Η παλαιά μεσαιωνική πόλη της Αμμοχώστου περικλείεται σε δυνατά τείχη και οχυρωματικά έργα που καλύπτουν, με τα σημερινά δεδομένα, μια μικρή σχετικά έκταση, συνολικού εμβαδού περί τα 490 εκτάρια. Τα τείχη αυτά έχουν σχήμα σχεδόν τραπεζοειδές με την ανατολική πλευρά να αντικρίζει τη θάλασσα και το λιμάνι, το οποίο και προστατευόταν. Πιστεύεται ότι στα χρόνια των Βυζαντινών υπήρχε στην περιοχή ένα μικρό φρούριο για την προστασία του λιμανιού. Το φρούριο αυτό κατεδαφίστηκε όταν, κατά την πρώτη περίοδο της δυναστείας των Λουζινιανών, έγινε η οχύρωση της πόλης και κτίστηκαν τα τείχη.
Σύμφωνα προς περιγραφές περιηγητών, στα χρόνια της Φραγκοκρατίας η Αμμόχωστος διέθετε, μετά το 1300, ισχυρότατες οχυρώσεις. Ο Ουίλλιαμ Όλτενμπουργκ, που επεσκέφθη την Αμμόχωστο στα 1211, την χαρακτηρίζει σαν ελαφρά οχυρωμένη, όμως ο Μαρτόνι, που επεσκέφθη την πόλη στα 1394, γράφει ότι αυτή «έχει τα καλύτερα τείχη απ' όλες τις πόλεις που είχε δει». Οι οχυρώσεις αυτές, που είχαν ανεγερθεί νωρίς τον 11ο αιώνα κι είχαν υποστεί βελτιώσεις και ενισχύσεις κατά καιρούς αργότερα, αποδείχθηκαν πραγματικά ισχυρότατες όταν, στα 1570/1, μπόρεσαν ν' αντέξουν μια 11μηνη πολιορκία και ν' αποκρούσουν πολλές σκληρές επιθέσεις των Οθωμανών, που δεν μπόρεσαν να καταλάβουν την πόλη παρά ύστερα από συμφωνία (που δεν τήρησαν) και παράδοσή της σ' αυτούς από τον Μαρκαντώνιο Βραγαδίνο τον Αύγουστο του 1571, ένα σχεδόν χρόνο μετά τη πτώση της Λευκωσίας (9 Σεπτέμβρη, 1570).
Οι ισχυρές οχυρώσεις της Αμμοχώστου ήταν απαραίτητες για διάφορους λόγους: η μεσαιωνική Κύπρος βρισκόταν συχνά σε μη αρμονικές σχέσεις με τους γείτονές της κι η Αμμόχωστος ήταν η πόλη που βρισκόταν απέναντι από τα συνήθως εχθρικά εδάφη της Ασίας. Ήταν ακόμη η πόλη σημαντικότατο λιμάνι που χρειαζόταν ισχυρή προστασία. Το εμπόριο μεταξύ Ευρώπης και Ανατολής, που περνούσε από την Αμμόχωστο, είχε συσσωρεύσει στην πόλη τεράστιο πλούτο που έπρεπε, επίσης, να προστατεύεται επαρκώς, ενώ πρόσφερε και την οικονομική δυνατότητα για την ανέγερση, ενίσχυση και συντήρηση των οχυρώσεων.
Οχυρώσεις, που θεωρούνται όμως ασήμαντες, κι ανήκαν στους Βυζαντινούς, φαίνεται ότι υπήρχαν ήδη στην πόλη όταν οι Λουζινιανοί έγιναν κύριοι του νησιού στα 1192, με πρώτο ηγεμόνα τον Γκυ (Γουίδο), ενώ η Λευκωσία ήταν τότε ανοχύρωτη. Ο Γκυ ντε Λουζινιάν, σύμφωνα προς τον Εστιέν ντε Λουζινιάν, ήταν εκείνος που άρχισε να οχυρώνει την Αμμόχωστο. Σύμφωνα προς άλλες μαρτυρίες, μέχρι τα 1232 υπήρχε εκεί βασικά ένα κάστρο που προστάτευε το λιμάνι. Ο Αμάλριχος ντε Λουζινιάν, αντιβασιλιάς της Κύπρου ύστερα από πραξικόπημα κατά του αδελφού του βασιλιά Ερρίκου Β' (1285-1324), ήταν εκείνος που ενίσχυσε σημαντικά τις οχυρώσεις της Αμμοχώστου, για την οικοδόμηση των οποίων εργάστηκαν πολλοί σκλάβοι, Κύπριοι και άλλοι, ενώ η χρηματοδότηση του έργου έγινε με εισφορές των Εβραίων της Αμμοχώστου και της Λευκωσίας, καθώς και με δάνειο από πολίτες της Αμμοχώστου, της Λευκωσίας, της Λεμεσού και της Πάφου. Φαίνεται ότι συνεχώς γίνονταν βελτιώσεις στα οχυρωματικά έργα της Αμμοχώστου καθώς αυτή είχε καταστεί το μήλο της έριδος μεταξύ των Φράγκων, των Βενετών και των Γενουατών. Οι τελευταίοι την κατέλαβαν στις 10 Οκτωβρίου 1383, στη συνέχεια απέκρουσαν επανειλημμένες προσπάθειες των Φράγκων να την ανακαταλάβουν, μέχρι που κατόρθωσε να την πάρει πάλι πίσω ο βασιλιάς Ιάκωβος Β' Λουζινιανός τον Μάρτιο του 1461. Τότε έγιναν σημαντικές εργασίες ενίσχυσης και ενδυνάμωσης των οχυρώσεών της. Συγκεκριμένα, στα 1476 ο Αντώνιος Λορεντάνο, γενικός διοικητής της Θαλάσσης πρότεινε τη μεταφορά της βασίλισσας —της χήρας του Ιακώβου Β', «θυγατέρας της Βενετίας»— Αικατερίνης Κορνάρο στην Αμμόχωστο, για να συμβάλει στον επανοικισμό της πόλης, όπου τώρα μόνο φρουρά είκοσι Κρητών τοξοτών βρισκόταν και που η ανθυγιεινότητά της έπρεπε να εξαλειφθεί σαν μια από τις αιτίες της εγκατάλειψής της.
Στις 27 Αυγούστου 1480 η βενετική Σύγκλητος διέταξε επισκευή των τειχών και των κτιρίων της Αμμοχώστου και στις 4 Σεπτεμβρίου 1480 διόρισε διοικητή της τον Ιωάννη Ντιέτο, με ευρύτατη δικαιοδοσία εν ονόματι της βασίλισσας και της Βενετίας.
Βελτιώσεις
Εργασίες περαιτέρω ενίσχυσης και ενδυνάμωσης των οχυρώσεων έγιναν και από τους Βενετούς που διαδέχθηκαν τους Φράγκους, από το 1489 κ.ε. και ιδίως στα 1540-1570, όταν ήταν φανερό πως η πόλη έμελλε να δεχθεί την επίθεση των Οθωμανών, αλλά κι επειδή είχαν τώρα τελειοποιηθεί τα κανόνια, πράγμα που απαιτούσε ανάλογη ενδυνάμωση των οχυρώσεων προκειμένου αυτές ν' αντέχουν στις βολές τους. Προς τον σκοπό ενίσχυσης των οχυρώσεων, είχαν σταλεί στην Αμμόχωστο στα 1570 οι φημισμένοι μηχανικοί Ιερώνυμος Μάγγης Αγγιάρι και Ιωάννης Μόρμορης (Άγγελος Γάττος, «Διήγησις της τρομεράς πολιορκίας και αλώσεως της Αμμοχώστου»). Δεν είναι σαφές ποιες ακριβώς εργασίες έκανε στην Αμμόχωστο ο διάσημος Μάγγης, που, την ίδια περίοδο, φέρεται πως βρισκόταν και στη Λευκωσία, η οποία αντιμετώπιζε επίσης την οθωμανική απειλή.
Τα οχυρωματικά έργα της Αμμοχώστου, όπως σώζονται σήμερα, είναι οι τελικές κατασκευές του 16ου αιώνα, εκείνα δηλαδή που αντιμετώπισαν την πολιορκία των Οθωμανών στα 1570/1.
Διαστάσεις
Το συνολικό εμβαδόν της πόλης που περικλείεται στα τείχη είναι περίπου 490 σκάλες. Τα τείχη της Αμμοχώστου έχουν περίμετρο 3,5 χιλιόμετρα. Το ύψος τους, κατά μέσον όρο, είναι 15 μέτρα ενώ το πάχος τους είναι κατά μέσον όρο 4 μέτρα. Σε μερικά ενισχυμένα σημεία, τα τείχη έχουν πάχος μέχρι κι 6 μέτρα. Το μήκος των τειχών αναλυτικά είναι:
Περιγραφή
Αρχίζοντας από την πλευρά του τείχους που αντικρίζει την θάλασσα, στο ΒΑ. άκρο των τειχών βρίσκεται ο πύργος Διαμάντη (Diamantino) και λίγο πιο πέρα, αντικρίζοντας τη θάλασσα (έξω από το λιμάνι), βρίσκεται ο πύργος Συγνόρια (Signoria). Πιο πέρα, βρίσκεται το κάστρο (καστέλλι, σε μεσαιωνικούς χάρτες της πόλης), που ονομαζόταν και ακρόπολη. Πρόκειται για τον γνωστότατο πύργο του Οθέλλου. Αν και ο Σαίξπηρ στην ομώνυμη τραγωδία του αναφέρει απλώς «ένα λιμάνι στην Κύπρο», ωστόσο η παράδοση θέλει την τραγωδία να εκτυλίσσεται σ' αυτό ειδικά το κάστρο. Ο Οθέλλος υποτίθεται πως ήταν ο Κριστόφορο Μόρο, αντικυβερνήτης της Κύπρου το 1506 -1508, του οποίου το όνομα αλλά και το οικόσημο από τρία μαύρα μούρα έδωσαν αφορμή στον μύθο να τον θεωρήσει Μαυριτανό αντί Βενετό (Moro σημαίνει Μαυριτανός αλλά και μαύρος και μουριά). Ο πύργος του Οθέλλου, ή η ακρόπολη της Αμμοχώστου, είναι ένα τετράγωνο κάστρο με 4 κυκλικούς πύργους στις 4 γωνιές του. Το αρχικό κτίριο θεωρείται του 14ου αιώνα και είχε και δεύτερο όροφο που αφαιρέθηκε στα 1492 από τον τότε Βενετό καπετάνιο Νικολό Φοσκαρίνι, του οποίου το όνομα, μαζί με το φτερωτό λιοντάρι της Βενετικής Δημοκρατίας, βρίσκονται πάνω από την κύρια είσοδο. Στην πρώτη έπαλξη του κάστρου βρίσκεται ένα μεγάλο μαρμάρινο λιοντάρι του Αγίου Μάρκου. Το κάστρο αυτό είναι ουσιαστικά χωρισμένο από τις λοιπές οχυρώσεις της πόλης και τριγυρισμένο από τάφρο. Η κύρια αίθουσα του κάστρου είναι η λεγόμενη μεγάλη αίθουσα (92 Χ 25 πόδια), που θεωρείται κτίσμα του 14ου αιώνα, και σ' αυτήν διακρίνονται ακόμη τα οικόσημα του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Οι δυο μπροστινοί πύργοι του κάστρου αντικρίζουν τη θάλασσα, κι οι άλλοι δυο την πόλη. Από το κάστρο εκτεινόταν οχυρωμένος λιμενοβραχίονας που προστάτευε το λιμάνι. Η είσοδος του λιμανιού βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το κάστρο και έκλεινε με αλυσίδα.
Μετά τον πύργο του Οθέλλου βρίσκεται η μια από τις δυο πύλες της πόλης, η πύλη της Θάλασσας (porta del mare των Βενετών). Κατασκευάστηκε, στη μορφή που σώζεται σήμερα, από τον Βενετό καπετάνιο της πόλης και αρχιτέκτονα Νικολό Πριούλι στα 1496. Το όνομα του κατασκευαστή, η ημερομηνία και ο θυρεός του, μαζί με το λιοντάρι της Βενετίας, βρίσκονται στην πρόσοψη. Η σιδερένια κινητή είσοδος, που ανεβοκατέβαινε με αλυσίδες, χρονολογείται από την εποχή των Βενετών, ενώ οι μεγάλες ξύλινες θύρες, καλυμμένες με σίδερο, ανήκουν στη εποχή της Τουρκοκρατίας.
Μετά την πύλη της Θάλασσας τα τείχη εκτείνονται κατά μήκος της ακτής μέχρι τον πύργο Άρσεναλ ή Οπλαποθήκης (Arsenal) που είναι γνωστός και ως έπαλξη Τζαμπουλάτ, από το όνομα του στρατηγού Τζαμπουλάτ μπέη που κατόρθωσε να υψώσει εκεί τη σημαία του κατά τη διάρκεια του πολέμου για κατάληψη της πόλης στα 1571. Στον πύργο της Οπλαποθήκης έγιναν μερικές από τις αγριότερες μάχες κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αμμοχώστου από τους Οθωμανούς.
Από τον πύργο της Οπλαποθήκης τα τείχη εκτείνονται προς τη στεριά και κατά μήκος τους υπάρχουν τρεις προμαχώνες, οι Κάμπο Σάντο (Camposanto), Ανδρούτσι (Αndreuzzi) και Σάντα Νάπα (Santa Napa). Πιο πέρα, κοντά στον ισχυρό προμαχώνα Ραβέλιν, βρίσκεται η κύρια πύλη της Αμμοχώστου, η πύλη της Ξηράς, η μοναδική είσοδος στην πόλη από τη στεριά. Η πύλη της Ξηράς ή πύλη της Λεμεσού, θεωρείται ως ένα από τα παλαιότερα τμήματα των οχυρώσεων, μαζί με τον πύργο του Οθέλλου, αν και η γέφυρα που σώζεται σήμερα καθώς και η είσοδος, είναι πολύ μεταγενέστερες. Η αρχική είσοδος, μια αψίδα ύψους 30 ποδιών, είναι ακόμη ορατή. Στις δυο πλευρές της αψίδας υπήρχαν ζωγραφισμένοι θυρεοί, που είναι γνωστοί ως γενουατικά εμβλήματα.
Ο προμαχώνας Λεμεσού (γνωστός ως Ραβέλιν - Ravelin), δίπλα από την πύλη, την οποία και προστάτευε, είναι ένα ισχυρότατο σφηνοειδές οχυρό που δέσποζε της εισόδου στην πόλη. Το οχυρό αυτό χρονολογείται από το 1544, και σ' έναν από τους εσωτερικούς του τοίχους βρίσκονταν τα 4 εμβλήματα του βασιλικού οικοσήμου, καθώς και το έμβλημα του Τάγματος του Ξίφους που καθιερώθηκε από τον Γκυ ντε Λουζινιάν στα 1194 και θεωρείται ως μια από τις παλαιότερες διακρίσεις της ιπποσύνης στον κόσμο. Ο προμαχώνας Ραβέλιν δέχθηκε, στα 1571, τις σφοδρότερες επιθέσεις των Οθωμανών κι εδώ έγιναν οι πιο άγριες συγκρούσεις μεταξύ επιτιθέμενων και αμυνόμενων. Το σφυροκόπημα των τουρκικών κανονιών είχε προκαλέσει σοβαρές ζημιές στο οχυρό αυτό.
Από τον ισχυρό προμαχώνα Ραβέλιν μέχρι τον ακόμη ισχυρότερο προμαχώνα Μαρτινέγκο, σε μια απόσταση 750 μέτρων, βρίσκονται 4 μικρότεροι προμαχώνες, οι Ντιοκάρε (Diocare), Μοράττο (Moratto), Πουλακαζάρο (Pulecazarro), και Σαν Λούκας (St. Luca).
Μαρτινέγκο
Ο προμαχώνας Μαρτινέγκο (Martinengo Bastion), θεωρείται ένα από τα καλύτερα δείγματα στρατιωτικής αρχιτεκτονικής. Ως κατασκευαστής του θεωρείται ο Τζιοβάννι Τζιρολάμο Σανμικέλι, ανεψιός του διάσημου Βερονέζου αρχιτέκτονα Μικέλε Σανμικέλι, που είχε σταλεί από τη Δημοκρατία της Βενετίας στην Αμμόχωστο περί το 1550 για να ενισχύσει τις οχυρώσεις και πέθανε εδώ στα 1559, σε ηλικία 45 χρόνων. Ο προμαχώνας πήρε το όνομά του από τον Ιερώνυμο Μαρτινέγκο που είχε οριστεί από τη Βενετία ως διοικητής των στρατευμάτων στην Κύπρο όταν άρχισε ο πόλεμος με τους Οθωμανούς, μα που δεν έφθασε ποτέ στο νησί γιατί καθ' οδόν αρρώστησε και πέθανε στην Κέρκυρα (1570). Μια άλλη εκδοχή αναφέρει πως ο προμαχώνας πήρε το όνομα του γενναίου αρχηγού του πυροβολικού κατά την πολιορκία, Λουδοβίκου Μαρτινέγκο, που εκτελέστηκε από τους Οθωμανούς μετά την κατάληψη της πόλης. Τα ισχυρά τείχη της σφηνοειδούς αυτής επάλξεως έχουν πάχος από 13 μέχρι 20 πόδια και στα φατνώματα είναι ακόμη ορατές οι τρύπες για τη διαφυγή του καπνού της πυρίτιδας από τα κανόνια της, που έλεγχαν μια περιοχή ενός περίπου τετραγωνικού μιλιού. Την κυρίαρχη θέση στον προμαχώνα κατέχει το λεγόμενο cavalier (υπερυψωμένο τμήμα των οχυρώσεων), όπου υπήρχε μια μεγάλη εξέδρα για τα πυροβόλα. Το οχυρό αυτό εθεωρείτο απόρθητο, γι’ αυτό και οι Οθωμανοί δεν έκαναν, κατά τη διάρκεια της πολύμηνης πολιορκίας της πόλης, καμιά σοβαρή επίθεση σ' αυτό.
Τέταρτη πλευρά
Από τον προμαχώνα Μαρτινέγκο μέχρι τον πύργο Διαμάντη στη θάλασσα, εκτείνεται η τέταρτη πλευρά των τειχών, που στη μέση της βρίσκεται ο προμαχώνας Ντελ Μόζο (Del Mozo).
Κατά τον Μεσαίωνα, τα τείχη από τον πύργο Διαμάντη μέχρι τον πύργο του Οθέλλου βρέχονταν από την ανοιχτή θάλασσα. Το τμήμα των τειχών από τον πύργο του Οθέλλου μέχρι και εκείνον της Οπλαποθήκης βρίσκονταν στην εσωτερική πλευρά του λιμανιού της πόλης, όπου υπήρχε προβλήτα. Το λιμάνι ελεγχόταν από τα τείχη, και το στόμιό του προστατευόταν από τον πύργο του Οθέλλου. Οι άλλες πλευρές του λιμανιού ήσαν κλειστές από τα μικρά νησάκια μπροστά απ' αυτό, που ήσαν ενωμένα μεταξύ τους με πέτρινους βραχίονες.
Ολόκληρη η εντός των τειχών πόλη της Αμμοχώστου περιβαλλόταν από μια βαθειά τάφρο που ήταν πάντα γεμάτη με θαλασσινό νερό.
Ο Μαρτόνι, τον οποίο αναφέραμε στην αρχή του άρθρου αυτού, γράφει:
Στις 27 Νοεμβρίου [1394] αποβιβάστηκα στην Αμμόχωστο. Η Αμμόχωστος ανήκε προηγουμένως στον Βασιλιά της Κύπρου, και βρίσκεται στο βασίλειο της Κύπρου... Η πόλη αυτή έχει τα καλύτερα τείχη από όσα έχω δει σε άλλη πόλη, ψηλά με φαρδιά περάσματα γύρω τους και πολλούς ψηλούς πύργους σε πολλά σημεία ...Το κάστρο της πόλης είναι ωραίο, και βρίσκεται σχεδόν ολόκληρο στη θάλασσα, εκτός ίσως ενός τετάρτου μέρους προς την πλευρά της πόλης, και υπάρχουν ωραίες τάφροι κατασκευασμένες κι απ' τις δυο πλευρές, που είναι γεμάτες πάντοτε με νερό της θάλασσας, καθιστώντας το κάστρο αυτό απόρθητο. Η πόλη της Αμμοχώστου διαθέτει ένα αρκετά ωραίο λιμάνι, που προστατεύεται από κάθε άνεμο. Και στο λιμάνι αυτό μπροστά από την πόλη υπάρχει μια ξύλινη προβλήτα, που έχει μήκος όσο το ρίξιμο μιας πέτρας, και τα σκάφη προσεγγίζουν αυτή την προβλήτα και από εκεί το εμπόρευμα μεταφέρεται στα σκάφη....
Συντήρηση των τειχών
Τα έργα αποκατάστασης του οχυρωματικού αυτού συγκροτήματος στα τείχη της παλιάς πόλης της κατεχόμενης Αμμοχώστου ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2012, υπό την καθοδήγηση της Δικοινοτικής Τεχνικής Επιτροπής και υλοποιήθηκαν από το Αναπτυξιακό Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών-Συνεργασία για το Μέλλον (UNDP-PFF), με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρώτα συντηρήθηκε ο πύργος του Οθέλλου με συνολικό κόστος των εργασιών επείγουσας αποκατάστασης 1,025 εκ. ευρώ, περιλαμβανομένου του σχεδιασμού και της επίβλεψης και παραδόθηκε σε ειδική τελετή που έγινε στις 2 Ιουλίου 2015.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2017 παραδόθηκε ο Προμαχώνας Μαρτινέγκο και τμήμα των Ενετικών Τειχών και στις 19 Ιουνίου 2018 πραγματοποιήθηκε η τελετή παράδοσης του
προμαχώνα Ραβελίν και η Πύλη της Ξηράς, από τη δικοινοτική Τεχνική Επιτροπή για την Πολιτιστική Κληρονομιά, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αποκατάστασης.
Πηγές: