Κύπρος Ιστορία

Εποχή του Χαλκού

Image

Η εποχή του Χαλκού καθορίζεται από το 2500 μέχρι το 1050 π.Χ. και χωρίζεται σε τρεις κύριες υποδιαιρέσεις: στην Πρώιμη εποχή του Χαλκού (2500-1900 π.Χ.), στη Μέση εποχή του Χαλκού (1900-1650 π.Χ.) και στην Ύστερη εποχή του Χαλκού (1650-1050 π.Χ.).

 

Η Πρώιμη εποχή του Χαλκού, που επίσης διαχωρίζεται σε τρεις μικρότερες υποδιαιρέσεις, εκπροσωπείται κυρίως από τους συνοικισμούς της Φιλιάς, της Βασίλειας, της Μόρφου και της Χρυσηλιού (που βρίσκονται όλοι στη δυτική πεδιάδα), καθώς και της Αγίας Παρασκευής (Λευκωσία), της Κυράς, των Βουνών Α' και της Σωτήρας. Λίγο μεταγενέστεροι είναι οι συνοικισμοί των Βουνών Β', της Λαπήθου, της Καλαβασού, της Επισκοπής, της Λεμεσού, της Αυδήμου, της Λάρνακας, της Δένειας, καθώς και του Αγίου Σωζομένου, του Μαργί και του Κοτσιάτη στην κεντρική Κύπρο.

 

Κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού αρχίζουν ν' αναπτύσσονται τα μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Καλοψίδα και η Έγκωμη. Η Έγκωμη φθάνει στην πλήρη ακμή της κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού που κι αυτή διαχωρίζεται σε έξι μικρότερες υποδιαιρέσεις. Κατά την τρίτη αυτή περίοδο της εποχής του Χαλκού αναπτύσσονται και αρκετές άλλες πόλεις που ιδρύονται από Αχαιούς αποίκους. Η άφιξη κι εγκατάσταση των Αχαιών στην Κύπρο ήταν ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της κυπριακής προϊστορίας κι εκείνο ακριβώς το γεγονός που καθόρισε την όλη ιστορική πορεία του νησιού διά μέσου των αιώνων που ακολούθησαν.

 

Από την αρχή της νέας και σημαντικής αυτής εποχής, δηλαδή από το 2500 π.Χ., έχουν ήδη αποκτηθεί αρκετές γνώσεις γύρω από τη συλλογή και την επεξεργασία του χαλκού, του οποίου θ' αρχίσει σε λίγο και η εμπορία σε μεγάλη κλίμακα. Από την (άγνωστη) ονομασία του χαλκού στην ετεοκυπριακή γλώσσα, πιθανότατα θα πάρει στη συνέχεια το νησί και την αρχαιότατη αλλά επικρατήσασα ονομασία Κύπρος και από την ονομασία αυτή θα παραχθεί και το όνομα του χαλκού σε αρκετές γλώσσες (cuprum, kupfer, cuivre κλπ.).

 

Οι Κύπριοι θα αρχίσουν τώρα να σκάβουν με πάθος τη γη τους και από τις γαλαρίες των πλούσιων σε μετάλλευμα περιοχών των Σόλων, της Ταμασσού, της Καλαβασού, της Αμπελικού, της Λίμνης κ.α., θα αρχίσουν να εξάγουν τον χαλκό. Μπορούμε να φανταστούμε τους μακρινούς εκείνους προγόνους να ανοίγουν με πρωτόγονα μέσα χαμηλές γαλαρίες και με τόλμη να εισέρχονται βαθιά στα σπλάχνα της κυπριακής γης για να βρουν το πολύτιμο υλικό το οποίο μεγάλες ουρές εργατών μετέφεραν αδιάκοπα στην επιφάνεια μέσα σε πλεκτά καλάθια. Μπορούμε να φανταστούμε τη σκληρή προσπάθεια και τον μεγάλο κόπο, ακόμη και τα συχνά δυστυχήματα από την υποχώρηση των γαλαριών, που στη συνέχεια αντικαθίστανται από άλλες και άλλες, οι οποίες στηρίζονται κι ενισχύονται με κορμούς δέντρων. Κι όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο αυξάνεται η ζήτηση του προϊόντος της κυπριακής γης και άλλο τόσο αυξάνονται οι στρατιές των εργατών που σκάβουν στις βαθιές γαλαρίες. Η δουλειά είναι αποκλειστικά χειρωνακτική και ιδιαίτερα κουραστική. Γύρω από τα μεταλλεία δημιουργούνται μικροί ή μεγαλύτεροι συνοικισμοί εργατών. Κοντά σ' αυτούς γίνεται και η πρώτη επεξεργασία του χαλκού σε καμίνια που ανάβουν με τη χρησιμοποίηση της άφθονης ξυλείας. Είναι γνωστό, από σχετικές αναφορές αρχαίων συγγραφέων, ότι κατά την Αρχαιότητα τα δάση ήταν πολύ πυκνά αλλά κι εκτεταμένα, κάλυπταν δε σχεδόν ολόκληρο το νησί φθάνοντας μέχρι χαμηλά στην κεντρική πεδιάδα. Έτσι, δεν υπήρχε ούτε το πρόβλημα της καύσιμης ύλης.

 

Μετά την πρώτη επιτόπια επεξεργασία του, ο χαλκός χυνόταν σε πρωτόγονα καλούπια και σχημάτιζε μακρόστενες πλάκες (σε διαστάσεις περίπου 70X40 εκατοστομέτρων). Οι πλάκες αυτές μεταφέρονταν με αμάξια στα μεγάλα κέντρα επεξεργασίας ή και στα λιμάνια για εξαγωγή. Στα κέντρα επεξεργασίας του, δηλαδή στις πόλεις και στους διάφορους συνοικισμούς, τεχνίτες εργάζονταν επίσης αδιάκοπα μέσα σε σειρές από μικρά πετρόκτιστα εργαστήρια, αναπλάθοντας το πολύτιμο μέταλλο και κατασκευάζοντας απ' αυτό ένα σωρό θαυμαστά αντικείμενα: ποικίλα οικιακά σκεύη, σπαθιά και άλλα όπλα, γεωργικά εργαλεία, κοσμήματα. Μια νέα εποχή, με πολλές προοπτικές. Μεγάλο εμπορικό κέντρο στην ανατολική πεδιάδα (κοντύτερα προς τις χώρες της Ανατολής, δηλαδή την απέναντι της Κύπρου συροπαλαιστινιακή ακτή), γίνεται η Καλοψίδα. Θα ακολουθήσει η Έγκωμη, κι αργότερα θα εξελιχθεί σημαντικά το Κίτιον. Γενικότερα, η εκμετάλλευση του χαλκού θα επιφέρει τον πλούτο και την ευημερία. Η ανάγκη δημιουργεί μεγάλη ζήτηση του προϊόντος και στις αγορές των γύρω χωρών. Έτσι πολύ σύντομα, αναπτύσσεται και το εξαγωγικό εμπόριο. Όμως το εμπόριο με άλλες χώρες σημαίνει ταυτόχρονα και επαφές με άλλους λαούς, που μοιραία θα έχουν σημαντικές πολιτιστικές και άλλες επιπτώσεις και θα διαδραματίσουν σοβαρό ρόλο στη διαμόρφωση του Κυπριακού πολιτισμού.

 

Όμως μετά το μεγάλο άλμα και το πέρασμα από την εποχή της Πέτρας στην εποχή του Χαλκού, τα περιθώρια περαιτέρω εξέλιξης παραμένουν ευρύτατα. Η πείρα που αποκτήθηκε γύρω από την όλη υπόθεση του χαλκού, επιδέχεται βελτιώσεις κι οδηγεί σε νέες ανακαλύψεις. Ο χαλκός από μόνος του δεν αποτελεί ανθεκτικό μέταλλο που να είναι δυνατό να χρησιμοποιείται με περισσότερες δυνατότητες. Ανακαλύφθηκε λοιπόν (κι η ανακάλυψη αυτή έγινε εκτός Κύπρου), πως όταν ο χαλκός αναμειχθεί με κασσίτερο, τότε δίνει ένα κράμα αρκετά στερεό και σκληρό που μπορεί να χρησιμεύει για πάρα πολλά πράγματα. Το κράμα αυτό λέγεται ορείχαλκος. Όμως κασσίτερος δεν υπήρχε στην Κύπρο κι αυτό αποτελούσε πρόβλημα, που τελικά λύθηκε με τις εμπορικές ανταλλαγές: Η Κύπρος εξακολούθησε να εξάγει χαλκό σε μεγάλες ποσότητες αλλά άρχισε κιόλας να εισάγει κασσίτερο σε πολύ μικρότερες ποσότητες επειδή για την παραγωγή ορειχάλκου η αναλογία κασσιτέρου κυμαίνεται μόνο μέχρι και 14% περίπου. Έτσι είναι φανερό ότι στις εμπορικές αυτές πράξεις η Κύπρος είχε τεράστια κέρδη. Η ευμάρεια που ακολούθησε αντικατοπτρίζεται και στον εντυπωσιακό πλούτο των κτερισμάτων που προέρχονται από τους τάφους της Πρώιμης εποχής του Χαλκού. Τα κτερίσματα αυτά αποδεικνύουν, μεταξύ άλλων, και τις πυκνές επαφές της Κύπρου με τις γύρω απ' αυτήν κοντινές ακτές αλλά και τις μακρινότερες ακόμη, όπως η Αίγυπτος, η Κρήτη και το Αιγαίον πέλαγος. Διάφορα από τα αντικείμενα που ανευρίσκονται στους τάφους, είχαν εισαχθεί στην Κύπρο από τις γύρω χώρες, κι αυτό σημαίνει ότι οι Κύπριοι, όταν απέκτησαν τον πλούτο εξαιτίας των εμπορικών τους δραστηριοτήτων, αγόραζαν και πολλά ξένα πράγματα (ακριβά και φθηνά) για τις ανάγκες τους.

 

Ο χαλκός όμως δεν επισκίασε τα πάντα. Πολλοί Κύπριοι ασχολούνταν βέβαια με την ανόρυξη, την επεξεργασία και την εμπορία του. Όμως παράλληλα ο γεωργός εξακολουθούσε να καλλιεργεί, όχι χωρίς προβλήματα, τα χωράφια, ο κτηνοτρόφος να φροντίζει και να εκμεταλλεύεται τα ζώα του, ο αγγειοπλάστης να εργάζεται με δεξιοτεχνία και να δημιουργεί νέα κι ενδιαφέροντα αντικείμενα, σε μια μεγάλη ποικιλία ειδών, σχημάτων και διακόσμου, ο υφαντής να κατασκευάζει ωραία υφαντά, και όλοι να βρίσκονται υπό την επίδραση μιας θρησκείας στην οποία κυριαρχούν ξόανα και σύμβολα (όπως ταύροι και φίδια) και η οποία ασφαλώς θα αποτελούσε κράμα πρωτόγονων αντιλήψεων για τη Γονιμότητα, τη Ζωή και τον Θάνατο, εμπλουτισμένη με ποικίλες προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Ιεροτελεστίες και μυστήρια για τους μυημένους, γίνονταν επίσης.

 

Το πλήθος των χάλκινων όπλων που απαντάται στους τάφους της εποχής, ίσως να σημαίνει ότι υπήρξαν πολεμικές συγκρούσεις. Εξάλλου τα διάφορα φρούρια που κτίστηκαν σε διάφορα μέρη του νησιού κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού (όπως τα φρούρια Νιτοβίκλας στην Καρπασία, Αγίου Σωζομένου στην κεντρική Κύπρο κοντά στο Δάλι, και Κρηνιού, κοντά στη βόρεια ακτή) φανερώνουν μια κατάσταση επιφυλακής. Εξάλλου, σε νεκροταφεία στο βόρειο τμήμα του νησιού βρέθηκαν ίχνη από ομαδικές ταφές, και οι θάνατοι, εάν δεν οφείλονταν σε επιδημίες, τότε θα πρέπει να προήλθαν από αναταραχή που οδήγησε σε πολεμικές συγκρούσεις. Η περίοδος πάντως αυτή συμπίπτει με επιδρομές των Υκσώς, κουρσάρων από την Ανατολή, όμως δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτοί είχαν καταλάβει κάποιο τμήμα του νησιού.

 

Ο χαλκός πρόσφερε και προοπτικές απασχόλησης. Στην αρχιτεκτονική φρουρίων όπως εκείνο της Νιτοβίκλας, στην αρχιτεκτονική των τάφων μερικών νεκροταφείων και σε άλλα αρχαία ευρήματα, απαντώνται στοιχεία συγγενικά προς αντίστοιχες κατασκευές γειτονικών χωρών. Έτσι, οδηγούμαστε και πάλι στη θεωρία ότι κατά τη Μέση εποχή του Χαλκού νέοι άποικοι είχαν φθάσει κι είχαν εγκατασταθεί σε διάφορες περιοχές του νησιού. Μήπως η κατάσταση επιφυλακής σχετιζόταν με τις αφίξεις αυτές; Μήπως με την άφιξη των πιθανών αποίκων σχετίζονται και οι αυξημένοι θάνατοι; Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε.

 

Είτε όμως εγκαταστάθηκαν νέοι άποικοι στην Κύπρο (βίαια ή ειρηνικά), είτε όχι, πάντως οι πυκνές εμπορικές και άλλες επαφές της Κύπρου με τις γειτονικές της χώρες συνεχίζονται αδιάκοπες. Ένα από τα πολλά στοιχεία που αποδεικνύουν τις επαφές αυτές, είναι η εισαγωγή στην Κύπρο, γύρω στα τέλη του 16ου π.Χ. αιώνα, ενός συστήματος γραφής που συγγενεύει με τη Γραμμική Α' γραφή της Κρήτης, και που είναι γνωστή ως Κυπρομινωική γραφή. Τέτοια δείγματα Κυπρομινωικής γραφής βρέθηκαν στην Έγκωμη, χαραγμένα σε πήλινες πινακίδες, όμως παρ' όλες τις προσπάθειες, η γραφή αυτή δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί.

 

Η Έγκωμη είναι πλέον, κατά την Ύστερη εποχή του Χαλκού, το μεγάλο εμπορικό κέντρο της Κύπρου που εκμεταλλεύεται κυρίως τον χαλκό. Αυτό τον χαλκό που θα ελκύσει και τους εμπόρους των Μυκηνών, από τη μακρινή Πελοπόννησο, να επεκτείνουν τις εμπορικές δραστηριότητές τους μέχρι την Κύπρο. Η εμπορία του χαλκού θα ήταν, ασφαλώς, βασικότατη για τους Μυκηναίους, που θα τροφοδοτούσαν τους τεχνίτες στην πατρίδα τους με την πολύτιμη αυτή πρώτη ύλη στην κατασκευή αντικειμένων περιζήτητων μεταξύ των φιλοπόλεμων Αχαιών, σπαθιά κι ακόντια, ασπίδες, θώρακες και περικεφαλαίες.

 

Η Κύπρος, πιθανότατα ως ενιαίο βασίλειο, είναι γνωστή με την ονομασία Αλάσια ή και Άσυ, επεκτείνει δε τις στενές της σχέσεις μέχρι την Αίγυπτο, διατηρώντας επαφή και με τους ίδιους τους φαραώ. Εκείνοι όμως που θα επιδράσουν ριζικά επί της Κύπρου και θα διαμορφώσουν τελεσίδικα τον χαρακτήρα της, δεν θα είναι ούτε οι κοντινοί λαοί της Συρίας και της Παλαιστίνης, ούτε οι γείτονες της Μικράς Ασίας, ούτε οι Κρήτες έμποροι, ούτε οι φαραώ της αξιοθαύμαστης αρχαίας Αιγύπτου. Θα είναι οι σκληροτράχηλοι πολεμιστές αλλά και δημιουργοί ενός από τους πλέον αξιόλογους αρχαίους πολιτισμούς, οι κάτοικοι της μακρινής Πελοποννήσου, οι Μυκηναίοι, γνωστοί στα Ομηρικά έπη και ως Αχαιοί.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image