Μια σημαντική επαναστατική μορφή της Κύπρου, της περιόδου της Φραγκοκρατίας, που ηγήθηκε σοβαρής εξέγερσης Κυπρίων αγροτών και χωρικών δουλοπάροικων κατά των Φράγκων κυριάρχων, κι είχε φριχτό θάνατο στη Λευκωσία επί ημερών του βασιλιά Ιανού (1398 -1432).
Βασική πηγή για τον ρήγα Αλέξη (ή ρε Αλέξη) και το κίνημά του είναι ο Λεόντιος Μαχαιράς, που λέει ότι αυτός «ἦτον ἀγελάρχης τοῦ ἐφφίκιου τῆς τζάμπρας τοῦ ρηγός, πάροικος ἀπέ τό χωργιόν τῆς Κατωμηλίας», που ήταν πιθανώς το σημερινό χωριό Μια Μηλιά, κοντά στη Λευκωσία, ή η Μηλιά Αμμοχώστου. Την λέξη «ἀγελάρχης ἢ ἀελάρχης» που χρησιμοποιεί ο Μαχαιράς για το επάγγελμα του Αλέξη στην υπηρεσία του βασιλιά Ιανού, την αποδίδουν οι Σακελλάριος και Σάθας ως ταχυδρόμο κι ο Ντώκινς, στην αγγλική απόδοση του κειμένου την μεταφράζει ως courier = αγγελιοφόρος. Έχουμε, λοιπόν, συγκεντρωμένα στην πάρα πάνω φράση του Μαχαιρά μερικά στοιχεία για τον Αλέξη: ήταν χωριάτης, και μάλιστα δουλοπάροικος, καταγόταν από το χωριό Κατωμηλιά και βρισκόταν στην υπηρεσία του βασιλιά σαν μέλος του σώματος των αγγελιοφόρων του. Στη θέση αυτή φαίνεται πως είχε υπηρετήσει μέχρι το 1426, χρονιά σοβαρότατων γεγονότων στην Κύπρο. Τη χρονιά αυτή είχαν εισβάλει στο νησί από την Αίγυπτο οι Σαρακηνοί (Μαμελούκοι), είχαν κατανικήσει το στρατό του βασιλιά Ιανού σε μεγάλη μάχη στη Χοιροκοιτία, είχαν μάλιστα πιάσει αιχμάλωτο και τον ίδιο τον βασιλιά, κι είχαν λεηλατήσει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού, περιλαμβανομένης της Λευκωσίας. Τον ίδιο χρόνο είχε εκδηλωθεί και το κίνημα του Αλέξη, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε, όπως φαίνεται, το χάος και την αποδιοργάνωση του βασιλείου, που ακολούθησε την ήττα στη Χοιροκοιτία, τις λεηλασίες των Σαρακηνών και την απουσία αυτού τούτου του βασιλιά Ιανού, που είχε μεταφερθεί αιχμάλωτος στο Κάιρο, απ' όπου επέστρεψε τον επόμενο χρόνο, αφού εξαγόρασε την ελευθερία του.
Ο Μαχαιράς, γράφοντας για τα γεγονότα που ακολούθησαν την εισβολή των Σαρακηνών, λέει: «Καί ἂνταν ἐπῆγεν τό παράνομον φουσάτον [τῶν Σαρακηνῶν], ἐσηκώθησαν τά σπιτία τούς λάς, καί ἐποῖκαν κούρση καί φόνους πολλούς˙ ὁμοίως ἓνας σορδάτος τοῦ ρηγός ὀνόματι Σφόρτζα ἐκούρτζεψεν ὃσον ἒσσωννεν, καί ἒθελε νά κράτησῃ τήν ἀφεντίαν μέ τούς Σπανιόλιδες εἰς τήν Πάφον. Ἒβαλαν οἱ χωργιάτες καπετάνον εἰς τήν Λεύκαν, ἂλλον καπετάνον εἰς τήν Λεμεσόν, ἂλλον εἰς τήν Ὀρεινήν, καί εἰς τήν Περιστερόναν ἂλλον, καί εἰς τοῦ Μόρφου καπετάνον, καί εἰς τό Λευκόνικον ρήγαν Ἀλέξην, καί ὃλοι οἱ χωργιάτες ἐδόθησαν εἰς τήν 'πόταξίν του˙ καί ἀννοῖξαν τές ἀποθῆκες καί ἐκουβαλοῦσαν τά κρασία τους καλοπίχερους, ἓτεροι ἐπαῖρναν τό ψουμίν ἀπό τ' ἀλώνια, ἂλλοι τά ζαχάριτα καί τά προδέλοιπα πράγματα τούς καλούς λᾶς...»
Ο Λεόντιος Μαχαιράς που, ας σημειωθεί, αφηγείται εδώ γεγονότα σύγχρονά του, ο ίδιος μάλιστα ήταν παρών στη μάχη της Χοιροκοιτίας ενώ ο αδελφός του Πέτρος Μαχαιράς είχε πάρει μέρος στην καταστολή του κινήματος του ρήγα Αλέξη, είναι λιγόλογος μεν αλλά σαφής: το κίνημα του λαού εκδηλώθηκε αφού αναχώρησε από το νησί το «παράνομον φουσάτον», και τούτο θα πρέπει να ήταν οργανωμένο αλλά και θα πρέπει να είχε ευρεία απήχηση στις μάζες, αφού οι επαναστάτες κατόρθωσαν να θέσουν υπό τον έλεγχό τους μεγάλο μέρος της Κύπρου, περιλαμβανομένων και σημαντικών αστικών και αγροτικών κέντρων, και να διορίσουν δικούς τους διοικητές στη Μόρφου, Λεμεσό, Λεύκα, Περιστερώνα, Ορεινήν και, βέβαια, στο Λευκόνοικο. Στο Λευκόνοικο βρισκόταν, όπως φαίνεται, το αρχηγείο του Αλέξη, ο οποίος ανακηρύχθηκε από τους επαναστάτες βασιλιάς (ρήγας), «καί ὃλοι οἱ χωργιάτες ἐδόθησαν εἰς τήν 'πόταξίν του». Φαίνεται ότι η επανάσταση είχε επιβληθεί στην ύπαιθρο. Όσο για τις πόλεις με την ισχυρή οχύρωση και τις δυνατές φρουρές, η μεν Αμμόχωστος δεν ανήκε τότε στο βασίλειο της Κύπρου αλλά ήταν ήδη κατειλημμένη από τους Γενουάτες από το 1373, η Κερύνεια ήταν πολύ ισχυρή και σ' αυτήν είχαν καταφύγει οι ευγενείς από πριν, όταν οι Μαμελούκοι έφθασαν μέχρι τη Λευκωσία, η Λεμεσός βρισκόταν ήδη στα χέρια των επαναστατών, κι η Πάφος είχε κι αυτή καταληφθεί από κάποιον Σφόρτζα, Ιταλό μισθοφόρο, ο οποίος ήθελε να δημιουργήσει εκεί δικό του βασίλειο με τη βοήθεια Ισπανών και μερικών Κυπρίων. Δεν είναι σαφές αν και η Λευκωσία, που λίγο πιο πριν είχε καταληφθεί και λεηλατηθεί από τους Μαμελούκους, είχε πέσει κι αυτή στα χέρια των επαναστατών.
Θα πρέπει, βέβαια, να δόθηκαν μάχες μεταξύ επαναστατών και Φράγκων κυριάρχων, όμως οι πηγές απέφυγαν να δώσουν λεπτομέρειες. Ο Στέφανος Λουζινιανός, ο Φλώριος Βουστρώνιος, ο Αμάτι, προτίμησαν ν' αγνοήσουν την επανάσταση των χωρικών και δούλων, ακόμη κι ο Μαχαιράς που ήταν Κύπριος αλλά στην υπηρεσία των Φράγκων, δεν δίνει πολλές λεπτομέρειες, αντίθετα, ονομάζει τους επαναστάτες κλέφτες, καταραμένους, ανθρώπους που διέπραξαν «κούρση καί φόνους πολλούς... καί πολλά κακά ἐποίκασιν, καί ὁ θεός δέν τά 'βάσταξεν». Ο Μαχαιράς διηγείται μόνο δυο περιπτώσεις βίας, κατά τις οποίες οι επαναστάτες συνέλαβαν στη Λεύκα ένα Αρμένη ιππότη που τον σκότωσαν και «ἐδυναστέψαν» και τη γυναίκα του, όπως επίσης συνέλαβαν και τον φρέ Σαλαμούς, Λατίνο επίσκοπο, που τον λήστεψαν, τον έδειραν και τον ντρόπιασαν. Μιλά όμως και για το άνοιγμα των αποθηκών που πρέπει να βρίσκονταν στα μεγάλα τσιφλίκια των αρχόντων, από τις οποίες πήραν τα κρασιά, τα σιτηρά, τη ζάχαρη και όλα τα άλλα. Μιλά ακόμη ο Μαχαιράς για «φουσάτον τοῦ ρε Ἀλέξη», δηλαδή για στράτευμα, πράγμα που φανερώνει ότι το κίνημα είχε καλά οργανωθεί κι οι επαναστάτες είχαν οργανώσει δικό τους στρατό.
Οι Φράγκοι κυρίαρχοι, προκειμένου να καταστείλουν την επανάσταση του Αλέξη, επιστράτευσαν τον «φρέ Ἂγγελον τοῦ Σπιταλλίου», δηλαδή τον αρχηγό του ομώνυμου Τάγματος των Ιωαννιτών που έδρευε στην Κύπρο, καθώς και τον «Ἀντωνίε τα Μιλᾶ» (Μιλάνο), πράγμα που φανερώνει ότι ζητήθηκε ξένη βοήθεια, συνεπώς η επανάσταση είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε από μόνες τους οι δυνάμεις του βασιλείου δεν ήταν σε θέση να την αντιμετωπίσουν. Εξάλλου η επανάσταση δεν πνίγηκε στο αίμα παρά μόνο ύστερα από 10 περίπου μήνες. Γράφει ακόμη ο Μαχαιράς: «Γροικώντα ὁ γαρδηνάλλης τές ἀπιστίες καί κακά τά ἐπολομοῦσαν οἱ κλέφτες καί χωργιάτες, ὠρδινίασεν κουβερνούρην τόν σίρ Πατή τε Νόρες τόν μαριτζᾶν τῶν Ἱεροσολύμων, καί τόν σίρ Χαρρήν τε Ζιπλέτ, τόν Περρήν Μαχαιρά τόν βαχλιώτην τοῦ ρηγός, μέ φουσάτον, καί ἦλθαν καί ἐπιάσαν τήν Λευκουσία. Καί ἐδιαλάλησεν πᾶσα ἂνθρωπος νά κάτζῃ φρόνιμα καί νά πολομοῦν τές δουλεῖες τους, ὡς γοιόν ἦσαν μαθημένοι, καί τινάς μηδέν τορμήσῃ νά ποίσῃ καμίαν ἀγανάκτησιν, ἀπάνω εἰς τό κορμίν του.»
Ο «γαρδηνάλλης» (καρδινάλιος) ήταν ο Ούγος ντε Λουζινιάν, αδελφός του αιχμάλωτου βασιλιά Ιανού, που διόρισε κυβερνήτη τον Μπατίν ντε Νόρες για αντιμετώπιση των επαναστατών με το στράτευμα του βασιλείου και με τη βοήθεια Ευρωπαίων ηγεμόνων, που καταθορυβήθηκαν επειδή θεώρησαν τις εξελίξεις στην Κύπρο σαν κακό παράδειγμα προς μίμηση στη φεουδαρχική Ευρώπη. «Καί ἐπῆγαν καί ηὗραν τούς καπετάνους τοῦ Μόρφου καί τῆς Λεύκας καί ἓτερους», που πρέπει να τους νίκησαν στη μάχη με την υπεροπλία και την πείρα τους περί τα πολεμικά, «καί τούς μέν ἐφουρκίσαν [=απαγχόνισαν], τούς δέ ἒκοψαν τές μοῦττες τους, καί ἂλλοι ἐφύγαν καί ἒπαψεν ἡ κακοσύνη τούς καταραμένους χωργιάτες. Καί ...ἐποίκασιν κρίσες [=δίκες] ...καί ἑτέρ' ἐπιάσαν τόν ρέ Ἀλέξην καί ἐφέραν τόν εἰς τήν Λευκωσίαν καί ἐκρεμμάσαν τον εἰς τήν φούρκαν τῇ δευτέρᾳ εἰς τάς ιβ' μαγίου, αυκζ' Χριστοῦ» (12 Μαϊου 1427), την ίδια μέρα που έφθασε στη Λευκωσία η είδηση πως ο βασιλιάς Ιανός, που είχε στο μεταξύ αφεθεί ελεύθερος, είχε αφιχθεί από την Αίγυπτο στην Πάφο.
Η σύλληψη
Όπως αναφέρει ο Μαχαιράς στις 12 Μαΐου 1427, ο ηγέτης της επανάστασης συνελήφθη από Ιωαννίτες ιππότες και μεταφέρθηκε στη Λευκωσία. Εκεί βασανίζεται απάνθρωπα και σχεδόν ξεψυχισμένος διαπομπεύτηκε στους δρόμους της Λευκωσίας. Στην αυλή του παλατιού οι ευγενείς έχουν συγκεντρωθεί για να «απολαύσουν» το θέαμα. Οι Φράγκοι απαγχονίζουν τον Ρε Αλέξη σε μια συκαμινιά.
Η κυπριακή και ελλαδική ιστοριογραφία δεν έχει ως τώρα ερευνήσει αρκετά και σε βάθος την προσωπικότητα του ρε Αλέξη και την εποχή του, καθώς και τα αίτια και την φύση των αντιδράσεων των διαφόρων κοινωνικών τάξεων του κυπριακού λαού στο κίνημά του. Σ' αυτό φταίει σε κάποιο βαθμό και η πενιχρότητα των σχετικών πηγών. Όσοι έγραψαν για το θέμα (Α. Σακελλάριος, Κ. Σπυριδάκις, Κ. Γραικός, G. Hill, και λοιποί) περιορίστηκαν στα εξωτερικά μάλλον γνωρίσματα της εξέγερσης, που εντάσσει την Κύπρο στον κύκλο των χωρών του εσχάτου Μεσαίωνα που είχαν σοβαρά επαναστατικά κοινωνικά κινήματα, προς τα οποία πρέπει να συγκριθεί το κίνημα του ρε Αλέξη δομικά και κοινωνιολογικά. Η πιο αξιόλογη, ίσως, ανάλυση και εκτίμηση του κινήματος έγινε από τον Βούλγαρο ιστορικό Peter Tivchev, σε σειρά εργασιών του, στις οποίες ορθά παρατηρεί ότι ο Λ. Μαχαιράς αν και εκφράζει την εθνική και θρησκευτική συνείδηση του ορθόδοξου κυπριακού ελληνισμού υπό ξένη κατοχή, εντούτοις λόγω της συνεργασίας του ιδίου και της τάξεώς του προς το ξένο καθεστώς, στο ειδικό θέμα της εξέγερσης του ρε Αλέξη δεν μπόρεσε να ξεφύγει από την ταξική τοποθέτησή του και το αντιμετώπισε εχθρικά. Αντίθετα, ο Κ. Σπυριδάκις περιορίζοντας το κοινωνικό νόημα του κινήματος το θεωρεί περισσότερο εθνικό παρά κοινωνικό, ασφαλώς υπερβάλλοντας τα ιστορικά δεδομένα.
Ο Ρε Αλέξης είναι σίγουρο ότι αποτελεί μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα της ιστορίας της Κύπρου όπως τονίστηκε και σε φιλολογικό μνημόσυνο για τον Κύπριο επαναστάτη στις 11 Μαίου 2019.