέβαλε μερικές ανακατατάξεις. Μια απ' αυτές ήταν η απόδοση της Ταμασσού και των μεταλλείων της στον βασιλιά της Σαλαμίνος Πνυταγόρα.
Τα κυπριακά βασίλεια αναμείχθηκαν ενεργά στις διενέξεις μεταξύ των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, υποστηρίζοντας άλλα τον ένα και άλλα τον άλλο. Γι’ αυτό όταν την Κύπρο κέρδισε τελικά ο Πτολεμαίος Α', κύριος και βασιλιάς της Αιγύπτου, κατάργησε τον θεσμό των βασιλείων το 312 π.Χ. κι ενέταξε την Κύπρο, ως ενιαίο χώρο, στο βασίλειό του. Άρχισε τότε η ακόμη μεγαλύτερη άνοδος της Πάφου, που βρισκόταν πλησιέστερα προς την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου — έδρα των Πτολεμαίων βασιλιάδων — η οποία κι έγινε πρωτεύουσα του νησιού. Τον τίτλο της πρωτεύουσας διατήρησε και κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια η Πάφος, ενώ κατά την Πρωτοβυζαντινή εποχή πρωτεύουσα έγινε για λίγο η Αμαθούς και τελικά τον επίζηλο τίτλο κέρδισε η Αμμόχωστος - Κωνσταντία. Η Κύπρος ήταν τότε διαιρεμένη σε τέσσερις επαρχίες: Σαλαμινία, Λαπηθία, Αμαθουσία και Παφία. Η σημερινή επαρχία της Λευκωσίας ανήκε τμηματικά και στις τέσσερις εκείνες επαρχίες.
Κατά τα Πρωτοβυζαντινά χρόνια υφίσταντο ακόμη οι πόλεις των Σόλων, της Ταμασσού και των Χύτρων, που απετέλεσαν κι επισκοπικές έδρες. Οι Λέδρες αναφέρονται ως μικρός αγροτικός οικισμός, που αναπτύχθηκε όμως κι έγινε επισκοπική έδρα, ενώ το Ιδάλιον παρακμάζει από τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Από τότε, ή λίγο αργότερα, θα αρχίσει ν' αναπτύσσεται και η Μόρφου, στην οποία βρέθηκε μικρή τρίκλιτη βασιλική που χρονολογείται στον 6ο μ.Χ. αιώνα. Προγενέστερες είναι οι βασιλικές στην Ταμασσό (Αγ. Ηρακλείδιος) και στους Σόλους. Η βασιλική των Σόλων, η μεγαλύτερη τρίκλιτη βασιλική που ανασκάφηκε στην Κύπρο, καταστράφηκε κατά τις αραβικές επιδρομές του 7ου μ.Χ. αιώνα που έπληξαν και την ίδια την πόλη, όπως και όλους σχεδόν τους άλλους παραθαλάσσιους οικισμούς της Κύπρου, από την Πάφο και το Κούριον μέχρι τη Σαλαμίνα - Κωνσταντία, την Καρπασία και τη Λάπηθο - Λάμπουσα. Από τις αραβικές επιδρομές καταστράφηκε και η Μόρφου, της οποίας η βασιλική (στην εκκλησία του Αγίου Μάμαντος) ξανακτίστηκε. Στις Λέδρες (Λευκωσία) εντοπίστηκαν δυο βασιλικές του 6ου αιώνα, ενώ μια τρίτη εντοπίστηκε κοντά στην Αγλαντζιά.
Σε μερικές περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια των αραβικών επιδρομών του 7ου-10ου μ.Χ. αιώνα, οι επιδρομείς βάδισαν και στο πεδινό εσωτερικό της Κύπρου (επαρχίες κυρίως της Λευκωσίας και της Αμμοχώστου) προκαλώντας πολλές καταστροφές και συλλαμβάνοντας χιλιάδες αιχμαλώτους που σε μια περίπτωση (το 911-913) τους ακολούθησε μέχρι τη Βαγδάτη ο υπέργηρος τότε επίσκοπος Χύτρων Δημητριανός*, πετυχαίνοντας τελικά την απελευθέρωση όσων είχαν επιβιώσει.
Κατά τους τρεις αιώνες των αραβικών επιδρομών πολλοί οικισμοί (πόλεις και χωριά) παρήκμασαν κι εγκαταλείφθηκαν οριστικά (αναφέρουμε την πρωτεύουσα Κωνσταντία, το Κούριον, τους Σόλους, τη Λάμπουσα), ενώ νέοι οικισμοί ιδρύθηκαν στα ενδότερα του νησιού. Από την εποχή αυτή αρχίζει ν' αναπτύσσεται περισσότερο το ημιορεινό και ορεινό τμήμα της Κύπρου, μεγάλο τμήμα του οποίου εμπίπτει στην επαρχία της Λευκωσίας. Η ίδρυση νέων μοναστηριών μετά την επανάκτηση της Κύπρου από τους Βυζαντινούς όταν αυτοί κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν οριστικά τον αραβικό κίνδυνο τον 10ο αιώνα, συνέβαλε επίσης σημαντικά στην ανάπτυξη του εσωτερικού της Κύπρου. Μεταξύ των μοναστηριών, μερικά από τα γνωστότερα βρίσκονται στην επαρχία της Λευκωσίας: ο Κύκκος, η Παναγία του Μαχαιρά, ο Άγιος Ηρακλείδιος, ο Άγιος Μάμας της Μόρφου, η Παναγία του Άρακος στα Λαγουδερά, ο Άγιος Ιωάννης Λαμπαδιστής στον Καλοπαναγιώτη κ.ά.
Ο σημαντικότερος όμως σταθμός στην εξέλιξη του εσωτερικού της επαρχίας και της κεντρικής Κύπρου, ήταν η επιλογή της Λευκωσίας ως νέας πρωτεύουσας της Κύπρου από τους Βυζαντινούς, μετά την εκδίωξη των Αράβων τον 10ο αιώνα ή και λίγο πιο πριν. Η επιλογή αυτή δεν ήταν βέβαια τυχαία αλλά βασίστηκε στα νέα δεδομένα: ως ευρισκόμενη στην κεντρική Κύπρο, η νέα πρωτεύουσα πρόσφερε καλύτερες δυνατότητες διοίκησης αλλά και προστατευόταν καλύτερα από τους εξωτερικούς κινδύνους διότι βρίσκεται σε αρκετή απόσταση από τις ακτές ενώ από τη βόρεια θάλασσα (την πλησιέστερη) διαχωρίζεται από τη δύσβατη οροσειρά του Πενταδάκτυλου. Η Λευκωσία δεν διέθετε βέβαια λιμάνι, αλλά υπό τις νέες συνθήκες, κι ενταγμένη σε μια μεγάλη αυτοκρατορία ως μικρή μόνο επαρχία, η Κύπρος δεν είχε τώρα τόσο αυξημένες ναυτικές ανάγκες. Ήταν, εξάλλου, τώρα περισσότερο χρήσιμη ως μεγάλος σιτοβολώνας και, γενικότερα, ως γεωργοκτηνοτροφική επαρχία, παρά ως εμπορική και ναυτική δύναμη όπως ήταν κατά την Αρχαιότητα. Το εμπόριο δεν ήταν βέβαια ευκαταφρόνητο, αλλά η ιδιαίτερα μεγάλη ακμή του θα έλθει λίγο αργότερα, όταν η Κύπρος υπό την κυριαρχία των Φράγκων, θα καταστεί ο μεγάλος διαμετακομιστικός σταθμός στις θαλάσσιες εμπορικές οδούς της Ανατολικής Μεσογείου.
Έκτοτε η Λευκωσία παρέμεινε ως πρωτεύουσα της Κύπρου, διατηρώντας τον τίτλο της και κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας (1191-1489) και κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (1489-1570) και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (1570-1878) και κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας (1878-1960) και μετά την ανεξαρτησία ως σήμερα.
Μεγάλη ακμή γνώρισε η Λευκωσία κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, οπότε κοσμήθηκε με λαμπρά οικοδομήματα, ναούς, ανάκτορα, μέγαρα και πύργους. Το πιο αξιόλογο σωζόμενο δείγμα της ακμής εκείνης, είναι σήμερα ο καθεδρικός ναός της Αγίας Σοφίας που δεσπόζει της εντός των τειχών παλαιάς πόλης (τζαμί μετά την τουρκική κατάκτηση του 1570).
Οι Λουζινιανοί βασιλιάδες έδρευαν στη Λευκωσία, ενώ η επαρχία ήταν διαχωρισμένη σε πολλά βασιλικά και ιδιωτικά φέουδα. Εξοχικό παλάτι των Λουζινιανών υπήρχε στην Ποταμιά, ενώ πολλά πεδινά και ορεινά χωριά της επαρχίας αποτελούσαν βασιλικά κτήματα. Η Μόρφου ήταν ιδιωτικό φέουδο, όπως και πολλοί άλλοι οικισμοί, στην δε περιοχή της αναπτύχθηκε η καλλιέργεια του ζαχαροκάλαμου που συνεχίστηκε και κατά την περίοδο της βενετικής κατοχής. Βασιλικό κτήμα ήταν η Άλωνα όπως και η Λεύκα, ενώ η γειτονική Πεντάγυια ήταν έδρα του ομώνυμου διαμερίσματος. Το Ακάκι ανήκε στη γνωστή οικογένεια των Ιβελίνων. Το Γούρρι ανήκε επίσης σε οικογένεια της οποίας πήρε το όνομα, ενώ η Δευτερά και το Μιτσερό ήσαν ιδιοκτησία των ιπποτών του τάγματος του Αγίου Ιωάννη όπως και το Καμπί. Ιδιωτική ιδιοκτησία αποτελούσε η Ευρύχου, όπως και η Κοράκου, ενώ ο Λαζανιάς διασώζει το επίθετο των Λουζινιανών βασιλιάδων της Κύπρου στους οποίους κι ανήκε. Στη βασιλική οικογένεια ανήκε και η Λακατάμια, ενώ το Μένοικο ήταν ιδιοκτησία της γνωστής οικογένειας των ντε Γιβλέτ. Η Νήσου ήταν βασιλικό φέουδο που αργότερα περιήλθε στην ιδιοκτησία ενός ευγενούς. Ο Στρόβολος ήταν επίσης βασιλικό κτήμα με εξοχικό βασιλικό παλάτι, ενώ το Φικάρδου διασώζει το επίθετο του ευγενούς στον οποίο ανήκε. Τέλος η Ψημολόφου ανήκε στους Ναΐτες ιππότες και περιήλθε πιο ύστερα στην κατοχή των Ιωαννιτών.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η σημερινή επαρχία της Λευκωσίας περιλαμβανόταν διοικητικά σε διάφορα διαμερίσματα (κατηλλίκια) στα οποία ήταν διαχωρισμένη η Κύπρος και των οποίων ο αριθμός δεν ήταν σταθερός καθόλη τη διάρκεια της περιόδου. Σύμφωνα προς τα στοιχεία που δίνει ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός, τον 18ο αιώνα η Κύπρος ήταν διαχωρισμένη σε τέσσερις επαρχίες και δεκαεπτά κατηλλίκια. Οι επαρχίες ήσαν: Λευκωσίας, Πάφου, Λάρνακας και Κερύνειας. Η επαρχία της Λευκωσίας χωριζόταν σε τέσσερα κατηλλίκια: Μεσαορίας, Αμμοχώστου - Καρπασίας, Ορεινής και Κυθρέας. Η επαρχία, συνεπώς, επεκτεινόταν περιλαμβάνοντας την Αμμόχωστο και ολόκληρη την Καρπασία, ενώ άλλες περιοχές της αποτελούσαν τμήματα των επαρχιών Λάρνακας, Κερύνειας και Πάφου. Η περιοχή Μόρφου - Πεντάγυιας - Λεύκας εντασσόταν στην επαρχία της Κερύνειας.
Περί τα μέσα του 19ου αιώνα η εικόνα ήταν διαφορετική: η Κύπρος παρουσιαζόταν χωρισμένη σε 12 επαρχίες (εκτός της πρωτεύουσας Λευκωσίας), αρκετές από τις οποίες περιελάμβαναν εκτάσεις της σημερινής επαρχίας Λευκωσίας, όπως οι επαρχίες Λεύκας, Μόρφου, Μεσαορίας, Κυθρέας, Ορεινής - Τηλλυρίας (με πρωτεύουσες, αντιστοίχως, τις Λεύκα, Μόρφου, Βατιλή, Κυθρέα, Λυθροδόντα).
Κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας η Κύπρος ήταν διαχωρισμένη σε έξι επαρχίες (Λευκωσίας, Λάρνακας, Αμμοχώστου, Λεμεσού, Πάφου και Κερύνειας), με διαφορετικό όμως διαχωρισμό απ' ό,τι κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας και σήμερα. Η επαρχία της Λευκωσίας ήταν διαχωρισμένη σε τρία διαμερίσματα (καζάδες ή κατηλλίκια): της Λευκωσίας, της Ορεινής και της Κυθρέας. Λεπτομερέστερα βλέπε στο λήμμα κατηλλίκι.
Η διοικητική διαίρεση του νησιού στις έξι επαρχίες όπως υφίστανται σήμερα, διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας.
Α. ΠΑΥΛΙΔΗΣ