Η εκκλησία της Παναγίας Φανερωμένης είναι η κυριότερη και μεγαλύτερη των εκκλησιών της εντός των τειχών πόλης της Λευκωσίας. Η εκκλησία βρίσκεται περίπου στο κέντρο της εντός των τειχών πόλης, στην τοποθεσία όπου φαίνεται να υπήρχε κατά τα Μεσαιωνικά χρόνια ομώνυμο γυναικείο μοναστήρι.
Ο αρχικός ναός κτίστηκε το 1792, ή πιθανότατα αντικατέστησε προγενέστερο, αφού υπάρχει και επιγραφή με τη χρονολογία 1715. Αναφέρεται πάντως ότι ο ναός είχε κτιστεί με άδεια των τότε οθωμανικών αρχών, και με πέτρες από τα ερείπια του μεσαιωνικού φρουρίου που υπήρχε στο λόφο Άρωνα στην Αθαλάσσα. Ο ναός είναι του τύπου της τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο, και με ανάμεικτα στοιχεία της δυτικής αρχιτεκτονικής. Τη σημερινή του μορφή την πήρε μετά από εκτενείς ανακαινίσεις που έγιναν το 1872 – 3. Ωστόσο τα εγκαίνια του ανακαινισμένου αυτού ναού έγιναν αρκετά αργότερα, στις 5 Ιουνίου 1911, από τον αρχιεπίσκοπο Κύριλλο Β΄. Το καμπαναριό, που αντικατέστησε παλαιότερο, κτίστηκε το 1937. Ο ναός γιορτάζει στις 25 Μαρτίου και στις 28 Οκτωβρίου.
Στο εσωτερικό του ναού υπάρχουν τοιχογραφίες πολύ καλής τέχνης, που μεταξύ άλλων παρουσιάζουν και την καινοτομία στον τρούλο να μη εικονίζεται ο Χριστός Παντοκράτωρ αλλά ο Θεός Πατήρ, μαζί με προφήτες και τους ευαγγελιστές. Στην κόχη του ιερού εικονίζεται η Παναγία Πλατυτέρα. Οι τοιχογραφίες αυτές είναι έργα του σημαντικού Κυπρίου ζωγράφου Ιωάννη Κισσονέργη και έγιναν το 1929.
Το εικονοστάσιο, ξυλόγλυπτο και επιχρυσωμένο, είναι έργο του τέλους του 18ου αιώνα. Οι παλαιότερες των εικόνων ανάγονται στον 16ο αιώνα, ενώ άλλες είναι νεότερες. Ο άμβωνας, επίσης ξυλόγλυπτος, κοσμείται με εικόνες των τεσσάρων ευαγγελιστών, έργα του επίσης σημαντικού Κυπρίου ζωγράφου Αδαμάντιου Διαμαντή, που έγιναν το 1928. Πολύ καλό ξυλόγλυπτο έργο είναι και η αγία τράπεζα, που φέρει παραστάσεις από τον κύκλο των Παθών.
Η εικόνα της Παναγίας Φανερωμένης χρονολογείται στον 14ο αιώνα, στον εικονογραφικό τύπο της Οδηγήτριας, πιστεύεται δε ότι ανήκε κάποτε στο μεσαιωνικό ορθόδοξο γυναικείο μοναστήρι. Η εικόνα, σύμφωνα και προς σχετική επιγραφή, εθεωρείτο βροχοποιός. Η εικόνα είναι καλυμμένη με ασημένιο κάλυμμα που έγινε το 1751 και φυλάσσεται μέσα στο ιερό βήμα. Ως προσκυνηματική, στο εικονοστάσιο, υπάρχει άλλη εικόνα, πιστό αντίγραφο, που έγινε το 1924 από το ζωγράφο Α. Διαμαντή.
Γύρω από το ναό υπάρχουν και άλλα αξιοπρόσεκτα και σημαντικά οικοδομήματα, σχετιζόμενα με τον ίδιο το ναό. Στα ανατολικά βρίσκεται μεγάλο σχολικό κτήριο, το Παρθεναγωγείο Φανερωμένης, με πετρόκτιστη πρόσοψη νεοκλασικού ρυθμού. Κτίστηκε ως εκπαιδευτήριο το 1925 από την εκκλησία σε δική της γη και ανακαινίστηκε το 2001. λειτούργησε ως δημοτικό και γυμνάσιο έως το 2021 όταν παραχωρήθηκε για να στεγάσει τη Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου.
Το διώροφο πετρόκτιστο νεοκλασικό οικοδόμημα στα βόρεια του ναού στεγάζει τα γραφεία του. Στα δυτικά του ναού, ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα, από τα σημαντικότερα της πόλης της Λευκωσίας, είναι η Βιβλιοθήκη Φανερωμένης. Κτίστηκε τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα και ως βιβλιοθήκη άρχισε να λειτουργεί από το 1934. Για δεκαετίες εξυπηρετούσε κυρίως χιλιάδες μαθητές. Το 1974, λόγω γειτνίασης με την «πράσινη γραμμή», το πλήθος των σημαντικών βιβλίων μεταφέρθηκε αλλού για λόγους ασφαλείας, και σήμερα βρίσκεται στο Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ στον χώρο της Αρχιεπισκοπής. Τέλος, στη νότια πλευρά του ναού βρίσκονται τα γραφεία της Ορθοδόξου Χριστιανικής Ένωσης Νέων (ΟΧΕΝ) και αίθουσες Κατηχητικών Σχολείων. Τα κτήρια αυτά κτίστηκαν το 1953-54.
Το μαυσωλείο
Στο προαύλιο του ναού και στα ανατολικά του, υπάρχει το Μαυσωλείο στο οποίο φυλάσσονται τα οστά των σφαγιασθέντων τον Ιούλιο του 1821 ιεραρχών: αρχιεπισκόπου Κυπριανού και επισκόπων Πάφου Χρυσάνθου, Κιτίου Μελετίου και Κυρηνείας Λαυρεντίου. Επίσης, τα οστά και άλλων προκρίτων και κληρικών που είχαν σφαγιασθεί τότε. Ακόμη, στο Μαυσωλείο φυλάσσονται και τα οστά του προϊσταμένου του ναού Διονυσίου Κυκκώτη που πρωτοστάτησε κατά την εξέγερση κατά τον Άγγλων τον Οκτώβριο του 1931. Ο Διονύσιος, μετέπειτα επίσκοπος Μαρεώτιδος, πέθανε εκτός Κύπρου αλλά τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Μαυσωλείο το 1981. Το Μαυσωλείο, από λευκό πεντελικό μάρμαρο, κατασκευάστηκε το 1930, πάνω από υπόγεια κρύπτη, τα δε αποκαλυπτήριά του έγιναν στις 9 Ιουλίου του έτους εκείνου.
Ο όρκος της Φανερωμένης
Ο ναός της Παναγίας Φανερωμένης υπήρξε, καθ’ όλη την περίοδο της Αγγλοκρατίας αλλά και της Ανεξαρτησίας ένα των κυρίων κέντρων του αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου για ελευθερία. Στο ναό αυτό έγιναν ποικίλες εκδηλώσεις, συλλαλητήρια, επαναστατικές ομιλίες κ.α. (Βίντεο Ψηφιακός Ηρόδοτος -Αρχείο ΡΙΚ). Στην Εκκλησία αυτή δόθηκε και ο γνωστός όρκος του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου για Ένωση με την Ελλάδα στις 22 Αυγούστου 1954.
«Κύπριοι αδελφοί.
Στώμεν καλώς. Ουδείς ας ορρωδήση. Ουδείς ας προδώση τας αρχάς και τας πεποιθήσεις του. Είμεθα Έλληνες και μετά των Ελλήνων επιθυμούμεν να ζήσωμεν.
Υπό τους ιερούς αυτούς θόλους ας δώσωμεν σήμερον τον άγιον όρκον: Θα παραμείνωμεν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικόν μας αίτημα. Άνευ υποχωρήσεων. Άνευ παραχωρήσεων. Άνευ συναλλαγών. Θα περιφρονήσωμεν την βίαν και την τυραννίαν. Με θάρρος θα υψώσωμεν το ηθικόν παράστημά μας υπεράνω των μικρών και εφημέρων κωλυμάτων, εν και μόνον επιδιώκοντες, εις εν και μόνον αποβλέποντες τέρμα, την Ένωσιν και μόνον την Ένωσιν.»
Η καμπάνα της Φανερωμένης
Στα 1862 -1863 ο Μακάριος Α ανοικοδόμησε το Μέγα Συνοδικό και τα συνεχόμενα δωμάτια υποδοχής επισκόπων και διακεκριμένων ξένων στην Αρχιεπισκοπή, και βελτίωσε την είσοδό της. Η συμβιβαστικότητα και φρόνησή του υπήρξαν τα κίνητρα της απροθυμίας του να συγκρουστεί με τις αρχές στα 1857 - 58 στο ζήτημα των κωδώνων της Φανερωμένης. Αν και είχε επιτραπεί η ήχηση των κωδώνων των εκκλησιών, ο διοικητής Κανί πασάς ήθελε να εξαιρέσει από αυτό τη Λευκωσία λόγω του μεικτού πληθυσμού της. Σ’ αυτό συμφώνησε και ο μεγάλος βεζύρης Αλή Πασάς, στον οποίο απευθύνθηκε ο Μακάριος. Όταν ο οικονόμος της Φανερωμένης τοποθέτησε στον περίβολο καμπάνα, υποχρεώθηκε από τον Μακάριο να την απομακρύνει (προ της 4ης Μαϊου 1858). Τον Σεπτέμβριο 1858 ο Γάλλος πρόξενος Νταράςς ζήτησε άδεια να ξανατοποθετηθεί η καμπάνα, και ο Μακάριος τον ευχαρίστησε γι’ αυτό. Αν και ο Νταράς πληροφόρησε τον Ισχάκ Χαβούζ ότι ο μεγάλος βεζύρης είχε βεβαιώσει τον Γάλλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη ότι θα διέτασσε να επιτραπούν οι κώδωνες στη Λευκωσία, όπως και στην Κωνσταντινούπολη, ο Ισχάκ αδρανούσε. Έτσι στις 23 Οκτωβρίου 1858 ο Γάλλος υποπρόξενος Λαφφών είπε στον οικονόμο της Φανερωμένης να ξανακρεμάσει τον κώδωνά του, αλλά ο αρχιεπίσκοπος το απαγόρευσε ωσότου το εγκρίνει ο διοικητής. Ο οικονόμος υπάκουσε στον Λαφφών, αλλά ο Μακάριος απαγόρευσε την ήχηση της καμπάνας, προς οργή των Χριστιανών, σύμφωνα προς γαλλικές πηγές, που κατηγορούν τον Μακάριο ότι από ζήλια για την Φανερωμένη συμπεριφερόταν έτσι, μη θέλοντας να έχει καμπάνα αυτή, διότι μόνο ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ιωάννη είχε. Στο θέμα ερμηνείας αν όλη η πόλη εδικαιούτο μια καμπάνα, όπως ισχυριζόταν ο Ισχάκ κατ’ εντολή του μεγάλου βεζύρη, ή κάθε εκκλησία τη δική της, οι Γάλλοι υποστήριζαν το δεύτερο. Στις 29 Οκτωβρίου 1858 ήχησε η καμπάνα του Αγίου Ιωάννη, αλλά σε λίγο κι εκείνη της Φανερωμένης. Ο αρχιεπίσκοπος, ο Κυρήνειας και ο Κιτίου, και τρεις κοτζαμπάσηδες ευχαρίστησαν τον Λαφφών για τη βοήθειά του. Οι Γάλλοι συνέχισαν τις προσπάθειές τους για επέκταση του «προνομίου».
Πηγή: