Από μορφολογικής απόψεως, η Κύπρος μπορεί να υποδιαιρεθεί στις πιο κάτω μορφολογικές περιφέρειες:
1. Το ορεινό σύμπλεγμα Τροόδους.
2. Τη βόρεια οροσειρά.
3. Την κεντρική πεδιάδα.
4. Τη λοφώδη περιοχή γύρω από το ορεινό σύμπλεγμα Τροόδους.
5. Τις παράκτιες πεδιάδες.
1. Ορεινό σύμπλεγμα Τροόδους: Είναι ένας επιβλητικός ορεινός όγκος ελλειπτικής μορφής, που καταλαμβάνει το κεντρικό-δυτικό τμήμα του νησιού. Καλύπτει έκταση 3.200 περίπου τετραγωνικών χιλιομέτρων και αποτελείται αποκλειστικά από πυριγενή πετρώματα, τα οποία αποτελούν το γνωστό Οφιολιθικό Σύμπλεγμα του Τροόδους.
Η οροσειρά χαρακτηρίζεται από ψηλές βουνοκορφές, απότομες πλαγιές, φαράγγια και βαθιές κοιλάδες. Οι δέκα ψηλότερες βουνοκορφές του Τροόδους, με βάση τον τοπογραφικό χάρτη της Κύπρου κλίμακας 1:100.000, είναι οι ακόλουθες:
1. Όλυμπος (1.952μ.)
2. Ηστ Σιώλτερ (1.739μ.)
3. Γουέστ Σιώλτερ (1.710 μ.)
4. Νορθ Σιώλτερ (1.709 μ.)
5. Αδελφοί (1.613 μ.)
6. Παπούτσα (1.554 μ.)
7. Μαχαιράς (1.432 μ.)
8. Πλατύς (1.420 μ.)
9. Μούττη του Δία (1.399 μ.)
10. Μούττη των Σπήλιων (1.372 μ.)
Στο ορεινό σύμπλεγμα του Τροόδους βρίσκονται οι ευδιάκριτες γεωγραφικές περιφέρειες της Τηλλυρίας, της Πιτσιλιάς, της Μαραθάσας και της Σολιάς, οι οποίες εξετάζονται σε χωριστά λήμματα.
Τα πετρώματα της οροσειράς είναι αδιαπέρατα, εκτός στις περιπτώσεις ρηγμάτων που αφθονούν στην περιοχή. Η ποσότητα της βροχόπτωσης που δέχεται το Τρόοδος είναι η μεγαλύτερη στην Κύπρο και φθάνει τα 1.064 χιλιοστόμετρα (Όλυμπος), σε σύγκριση με 300 χιλιοστόμετρα στις πεδιάδες. Το αδιαπέρατο των πετρωμάτων και η μεγάλη κλίση των πλαγιών συντελούν ώστε το μεγαλύτερο μέρος της βροχόπτωσης να καταλήγει στους ποταμούς. Από τα βουνά του Τροόδους πηγάζουν όλοι οι μεγάλοι ποταμοί της Κύπρου, οι οποίοι μεταφέρουν το χώμα και το νερό στις πεδιάδες, επιτρέποντας έτσι την ανάπτυξη μεγάλης ποικιλίας φυτειών.
Η μεγάλη βροχόπτωση που δέχεται η οροσειρά βοηθά στη σχετικά γρήγορη ανάπτυξη των δασών. Το μεγαλύτερο τμήμα της καλύπτεται από κρατικά δάση, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα δάση του Τροόδους, της Πάφου, του Μαχαιρά, της Λεμεσού και Αδελφοί. Η βλάστηση είναι πλούσια σε είδη δέντρων, θάμνων και αγριολούλουδων. Σε υψόμετρα πάνω από 1.500 μέτρα απαντάται ο μαυρόπευκος ενώ πιο κάτω, μέχρι του υψομέτρου Πεδουλά, Πλατρών και Καρβουνά, φυτρώνει η τραχεία πεύκη (αγριόπευκος). Ο κέδρος, που είναι ενδημικό είδος της Κύπρου, απαντάται στη γνωστή κοιλάδα των κέδρων, στην κορυφή του Τρίπυλου, στα βουνά του Κύκκου και σ' άλλες περιοχές. Στο Τρόοδος ευδοκιμούν δυο είδη αόρατου. Το ένα είδος (Juniperus oxycedrus) ευδοκιμεί σε υψόμετρα γύρω στα 1.200 μέτρα, όπως στην περιοχή του Προδρόμου, και το δεύτερο είδος (Juniperus phoetidissima) ευδοκιμεί σε μεγαλύτερα υψόμετρα, πάνω από 1.200 μέτρα. Στις κοιλάδες της οροσειράς φυτρώνουν ο πλάτανος και ο σκλήδρος, ενώ στις πλαγιές απαντάται η λατζ΄ιά, η αντρουκλιά, η τριμιθιά, η ξισταρκά και άλλα πλατύφυλλα είδη. Τα φτερίκια, που αφθονούν, συχνά απαντώνται με την αγριοτριανταφυλλιά και την παρβαρετσιά. Η κοκκονιά φυτρώνει κυρίως κοντά στο μοναστήρι του Κύκκου ενώ η σπαλαθκιά απαντάται στις ψηλότερες περιοχές του Τροόδους.
Η οροσειρά του Τροόδους είναι η θέση των σημαντικών για την οικονομία του τόπου μεταλλευτικών κοιτασμάτων. Επιπρόσθετα το Τρόοδος είναι ο δημιουργός του υγιεινού, ήπιου κλίματος του νησιού. Υπεράνω όλων όμως το Οφιολιθικό Σύμπλεγμα του Τροόδους είναι το «θεμέλιο» πάνω στο οποίο έχει κτισθεί το νησί, είναι η γεωλογική και μορφολογική σπονδυλική στήλη της Κύπρου.
Το πυριγενές σύμπλεγμα του Τροόδους μπορεί να υποδιαιρεθεί σε τρεις χαρακτηριστικές ζώνες: (α) τη ζώνη των πλουτωνίων πετρωμάτων, (β) τη ζώνη των φλεβικών πετρωμάτων και (γ) τη ζώνη των προσκεφαλοειδών λαβών.
α) Ζώνη πλουτωνίων πετρωμάτων: Αποτελεί τον πυρήνα του Τροόδους και μοιάζει μ' ένα τεράστιο θόλο του οποίου το πιο ψηλό σημείο είναι η κορυφή του Ολύμπου. Τα πετρώματα που συνθέτουν τον πυρήνα είναι πλουτώνιας προέλευσης και περιλαμβάνουν, από κάτω προς τα άνω, χαρτζβουργίτες με φακούς δουνίτη, δουνίτες, βερλίτες, πυροξενίτες, γάββρους και πλαγιογρανίτες. Αποσαθρώνονται εύκολα με αποτέλεσμα τα υψώματα στη ζώνη αυτή να έχουν πολύ ομαλές πλαγιές και αποστρογγυλωμένες κορυφές. Τα προϊόντα της αποσάθρωσης δημιουργούν εύφορα εδάφη που καλλιεργούνται με οπωροφόρα δέντρα. Στη ζώνη αυτή βρίσκονται όλες σχεδόν οι πηγές της οροσειράς.
Τα πετρώματα του πλουτωνίου συμπλέγματος του Τροόδους εμφανίζονται υπό μορφή ομόκεντρων κύκλων γύρω από τον Όλυμπο, καθώς επίσης και στο δάσος της Λεμεσού.
Στον σερπεντινιωμένο χαρτζβουργίτη, τον σερπεντινίτη, απαντώνται τα γνωστά κοιτάσματα του αμιάντου, ενώ τα κοιτάσματα του χρωμίτη περιορίζονται στο κατώτερο μέρος του χαρτζβουργίτη και συνδέονται με τους φακούς δουνίτη.
β) Ζώνη φλεβικών πετρωμάτων: Η ζώνη αυτή περιβάλλει σαν δακτυλίδι τη ζώνη των πλουτωνίων πετρωμάτων. Αποτελείται από σειρά βασαλτικών και δολεριτικών φλεβών που είναι οι τροφοδότες των υπερκείμενων πίλλοου -λαβών. Τα πετρώματα του διαβάση είναι ανθεκτικότερα στη διάβρωση και την αποσάθρωση από εκείνα της ζώνης του πυρήνα. Η τοπογραφία στη ζώνη αυτή είναι γενικά τραχειά και άγρια με βαθιές στενές κοιλάδες σε σχήμα V. Οι πλαγιές είναι απότομες και καλύπτονται συνήθως από μικρό πάχος ασύνδετων κορρημάτων. Το σύστημα απορροής στη ζώνη αυτή είναι δενδροειδούς τύπου και οι ποταμοί που ρέουν στις κοιλάδες διατηρούν τη ροή τους στη μεγαλύτερη διάρκεια του χρόνου. Στον διαβάση βρίσκονται τα περισσότερα λατομεία θραυστών σκύρων και άμμου.
γ) Ζώνη προσκεφαλοειδών λαβών (πίλλοου-λαβών): Περιβάλλει τη ζώνη των φλεβικών πετρωμάτων και αποτελείται από ένα σύνολο μικρών αποστρογγυλωμένων και ομαλών λόφων από λάβες και διεισδύσεις φλεβών διαβάση. Οι λάβες αποσαθρώνονται εύκολα και τα υλικά της αποσάθρωσης δημιουργούν εύφορο έδαφος. Η ζώνη αυτή αποτελείται από δυο ορίζοντες λαβών, τον Κατώτερο και τον Ανώτερο. Ο Κατώτερος αποτελείται κυρίως από βασάλτες και ανδεσίτες, η δε αναλογία πίλλοου-λαβών προς τις φλέβες είναι περίπου ίση. Στον Ορίζοντα αυτό βρίσκονται τα γνωστά κοιτάσματα των χαλκούχων σιδηροπυριτών της Κύπρου. Ο Ανώτερος Ορίζοντας των λαβών αποτελείται κυρίως από πίλλοου-λάβες και ακανόνιστου σχήματος εκχύσεις λαβών (80-90%) και 10-20% φλέβες. Η σύστασή τους είναι κυρίως βασαλτική με ποικιλίες ολιβινικών βασαλτών και υπερβασικών λαβών.
2. Βόρεια οροσειρά: Περιλαμβάνει τον Πενταδάκτυλο και την Καρπασία.
α) Πενταδάκτυλος: Είναι μια στενή επιμήκης τοξοειδής οροσειρά, στο βόρειο τμήμα του νησιού, η οποία εκτείνεται από το χωριό Όρκα στα δυτικά μέχρι το χωριό Επτακώμη στα ανατολικά. Έχει μήκος 90 περίπου χιλιομέτρων και το πλάτος της δεν ξεπερνά τα 4 χιλιόμετρα. Αποτελείται από ένα πυρήνα συμπαγών διερρηγμένων ασβεστόλιθων και από στρώματα κρητίδων που περιβάλλονται από στρώματα της διάπλασης του φλύσχη. Η τοπογραφία της οροσειράς, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, είναι μεγαλόπρεπη με τις ψηλές απόκρημνες βουνοκορφές της, τις κάθετες πλαγιές, τα βαθιά φαράγγια, τα διάσελα και τις μικρές κοιλάδες στις οποίες ρέουν μικροί ποταμοί. Τα καρστικά φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τα ασβεστολιθικά πετρώματα της οροσειράς, δημιούργησαν υπόγειες σπηλιές με σταλακτίτες και σταλαγμίτες, κατακρημνίσεις και κουφώματα. Η ψηλότερη κορφή του Πενταδάκτυλου είναι το Κυπαρισσόβουνο (1.024 μ.), που βρίσκεται περί το 1,5 χμ. βορειοανατολικά του χωριού Αγριδάκι. Άλλες ψηλές κορφές είναι, από τα δυτικά στα ανατολικά, ο Κόρνος (946 μ.), η Κουρδέλλα (856 μ.), ο Προφήτης Ηλίας (888 μ.), ο Άγιος Ιλαρίων (725 μ.), η Αλωνάγρα (935 μ.), το Βουφαβέντο (954 μ.), ο Πενταδάκτυλος (740 μ.), ο Γιαηλάς (935 μ.), η Παλαιά Βρύση (819 μ.), ο Όλυμπος (740 μ.), το Πλατάνι (723 μ.) και η Καντάρα (724 μ.). Στις απόκρημνες βουνοκορφές του Αγίου Ιλαρίωνος, του Βουφαβέντο και της Καντάρας βρίσκονται κτισμένα τα ομώνυμα κάστρα.
Η φυσική βλάστηση της οροσειράς είναι συνάρτηση των πετρωμάτων και των κλιματολογικών συνθηκών. Ο Πενταδάκτυλος διαθέτει μια ποικίλη φυσική βλάστηση που είναι πυκνότερη στις βόρειες πλαγιές, οι οποίες δέχονται μεγαλύτερη βροχόπτωση από τις νότιες και χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη υγρασία και λιγότερη εξάτμιση. Η βόρεια πλευρά του είναι μαγευτική, τόσο λόγω της πυκνής φυσικής της βλάστησης όσο και λόγω των εναλλασσόμενων μορφών του τοπίου με τις απότομες κορφές, τις χαράδρες, τα περιβόλια, τα δάση και τα γραφικά χωριά. Τα κυριότερα αυτοφυή δέντρα που φυτρώνουν στον Πενταδάκτυλο είναι το κυπαρίσσι και ο αγριόπευκος και σε χαμηλότερα υψόμετρα οι αγριοελιές και αγριοχαρουπιές. Μεγάλη είναι επίσης η ποικιλία των θάμνων και αρωματικών φυτών, όπως η τριμιθιά, η σπαλαθκιά, η αντρουκλιά, ο σχίνος, η μυρτιά, το θυμάρι, το αγριολασμαρί και άλλα. Ιδιαίτερα πλούσια είναι και η ποικιλία των αγριολούλουδων στον Πενταδάκτυλο (κυκλάμινα, ματσικόριδα κ.α., ενώ στην περιοχή των Πανάγρων αυτοφύεται η περίφημη αγριοτουλίπα).
β) Καρπασία: Η χερσόνησος της Καρπασίας καταλαμβάνει το βορειοανατολικότερο τμήμα του νησιού και εκτείνεται ανατολικά της οροσειράς του Πενταδάκτυλου μέχρι το ακρωτήρι του Αποστόλου Ανδρέα. Είναι προέκταση της οροσειράς του Πενταδάκτυλου αλλά δεν παρουσιάζει τις περίπλοκες πτυχώσεις και άλλες τεκτονικές κινήσεις που επηρέασαν τον Πενταδάκτυλο. Το τοπίο χαρακτηρίζεται από μια εναλλαγή λόφων, πλαγιών, χαμηλών οροπεδίων, κοιλάδων και μικρών λεκανοπεδίων. Η ψηλότερη κορφή της Καρπασίας είναι ο Πάμπουλος (383 μ.), που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του χωριού Αγία Τριάδα. Οι θαλάσσιες αναβαθμίδες τόσο κατά μήκος της βόρειας ακτής όσο και στο νότιο τμήμα, ιδιαίτερα κατά μήκος του ακρωτηρίου της Ελαίας, είναι πολύ εμφανείς. Από τα διάφορα υψώματα της Καρπασίας πηγάζουν μικρά ρυάκια που χύνονται είτε στη βόρεια είτε στη νότια θαλάσσια περιοχή της χερσονήσου.
Τα κυριότερα πετρώματα στην Καρπασία είναι οι αποθέσεις του φλύσχη της Κυθρέας, οι αποθέσεις του σχηματισμού Αθαλάσσας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι και αμμώδεις μάργες) και οι αποθέσεις των αναβαθμίδων (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι και χαλίκια). Οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις απαντώνται στις παράκτιες περιοχές.
Το ανατολικό τμήμα της Καρπασίας, λόγω της μεγαλύτερης βροχόπτωσης που δέχεται, έχει περισσότερη βλάστηση από το δυτικό. Τα κυριότερα δέντρα και θάμνοι που φυτρώνουν είναι ο αόρατος, ο πεύκος, ο σχίνος, το θυμάρι, η ξισταρκά, το κυπαρίσσι, η χαχομηλιά, η αγριοελιά και η αγριοχαρουπιά.
3. Κεντρική πεδιάδα: Βρίσκεται μεταξύ των οροσειρών του Τροόδους και του Πενταδάκτυλου και εκτείνεται από τον κόλπο της Μόρφου στα δυτικά, μέχρι τον κόλπο της Αμμοχώστου στα ανατολικά. Είναι μια αρκετά ομαλή πεδιάδα που το πλάτος της κυμαίνεται μεταξύ 22 και 32 χιλιομέτρων. Το υψόμετρο της κεντρικής πεδιάδας γενικά αυξάνεται από τους κόλπους της Αμμοχώστου και της Μόρφου προς τη Λευκωσία, όπως και προς τα βόρεια και νότια, καθώς οι περιοχές της πεδιάδας πλησιάζουν τον Πενταδάκτυλο από τη μια και τους βόρειους πρόποδες του Τροόδους και το οροπέδιο των Κοκκινοχωριών από την άλλη.
Τα πετρώματα της κεντρικής πεδιάδας είναι από τα πιο πρόσφατα της Κύπρου. Είναι ιζηματογενούς προελεύσεως και μεταφέρθηκαν από τον Πενταδάκτυλο και το Τρόοδος και εναποτέθηκαν στη θάλασσα, ακριβώς εκεί που βρίσκεται σήμερα η κεντρική πεδιάδα.
Η κεντρική πεδιάδα μπορεί να υποδιαιρεθεί στις ακόλουθες περιοχές: (α) τη δυτική κεντρική πεδιάδα (πεδιάδα της Μόρφου), (β) την ανατολική κεντρική πεδιάδα (Μεσαορία) και (γ) το οροπέδιο των Κοκκινοχωριών.
α) Δυτική κεντρική πεδιάδα: Η πεδιάδα αυτή, η οποία είναι γνωστή και σαν πεδιάδα της Μόρφου, εκτείνεται από τον κόλπο της Μόρφου στα δυτικά μέχρι τη διαχωριστική γραμμή των λεκανών απορροής των ποταμών Πηδιά και Σερράχη-Οβγού στα ανατολικά. Το μήκος της πεδιάδας από τα δυτικά στα ανατολικά είναι 42 χιλιόμετρα περίπου, ενώ το μεγαλύτερο πλάτος της φθάνει τα 32 χιλιόμετρα. Το υψόμετρο από τη θαλάσσια στάθμη στο δυτικό τμήμα της πεδιάδας, αυξάνεται σταδιακά και φθάνει τα 300 μέτρα στο βόρειό της τμήμα, στα 250 μέτρα στο ανατολικό και στα 400 μέτρα στο νότιο.
Από γεωλογικής απόψεως, στην πεδιάδα απαντώνται οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις, ιδιαίτερα στο δυτικό της τμήμα, οι αποθέσεις των αναβαθμίδων (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι και χαλίκια), το Σύναγμα (εκτεταμένοι σχηματισμοί χαλικιών και άμμων), οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκωσίας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι, χαλίκια, μάργες και ψαμμιτικές μάργες), και οι αποθέσεις του σχηματισμού Αθαλάσσας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι και αμμώδεις μάργες). Το βόρειο τμήμα της πεδιάδας καλύπτεται από τον έντονα πτυχωμένο φλύσχη της Κυθρέας και έχει λοφώδη τοπογραφία.
Η πεδιάδα της Μόρφου μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια πεδιάδα αλλουβιακών αποθέσεων, ιδιαίτερα αλλουβιακών κώνων. Οι αποθέσεις σχηματίστηκαν κατά την είσοδο των ποταμών, ιδιαίτερα του Σερράχη, στην πεδιάδα. Οι κυριότεροι ποταμοί που διασχίζουν την πεδιάδα είναι ο Σερράχης και ο Οβγός, που ενώνονται στα βορειοδυτικά της κωμόπολης Μόρφου, ο Ατσάς, ο Καρκώτης, ο ποταμός της Ελιάς, ο Σέτραχος, ο Ξερός και ο Αλουπός. Κατά μήκος των ποταμών αυτών δημιουργήθηκαν ποτάμιες αναβαθμίδες.
β) Ανατολική κεντρική πεδιάδα (Μεσαορία): Η Μεσαορία ή ανατολική κεντρική πεδιάδα εκτείνεται από τον κόλπο της Αμμοχώστου στα ανατολικά, μέχρι τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των λεκανών απορροής των ποταμών Πηδιά και Σερράχη - Οβγού στα δυτικά. Η διαχωριστική αυτή γραμμή είναι μια καμπύλη που εκτείνεται ανατολικά του χωριού Γερόλακκος και δυτικά του χωριού Πάνω Δευτερά.
Η Μεσαορία έχει μήκος 65 περίπου χιλιομέτρων και το μεγαλύτερο πλάτος της φθάνει τα 28 χιλιόμετρα περίπου. Το μεγαλύτερο τμήμα της πεδιάδας έχει ύψος κάτω των 100 μέτρων, αν και το υψόμετρο γενικά ανεβαίνει ομαλά από τη στάθμη της θάλασσας στα ανατολικά, προς το δυτικό (300 μέτρα), βόρειο (300 μέτρα) και νότιο τμήμα (400 μέτρα).
Τα πετρώματα της Μεσαορίας είναι πρόσφατες ιζηματογενείς αποθέσεις (Πλειόκαινης, Πλειστόκαινης και Ολόκαινης ηλικίας) που μεταφέρθηκαν από το Τρόοδος και τον Πενταδάκτυλο και εναποτέθηκαν στον θαλάσσιο χώρο, όπου βρίσκεται σήμερα η Μεσαορία. Περιλαμβάνουν κυρίως πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις, πετρώματα των σχηματισμών Λευκωσίας και Αθαλάσσας, αποθέσεις θαλάσσιων αναβαθμίδων, σύναγμα, και αποθέσεις του φλύσχη της Κυθρέας. Ένα μεγάλο μέρος της Μεσαορίας είναι δημιούργημα των αλλουβιακών αποθέσεων των δυο κύριων ποταμών της περιοχής, του Πηδιά και του Γιαλιά. Τα υλικά που μεταφέρουν οι ποταμοί αυτοί από το Τρόοδος, όπου έχουν τις πηγές τους, καθώς και τα υλικά που μεταφέρουν οι μικρότεροι ποταμοί οι οποίοι πηγάζουν από τον Πενταδάκτυλο και χύνονται στον κόλπο της Αμμοχώστου (όπως οι ποταμοί Γεροκόλυμπος, Κρυός και Καλαμούλης) είναι λεπτόκοκκα, γιατί τα μεν υλικά από το Τρόοδος διανύουν μεγάλες αποστάσεις μέχρις ότου φθάσουν στη θάλασσα, το δε μεγαλύτερο μέρος των υλικών από το βόρειο τμήμα της πεδιάδας προέρχεται από μάργες και αργίλους. Οι προσχώσεις των ποταμών δημιούργησαν μια εύφορη κοιλάδα η οποία, πριν από την τουρκική εισβολή του 1974, αποτελούσε τον σιτοβολώνα της Κύπρου.
Σε αρκετές περιοχές της πεδιάδας, όπως κατά μήκος του δρόμου Λευκωσίας-Λάρνακας, απαντώνται τραπεζοειδείς σχηματισμοί, γνωστοί σαν «μέζας». Οι λόφοι αυτοί, που έχουν σχετικά απότομες πλευρές, άντεξαν στη διάβρωση λόγω του καλύμματος της καφκάλλας (η οποία δεν διαβρώνεται εύκολα) που βρίσκεται στο πάνω μέρος της επιφάνειάς τους.
γ) Κοκκινοχώρια: Είναι ένα χαμηλό οροπέδιο, με μέσο υψόμετρο περί τα 70 μέτρα, που καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα της κεντρικής πεδιάδας. Οι πλευρές της περιοχής στην περιφέρεια είναι κάπως απότομες, και αυτό βοηθά στο να δοθεί ο χαρακτηρισμός οροπέδιο στον γεωμορφολογικό αυτό σχηματισμό. Το τοπίο, στη μεγαλύτερή του έκταση, είναι ήπιο. Ωστόσο η περιοχή από τα βορειοδυτικά του χωριού Αγία Νάπα μέχρι το ακρωτήριο Γκρέκο είναι λοφώδης και το υψόμετρο ξεπερνά, σε μερικές περιπτώσεις, τα 120 μέτρα. Στα βορειοανατολικά της Αγίας Νάπας βρίσκεται ο λόφος Φανός (175 μ.), που είναι η ψηλότερη κορφή των Κοκκινοχωριών. Στην περιοχή από τα ανατολικά του ποταμού του Λιοπετρίου μέχρι το ακρωτήριο Γκρέκο και από εκεί βορειοδυτικά μέχρι τη Δερύνεια, είναι αισθητή στο τοπίο μια θαλάσσια αναβαθμίδα.
Από γεωλογικής απόψεως, τα Κοκκινοχώρια αποτελούνται από αποθέσεις ιζηματογενούς προελεύσεως, η ηλικία των οποίων κυμαίνεται από την Ανώτερη Κρητιδική μέχρι την Ολόκαινη εποχή. Τα κυριότερα δέντρα και θάμνοι που φυτρώνουν στην περιοχή είναι ο αόρατος, ο αγριόπευκος, το κυπαρίσσι, ο ευκάλυπτος, η χαρουπιά, ο σχίνος, το θυμάρι και η ακακία. Ωστόσο η μεγαλύτερη έκταση των κρατικών δασών των Κοκκινοχωριών κόπηκαν και μετατράπηκαν σε καλλιεργούμενη έκταση.
4. Λοφώδης περιοχή γύρω από το ορεινό σύμπλεγμα του Τροόδους: Οι λόφοι που περιβάλλουν το πυριγενές σύμπλεγμα του Τροόδους αποτελούν ξεχωριστή μορφολογική περιφέρεια, η οποία εκτείνεται ανατολικά, νότια και δυτικά της οροσειράς. Η περιφέρεια αυτή αποτελείται από ιζηματογενή πετρώματα, κυρίως των γεωλογικών σχηματισμών Πάχνας (εναλλασσόμενες στρώσεις κιμωλιών, μαργών και ψαμμιτών) και Λευκάρων (κρητίδες, μάργες και μαργαϊκές κρητίδες). Τα περισσότερα των πετρωμάτων αυτών επικάθονται των λαβών. Στην επαρχία Πάφου εκτός από τα πετρώματα αυτά απαντώνται και οι άργιλλοι των σχηματισμών Μονής και Κανναβιούς, οι υφαλογενείς ασβεστόλιθοι του σχηματισμού Τέρρα, οι αποθέσεις του σχηματισμού Λευκωσίας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι, χαλίκια, μάργες και ψαμμιτικές μάργες) και οι αποθέσεις του σχηματισμού των Μαμωνιών.
Η λοφώδης περιφέρεια χαρακτηρίζεται από αποστρογγυλωμένους κιμωλιούχους λόφους, καρστικά φαινόμενα, ξερές κοιλάδες, μικρά διαμελισμένα οροπέδια και μερικούς τραπεζοειδείς λόφους. Στο τοπίο κυριαρχεί το άσπρο χρώμα των κρητίδων ή το μπεζ χρώμα των μαργών και των μαργαϊκών κρητίδων. Εξαίρεση αποτελεί το βαθύ ερυθροκαφέ χρώμα των Μαμωνιών. Οι ήπιοι γυμνοί αποστρογγυλωμένοι κιμωλιούχοι λόφοι απαντώνται εκεί όπου οι κρητίδες είναι σχετικά μαλακές, όπως στην περιοχή των χωριών Λύμπια και Κόση. Εκεί όμως όπου οι κρητίδες είναι σκληρές, τα πετρώματα είναι διερρηγμένα και κατατεμαχισμένα και έχουν αναπτύξει ένα σύστημα καρστ που δεν είναι τόσο έντονο όπως στα ασβεστολιθικά πετρώματα του Πενταδάκτυλου, είναι όμως αρκετά εμφανές σε ορισμένες περιπτώσεις. Έτσι σε μερικές περιοχές των επαρχιών Λεμεσού και Πάφου τα καρστικά φαινόμενα δημιούργησαν κατακρημνίσεις πετρωμάτων, υπόγεια σπήλαια, καταβόθρες, φαράγγια κλπ. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι τα εντυπωσιακά φαράγγια του Άβακα και του Διπόταμου, στα δυτικά του χωριού Πάνω Αρόδες, τα οποία δημιουργήθηκαν πάνω στις σκληρές κρητίδες.
5. Παράκτιες πεδιάδες: Είναι πέντε στενές παράκτιες πεδιάδες, στις οποίες απαντώνται θαλάσσιες αναβαθμίδες. Οι πεδιάδες αυτές είναι της Κερύνειας, της Λάρνακας, της Λεμεσού-Αυδήμου, της Πάφου και της Χρυσοχούς. Οι 4 πρώτες πεδιάδες φιλοξενούν τις 4 ομώνυμες πόλεις της Κύπρου.
α) Πεδιάδα Κερύνειας: Βρίσκεται στα βόρεια του Πενταδάκτυλου και εκτείνεται από το χωριό Δαυλός στα ανατολικά, μέχρι το χωριό Βασίλεια στα δυτικά. Η στενόμακρη αυτή πεδιάδα έχει μήκος 82 περίπου χιλιομέτρων και το μεγαλύτερο πλάτος της μόλις φθάνει τα 3 χιλιόμετρα. Το υψόμετρό της δεν υπερβαίνει τα 100 μέτρα και το τοπίο της είναι διαμελισμένο από τα μικρά ρυάκια που πηγάζουν νοτιότερα από τον Πενταδάκτυλο και ακολουθούν παράλληλη μεταξύ τους ροή προς τη θάλασσα. Η διαβρωτική ενέργεια της θάλασσας δημιούργησε κατά μήκος των ακτών της πεδιάδας αρκετά νησάκια, καθώς και θαλασσινές σπηλιές. Εξάλλου οι πολυάριθμοι μικροί κόλποι στη βόρεια ακτή δίνουν ιδιαίτερο χαρακτήρα στο τοπίο. Η πεδιάδα της Κερύνειας χαρακτηρίζεται από διάφορα επίπεδα θαλάσσιων αναβαθμίδων, που είναι εμφανείς σε αρκετές περιοχές, όπως στην Κερύνεια και τον Άγιο Επίκτητο. Κατά μήκος της πεδιάδας βρίσκονται επίσης μικροί λόφοι από άμμο που το υψόμετρό τους φθάνει, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα 15 μέτρα.
Η πεδιάδα βρίσκεται κυρίως πάνω στις αποθέσεις των θαλάσσιων αναβαθμίδων (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι και χαλίκια). Οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις απαντώνται μόνο κατά μήκος των κοιλάδων των μικρών ρυακιών που τη διασχίζουν.
β) Πεδιάδα Λάρνακας: Εκτείνεται από τη Δεκέλεια στα ανατολικά, μέχρι τον βιομηχανικό οικισμό του Βασιλικού στα δυτικά. Έχει μήκος 55 περίπου χιλιομέτρων και το μεγαλύτερο πλάτος της δεν ξεπερνά τα 8 χιλιόμετρα. Η πεδιάδα έχει ήπιο ανάγλυφο, με μια μικρή κλίση προς τη θάλασσα. Το υψόμετρο στην περιοχή της γενικά δεν ξεπερνά τα 100 μέτρα.
Από γεωλογικής απόψεως, η πεδιάδα της Λάρνακας βρίσκεται πάνω στις πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις, τις αποθέσεις των θαλάσσιων αναβαθμίδων και τις αποθέσεις του σχηματισμού Λευκωσίας. Εξάλλου στην περιοχή απαντώνται θαλάσσιες αναβαθμίδες. Οι ποταμοί Τρέμιθος, Πούζης, Ξεροπόταμος, Πεντάσχοινος, Μαρώνι και Βασιλικός διασχίζουν την πεδιάδα προτού χυθούν στη θάλασσα. Στην πεδιάδα βρίσκεται και η αλυκή της Λάρνακας.
γ) Πεδιάδα Λεμεσού-Αυδήμου: Περιλαμβάνει την πεδιάδα της Λεμεσού, καθώς και τη γειτονική μικρή πεδιάδα της Αυδήμου.
Η πεδιάδα της Λεμεσού εκτείνεται από την Αμαθούντα στα ανατολικά, μέχρι το Κούριον στα δυτικά. Έχει μήκος 30 περίπου χιλιομέτρων και το μεγαλύτερο πλάτος της φθάνει τα 15 χιλιόμετρα περίπου. Βρίσκεται πάνω στις πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου, και το υψόμετρο στην περιοχή της δεν υπερβαίνει τα 100 μέτρα. Την πεδιάδα της Λεμεσού διασχίζουν οι ποταμοί Γερμασόγεια και Γαρύλλης, που χύνονται στον κόλπο του Ακρωτηρίου, καθώς και οι ποταμοί Κούρης και Σύμβουλος που χύνονται στον κόλπο της Επισκοπής. Η αλυκή της Λεμεσού βρίσκεται επίσης στην πεδιάδα αυτή. Ο σχηματισμός της αλυκής αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον μορφολογικό φαινόμενο, το οποίο περιγράφεται στο λήμμα Ακρωτήρι χερσόνησος. Στα νότια του ιερού του Απόλλωνος Υλάτη βρίσκεται μια θαλάσσια αναβαθμίδα.
Πολύ κοντά στα δυτικά της πεδιάδας της Λεμεσού βρίσκεται η μικρή στενή κοιλάδα της Αυδήμου. Η πεδιάδα αυτή έχει μήκος 8 περίπου χιλιομέτρων και το μεγαλύτερο πλάτος της δεν υπερβαίνει τα 4,5 χιλιόμετρα. Το υψόμετρό της, με λίγες εξαιρέσεις, είναι κάτω των 100 μέτρων. Στην περιοχή απαντώνται οι αποθέσεις των σχηματισμών Λευκωσίας και Αθαλάσσας, που περιλαμβάνουν κυρίως ασβεστολιθικούς ψαμμίτες, άμμους, χαλίκια, μάργες και ψαμμιτικές μάργες. Η πεδιάδα της Αυδήμου διασχίζεται από τους ποταμούς Παραμάλι και Αυδήμου.
δ) Πεδιάδα Πάφου: Η παράκτια αυτή πεδιάδα εκτείνεται από τον ποταμό Χάποταμι μέχρι τον οικισμό του Αγίου Γεωργίου της Πέγειας. Έχει μήκος 35 περίπου χιλιομέτρων ενώ το μεγαλύτερο πλάτος της φθάνει τα 6 χιλιόμετρα περίπου. Χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακές θαλάσσιες αναβαθμίδες, των οποίων οι απότομες πλευρές είναι προς τη θάλασσα. Τέτοιες εμφανείς θαλάσσιες αναβαθμίδες παρατηρούνται καθώς ταξιδεύει κάποιος από την Πάφο προς τα Κούκλια ή από την Κισσόνεργα προς τον Άγιο Γεώργιο της Πέγειας. Η πεδιάδα, που το υψόμετρό της δεν υπερβαίνει τα 200 μέτρα, βρίσκεται πάνω σε αποθέσεις των θαλάσσιων αναβαθμίδων καθώς και σε προσχώσεις που μετέφεραν οι ποταμοί Χάποταμι, Ξεροπόταμος, Έζουσα, Μαυροκόλυμπος και Ξερός.
ε) Πεδιάδα Χρυσοχούς: Περιλαμβάνει τη στενή παράκτια πεδιάδα που εκτείνεται από το χωριό Νέα Δήμματα στα ανατολικά, μέχρι τα Λουτρά της Αφροδίτης στα δυτικά. Επίσης περιλαμβάνει και την κοιλάδα του ποταμού της Χρυσοχούς, η οποία αρχίζει από το χωριό Λουκρούνου στα νότια μέχρι τον κόλπο της Χρυσοχούς στα βόρεια. Έχει μήκος 25 περίπου χιλιομέτρων και το μεγαλύτερο πλάτος της δεν υπερβαίνει τα 11 περίπου χιλιόμετρα.
Το υψόμετρο της πεδιάδας είναι κάτω των 100 μέτρων, με εξαίρεση το νοτιότερο τμήμα της κοιλάδας της Χρυσοχούς όπου ξεπερνά τα 200 μέτρα. Τα κύρια πετρώματα στην περιοχή είναι οι αποθέσεις των θαλάσσιων αναβαθμίδων (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι και χαλίκια), οι αποθέσεις του σχηματισμού Αθαλάσσας (ασβεστολιθικοί ψαμμίτες, άμμοι και αμμώδεις μάργες) και οι πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις. Οι κύριοι ποταμοί που διασχίζουν την πεδιάδα είναι ο Ξερός, η Μακούντα, ο Ξεροπόταμος, ο ποταμός της Χρυσοχούς (Σταυρός της Ψώκας) και το αργάκι του Αγίου Ιωάννη.