Με το τέλος της εποχής του Χαλκού τερματίζονται χρονολογικά και οι Προϊστορικοί χρόνοι. Τον χαλκό, ή σωστότερα τον ορείχαλκο, αντικατέστησε ένα νέο μέταλλο, σκληρότερο και ανθεκτικότερο, που παρείχε νέες δυνατότητες: ο σίδηρος. Γι' αυτό και το μεγάλο διάστημα των Ιστορικών χρόνων (και ονομάζονται έτσι οι εποχές της Ιστορίας για τις οποίες υπάρχουν γραπτές πηγές) είναι γνωστό και ως εποχή του Σιδήρου. Η πρώτη υποδιαίρεση της νέας αυτής εποχής είναι η Κυπρογεωμετρική (1050-725 π.Χ.), που κι αυτή χωρίζεται σε τρεις μικρότερες υποπεριόδους: την Κυπρογεωμετρική Ι (1050-950 π.Χ.), την Κυπρογεωμετρική II (950-850 π.Χ.) και την Κυπρογεωμετρική III (850-725 π.Χ.).
Βλέπε λήμμα: Οι Ετεοκύπριοι
Οι Φοίνικες
Το σημαντικότερο γεγονός που συνέβη κατά την περίοδο αυτή ήταν η άφιξη κι εγκατάσταση Φοινίκων στην Κύπρο.
Βλέπε λήμμα: Φοίνικες και Κύπρος
Το γεγονός αυτό τοποθετείται χρονικά στον αιώνα από το 950 μέχρι το 850 π.Χ., δηλαδή κατά την Κυπρογεωμετρική II περίοδο. Είναι φυσικό να θεωρήσουμε ότι η ευμάρεια την οποία είχε γνωρίσει κατά την εποχή του Χαλκού η Κύπρος, και που οφειλόταν ακριβώς στην εμπορία του χαλκού, είχε προσελκύσει την προσοχή πολλών γειτονικών της λαών. Στην κούρσα όμως προς την Κύπρο, οι Έλληνες/Αχαιοί προηγήθηκαν. Όταν έφθασαν στο νησί οι Φοίνικες, όταν, δηλαδή, ήταν σε θέση να δημιουργήσουν εδώ αποικίες, οι Αχαιοί είχαν ήδη ριζώσει και εξελιχθεί σε άρχουσα τάξη.
Βλέπε λήμμα: Αχαιοί και Κύπρος
Τώρα, μάλιστα, ήταν η περίοδος της τελικής οργάνωσης των κυπριακών βασιλείων. Ωστόσο οι Φοίνικες, αν και δεν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν σ' ολόκληρο το νησί και να το επηρεάσουν ριζικά, κατόρθωσαν εντούτοις να ιδρύσουν ισχυρή παροικία σ' αυτό. Ικανοί ναυτικοί και έμποροι, είχαν πολλές δυνατότητες και μεταξύ των προτερημάτων που διέθεταν ήταν και η σχετικά μικρή απόσταση που χώριζε την Κύπρο από τη Φοινίκη και τη φοινικική μητρόπολη, την Τύρο.
Οι Φοίνικες εγκαταστάθηκαν σε διάφορα μέρη του νησιού, κυρίως σε παράλια, αργότερα δε επεξέτειναν την κυριαρχία τους και προς τα ενδότερα του νησιού, όπως προς το βασίλειο του Ιδαλίου κι εκείνο της Ταμασσού. Στη Σαλαμίνα και στο Κίτιον, πόλεις πλησιέστερες προς τη Φοινίκη που εκτεινόταν ακριβώς απέναντί τους, οι Φοίνικες έμποροι είχαν αποκτήσει ικανή δύναμη. Ιδιαίτερα στην πόλη του Κιτίου οι Φοίνικες έγιναν σε σύντομο διάστημα τόσο ισχυροί ώστε απέκτησαν εύκολα και την εξουσία. Η άρχουσα τάξη και οι μελλοντικοί βασιλιάδες του Κιτίου θα ήσαν Φοίνικες, η δε επιρροή τους επεκτάθηκε σε τέτοιο βαθμό, ώστε σε μερικές μελλοντικές περιπτώσεις θα κυριαρχούσαν για σύντομα διαστήματα και σε ισχυρές πόλεις Ελλήνων, όπως η Σαλαμίς.
Από τις υπόλοιπες πόλεις του νησιού, αρχίζουν ήδη να γνωρίζουν ακμή η Σαλαμίς, η Πάφος, το Κούριον και οι Σόλοι. Αρχίζει επίσης ν' αναπτύσσεται η Αμαθούς. Όλες αυτές οι πόλεις ήσαν παραθαλάσσιες, όπως εξάλλου και η Λάπηθος και το Μάριον. Στα ενδότερα του νησιού υπάρχουν οι Χύτροι (Κυθρέα), η Λήδρα (Λευκωσία), το Ιδάλιον (Δάλι) και η Ταμασσός. Στα ενδότερα επίσης του νησιού θα αναπτυχθούν και άλλες πόλεις, όχι όμως τόσο σημαντικές και όχι οργανωμένες ως κράτη-βασίλεια (τουλάχιστον δεν υπάρχουν πληροφορίες ότι είχαν υπάρξει κάποτε ως βασίλεια). Τέτοιες πόλεις ήσαν οι Γόλγοι (Αθηένου), η Ασίνη, οι Δύμες κ.α. Στην Αμαθούντα, ιδιαίτερα, υπάρχει η εντύπωση ότι είχε συγκεντρωθεί και κατοικήσει το ετεοκυπριακό στοιχείο, ή τουλάχιστον είχαν συγκεντρωθεί εκείνοι από τους Ετεοκυπρίους που δεν προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα και στην κυριαρχική παρουσία των Αχαιών.
Η εποχή της εντατικής εκμετάλλευσης του χαλκού παρήλθε. Όμως η γεωγραφική θέση της Κύπρου της έδινε πολλά πλεονεκτήματα και κυρίως πλεονεκτήματα εμπορικών δραστηριοτήτων και σχέσεων τόσο με την Ανατολή όσο και με τη Δύση. Εξακολουθούσε, έτσι, η ανοδική πορεία που, εν πολλοίς, ήταν και αποτέλεσμα οικονομικής ευρωστίας. Σοβαρή πλουτοπαραγωγική πηγή απετέλεσαν τώρα τα πυκνά κυπριακά δάση. Η κυπριακή ξυλεία χρησίμευε και για ναυπήγηση καραβιών που ήσαν απαραίτητα τόσο για τη διεξαγωγή του εμπορίου, όσο και για την ύπαρξη πολεμικών στόλων που προστάτευαν το εμπόριο. Η Κύπρος είναι νησί που απέχει αρκετά από τις γύρω ακτές (τουλάχιστον με τα δεδομένα της ναυσιπλοΐας των αρχαίων χρόνων). Έτσι δεν ήταν αρκετή η κατασκευή σκαφών για παράκτια ναυσιπλοΐα, δηλαδή για μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο με το να παραπλέουν τα καράβια τις ακτές. Ήταν απαραίτητη και η κατασκευή σκαφών για πιο επικίνδυνα και τολμηρά ταξίδια, που να μπορούν να ταξιδεύουν σε γιγάντιες αποστάσεις όπως μεταξύ Κύπρου και Αιγύπτου. Προϋπόθεση αποτελούσε, βέβαια, και η ικανότητα των Κυπρίων ως ναυτικών, μια ικανότητα που μαρτυρείται από αρχαίους συγγραφείς. Αναφέρεται μάλιστα ότι για ένα διάστημα η Κύπρος είχε καταστεί θαλασσοκράτειρα.
Πηγή:
Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια