Διοικητής του Τάγματος του Νοσοκομείου (Ιωαννιτών), που στην οξεία διαμάχη του «άρρωστου και ανίκανου» βασιλιά Ερρίκου Β' Λουζινιανού της Κύπρου και του αδελφού του Αμάλριχου (Αμωρύ), άρχοντα της Τύρου και «κυβερνήτη» της Κύπρου και του κόμματός του για την κυριαρχία στο νησί, εμφανίζεται μόλις τον Ιούνιο του 1310. Προηγουμένως ο προϊστάμενος του Guy de Severac, Μέγας Διοικητής των Ιωαννιτών στις αρχές του 1308, μετέχει αποστολής υπό τον Αμάλριχο, που προσπάθησε και πέτυχε να επιβάλει με τη βία στον βασιλιά να υπογράψει τον διορισμό του Αμάλριχου ως κυβερνήτη του βασιλείου διά βίου. Στη συνέχεια ο Ερρίκος αρνούμενος να επικυρώσει τον προφανώς άκυρο διορισμό, εξορίστηκε στη Μικρή Αρμενία με μερικούς οπαδούς του στις 4 Φεβρουαρίου 1310, ύστερα από σειρά αξιοθρήνητων βιαιοτήτων που προκάλεσαν την αξιομνημόνευτη σκηνή των οργίλων κατάρων της βασιλομήτορος —αποκλεισμένης με τον βασιλιά και τις αδελφές του στο παλάτι— κατά του Αμάλριχου στα γαλλικά, στα αραβικά και στα ελληνικά, ενώ οι κόρες της φώναζαν δολοφόνους και Ιούδες τον τελευταίο και τον αδελφό του Aimery ή Hamerin, κοντόσταβλο της Κύπρου (21 Ιανουαρίου 1310).
Παρά την επικράτησή του ο Αμάλριχος δολοφονήθηκε στις 5 Ιουνίου 1310 υπό σκοτεινές συνθήκες από ένα ευνοούμενό του (Simon de Montolif), κι αυτό προκάλεσε ρεύμα συμπάθειας υπέρ του εξόριστου βασιλιά, για λογαριασμό του οποίου μια ομάδα υπό τον Aygue de Bessan κατέλαβε την Αμμόχωστο. Εκπρόσωπος του Ερρίκου εκλέχθηκε αρχιστράτηγος για όλη την Κύπρο, με έγκριση των τριών κοινοτήτων, Βενετών, Γενουατών και Πισατών, ενώ οι ιππότες της Λεμεσού και της Πάφου τάχθηκαν με τον βασιλιά και κρατούσαν τις πόλεις τους στο όνομά του. Στις διαπραγματεύσεις που άρχισαν με την Αρμενία για επιστροφή του βασιλιά μετείχε ο Μέγας Διοικητής των Ιωαννιτών Guy de Severac με εντολή του Μεγάλου Μαΐστορος του Τάγματος, και όταν επέστρεφε στην Κύπρο στις 5 Ιουνίου 1310 ανέλαβε να εργαστεί για τη συμφιλίωση των δυο παρατάξεων, πληροφορώντας ότι ο βασιλιάς της Αρμενίας Oshin ήταν πρόθυμος να απαλλαγεί από την ευθύνη της κράτησης του Ερρίκου. Ο Guy θα μετέφερε επιστολή του (νεκρού πια) Αμάλριχου που θα εξουσιοδοτούσε την απελευθέρωσή του. Η βασιλομήτωρ προσπάθησε κι αυτή να συμφιλιώσει τους διαμαχόμενους, αλλά δολοπλοκίες διάφορες την εμπόδιζαν, ιδίως από τον κοντόσταβλο Aimery, που διεκδικούσε τη διαδοχή του νεκρού αδελφού του, και την Ισαβέλλα, χήρα του «κυβερνήτη» και αδελφή του Oshin. Ενώ οι ιππότες της Αμμοχώστου έσπευσαν στη Λευκωσία για να υποχρεώσουν την Ισαβέλλα να ζητήσει από τον αδελφό της την απελευθέρωση του Ερρίκου, η βασιλομήτωρ τους έπεισε να μη επιτεθούν κατά της Λευκωσίας και να αποσυρθούν στον Κορμακίτη μαζί με τον κοντόσταβλο και τους οπαδούς του (σαν ομήρους), ενώ αποστολή εκ μέρους της και του Aygue de Bessan πήγε στη Βενετία και μάταια ζήτησε την παρέμβαση του δόγη υπέρ του εξόριστου βασιλιά Ερρίκου, αποσείοντας την κατηγορία ότι ο Αμάλριχος σκοτώθηκε με εντολή του τελευταίου.
Όταν στις 16 Ιουλίου 1310 άλλη αποστολή ξεκίνησε για την Αρμενία, η Ισαβέλλα κι άλλες κυρίες της Λευκωσίας μαζί με τη βασίλισσα ζήτησαν από τους ιππότες της Αμμοχώστου να στείλουν στη Λευκωσία φρουρά, που στάλθηκε στις 22 Ιουλίου 1310˙ αρχικά ήταν 50 Κύπριοι ιππότες και 40 Ιωαννίτες ιππότες, όλοι υπό τον διοικητή του Τάγματος του Νοσοκομείου Αλμπέρ λ ' Αλεμάν, που αργότερα ενισχύθηκε με άλλους 50 ιππότες υπό τους Ιωάννη Babin και Anseau de Brie. Επειδή η Λευκωσία ήταν ακόμη ατείχιστη, η φρουρά τοποθέτησε πύλες στους κύριους δρόμους της, που κλείνονταν το βράδυ.
Στις 24 Ιουλίου 1310 οι ιππότες, αστοί και οι κοινότητες κλήθηκαν στο παλάτι, όπου διαβάστηκε γράμμα του Ερρίκου που είχε φέρει ο Μέγας Διοικητής των Ιωαννιτών Guy de Severac από την Αρμενία προ του φόνου του «κυβερνήτη». Με το γράμμα αυτό ο εξόριστος βασιλιάς διόριζε τον Μεγάλο Μαΐστορα του Νοσοκομείου εκπρόσωπό του και υποσχόταν αμνηστία σ' όσους υπάκουαν σ' αυτόν. Με γράμμα του ο αντικαταστάτης του βασιλιά Aygue de Bessan διόριζε τον Ιωάννη le Tor κυβερνήτη της Λευκωσίας, πόλης κι επαρχίας. Επειδή ο Μέγας Μαΐστωρ των Ιωαννιτών ήταν στη Ρόδο χωρίς δυνατότητα αναχώρησης, στη θέση του ο ίδιος όριζε τον Αλμπέρ λ' Αλεμάν διοικητή του Τάγματος, να συνεργαστεί με τον Aygue στη διακυβέρνηση του βασιλείου˙ από τη Ρόδο μάλιστα έστειλε στις 26 Ιουλίου 1310 περαιτέρω ενισχύσεις στην Κύπρο ο Μ. Μαΐστωρ. Άλλες πράξεις διοικητικές της νέας διευθυντικής ομάδας περιλάμβαναν την απειλή τιμωρίας καθενός που θα συνωμοτούσε για να εμποδίσει την επιστροφή του βασιλιά. Έτσι με βασανιστήρια αποσπάσθηκε η πληροφορία ότι οι αντίπαλοι του βασιλιά σχεδίαζαν να κάψουν τη Λευκωσία ξαφνικά και να στρατολογήσουν Τούρκους από τη Μικρά Ασία ως μισθοφόρους των, καθώς και να εκτελέσουν τον βασιλιά στην Αρμενία προτού αναχωρήσει.
Στις περαιτέρω εξελίξεις ως την επιστροφή του Ερρίκου στις 26 Αυγούστου 1310, διαδραμάτισε ρόλο ο Μέγας Διοικητής του Τάγματος των Ιωαννιτών Guy de Severac, που ανέλαβε την επιβίβαση της Ισαβέλλας, χήρας του «κυβερνήτη» σε πλοίο στην Αμμόχωστο που θα την μετέφερε στην Αρμενία στον αδελφό της, σε ανταλλαγή για την απελευθέρωση του βασιλιά. Επειδή αρνήθηκε τη συνοδεία του, γιατί θεωρούσε τους Ιωαννίτες εχθρούς της, τη συνόδευσε άλλος, ο Robert de Montgesart (20 Αυγ. 1310) υπό τις επευφημίες του πλήθους, στο (παλαιό) λιμάνι της Κωνσταντίας, από όπου απέπλευσε.
Μετά την επιστροφή του βασιλιά δεν αναφέρονται άλλες δραστηριότητες του Αλμπέρ λ' Αλεμάν. Πάντως στις 30 Αυγούστου 1310 ο βασιλιάς έστειλε φρουρά γύρω από τη μονή των Ιωαννιτών και την αρχιεπισκοπή για να μην καταφύγει εκεί κανείς ύποπτος και βρει άσυλο.