Κύπρος Γεωγραφία

Γεωγραφία Γεωμορφολογία

Image

Η Κύπρος είναι νησί που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο της ανατολικής Μεσογείου, μεταξύ των παραλλήλων 34°33' και 35°42' Β και των μεσημβρινών 32°16' και 34°35' Α. Καταλαμβάνει έκταση 9.251 τετραγωνικών χιλιομέτρων (3.572 τετραγωνικών μιλίων) και είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου μετά τη Σικελία και τη Σαρδηνία. Έχει μέγιστο μήκος 225 χιλιόμετρα (απόσταση μεταξύ των ακρωτηρίων Δρέπανον και Απόστολος Ανδρέας) και πλάτος 94 χιλιόμετρα (απόσταση μεταξύ των ακρωτηρίων Κορμακίτη και Γάτας). Το συνολικό μήκος των ακτών της είναι 782 χιλιόμετρα).

 

Η πλησιέστερη προς την Κύπρο χώρα είναι η Τουρκία (Μικρά Ασία), της οποίας τα νότια παράλια απέχουν μόνο 70 χιλιόμετρα από τα βόρεια παράλια της Κύπρου. Στα ανατολικά οι ακτές της Συρίας απέχουν περί τα 100 χιλιόμετρα, ενώ στα νότια οι ακτές της Αφρικής (Αίγυπτος) απέχουν 350 χιλιόμετρα περίπου. Η Ελλάδα, που βρίσκεται στα βορειοδυτικά, είναι η πλησιέστερη προς την Κύπρο ευρωπαϊκή χώρα. Το ανατολικότερο τμήμα της ελληνικής επικράτειας, το νησί Καστελλόριζο, απέχει από την Κύπρο περί τα 270 χιλιόμετρα. Η απόσταση μεταξύ Κύπρου και Ρόδου είναι 400 χιλιόμετρα περίπου.

 

Για πολλά χρόνια, στα διάφορα γεωγραφικά και ταξιδιωτικά κείμενα, αναφέρονταν σαν όρια της Κύπρου το Φοινικικό Πέλαγος στα ανατολικά, η Θάλασσα της Παμφυλίας στα δυτικά, το Κιλικιακό Πέλαγος στα βόρεια και το Αιγυπτιακό Πέλαγος στα νότια. Στη σύγχρονη γεωγραφία ωστόσο έπαυσαν να χρησιμοποιούνται πλέον τα τοπικά αυτά πελάγη που περιβρέχουν την Κύπρο.

 

Από γεωγραφικής απόψεως, η Κύπρος κατέχει δεσπόζουσα θέση στην ανατολική Μεσόγειο, πράγμα που επέδρασε σε μεγάλο βαθμό στην ιστορική της πορεία και γενικά στον πολιτισμό της. Τα βασικά χαρακτηριστικά της θέσης της Κύπρου είναι τα εξής:

 

α) Η Κύπρος βρίσκεται στο μέσο του αρχαίου κόσμου (Συρίας, Αιγύπτου, Μεσοποταμίας, Μικράς Ασίας, Ελλάδας και Κρήτης), γι’ αυτό και δέχτηκε για αιώνες την επίδραση των πολιτιστικών ρευμάτων των χωρών αυτών. Δεν είναι λοιπόν εκπληκτικό που η Κύπρος γνώρισε ένα πανάρχαιο πολιτισμό.

 

β) Η γεωγραφική θέση της Κύπρου ανάμεσα σε τρεις ηπείρους, την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, της επιτρέπει από τη μια να αναπτύσσει εμπορικές και τουριστικές σχέσεις με χώρες των ηπείρων αυτών, και από την άλλη να παρακολουθεί και να δέχεται την επίδραση των διαφόρων πολιτιστικών ρευμάτων, ιδιαίτερα από χώρες της Ευρώπης.

 

γ) Η διώρυγα του Σουέζ βρίσκεται σε μικρή σχετικά απόσταση από τις νότιες ακτές της Κύπρου (απόσταση Κύπρου-Πορτ Σάιντ περί τα 370 χιλιόμετρα). Η λειτουργία της διώρυγας από το 1869, συνέβαλε στην επικοινωνία της Μεσογείου με την Ερυθρά Θάλασσα και τον Ινδικό Ωκεανό και την ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου. Η γειτνίαση της Κύπρου με τη νευραλγική αυτή θαλάσσια αρτηρία Μεσογείου-Ερυθράς Θάλασσας-Ινδικού Ωκεανού, της προσδίδει ιδιαίτερη στρατηγική σημασία.

 

δ) Οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες της Μέσης Ανατολής βρίσκονται πολύ κοντά στην Κύπρο. Η διακίνηση του πετρελαίου, της πολύτιμης αυτής μορφής ενέργειας, προς την Ευρώπη γίνεται είτε μέσω της διώρυγας του Σουέζ είτε μέσω πετρελαιαγωγών που καταλήγουν σε παράκτιες πόλεις του Λιβάνου, της Συρίας και της Τουρκίας, οι οποίες βρίσκονται σε μικρή απόσταση στα ανατολικά της Κύπρου (πόλεις Τρίπολη και Σιδών του Λιβάνου, Ταρτούς και Μπανίγιας της Συρίας, και Ντορτιόλ της Τουρκίας). Η σημασία των πετρελαιαγωγών αυτών φάνηκε με το κλείσιμο της διώρυγας του Σουέζ κατά την περίοδο 1967-1974, ως αποτέλεσμα του «πολέμου των έξι ημερών» μεταξύ της Αιγύπτου και του Ισραήλ.

 

ε) Η θαλάσσια αρτηρία Μαύρης Θάλασσας-Βοσπόρου-Προποντίδος-Δαρδανελλιών-Αιγαίου πελάγους-Μεσογείου βρίσκεται σε μικρή απόσταση βορειοδυτικά της Κύπρου. Η αρτηρία αυτή συνέβαλε, τα αρχαία χρόνια, στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού και στην ανάπτυξη του ελληνικού εμπορίου.

 

στ) Η χερσαία αρτηρία Μεσογείου-Περσικού κόλπου, μέσω των κοιλάδων των ποταμών Ορόντη-Ευφράτη-Τίγρη, βρίσκεται στα ανατολικά της Κύπρου. Η αρτηρία αυτή συνέβαλε στην ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων τόσο μεταξύ της Συρίας και της Μεσοποταμίας, όσο και μεταξύ διαφόρων μεσογειακών χωρών.

 

Η εξέχουσα γεωγραφική θέση της Κύπρου στον νευραλγικό χώρο της ανατολικής Μεσογείου είναι ο κύριος λόγος που το νησί κατακτήθηκε κατά καιρούς, από διάφορους κατακτητές που άφησαν τη σφραγίδα τους στο κυπριακό τοπίο. Η Αγγλία, η οποία σε άλλες περιοχές απώλεσε βάσεις, εξακολουθεί να διατηρεί στην Κύπρο δυο μεγάλες στρατιωτικές βάσεις και πολλά δικαιώματα, πράγμα που αποδεικνύει τη στρατηγική σημασία της Κύπρου. Επίσης το 1974 οι Τούρκοι εισέβαλαν στο νησί και έθεσαν κάτω από την κυριαρχία τους το 37% περίπου του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Γεωγραφικά αλλά και ιστορικά η Κύπρος αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Ευρώπης. Γι’ αυτό και διάφοροι ευρωπαϊκοί οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή ΄Ενωση και το Συμβούλιο της Ευρώπης, δέχτηκαν την Κύπρο στους κόλπους τους.

 

ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

 

Τα κυριότερα χαρακτηριστικά της τεκτονικής γεωλογίας και γενικά της γεωμορφολογίας της Κύπρου είναι τα εξής:

 

α) Αντίκλινο Πενταδάκτυλου: Το μεγάλο αυτό αντίκλινο που σχηματίζει την οροσειρά του Πενταδάκτυλου εκτείνεται από το χωριό Όρκα της επαρχίας Κερύνειας μέχρι το μοναστήρι του Αποστόλου Ανδρέα. Η οροσειρά ουσιαστικά τελειώνει κάπου στην Επτακώμη, αλλά το αξονικό πεδίο του αντικλίνου συνεχίζεται μέχρι τον Απόστολο Ανδρέα.

 

Η οροσειρά του Πενταδάκτυλου είναι δημιούργημα μεγάλων ορογενετικών κινήσεων κατά τη διάρκεια της αλπικής πτύχωσης. Εκτός από την επίδραση των ορογενετικών κινήσεων, διάφορες άλλες τεκτονικές κινήσεις προκάλεσαν ανακατατάξεις στα πετρώματα του Πενταδάκτυλου, ώστε σήμερα τα παλαιότερα στρώματα του ασβεστόλιθου να βρίσκονται πάνω από νεότερα πετρώματα. Μετά το τέλος της πτύχωσης οι ορογενετικές κινήσεις συνεχίστηκαν με αποτέλεσμα τη δημιουργία αρκετών ρηγμάτων. Τα κυριότερα από τα ρήγματα αυτά χρησίμευσαν ως «περάσματα» στις συγκοινωνίες, όπως εκείνα της Μύρτου, της Αγίρτας και της Ακανθούς. Παρά την παρουσία του ασβεστόλιθου στην οροσειρά, η καρστική τοπογραφία δεν είναι τόσο έντονη. Η οροσειρά βοήθησε περισσότερο στη δημιουργία ποταμών παρά στην αποθήκευση νερού. Ωστόσο μια ποσότητα νερού διεισδύει στα υδροπερατά πετρώματα, με αποτέλεσμα τη δημιουργία στους πρόποδες της οροσειράς των γνωστών κεφαλόβρυσων της Κυθρέας, της Λαπήθου και του Καραβά. Το υψόμετρο της οροσειράς μειώνεται σταθερά από το δυτικό προς το ανατολικό τμήμα. Στην Καρπασία δημιουργήθηκαν κουέστα, δηλαδή λόφοι με μια πλευρά ήπια και μια απότομη.

 

β) Βόρειες και νότιες παρυφές του Πενταδάκτυλου: Τα κράσπεδα αποτελούνται από πτυχώσεις πάνω στον φλύσχη, βόρεια και νότια της οροσειράς. Στα βόρεια, οι παρυφές έχουν πλάτος μεταξύ 2 και 5 χιλιομέτρων και αποτελούνται από λόφους, μικρά οροπέδια και θαλάσσιες αναβαθμίδες. Μεταξύ της παραλίας και της ισοϋψούς των 100 μέτρων διακρίνονται τέσσερις κυρίως θαλάσσιες αναβαθμίδες.

 

Στα νότια του Πενταδάκτυλου οι παρυφές έχουν πλάτος μεταξύ 10 και 15 χιλιομέτρων. Εδώ οι πτυχώσεις, σε αντίθεση με τις βόρειες παρυφές, είναι πολυάριθμες και το αξονικό τους πεδίο είναι παράλληλο προς την οροσειρά. Η διαφορετική διάβρωση στα σχετικά ανθεκτικά και μαλακά πετρώματα του φλύσχη συνέβαλε στη δημιουργία ενός ιδιόμορφου τοπίου από «κορυφές» και «βαθουλώματα». Στην περιοχή των νότιων παρυφών διακρίνονται επίσης πέντε βασικές θαλάσσιες αναβαθμίδες.

 

γ) Αντίκλινο του Ακάμα: Εκτείνεται στη χερσόνησο του Ακάμα και συμπίπτει με την κορυφογραμμή της περιοχής. Το αντίκλινο προεκτείνεται μέχρι τα νότια του χωριού Κούκλια και μέσω της θαλάσσιας περιοχής στα νότια της χερσονήσου του Ακρωτηρίου συνεχίζεται στη μικρή χερσόνησο του Κάβο Γκρέκο. Εξαιτίας του αντικλίνου αυτού επηρεάστηκαν τόσο η τοπογραφία όσο και η ροή των ρυακιών στην περιοχή του Ακάμα. Τα πολυάριθμα ρυάκια που πηγάζουν από την κορυφογραμμή καταλήγουν είτε στα δυτικά ακρογιάλια του Ακάμα, είτε στον κόλπο ή την κοιλάδα της Χρυσοχούς.

 

δ) Σύγκλινο της κοιλάδας της Χρυσοχούς: Το σύγκλινο αυτό βρίσκεται μεταξύ της χερσονήσου του Ακάμα και του Τροόδους και συμπίπτει με την κοιλάδα της Χρυσοχούς. Σ' αυτό έχουν αποτεθεί ιζήματα της Πλειόκαινης περιόδου. Το σύγκλινο συνεχίζεται στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου και την πόλη της Λάρνακας.

 

ε) Σύγκλινο στο κέντρο της Μεσαορίας: Εκτείνεται από τον κόλπο της Μόρφου μέχρι τον κόλπο της Αμμοχώστου.

 

στ) Αντίκλινο Τροόδους: Είναι ένα μεγάλο αντίκλινο που σχηματίζει την οροσειρά του Τροόδους. Εκτείνεται από το ανατολικό τμήμα του κόλπου της Χρυσοχούς, διασχίζει την οροσειρά του Τροόδους και μέσω του χωριού Τρούλλοι συνεχίζεται στο βόρειο τμήμα των Κοκκινοχωριών.

 

Το Οφιολιθικό Σύμπλεγμα του Τροόδους θεωρείται ότι αποτελεί μέρος ενός αρχαίου ωκεάνειου φλοιού και του ανώτερου μανδύα της γης. Ο φλοιός αυτός σχηματίστηκε σαν αποτέλεσμα της διεύρυνσης των ωκεανών. Ακολούθως μέρος του φλοιού αυτού και του ανώτερου μανδύα της γης αποκόπηκε από την προωθούμενη αφρικανική ή άλλη μικρότερη πλάκα και αργότερα ανυψώθηκε στη σημερινή του θέση. Η ανύψωση, που ήταν σταδιακή, άρχισε πριν από 70 εκατομμύρια χρόνια και συνεχίζεται πιθανώς μέχρι σήμερα. Η πρώτη ξηρά στην περιοχή του Τροόδους εμφανίζεται πριν από 20 εκατομμύρια χρόνια περίπου (Κατώτερη Μειόκαινη περίοδος). Η ανυψωτική κίνηση συνεχίζεται και κατά την Πλειστόκαινη περίοδο, που αρχίζει πριν από 1,8 εκατομμύρια χρόνια. Κατά την περίοδο αυτή, λόγω της ισχυρής ανοδικής κίνησης του Τροόδους με κέντρο τον Όλυμπο, το Τρόοδος ανέρχεται στα σημερινά του επίπεδα, δηλ. 2.000 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και υφίσταται έντονη διάβρωση. Τα προϊόντα της διάβρωσης, τα γνωστά αμμοχάλικα ή χαβαροχάλικα, καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος της Μεσαορίας και των παρυφών του Τροόδους. Ο ωκεανός στον οποίο σχηματίστηκε ο φλοιός του Τροόδους είναι γνωστός σαν Τηθύς και εκτεινόταν από τη σημερινή Ισπανία μέχρι τα Ιμαλάια και χώριζε βασικά τις λιθοσφαιρικές πλάκες της Ευρασίας και της Αφρικής.

 

Η τεκτονική και μορφολογία του Τροόδους είναι παρόμοια προς εκείνη των ψηλών οροσειρών της Ευρώπης οι οποίες σχηματίστηκαν, όπως και το Τρόοδος, κατά τη διάρκεια της Αλπικής Ορογένεσης. Μερικά από τα κλασσικά μορφολογικά χαρακτηριστικά του Τροόδους που απαντώνται και στις ψηλές οροσειρές της Ευρώπης είναι τα εξής:

 

Ι. Πολυάριθμα ρήγματα. Το κυριότερο ρήγμα στην περιοχή του Τροόδους είναι το μεγάλο ρήγμα Ακαπνούς -Επταγώνιας - Αρακαπά - Καλού Χωριού.

II. Ώριμα ανάγλυφα με ψηλές βουνοκορφές και βαθιές κοιλάδες. Τέτοια ανάγλυφα απαντώνται στην περιοχή Αμιάντου - Κυπερούντας - Αγρού - Αγίου Θεοδώρου καθώς και κατά μήκος του δρόμου Προδρόμου - Κύκκου.

III. Παλαιές διαβρωμένες επιφάνειες, όπως είναι η κορυφή του Τροόδους (Χιονίστρα) και το άνω μέρος του δάσους της Λεμεσού.

IV. Ανανεωμένες κοιλάδες οι οποίες, σε ορισμένες περιπτώσεις, εμφανίζονται σαν φαράγγια σχήματος V.

 

ζ) Βόρειες παρυφές του Τροόδους: Βρίσκονται στα νότια της πεδιάδας της Μεσαορίας. Αποτελούνται από αλλουβιακούς κώνους, οι οποίοι ξεκίνησαν από τις κοιλάδες και κάλυψαν ένα μεγάλο μέρος της περιοχής των βορείων παρυφών. Οι κώνοι αυτοί καλύπτουν ένα μεγάλο τμήμα των αποθέσεων της Πλειόκαινης περιόδου. Το μέγεθος των κροκαλών και των άλλων αποθέσεων μειώνεται ανάλογα με την απόστασή τους από το Τρόοδος.

 

Σύμφωνα με τον Gass, οι αλλουβιακοί κώνοι εν μέρει συσσωρεύθηκαν κάτω από τη θάλασσα, ενώ άλλοι είναι δημιούργημα των δέλτα των ποταμών. Οι κώνοι αυτοί μαρτυρούν μια έντονη διάβρωση περί το τέλος της Πλειόκαινης περιόδου, όταν λαξεύθηκαν οι κοιλάδες.

 

η) Νότιες παρυφές του Τροόδους: Βρίσκονται στα νότια του πυριγενούς συμπλέγματος του Τροόδους και καλύπτονται από αποθέσεις Κρητιδικής ώς Πλειόκαινης ηλικίας, οι οποίες αποτελούνται από εναλλασσόμενες στρώσεις σκληρών και μαλακών ιζηματογενών πετρωμάτων. Τα κύρια γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της περιοχής είναι:

1) Οι παλαιές θαλάσσιες αναβαθμίδες, οι οποίες εκτείνονται από την Επισκοπή μέχρι τα Κούκλια.

2) Η χερσόνησος του Ακρωτηρίου, η οποία αποτελεί τυπικό παράδειγμα   προηγούμενου μικρού  νησιού το οποίο σταδιακά με τις αποθέσεις των ποταμών Κούρη και Γαρύλλη και της θάλασσας ενώθηκε με τη ξηρά απομονώνοντας στο μέσο ένα κομμάτι της θάλασσας, τη σημερινή αλυκή της Λεμεσού.

 

θ) Πεδιάδα των αλλουβιακών αποθέσεων: Είναι η πεδιάδα που εκτείνεται μεταξύ των οροσειρών του Τροόδους και του Πενταδάκτυλου.

 

Μετά τη δημιουργία των οροσειρών του Τροόδους και του Πενταδάκτυλου η μεταξύ τους περιοχή, η σημερινή Μεσαορία, ήταν μια βαθιά θάλασσα (βαθιά τάφρος). Η δημιουργία της πεδιάδας είναι πρόσφατη. Περί το τέλος της Μειόκαινης - αρχές της Πλειόκαινης περιόδου, η τάφρος άρχισε να γεμίζει με προϊόντα διάβρωσης των ασβεστόλιθων του Πενταδάκτυλου και των εκρηξιγενών πετρωμάτων του Τροόδους. Στο κέντρο της πεδιάδας εναποτέθηκαν ιλύς και άργιλοι και στο ανατολικό και δυτικό τμήμα χονδρόκοκκοι ψαμμίτες και ασβεστολιθικοί ψαμμίτες. Στο νότιο τμήμα, κοντά στα κράσπεδα του Τροόδους, αποτέθηκαν αργότερα χονδρόκοκκοι ψαμμίτες, κλαστικά ιζήματα και άργιλοι (σχηματισμοί Λευκωσίας και Αθαλάσσας).

 

Οι διάφορες τεκτονικές κινήσεις που ακολούθησαν, έφεραν τα στρώματα της τάφρου στην επιφάνεια και η θάλασσα υποχώρησε. Με την υποχώρηση της θάλασσας αρχίζει η περίοδος διάβρωσης των στρωμάτων της πεδιάδας από τους ποταμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους αποθέτουν μεγάλες ποσότητες κροκαλών, άμμων, ιλύος και αργίλων κοντά στις εκβολές τους (δελταϊκές αποθέσεις), αυξάνοντας έτσι την έκταση της ξηράς σε βάρος της θάλασσας. Οι ασβεστολιθικοί ψαμμίτες στο νοτιοανατολικό τμήμα και οι δελταϊκές αποθέσεις και οι παλαιότεροι ψαμμίτες στο δυτικό, αποτέλεσαν κατόπιν τις δυο κυριότερες υδροφόρες λεκάνες της Κύπρου, τις λεκάνες των Κοκκινοχωριών και της Μόρφου.

 

Μέχρι την Πλειστόκαινη περίοδο, οι κόλποι της Αμμοχώστου και της Μόρφου βρίσκονταν πολύ πιο μέσα στη στεριά απ' ό,τι σήμερα. Η τελική διαμόρφωση των κόλπων οφείλεται στις αλλουβιακές προσχώσεις παρά στις ορογενετικές κινήσεις. Τελικά οι κόλποι κλείστηκαν από τη θάλασσα, εξαιτίας των αποθέσεων άμμου, τόσο αιολικής όσο και θαλάσσιας προέλευσης.

Φώτο Γκάλερι

Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image
Image