Οι σχέσεις μεταξύ Κύπρου και Αλεξανδρείας τοποθετούνται στο ευρύτερο πλαίσιο των σχέσεων Αιγύπτου και Κύπρου. Οι πιο στενές όμως σχέσεις των δύο υπήρξαν την περίοδο 321-294 π.Χ όταν ο Πτολεμαίος Α' Σωτήρ, στο μακρό αγώνα του για κυριαρχία στην Κύπρο, είχε και πέντε βασιλείς της Κύπρου συμμάχους κατά του Περδίκκα, του Αντιγόνου, κ.α. διαδόχων. Ειδικά στη νομισματοκοπία ο Μενέλαος, αδελφός του Πτολεμαίου, στη διάρκεια της βασιλείας του στη Σαλαμίνα (312-306 π.Χ.), έκοψε εκεί νομίσματα, ιδίως χρυσά, και ενώ ο Δημήτριος ο Πολιορκητής αφού έκλεισε όλα τα άλλα νομισματοκοπεία της Κύπρου που εξέδιδαν νομίσματα για τον Μέγα Αλέξανδρο, εξέδωσε αυτοκρατορικά αλεξανδρινά νομίσματα (306-294 π.Χ.). Επί Πτολεμαίου Β' Φιλαδέλφου, μετά τη θεοποίηση της Αρσινόης Β' (προ του 269 π.Χ.), κόπηκαν χρυσά οκτάδραχμα νομίσματα με τη μορφή και τ' όνομά της στην Πάφο, στη Σαλαμίνα, στο Κίτιον κ.α. Αυτό συνεχίστηκε και υπό τους επόμενους Πτολεμαίους μέχρι του Πτολεμαίου Ζ' Ευεργέτη Β' (Φύσκωνος). Αλλά και άλλες σειρές νομισμάτων του Πτολεμαίου Β' Φιλαδέλφου πιθανώς κόπηκαν στην Κύπρο από το 269-261 π.Χ. Ο Πτολεμαίος Γ' Ευεργέτης Α' (246-221 π.Χ.) εξέδωσε χαλκά νομίσματα με την Αφροδίτη σε κυπριακό νομισματοκοπείο. Επί Πτολεμαίου Δ' Φιλοπάτορος (221-205 π.Χ.) μια τάξη χρυσών νομισμάτων με την κεφαλή ή προτομή της Αρσινόης Γ' μπροστά και κέρας Αμαλθείας ή επιγραφή πίσω, κόπηκαν στην Κύπρο και βρέθηκαν στα εργαστήρια χαλκού στην οικία του Διονύσου στην Κάτω Πάφο, όπου προφανώς και κόπηκαν. Επί του ιδίου άρχισε μια σειρά αργυρών νομισμάτων με την προτομή του ως Διονύσου στην Κύπρο και συνεχίστηκε για πολύ.
Στην Πάφο βρέθηκαν επίσης έξη ομάδες νομισμάτων με την μορφή του Άμμωνος. Σταθμός στην κυπριακή νομισματοκοπία ήταν οι πολλές σειρές αργυρών τετραδράχμων τύπου Πτολεμαίου Α' Σωτήρος που εγκαινιάστηκαν επί Πτολεμαίου Ε' Επιφανούς (205-180π.Χ.) στην Πάφο, στη Σαλαμίνα, στο Κίτιον και στην Αμαθούντα. Μερικά από αυτά, της περιόδου 203-197 π.Χ., φέρουν τα αρχικά του πιστού στρατηγού και αρχιερέως της Κύπρου Πολυκράτη του Αργείου, αλλά τα πλείστα έχουν πίσω αετό σε κεραυνό και επιγραφή τα αρχικά του νομισματοκοπείου (ΠΑ, ΣΑ, ΚΙ) και το έτος της βασιλείας (L...), και απέβησαν από τότε το κύριο νόμισμα του Πτολεμαϊκού κράτους διότι η Αίγυπτος από το 188 στερήθηκε τις πιο πολλές κτήσεις της στην Ανατολή και της έμειναν η Κύπρος και η Κυρήνη με νομισματοκοπεία στην Αίγυπτο και στην Κύπρο μόνο. Νομισματικές εκδόσεις των Πτολεμαίων Ε', Στ', Η', Θ' και Γ στην Κύπρο έχουν σωθεί χιλιάδες δείγματα στην Πάφο. Επί Πτολεμαίων Στ' Φιλομήτορος (ή κατά Hill, Ι, σ. 181 του διαδόχου του Πτολεμαίου Ζ' Ευεργέτη Β' Φύσκωνος, 146/5 π.Χ. κ.ε.) για άγνωστους λόγους νομίσματα με τα αρκτικά της Πάφου κόβονταν στο νομισματοκοπείο της Αλεξανδρείας, όπως και επί των διαδόχων του. Τα νομίσματα αυτά τεχνοτροπικά διαφέρουν από εκείνα του παφιακού νομισματοκοπείου και από την άποψη στιλ ταυτίζονται προς τα αργυρά τετράδραχμα του Πτολεμαίου Ι' και της Κλεοπάτρας Γ' με διπλές χρονολογίες και το αρκτικό της Πάφου που είναι γνωστό ότι κόπτονταν στην Αλεξάνδρεια όταν την Κύπρο κατείχε ο Πτολεμαίος Θ'. Όπως γράφει η Ινώ Νικολάου (Πρακτ. Α ' Παγκυπρ. Συνεδρ. Ελλην. Πολιτισμού, Ελληνιστ. Περίοδ., Λευκ. 21-23.12.1973, 1974, σσ. 57-58) η κοπή των νομισμάτων τούτων εγένετο επί του Πτολεμαίου Στ' Φιλομήτορος και ουχί επί του Πτολεμαίου Η' ή Θ' ως επιστεύετο μέχρι σήμερον. Η δραστηριότης την οποίαν επέδειξαν τα κυπριακά νομισματοκοπεία επί του Επιφανούς, κορυφούται επί Πτολεμαίων ΣΤ ', Η' και Γ και περιπίπτει εν υφέσει επί Πτολεμαίου Θ' και των τελευταίων Πτολεμαίων. Κατά τον Hill (Ι, 181) και όταν ακόμη η Πάφος δεν ήταν πτολεμαϊκή, το σήμα του νομισματοκοπείου της ετίθετο δουλικά στα αργυρά νομίσματα του τύπου που συνηθιζόταν σ' αυτό. Σίγουρα όμως στην Κύπρο κόπηκε το σπάνιο ορειχάλκινο νόμισμα της Κλεοπάτρας Ζ' με την προτομή της ως Αφροδίτης και το βρέφος Πτολεμαίο Καίσαρα στην αγκαλιά της. Νομίζουμε ότι η εναλλαγή διαμονής αρκετών Πτολεμαίων μεταξύ Κύπρου και Αλεξανδρείας στα ταραχώδη χρόνια των μεταξύ τους εμφυλίων πολέμων, ιδίως στον 2ον αι. π.Χ., ήταν επαρκής λόγος των νομισματικών φαινομένων που αναφέραμε. Ειδικότερα όταν πια ο Πτολεμαίος Φιλομήτωρ νίκησε τον αδελφό του Φύσκωνα που περιορίσθηκε στην Κυρήνη ως βασιλιάς της, και έμεινε μόνος βασιλιάς της Κύπρου και της Αιγύπτου ο πρώτος (162/1 π.Χ.), ήταν φυσικό να κόψει νομίσματα στα κυπριακά νομισματοκοπεία, μάλιστα τα αργυρά τετράδραχμα. Και εσωτερικές ανάγκες (εμπορικές ή άλλες) υπαγόρευσαν την έναρξη κοπής στην Αλεξάνδρεια αργυρών τετραδράχμων με το έμβλημα της Πάφου (πρβλ. Ino Nicolaou, The Prosopography of Ptolemaic Cyprus, 1976, σσ. 15, 26).
Μερικά πολιτικά γεγονότα της εποχής θα βοηθούσαν στην εμβάθυνση στο πρόβλημα αυτό. Π.χ.: στα 169 π.Χ. οι Ρωμαίοι υπό τον Ποπίλιο αφού ρύθμισαν τις υποθέσεις της Αλεξανδρείας έσπευσαν στην Κύπρο για να διώξουν από αυτή τις συριακές στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά βρήκαν εκεί νικημένους τους στρατηγούς του Πτολεμαίου, και έδιωξαν τα στρατεύματα του Αντιόχου στη Συρία. Στα 163 π.Χ. όταν η Κύπρος αμφισβητείτο από τους δυο αδελφούς Πτολεμαίο Στ' τον Φιλομήτορα και Πτολεμαίο Ζ' Φύσκωνα, οι Ρωμαίοι σύμβουλοι του Ζ' του πρότειναν να εγκαταλείψει την ιδέα επιστροφής του στην Κύπρο και αντί αυτού να πλεύσει από την Ελλάδα στα σύνορα Κυρήνης - Αιγύπτου όπου θα τον συναντούσαν φέρνοντας μαζί τους και τον Πτολεμαίο Στ' από την Αλεξάνδρεια. Μετά τον θάνατο του Φιλομήτορος (146/5 π.Χ.) ο Φύσκων έγινε κύριος της Κύπρου και της Αιγύπτου και καταδίωξε όλους τους πιστούς οπαδούς του αδελφού του, και στην Κύπρο και στην Αλεξάνδρεια, πολιτικούς και λογίους. Από την Αλεξάνδρεια όπου κυνηγήθηκε άγρια στα 145 π.Χ. ο διδάσκαλός του Αρίσταρχος ο Σαμόθραξ, διευθυντής της βιβλιοθήκης της πόλεως και γνωστός σχολιαστής του Ομήρου, κατέφυγε στην Κύπρο, όπου και πέθανε στα 144 π.Χ.
Αυτή η σύντομη παραμονή δεν μπορεί να μη συνοδεύτηκε από κάποιες πνευματικές επιδράσεις και ανταλλαγή ιδεών. Οι υπερβασίες του Ευεργέτη Β' Φύσκωνος στην Αλεξάνδρεια προκάλεσαν εξέγερση, που τον ανάγκασε να καταφύγει στην Κύπρο με την γυναίκα του Κλεοπάτρα Γ' και τον γιο του από την Κλεοπάτρα Β' Μεμφίτη για να μαζέψει στρατό να πολεμήσει την Κλεοπάτρα Β' στην οποία οι Αλεξανδρινοί εμπιστεύθηκαν τον θρόνο. Για να μη προλάβει να καλέσει ο όχλος της Αλεξάνδρειας ένα γιο του από την Κυρήνη ως άρρενα συμβασιλέα στην Αίγυπτο, τον κάλεσε ο Φύσκων στην Κύπρο όπου τον σκότωσε! Σε απάντηση οι Αλεξανδρινοί κατέστρεψαν τους ανδριάντες του, κι ο Φύσκων για να τιμωρήσει γι' αυτό την Κλεοπάτρα Β' σκότωσε τον γιο της και γιο του Μεμφίτη στην Κύπρο και της έστειλε στην Αλεξάνδρεια το πτώμα του κομματιασμένο σε κιβώτιο σαν δώρο στα γενέθλιά της. Από 131 ως 124 π.Χ. ο Ευεργέτης Β' Φύσκων βασίλευσε στην Κύπρο και η Κλεοπάτρα Β' στην Αλεξάνδρεια, ώσπου συμφιλιώθηκαν.
Στα 40 π.Χ. ο Αντώνιος στην κατακτητική πορεία του ταξιδεύει από την Αλεξάνδρεια στην Τύρο, από την Τύρο στην Κύπρο και στη Ρόδο, και στα 34 π.Χ. σε συμπόσιο στους Αλεξανδρινούς «χάρισε» στην Κλεοπάτρα και στο γιο της Καισαρίωνα την Κύπρο σε μια νέα διανομή που έκαμε. Η ανοικοδόμηση της Σαλαμίνος από τον Αδριανό στα 117 μ.Χ. κ.ε. μετά την καταστροφή της από τους επαναστατημένους Εβραίους (116 μ.Χ.) είχε προηγούμενο την ανοικοδόμηση της Αλεξανδρείας, μετά την καταστροφή της από τους ίδιους στα 115 μ.Χ.
Οι σχέσεις Αλεξανδρείας - Κύπρου πυκνώνουν κατά την Χριστιανική - Ρωμαϊκή - Βυζαντινή περίοδο και εφεξής στο εκκλησιαστικό, πνευματικό, πολιτικό και εμπορικό πεδίο. Ειδικά για το εκκλησιαστικό πεδίο βλ. λήμμα Πατριαρχεία και Κύπρος - Πατριαρχείο Αλεξανδρείας.
Εδώ σημειώνουμε ότι πολλοί Κύπριοι λόγιοι έζησαν και έδρασαν στην Αλεξάνδρεια και κατά την Ελληνιστική και κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, και η Στωική φιλοσοφία, αν και βέβαια στην αθηναϊκή εκδοχή της όπως διαμορφώθηκε από την Στωική Σχολή του Ζήνωνος και των Επιγόνων του, ήταν ένα από τα ουσιώδη θέματα διδασκαλίας των σχολείων της Αλεξανδρείας στα πρώτα Χριστιανικά χρόνια (Μωχάμετ - Χάμτι Ιμπραχήμ, Ἡ Ἑλληνορωμαϊκή παιδεία ἐν Αἰγύπτῳ ἀπό τοῦ Α' ἓως τοῦ Δ'μ.Χ. αἰῶνος κατά τούς Παπύρους, Αθήναι 1972, σσ. 30,205,206,207). Αναφέρουμε ενδεικτικά τον «Ὀνήσανδρον Ναυσικράτους, γραμματέα τῆς Παφίων πόλεως», που ο Πτολεμαίος Λάθυρος διόρισε διευθυντή της Βιβλιοθήκης Αλεξανδρείας (Κ.Π. Χατζηιωάννου, ΑΚΕΠ , Δ', α', σσ. 234-235, Δ', β', σσ. 170-171). Παρόμοιες περιπτώσεις έφερναν σε στενή πνευματική και πολιτιστική επαφή την Κύπρο προς την Αλεξάνδρεια, όπως επίσης και το πλήθος των Αλεξανδρινών Ελλήνων αξιωματούχων που οι Πτολεμαίοι διόριζαν στην Κύπρο στη διάρκεια της Πτολεμαιοκρατίας (Ino Michaelidou - Nicolaou, Prosopography of Ptolemaic Cyprus, Göteborg, 1976, σσ. 29-127, 136-173).