Κύπρος Ανεξαρτησία

Το κυπριακό πρόβλημα - ζήτημα

Image

Με τον όρο Κυπριακό ζήτημα ή και Κυπριακό πρόβλημα ή ακόμη μόνο Κυπριακό, εννοούμε την παρατεινόμενη εκκρεμότητα εξαιτίας της μη εξεύρεσης μόνιμης και ικανοποιητικής λύσης και της μη οριστικής ρύθμισης του εθνικού θέματος της Κύπρου και του μέλλοντός της. Πρόκειται για ένα μακροχρόνιο θέμα που πέρασε από πολλά στάδια και στο οποίο αναμείχθηκαν διάφορες χώρες, άλλες σε βαθμό άμεσο και άλλες σε έμμεσο, που απασχόλησε κατά καιρούς κι εξακολουθεί να απασχολεί διάφορα διεθνή σώματα, που έφθασε αρκετές φορές σε έξαρση, μέχρι και σε πολεμικές αναμετρήσεις, και που επανειλημμένα χαρακτηρίστηκε από τα Ηνωμένα Έθνη ως ένα από τα σοβαρότερα που απασχολούν την ανθρωπότητα.

 

Το Κυπριακό ζήτημα άρχισε ως ένα απλό αίτημα απελευθέρωσης ενός λαού από τα δεσμά της δουλείας του και κατέστη με τον καιρό, κι εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, ένα από τα πιο πολύπλοκα διεθνή πολιτικά προβλήματα. Αρχικά το Κυπριακό ζήτημα είχε τεθεί αμέσως μετά την ελληνική επανάσταση του 1821, την απελευθέρωση τμήματος της Ελλάδας και τη σύσταση του πρώτου ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Με τη λήξη της επανάστασης εκείνης είχε απελευθερωθεί μικρό μόνο τμήμα του ελληνικού κόσμου, ενώ άλλα μεγάλα τμήματά του (Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Μικρά Ασία, Κρήτη, Επτάνησα, Δωδεκάνησα κλπ.) παρέμειναν υπό τουρκική ή και άλλη ξένη κατοχή. Με τη σύσταση όμως του ελεύθερου Ελληνικού κράτους, ετέθησαν εξ αρχής και οι περαιτέρω εθνικές διεκδικήσεις της χώρας, οι σχετικές με τα τμήματα του ελληνικού χώρου που εξακολουθούσαν να βρίσκονται υπό ξένη κατοχή. Ήδη από το 1828, στη συνδιάσκεψη του Πόρου, ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας Ιωάννης Καποδίστριας* είχε δηλώσει σαφώς: ...ὅσον δέ περί τῶν νήσων, καί ἡ ἱστορία καί τά μνημεῖα τῆς ἀρχαιότητος, ὅλα ἐν ἑνί λόγῳ ἐπιμαρτυροῦσιν ὅτι ἡ Ρόδος, ἡ Κύπρος καί τόσαι ἄλλαι ἀκόμη [νήσοι] εἶναι τῆς Ἑλλάδος διαμελίσματα...

 

Συνεπώς εξαρχής μεταξύ των εθνικών διεκδικήσεων περιλαμβανόταν και η Κύπρος. Οι Έλληνες Κύπριοι είχαν, εξάλλου, θέσει από την πρώτη στιγμή προς τον Καποδίστρια το ζήτημα απελευθέρωσης της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Η δε πρώτη ξένη αναφορά στο θέμα της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα απαντάται σε υπόμνημα της 5 Ιανουαρίου 1824, που είχε υποβληθεί από κατοίκους της Βοστώνης προς τη Βουλή και τη Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών: ...είναι εντελώς προφανές, έγραφαν, ότι η δημιουργία ενός νέου ελευθέρου κράτους στη Μεσόγειο, αποτελουμένου όχι μόνον από τις ακτές της Νοτίου Ελλάδος αλλά και από τα νησιά, ιδιαίτερα δε την Κρήτη και την Κύπρο, θα αποτελούσε μια ισχυρή αναχαίτιση κατά των βαρβαρικών χωρών των εξαρτωμένων από την Υψηλή Πύλη...

 

Αρχικά, λοιπόν, το θέμα της Κύπρου ήταν ζήτημα απελευθερώσεως από την κατοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και ενώσεως του νησιού με τον υπόλοιπο ελληνικό χώρο. Παρόμοιο ακριβώς ήταν και το θέμα της Κρήτης στην οποία και σημειώθηκαν επανειλημμένες επαναστάσεις μέχρις ότου τούτο τελικά επιτευχθεί. Έτσι εξαρχής το Κυπριακό πρόβλημα εκφραζόταν με τη λέξη ένωσις. Η λέξη εκφράζει ακριβώς τη μακρόχρονη αγωνιστική προσπάθεια των Ελλήνων της Κύπρου να εντάξουν το νησί τους στο Ελληνικό κράτος, ούτως ώστε ν' αποτελέσει τμήμα της ελληνικής επικράτειας. Το αίτημα της ενώσεως εξελίχθηκε σε ιδανικό με το οποίο ανατράφηκαν γενεές Ελλήνων Κυπρίων και για το οποίο διεξήχθησαν σκληροί αγώνες. Χρησιμοποιήθηκε δε τόσο πλατιά η λέξη ένωσις, ώστε πολιτογραφήθηκε πλέον ως διεθνής πολιτικός όρος.

 

Για τα επόμενα εκατόν πενήντα περίπου χρόνια, το αίτημα της ενώσεως ήταν εκείνο που αποτελούσε, βασικά, το Κυπριακό ζήτημα. Δεν θα περιγράψουμε εδώ τη γένεση, την πορεία και τα στάδια από τα οποία πέρασε το αίτημα της ενώσεως, γιατί λεπτομέρειες δίνονται στο λήμμα ένωσις. Αναφέρουμε μόνο τα βασικότερα σημεία που οριοθέτησαν την πορεία του.

 

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, και μέχρι το τέλος της τουρκικής κατοχής της Κύπρου, μοναδική σημαντική προσπάθεια απελευθέρωσης του νησιού ήταν τα τρία παράλληλα κινήματα του 1833. Ένα με επίκεντρο τη Λάρνακα, και με ηγέτη τον Νικόλαο Θησέα, ένα στην Καρπασία, με ηγέτη τον καλόγερο Ιωαννίκιο, κι ένα τρίτο στην επαρχία Πάφου, με ηγέτη τον Λινοβάμβακο Γκιαούρ Ιμάμη. Δεν υπάρχουν ιστορικές μαρτυρίες ότι είχε τεθεί και θέμα ενώσεως με την Ελλάδα, άνκαι οι δυο τουλάχιστον από τους ηγέτες των κινημάτων, ο Θησεύς και ο Ιωαννίκιος (ο πρώτος σίγουρα) αναφέρεται ότι είχαν πάρει μέρος και στην ελληνική επανάσταση. Πάντως τα κινήματα του 1833 δεν ήσαν υποκινημένα από την Ελλάδα αλλά από τρίτες καταστάσεις που εξέφραζαν (τουλάχιστον στην περίπτωση του Θησέως) τις τότε ευρωπαϊκές (κυρίως γαλλικές) φιλοδοξίες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και τις ανάλογες αιγυπτιακές (στην περίπτωση του Γκιαούρ Ιμάμη). Και τα τρία κινήματα κατεστάλησαν σχετικά εύκολα από τους Τούρκους, και συνοδεύθηκαν (όπως συνέβαινε συνήθως) από σφαγές και λεηλασίες εκ μέρους των αποσταλέντων στο νησί στρατευμάτων. Εντούτοις η ανάλυση των τριών κινημάτων του 1833 καταδεικνύει ότι από τότε σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζε στις κυπριακές εξελίξεις ο διεθνής παράγων.

 

Το επόμενο σημείο οριοθέτησης υπήρξε η ξαφνική εξέλιξη της κατάκτησης της Κύπρου από τη Μεγάλη Βρετανία το 1878, που σήμανε και τον τερματισμό της μακράς περιόδου της Τουρκοκρατίας. Η συμφωνία μεταξύ της Υψηλής Πύλης και της βρετανικής κυβέρνησης για παράδοση της Κύπρου από την πρώτη στη δεύτερη, στο πλαίσιο των γενικότερων συμφερόντων τους, καθώς και η αναίμακτη κατάληψη της Κύπρου από τους Βρετανούς τον Ιούλιο του 1878, υπήρξαν σημαντικά γεγονότα που χαιρετίστηκαν από τους Έλληνες της Κύπρου (οι οποίοι όμως, έτσι κι αλλιώς, δεν είχαν ερωτηθεί). Οι Έλληνες Κύπριοι θεώρησαν την εξέλιξη αυτή ως πρώτο βήμα για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, έχοντας μάλιστα υπόψιν και το προηγούμενο των Ιονίων νήσων που κατέχονταν από τη Βρετανία πριν παραδοθούν τελικά στην Ελλάδα.

 

Η απόδοση στην Ελλάδα διαφόρων εδαφών που δικαιωματικά έπρεπε να της ανήκουν (όπως τα Δωδεκάνησα αργότερα, τα Επτάνησα πιο πριν), καθώς και η επέκταση (όχι χωρίς θυσίες) των ελληνικών εθνικών συνόρων σε περιοχές που και πάλι δικαιωματικά έπρεπε ν' ανήκουν στην Ελλάδα (όπως η Θεσσαλία, η Κρήτη, η Μακεδονία και η Θράκη), ήσαν γεγονότα που δεν αντιμετώπισαν τόσο μεγάλα και τόσο ανυπέρβλητα εμπόδια (με εξαίρεση, ως ένα βαθμό, την περίπτωση της Κρήτης), όσα αντιμετώπισε το θέμα της Κύπρου. Ο λόγος ήταν ότι στην περίπτωση της Κύπρου υπεισέρχονταν και άλλοι παράγοντες που καθιστούσαν το πρόβλημα πολύ πιο πολύπλοκο, μάλιστα δε όταν οι άλλοι αυτοί παράγοντες σχετίζονταν με τα μεγάλα συμφέροντα μεγάλων δυνάμεων.

 

Η γεωγραφική θέση της Κύπρου, ζωτικότατη από διάφορες απόψεις, στρατιωτική, οικονομική κ.α., διαφοροποιούσε σοβαρά το ζήτημα της Κύπρου από άλλα άλλων τμημάτων του ελληνικού χώρου. Ως εκ της θέσεώς της στην Ανατολική Μεσόγειο, η Κύπρος ήταν από την Αρχαιότητα, και συνεχώς, χώρος στον οποίο διασταυρώνονταν και συγκρούονταν όχι μόνο διαφορετικοί πολιτισμοί αλλά και διαφορετικά συμφέροντα. Συνεπώς και χώρος διεκδικούμενος από τις δυνάμεις της κάθε εποχής. Τώρα, κατά τον 20ό αιώνα, κατεχόμενη από τη Μεγάλη Βρετανία κι ευρισκόμενη στην περιοχή της Μέσης Ανατολής της οποίας η διεθνής σημασία όλο και μεγάλωνε όσο μεγάλωνε και η σημασία των πετρελαίων, η Κύπρος δεν είχε τις ίδιες πιθανότητες επιτυχίας όσες είχαν άλλα τμήματα του ελληνικού χώρου. Ήταν, δηλαδή, πολύ πιο εύκολο να κερδηθεί από την Ελλάδα, και χωρίς να υπάρξουν τόσο σοβαρές διεθνείς αντιρρήσεις, για παράδειγμα η Ζάκυνθος ή η Κάρπαθος, παρά η Κύπρος. Η σχετικά μεγάλη απόσταση μεταξύ της Κύπρου και των νοτιοανατολικών συνόρων της ελληνικής επικράτειας, ταυτόχρονα δε η μικρή απόσταση μεταξύ της Κύπρου και της Τουρκίας, καθιστούσε το πρόβλημα ακόμη δυσκολότερο. Ευρισκόμενη ακόμη στα νότια της Τουρκίας, η Κύπρος αποτελούσε για τη χώρα αυτή μια επί πλέον απειλή εάν κατεχόταν από την Ελλάδα, γιατί έτσι η ελληνική επικράτεια θα κύκλωνε εντελώς την αντίστοιχη τουρκική, όταν για την Τουρκία ήταν, και είναι, ζωτικής σημασίας η πρόσβαση προς τη Μεσόγειο (τουλάχιστον η ίδια η Τουρκία θεωρούσε μια τέτοια εξέλιξη ως θανάσιμη απειλή για την ίδια). Ο τουρκικός παράγων, λοιπόν, ήταν σοβαρός για το όλο Κυπριακό ζήτημα, κι ενισχυόταν και από το γεγονός ότι στην ίδια την Κύπρο υπήρχε και το τουρκικό στοιχείο. Οι Έλληνες Κύπριοι, σ' όλα σχεδόν τα στάδια της εθνικής τους διεκδικήσεως, ποτέ δεν υπολόγισαν ορθά τον τουρκικό παράγοντα, θεωρώντας ότι το τουρκικό στοιχείο του νησιού αποτελούσε αμελητέα μειονότητα και ξεχνώντας ότι πολύ κοντά στο νησί βρισκόταν μια τεράστια τουρκική πλειονότητα.

 

Στο Κυπριακό ζήτημα, λοιπόν, αναμειγνύονταν:

 

  1. η κρατούσα δύναμη, που ήταν μετά το 1878 η Μεγάλη Βρετανία
  2. γενικότερα ο διεθνής παράγων που θ' αντιδρούσε σε ενδεχόμενη μεταβολή η οποία θα ανέτρεπε το ισοζύγιο στην περιοχή
  3. ο τοπικός παράγων (Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι)
  4. ο τουρκικός παράγων
  5. ο ελληνικός παράγων
  6. οι εκάστοτε διατηρούσες επιρροή και συμφέροντα στην περιοχή μεγάλες δυνάμεις.

 

Ο ρόλος των μεγάλων δυνάμεων διαφάνηκε ήδη από το τέλος του πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, οπότε στη διάσκεψη του Παρισιού για την ειρήνη, που ακολούθησε, ο Ελευθέριος Βενιζέλος συνάντησε αντίδραση όταν προσπάθησε να θέσει και το ζήτημα της Κύπρου ως ελληνική διεκδίκηση. Στο μεταξύ, όταν κατά τον πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο η Τουρκία προσχώρησε στις κατά της Μεγάλης Βρετανίας δυνάμεις, το Λονδίνο είχε βρει την ευκαιρία να προσαρτήσει την Κύπρο, που μέχρι τότε κατεχόταν μεν από την Αγγλία αλλά τυπικά εξακολουθούσε ν' ανήκει στην Τουρκία. Μάλιστα μια περίπου δεκαετία αργότερα, το 1925, η Μεγάλη Βρετανία ανακήρυξε την Κύπρο επίσημα ως αποικία του στέμματος.

 

Οι αντιδράσεις που προκλήθηκαν μεταξύ του ελληνικού πληθυσμού του νησιού, κορυφώθηκαν τον Οκτώβριο του 1931, με τη γνωστή εξέγερση (για την οποία βλέπε λήμμα Οκτωβριανά).

 

Τόσο στον πρώτο όσο και στον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, χιλιάδες Κύπριοι μετείχαν εθελοντικά, πιστεύοντας ότι αγωνίζονταν έτσι και για τη δική τους ελευθερία που όμως δεν ήλθε. Η πορεία του ενωτικού αιτήματος έγινε τώρα, μετά και την τελευταία μεγάλη απογοήτευση, πιο δυναμική. Κορυφώθηκε και πάλι από το 1955, όταν άρχισε ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας. Ήδη μετά το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, η αυτοδιάθεση των υπόδουλων ακόμη λαών ήταν αίτημα που εύρισκε πρόσφορο έδαφος. Έτσι και οι Έλληνες Κύπριοι διαφοροποίησαν τώρα και το δικό τους αίτημα, από ένωση σε αυτοδιάθεση-ένωση. Ενώ όμως το αίτημα άρχισε να διεκδικείται με περισσότερο δυναμικούς τρόπους, ανάλογη ήταν και η αντίδραση των Τούρκων που πρόβαλλαν τώρα ένα δικό τους αίτημα για την Κύπρο, τη διχοτόμηση του νησιού.   Ένας τρίτος παράγων που επίσης διαφοροποιήθηκε τώρα (ιδίως μετά το 1956) ήταν ο αγγλικός. Η Μεγάλη Βρετανία έχανε συνεχώς τις κτήσεις της στην Ανατολή, υποχρεούμενη σε συνεχή υποχώρηση (Άντεν και άλλα μέρη, ιδίως δε η ήττα στην Αίγυπτο το 1956 και η απώλεια του ελέγχου της διώρυγας του Σουέζ). Έτσι κατέστη φανερό ότι η Κύπρος γινόταν τώρα το προκεχωρημένο φυλάκιο της χώρας αυτής στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, όπου επίσης τα πράγματα διαφοροποιούνταν και γίνονταν περισσότερο πολύπλοκα, ιδίως μετά τη σύσταση του κράτους του Ισραήλ (αμέσως μετά τον δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο) και τη δημιουργία του παλαιστινιακού ζητήματος. Η περιβόητη δήλωση του Άγγλου υφυπουργού Χόπκινσον το 1954, ότι υπάρχουν αγγλικές κτήσεις που ως εκ της σημασίας τους δεν είναι δυνατόν ν' αναμένουν ότι θα καταστούν ποτέ πλήρως ανεξάρτητες (δήλωση που προκάλεσε θύελλα στην Κύπρο), εξέφραζε ακριβώς την καινούργια αγγλική θέση όπως διαμορφώθηκε από τις νέες εξελίξεις.

 

Ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας των Ελλήνων της Κύπρου τερματίστηκε το 1959, χωρίς να επιτύχει το ποθούμενο, δηλαδή την αυτοδιάθεση-ένωση. Ο ίδιος ο ηγέτης του ενωτικού αγώνα αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ' είχε από το 1958 διαφοροποιήσει σημαντικά τη θέση του, κάνοντας τώρα λόγο για ανεξαρτησία. Πράγματι, η ανεξαρτησία ήλθε σχετικά εύκολα. Τον επόμενο χρόνο, με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, αλλά ακόμη κι αυτή δεν ήταν πλήρης, δικαιώνοντας    έτσι τον Χόπκινσον. Ουσιαστικά η Κύπρος ετέθη υπό την κηδεμονία τριών χωρών που υπέγραψαν ως εγγυήτριες δυνάμεις, της Αγγλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Και οι τρεις ήσαν χώρες μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας (NATO), της οποίας ηγέτιδα χώρα ήταν η Αμερική. Κι ακριβώς οι Ηνωμένες Πολιτείες ήσαν η νέα δύναμη που ως ένα μεγάλο βαθμό αντικατέστησε την αγγλική κηδεμονία σε χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, στην Ελλάδα και στην Τουρκία.

 

Σαν ανεξάρτητο κράτος, η Κύπρος προσπάθησε ν' ακολουθήσει αδέσμευτη πολιτική, με περισσότερες όμως εξαρτήσεις από τη Δύση. Κανείς όμως από τους Κυπρίους δεν θεώρησε ότι με το νέο καθεστώς ανεξαρτησίας το Κυπριακό ζήτημα είχε επιλυθεί. Οι Έλληνες Κύπριοι θεώρησαν ότι ο τελικός σκοπός, η ένωση με την Ελλάδα, μπορούσε ακόμη να επιτευχθεί. Οι δε Τούρκοι Κύπριοι εξυπηρετούσαν τώρα τις καινούργιες βλέψεις της Τουρκίας που αφού είχε κερδίσει αρκετά με τις συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου, θεώρησε πως μπορούσε να κερδίσει πολύ περισσότερα.

 

Η σύγκρουση και η νέα κρίση δεν άργησε να έλθει. Ήλθε με τη διακοινοτική διαμάχη του τέλους του 1963 κ.ε. Το Κυπριακό ζήτημα εισήλθε έτσι σε μια νέα φάση που αποτελείτο από δυο σκέλη:

 

  1. την αντιπαράθεση των δυο συνοίκων στοιχείων στο εσωτερικό, και
  2. την επαπειλούμενη επέμβαση από το εξωτερικό.

 

Το γενικότερο πλαίσιο της σύγκρουσης των ξένων μεγάλων συμφερόντων, παρέμενε πάντοτε.

 

Οι εξωτερικές επεμβάσεις προέρχονταν από την Τουρκία που βομβάρδισε περιοχές του νησιού το καλοκαίρι του 1964 και που απειλούσε συνεχώς με εισβολή. Η Τουρκία δεν μπόρεσε το 1963-64 να επιτύχει τη διάλυση του Κυπριακού κράτους, το οποίο διέθετε τώρα προσβάσεις στα διεθνή σώματα όπως ο ΟΗΕ. Προκειμένου μάλιστα να προστατευθεί καλύτερα, η Κύπρος διεθνοποίησε το Κυπριακό ζήτημα, με αλλεπάλληλες προσφυγές στα Ηνωμένα Έθνη και με άλλους τρόπους. Τα Ηνωμένα Έθνη ήσαν υποχρεωμένα να επέμβουν, και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους για μια τελική ρύθμιση του προβλήματος, που κατέστη έτσι πρόβλημα το οποίο επανειλημμένα απασχόλησε όλα τα κράτη-μέλη του ΟΗΕ καθώς και ομάδες κρατών (Αδέσμευτοι, Κοινοπολιτεία κ.α.). Οι μεγάλες δυνάμεις υποχρεώθηκαν να χαράξουν δική τους η κάθε μια πολιτική επί του Κυπριακού, σύμφωνη και προς τα δικά τους συμφέροντα. Οι φιλικές σχέσεις που απέκτησε η Κύπρος με πολλές χώρες, τη βοήθησαν να βρει υποστήριξη αρκετές φορές κατά τις οποίες την είχε πράγματι ανάγκη. Όμως το πρόβλημα γινόταν συνεχώς και περισσότερο δύσκολο στη λύση του, αν και απλό στον χαρακτήρα και στην ουσία του.

 

Το επόμενο στάδιο ήταν η έναρξη διακοινοτικού διαλόγου (μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων του νησιού) που εγκαινιάστηκε το 1968. Ο διάλογος αυτός πέρασε από διάφορα στάδια επίσης, δεν πρόλαβε όμως να δώσει λύσεις στα προβλήματα και να γεφυρώσει τις διαφορές μεταξύ των δυο στοιχείων του νησιού. Ενώ, ύστερα από επίπονες προσπάθειες, ο διακοινοτικός διάλογος, που διεξαγόταν υπό την εποπτεία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, φάνηκε ότι ήταν δυνατό να καταλήξει σε κάποια συμφέρουσα για όλους τους Κυπρίους λύση, νέες τραγικές εξελίξεις σημειώθηκαν. Η έξαρση πάλι του ενωτικού αγώνα από μερίδα των Ελλήνων της Κύπρου, υποκινούμενων από την ελληνική χούντα, προκάλεσε εμφύλια διαμάχη. Οι επεμβάσεις της ελληνικής χούντας κορυφώθηκαν με το πραξικόπημα της 15.7.1974. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη την ευκαιρία που της είχε προσφερθεί, διενήργησε τελικά στις 20.7.1974 τη στρατιωτική εισβολή που σχεδίαζε από τόσα χρόνια, πετυχαίνοντας να καταλάβει ολόκληρο το βόρειο τμήμα του νησιού, εφαρμόζοντας δηλαδή με τη χρήση των όπλων και «ντε φάκτο» το παλαιό αίτημα των Τούρκων για διχοτόμηση της Κύπρου.

 

Διάφορες λύσεις είχαν προταθεί από διάφορες κατευθύνσεις κατά καιρούς, για λύση του Κυπριακού ζητήματος. Μεταξύ αυτών και η λύση της διπλής ενώσεως, δηλαδή της ενώσεως τμήματος της Κύπρου με την Ελλάδα και ενός δευτέρου τμήματός της με την Τουρκία. Η ύπαρξη συνόρων όμως στο νησί, είτε «ντε φάκτο» είτε «ντε γιούρε», θ' αποτελεί πάντοτε λόγο για προστριβές και παράταση της κρίσης. Μετά την επιβολή, διά της βίας, «συνόρων», με την τουρκική εισβολή του 1974, δημιουργήθηκε και πάλι μια νέα κατάσταση. Έτσι τώρα το Κυπριακό ζήτημα αποτελείται και πάλι από δυο σκέλη, που είναι:

 

  1. η εσωτερική πτυχή (σχέσεις μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων) και
  2. η διεθνής πτυχή (κατοχή τμήματος του νησιού από την Τουρκία, διεθνείς εγγυήσεις για ενδεχόμενη τελική ρύθμιση του προβλήματος κλπ.).

 

Στην ουσία, το Κυπριακό ζήτημα παραμένει σήμερα πρόβλημα αφενός απελευθέρωσης κατεχομένων εδαφών, κι αφετέρου κατοχύρωσης μιας πραγματικά ανεξάρτητης Κύπρου.

 

Η σοβαρότερη τελευταία προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού υπήρξε το λεγόμενο «Σχέδιο Ανάν»* (από το όνομα του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν). Το Σχέδιο αυτό, που πέρασε από διάφορα στάδια διαβούλευσης και επεξεργασίας, υπήρξε το πληρέστερο που υποβλήθηκε ποτέ και μεριμνούσε για όλες τις πτυχές του προβλήματος. Ετέθη τον Απρίλιο του 2004 σε χωριστά δημοψηφίσματα και απερρίφθη από την ελληνοκυπριακή πλευρά, ενώ έγινε αποδεκτό από την τουρκοκυπριακή (μαζί και με τις ψήφους των εποίκων).

 

Προσπάθειες για εξεύρεση λύσης

Διαπραγματεύσεις για την επίλυση του Κυπριακού διεξάγονται από το 1975 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, στη βάση των ψηφισμάτων του Σ.Α. καθώς και των δύο Συμφωνιών Υψηλού Επιπέδου. Η Συμφωνία του 1977 μεταξύ του Προέδρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντεκτάς, έθετε τις κατευθυντήριες γραμμές για τις μετέπειτα διαπραγματεύσεις. Στόχος ήταν η εγκαθίδρυση ανεξάρτητης, διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας με μια κεντρική κυβέρνηση και με τέτοιες εξουσίες ώστε να διασφαλίζεται η ενότητα της χώρας. Η Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου του 1979 μεταξύ του Προέδρου Σπύρου Κυπριανού και του Ραούφ Ντεκτάς συμπεριέλαβε επίσης στις πρόνοιες της τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των βασικών ελευθεριών, την αποστρατιωτικοποίηση καθώς και ικανοποιητικές εγγυήσεις της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Δημοκρατίας. Προέβλεπε ακόμη να δοθεί προτεραιότητα στο θέμα της επιστροφής της Αμμοχώστου στους νόμιμους κατοίκους της.

Οι συναντήσεις το 1984 μεταξύ του Προέδρου Σπύρου Κυπριανού με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς υπό την αιγίδα του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ καταλήγουν επίσης σε ναυάγιο στις 20 Ιανουαρίου 1984.  Αργότερα, στις 28 Δεκεμβρίου 1997 ο  Ντενκτάς επιβεβαιώνει την απόφαση για διακοπή των διακοινοτικών συνομιλιών εκ μέρους της τουρκοκυπριακής πλευράς, επιρρίπτοντας την ευθύνη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.

Το Δεκέμβριο του 1999, τα Ηνωμένα Έθνη εγκαινίασαν νέα προσπάθεια επίλυσης του κυπριακού προβλήματος με «εκ του σύνεγγυς συνομιλίες» στη βάση των ψηφισμάτων των ΗΕ. Μέχρι το Νοέμβριο 2000 πραγματοποιήθηκαν πέντε γύροι συνομιλιών κατά τις οποίες συζητήθηκαν το εδαφικό, η ασφάλεια, οι περιουσίες και η κατανομή των εξουσιών. Ωστόσο, ούτε σε αυτές τις συνομιλίες σημειώθηκε πρόοδος λόγω της εμμονής του Τουρκοκύπριου ηγέτη σε αναγνώριση του παράνομου καθεστώτος των κατεχομένων ως ξεχωριστό, κυρίαρχο «κράτος».

 

Μετά από διακοπή ενός έτους, άρχισαν στις 16 Ιανουαρίου 2002 «απευθείας» συνομιλίες μεταξύ του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Γλαύκου Κληρίδη και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς, χωρίς όμως να σημειωθεί ουσιαστική πρόοδος. Σε μια προσπάθεια ανακίνησης της διαδικασίας, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Κόφι Ανάν παρουσίασε στις δύο πλευρές, στις 16 Νοεμβρίου 2002, λεπτομερές σχέδιο για συνολική διευθέτηση. Το σχέδιο υποβλήθηκε σε αναθεωρημένη μορφή το Δεκέμβριο 2002 και το Φεβρουάριο 2003.

 

Στις 10 Μαρτίου 2003, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών κάλεσε το νέο Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσο Παπαδόπουλο και τον Τουρκοκύπριο ηγέτη σε συνομιλίες στη Χάγη κατά τις οποίες τους ζητήθηκε να εξετάσουν επίσης το ενδεχόμενο να θέσουν το σχέδιο σε χωριστά δημοψηφίσματα. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος συμφώνησε με την προϋπόθεση ότι το σχέδιο θα πρόσφερε το νομικό πλαίσιο που να διασφαλίζει λειτουργική και διαρκή λύση και ότι τα θέματα ασφάλειας θα έχουν επιλυθεί μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας.

 

Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης, με την υποστήριξη της Τουρκίας, απέρριψε το σχέδιο και αρνήθηκε να το θέσει σε δημοψήφισμα. Ως αποτέλεσμα, οι συνομιλίες ναυάγησαν.

 

Κάτω από το βάρος ευρείας κριτικής από τη διεθνή κοινότητα καθώς και της απογοήτευσης των Τουρκοκυπρίων, η τουρκοκυπριακή ηγεσία επιχείρησε να βελτιώσει το κλίμα, ανοίγοντας τα οδοφράγματα. Στις 23 Απριλίου 2003 η τουρκική πλευρά ανακοίνωσε τη μερική άρση των παράνομων περιορισμών που επέβαλλε ο τουρκικός στρατός από το 1974, στη διακίνηση των Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων από και προς κατεχόμενες περιοχές.

 

Το 2004 συμφωνήθηκε στη Νέα Υόρκη η επανέναρξη ουσιαστικών συνομιλιών στη βάση του δεύτερου αναθεωρημένου Σχεδίου του Γενικού Γραμματέα, αποσκοπώντας σε συμφωνία για ένα τελικό κείμενο. Σε περίπτωση συνεχιζόμενου αδιεξόδου, ακόμα και μετά την ανάμιξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στη διαδικασία, ο Κόφι Ανάν, ασκώντας τη διακριτική εξουσία του, θα οριστικοποιούσε το κείμενο. Στη συνέχεια οι δύο κοινότητες θα αποφάσιζαν σε χωριστά, ταυτόχρονα δημοψηφίσματα.

 

Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων στο παλιό αεροδρόμιο Λευκωσίας και στη συνέχεια διάσκεψη με τη συμμετοχή όλων των μερών στο Μπούργκενστοκ της Ελβετίας στις 25 Μαρτίου 2004. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ κατέθεσε το τελικό κείμενο (Ανάν V) στις δύο πλευρές στις 31 Μαρτίου 2004. Στις 24 Απριλίου 2004 διενεργήθηκαν χωριστά δημοψηφίσματα στις δύο κοινότητες. Με ποσοστό 64.9% οι Τουρκοκύπριοι ενέκριναν το σχέδιο ενώ με καθαρή πλειοψηφία του 75,8% οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν.

 

Στη διάρκεια του 2005 πραγματοποιήθηκαν διάφορες επαφές και συναντήσεις διερευνητικού χαρακτήρα με αξιωματούχους των ΗΕ. Το αποκορύφωμα των προσπαθειών αυτών ήταν η συνάντηση στη Λευκωσία του Προέδρου Παπαδόπουλου με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Mehmet Ali Talat στις 8 Ιουλίου 2006 στην παρουσία του Βοηθού Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για πολιτικές υποθέσεις Ibrahim Gambari. Κατά τη συνάντηση συμφωνήθηκε Δέσμη Αρχών με βάση την οποία να προετοιμαστεί το έδαφος για νέες συνομιλίες. Οι δύο ηγέτες δεσμεύτηκαν μεταξύ άλλων να εργαστούν για την επανένωση της Κύπρου στη βάση διζωνικής, δικοινοτικής ομοσπονδίας και πολιτικής ισότητας όπως αυτή περιγράφεται στα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ. Συμφώνησαν επίσης την άμεση έναρξη συζήτησης θεμάτων που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή του λαού.

Με σκοπό την προώθηση της διαδικασίας, ο Βοηθός Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ για πολιτικές υποθέσεις Ibrahim Gambari υπέβαλε στους ηγέτες των δύο κοινοτήτων στις 15 Νοεμβρίου 2006, προτάσεις για την εφαρμογή της Συμφωνίας της 8ης Ιουλίου. Ο Πρόεδρος Παπαδόπουλος εξέφρασε την ετοιμότητα του να συμβάλει εποικοδομητικά στη διαδικασία. Οι προτάσεις του κ. Gambari προέβλεπαν την άμεση έναρξη της διαδικασίας με ταυτόχρονες δικοινοτικές συνομιλίες σε θέματα καθημερινότητας και πάνω σε θέματα ουσίας καθώς και, ανάλογα με την πρόοδο, έναρξη συνολικών διαπραγματεύσεων. Η πρωτοβουλία απέβη άκαρπη,

 

Σε μια νέα προσπάθεια να τεθεί η διαδικασία σε λειτουργία ώστε να καταστεί δυνατή η επανέναρξη των απευθείας διαπραγματεύσεων, ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας Δημήτρης Χριστόφιας, αμέσως μετά την εκλογή του στο αξίωμα το Φεβρουάριο 2008, επεδίωξε να συναντηθεί με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη. Χριστόφιας και Ταλάτ είχαν την πρώτη πρόσωπο με πρόσωπο συνάντησή τους στις 21 Μαρτίου 2008. Κατά τη συνάντηση τους στις 21 Μαρτίου 2008, αποφασίστηκε να προχωρήσει η σύσταση ομάδων εργασίας και τεχνικών επιτροπών και να καταρτιστεί κατάλογος των θεμάτων προς εξέταση. Αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί νέα συνάντηση σε τρεις μήνες για να αξιολογηθεί η πρόοδος με στόχο να καταστεί δυνατή η έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων, υπό την αιγίδα του Γ.Γ. του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα αποφασίστηκε η διάνοιξη της οδού Λήδρας.

 

Σε δήλωση του στις 17 Απριλίου 2008, ο Πρόεδρος του Σ.Α. του ΟΗΕ χαιρέτησε τις εξελίξεις. Εξέφρασε επίσης την ελπίδα ότι θα υπάρξουν αποτελέσματα ώστε να προετοιμαστεί το έδαφος για συνομιλίες υπό την αιγίδα του Γ.Γ. του ΟΗΕ. Ο Πρόεδρος του Σ.Α. επαναβεβαίωσε επίσης, τη δέσμευση του Σ.Α. για την επανένωση της Κύπρου στη βάση της δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας και της πολιτικής ισότητας όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Σ.Α. Η δήλωση χαιρέτησε επίσης την ετοιμότητα του Γ.Γ. να υποβοηθήσει το έργο των πλευρών στην Κύπρο καθώς και την πρόθεση του να διορίσει, με την ολοκλήρωση της προπαρασκευαστικής περιόδου και ανάλογα με την πρόοδο, ειδικό σύμβουλο για διευκόλυνση των διεργασιών για συνολική διευθέτηση.

 

Η δίοδος στην οδό Λήδρας άνοιξε στις 3 Απριλίου, 2008 ενώ στις 18 Απριλίου άρχισαν να λειτουργούν έξι ομάδες εργασίας και επτά τεχνικές επιτροπές. Ελλείψει προόδου που να δικαιολογεί την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, με πρωτοβουλία του Προέδρου Χριστόφια οι δύο ηγέτες συναντήθηκαν ξανά στις 23 Μαΐου, 2008, στην παρουσία του Ειδικού Αντιπροσώπου του ΟΗΕ στην Κύπρο Taye-Brook Zerihoun. Κατά τη συνάντηση επαναβεβαιώθηκε η δέσμευση για τη δημιουργία δικοινοτικής, διζωνικής ομοσπονδίας με μια κυριαρχία, μια διεθνή προσωπικότητα, μια υπηκοότητα και με πολιτική ισότητα, όπως αυτή περιγράφεται στα ψηφίσματα του Σ.Α. του ΟΗΕ. Συμφωνήθηκε επίσης να επιδιωχθεί η διάνοιξη και άλλων οδοφραγμάτων. Περαιτέρω, οι δύο ηγέτες συμφώνησαν να εξεταστούν μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.

 

Σε νέα συνάντηση την 1 Ιουλίου 2008 οι δύο ηγέτες προέβησαν στην πρώτη ανασκόπηση του έργου των ομάδων εργασίας και των τεχνικών επιτροπών. Συζήτησαν επίσης τα θέματα της μιας κυριαρχίας και μιας υπηκοότητας για τα οποία συμφώνησαν, ως θέμα αρχής. Λεπτομέρειες εφαρμογής τους θα συζητηθούν κατά τις απευθείας συνομιλίες. Σε νέα συνάντηση στις 25 Ιουλίου 2008 αποφασίστηκε η έναρξη απευθείας διαπραγματεύσεων στις 3 Σεπτεμβρίου, 2008.  Οι διαπραγματεύσεις (που συνεχίστηκαν και από τον διάδοχο του Ταλάτ, Ντερβίς Έρογλου) δεν έχουν αποδώσει μέχρι τα τέλη του 2011 ο,τιδήποτε ουσιαστικό, λόγω της εμμονής της τουρκικής πλευράς σε λύση δύο κρατών και σε εφαρμογή προνοιών του σχεδίου Ανάν.

 

Στόχος της νέας διαπραγματευτικής διαδικασίας ήταν η εξεύρεση μίας λύσης «από τους Κυπρίους για τους Κυπρίους» στη βάση μίας συμφωνίας των δύο ηγετών που θα λάμβανε την έγκριση του λαού και η οποία θα διασφάλιζε όλα τα θεμελιώδη και νόμιμα δικαιώματα και συμφέροντα των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Σε κοινές δηλώσεις τους, οι δύο ηγέτες επαναβεβαίωσαν τη δέσμευσή τους σε μία διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, ενώ συμφώνησαν για μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα της ομόσπονδης Κύπρου.

 

Εν τω μεταξύ, θέλοντας να τονίσει τη σημασία που αποδίδει ο ΟΗΕ στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών πραγματοποίησε τριήμερη επίσκεψη στην Κύπρο στις αρχές του 2010 για να εκφράσει την προσωπική του υποστήριξη στις συνομιλίες. Ο Γενικός Γραμματέας διάβασε και δήλωση εκ μέρους των ηγετών των δύο κοινοτήτων στην οποία τονιζόταν ότι εργάστηκαν στη βάση της ολοκληρωμένης συνολικής προσέγγισης ότι «τίποτα δεν συμφωνείται μέχρι να συμφωνηθούν τα πάντα».

 

Στις 26 Μαΐου 2010 πραγματοποιείται η πρώτη συνάντηση μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια και του νέου Τ/Κ ηγέτη κ. Ντερβίς Έρογλου, ο οποίος διαδέχθηκε στις 18 Απριλίου 2010 τον κ. Μεχμέτ Αλί Ταλάτ.

 

Μέχρι την 1η Ιουλίου 2012, οπότε η Κύπρος ανέλαβε την προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, πραγματοποιήθηκαν πολλές συναντήσεις μεταξύ του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Δημήτρη Χριστόφια και του νέου Τουρκοκύπριου ηγέτη κ. Έρογλου, χωρίς όμως αποτέλεσμα.

 

Στις 24 Φεβρουαρίου 2013, Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εξελέγη ο κ. Νίκος Αναστασιάδης. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, ξεκίνησε μία νέα προσπάθεια σε επίπεδο διαπραγματευτών με σκοπό την προετοιμασία του εδάφους και την επανέναρξη νέων ουσιαστικών διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

 

Στις 11 Φεβρουαρίου 2014, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της νέας αυτής προσπάθειας, υπό την αιγίδα των Η.Ε., η πρώτη επίσημη συνάντηση του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Ν. Αναστασιάδης και του Δρ. Ντ. Έρογλου, ηγέτη των Τουρκοκυπρίων. Κατά τη συνάντηση υιοθετήθηκε Κοινή Δήλωση των ηγετών των δύο κοινοτήτων, η οποία θέτει το πλαίσιο της νέας διαπραγματευτικής διαδικασίας, επαναβεβαιώνει τις βασικές αρχές λύσης και αποσαφηνίζει τη μεθοδολογία που θα ακολουθηθεί.

 

Πιο συγκεκριμένα, η Κοινή Δήλωση επαναλαμβάνει ότι η διευθέτηση θα βασίζεται στη σύσταση μίας δικοινοτικής, διζωνικής, ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται από τα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και ότι η ενωμένη Κύπρος, ως μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα έχει μία διεθνή νομική προσωπικότητα, μία κυριαρχία και μία ιθαγένεια. Η Κοινή Δήλωση υπογραμμίζει επίσης ότι η διευθέτηση του προβλήματος θα πρέπει να κατοχυρώνει πρωτίστως τον σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές και τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των πολιτών της Ομοσπονδίας, καθώς επίσης και την ομαλή και αποτελεσματική συμμετοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

Στις 27 Φεβρουαρίου 2014 πραγματοποιήθηκε συνάντηση του Ελληνοκύπριου Διαπραγματευτή, κ. Α. Μαυρογιάννη με τον Υφυπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, Πρέσβη Φ. Σινιρίογλου, δημιουργώντας για πρώτη φορά ένα δίαυλο απευθείας επικοινωνίας με την Τουρκία.

 

Στις 27 Φεβρουαρίου, πραγματοποιήθηκε επίσης συνάντηση του Τουρκοκύπριου Διαπραγματευτή κ. Κ. Οζερσάι με τον Γενικό Γραμματέα του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, Πρέσβη κ. Α. Μητσιάλη.

 

Η υιοθέτηση της Κοινής Δήλωσης και η δρομολόγηση νέας διαδικασίας ουσιαστικών διαπραγματεύσεων με στόχο την επίλυση του κυπριακού, ανανέωσε το διεθνές ενδιαφέρον, δημιουργώντας μία νέα θετική δυναμική για επίλυση του προβλήματος. Η επανέναρξη των συνομιλιών χαιρετίστηκε τόσο από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από μεγάλο αριθμό χωρών. Δεν υπήρξε ωστόσο συνέχεια.

 

Σε μια νέα φάση εισήλθε το κυπριακό ζήτημα, με την εκλογή τον Απρίλιο του 2015  του Μουσταφά Ακιντζί. Ο νέος ηγέτης των Τουρκοκυπρίων είχε  στενές σχέσεις με πολλούς Ελληνοκύπριους πολιτικούς, αλλά και κοινωνικούς παράγοντες και κυρίως γνώριζε  πολύ καλά πραγματικότητες και ευαισθησίες της ελληνοκυπριακής πλευράς.

 

Από το Μάιο του 2015 έως και τον Ιούλιο του 2017 διεξήχθηκαν σοβαρές διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών με αποκορύφωμα τη διάσκεψη στο Κραν Μοντανά της Ελβετίας στην παρουσία των εγγυητριών  δυνάμεων. Επικεφαλής της Ελληνοκυπριακής Διαπραγματευτικής Ομάδας ανέλαβε ο πρέσβης Ανδρέας Μαυρογιάννης και της Τ/κ ο πολιτικός Οζντίλ Ναμί. Προηγήθηκε το Φεβρουάριο του 2017 διάσκεψη στη Γενεύη και επίσης τρεις συναντήσεις το 2016-17 στο Μοντ Πελεράν της Ελβετίας κατά τις οποίες η Τ/κ πλευρά για πρώτη φορά κατέθεσε χάρτη για επιστροφή εδαφών στους Ελληνοκυπρίους ως μέρος της λύσης. Στη διάσκεψη του Κραν Μοντανά, παρά το ότι κατά γενική ομολογία οι δύο πλευρές έφτασαν πολύ κοντά σε τελική συμφωνία αυτό δεν κατέστη δυνατό. Σε έκθεση του αρχές του Φθινοπώρου ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες ερμηνεύοντας το νέο αδιέξοδο, καταλόγισε και στις δύο πλευρές στο Κυπριακό έλλειψη πολιτικής βούλησης.

 

 Το 2018 ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ διόρισε την ανώτερη αξιωματούχο του ΟΗΕ Τζέιν Χολ Λουτ με στόχο να ετοιμάσει ένα έγγραφο  με τους νέους όρους αναφοράς στο Κυπριακό. Συμφωνήθηκε ότι το έγγραφο αυτό θα αποτελέσει τη βάση για επανέναρξη των συνομιλιών στο Κυπριακό με σημεία αιχμής την πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων και την κατάργηση των Εγγυήσεων του 1960 που απαιτούν οι Ε/κ.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image