Η Αμμόχωστος αποτελεί σήμερα δυο σχεδόν ξεχωριστές πόλεις: τη μεσαιωνική πόλη της Αμμοχώστου, περιτριγυρισμένη από τα τείχη, και τη νεότερη πόλη στα νότιά της που είναι γνωστή σαν Βαρώσια.
Η πόλη της Αμμοχώστου βρίσκεται από τον Αύγουστο του 1974 στην κατοχή των Τούρκων. Πριν από την τουρκική εισβολή, στην πόλη μέσα στα τείχη και σε μέρος έξω από αυτό, προς τα νότια και τα ανατολικά, κατοικούσαν κυρίως Τουρκοκύπριοι. Στη νέα πόλη, τα Βαρώσια, κατοικούσαν Ελληνοκύπριοι και μικρές μειονότητες (Βρεττανοί, Αρμένιοι, Μαρωνίτες και διάφοροι άλλοι).
Γενικά φυσικο-γεωγραφικά στοιχεία: Η Αμμόχωστος βρίσκεται στην ανατολική ακτή της Κύπρου, στον ομώνυμο κόλπο. Το μέσο ύψος της είναι 20 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας. Αποτελείται από τους οικισμούς της μεσαιωνικής πόλης, τα Βαρώσια, τα Κάτω Βαρώσια, τον Άγιο Μέμνονα και τον Άγιο Λουκά.
Είναι το διοικητικό κέντρο της επαρχίας Αμμοχώστου και ως τέτοιο παρείχε πριν από την εισβολή διάφορες υπηρεσίες, όπως κυβερνητικές, υγείας, δευτεροβάθμιας τεχνικής και επαγγελματικής εκπαίδευσης, διέθετε την υποδομή για διάφορες δραστηριότητες, όπως εκείνες του ψωνίσματος, εμπορικές και διάφορες ευκολίες, όπως αναψυχής και ψυχαγωγίας, που την έκαναν ένα ισχυρό επαρχιακό κέντρο, με μια περιοχή επιρροής που περιλαμβάνει το ανατολικότερο μέρος της πεδιάδας της Μεσαορίας, την περιοχή Κοκκινοχωριών και τη χερσόνησο της Καρπασίας. Η σημασία της Αμμοχώστου ως επαρχιακού κέντρου ήταν τέτοια πριν από την εισβολή, που είλκυε και μέρος της οικονομικής ζωής της βορειοανατολικής πλευράς της επαρχίας Λάρνακας.
Η Αμμόχωστος είναι τοποθετημένη πάνω σε μια σειρά χαμηλών λόφων και μικρών κοιλάδων. Ένα μισοβυθισμένο υψίπεδο παράλληλο με την παραλία σχηματίζει ένα ύψωμα (reef) που ενώνεται με την ακτή. Στα νότια της πόλης μεταξύ του πρώτου υψιπέδου και της θάλασσας η περιοχή είναι καλυμμένη με αμμώδεις θίνες, μερικές από τις οποίες στη φυσική τους κατάσταση φθάνουν το ύψος των 5 μέτρων. Στα βόρειά της οι αμμώδεις θίνες εξαφανίζονται. Στην περιοχή αυτή συναντάται ένα λεπτό κάλυμμα φτωχού εδάφους πάνω στους βράχους. Προς τα βόρεια βρίσκονται δυο χαμηλές περιοχές, ελώδεις το χειμώνα. Μέρος της μιας περιοχής πλημμυρίζει˙ τούτο έχει ευεργετικές επιδράσεις για τα υδροφόρα στρώματα, τα οποία έχουν επείγουσα ανάγκη εμπλουτισμού. Η υπεράντληση στην περιοχή είχε ως αποτέλεσμα να αλμυρίσει το νερό. Η γη στα βόρεια της πόλης είναι γενικά λιγότερο εύφορη.
Η Κύπρος λόγω της θέσης της στη λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου απολαμβάνει ενός εύκρατου κλίματος. Η Αμμόχωστος ειδικότερα, με την παραλιακή της θέση, έχει μέση ελάχιστη θερμοκρασία 6.2°Κ τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο και μέση μέγιστη το καλοκαίρι 34°Κ τον Ιούλιο και τον Αύγουστο. Οι θερμοκρασίες αυτές έχουν ληφθεί για την περίοδο μεταξύ 1941-1970. Η μέση ετήσια βροχόπτωση, μεταξύ 1941-1970 ήταν 390 χιλιοστόμετρα. Το μεγαλύτερο μέρος της βροχόπτωσης δέχεται η περιοχή κατά τους μήνες Δεκέμβριο και Ιανουάριο, και κατά δεύτερο λόγο τους μήνες Οκτώβριο - Νοέμβριο και Φεβρουάριο -Μάρτιο. Κατά τους υπόλοιπους μήνες του χρόνου η βροχόπτωση είναι πολύ χαμηλή, σχεδόν ανύπαρκτη.
Οι άνεμοι στην περιοχή έχουν μια συχνότητα ακαλμίας πάνω σε ετήσια βάση. Η συχνότητα είναι ψηλότερη το πρωί στις 08.00 (20,7%) παρά το απόγευμα στις 14.00(1,8%). Στις 8.00 το πρωί, κατά τη διάρκεια της χρονιάς οι νοτιοδυτικοί, βορειοανατολικοί άνεμοι είναι εκείνοι που κυριαρχούν. Η μέση υγρασία είναι ψηλότερη κατά τις πρωινές ώρες (70% στις 8.00) παρά τις απογευματινές (61% στις 14.00). Σε σύγκριση με άλλες παράλιες πόλεις, η Αμμόχωστος είναι περισσότερο υγρή. Στη Λεμεσό η μέση ετήσια υγρασία είναι 66% τις πρωινές και 56% τις απογευματινές ώρες. Οι πιο υγροί μήνες στην Αμμόχωστο είναι οι χειμερινοί (Δεκέμβριος, Ιανουάριος, Φεβρουάριος).
Ανάπτυξη της πόλης: Το 1910 η Αμμόχωστος ήταν μια μικρή πόλη 5.000 κατοίκων. Έκτοτε αναπτύχθηκε σ' ένα δυναμικό επαρχιακό κέντρο 45.000 περίπου κατοίκων. Η μεγαλύτερη αύξηση πληθυσμού σημειώθηκε μετά το 1930, κι ακολούθησε την κατασκευή του λιμανιού. Έτσι το 1946 ο πληθυσμός της πόλης έφθασε τις 17.500 κατοίκους, το 1960 ανήλθε στις 35.000 και το 1973 στις 39.000 κατοίκους.
Το 1910 την Αμμόχωστο αποτελούσαν η εντός των τειχών πόλη και οι μικροί συνοικισμοί που ήταν σκορπισμένοι γύρω απ’ αυτήν και που σήμερα ονομάζονται Βαρώσια, Άγιος Μέμνονας, Κάτω Βαρώσια και Άγιος Λουκάς.
Στην αρχή η αστική ανάπτυξη στρεφόταν γύρω από τους πυρήνες αυτούς και κυρίως γύρω από τα Βαρώσια όπως και κατά μήκος των κυρίων δρόμων. Με την κατασκευή του λιμανιού και τη σημαντική αύξηση του πληθυσμού μετά το 1930, η ανάπτυξη στράφηκε προς την αρχαία πόλη και το λιμάνι στο βορρά, στα νότια προς τον Άγιο Μέμνονα και στα δυτικά μεταξύ των Βαρωσίων και των Κάτω Βαρωσίων. Συγχρόνως η ανάπτυξη γινόταν κατά μήκος των τριών κυρίων δρόμων, της Σαλαμίνος, της Λάρνακας και της Δερύνειας, με κατεύθυνση προς την Αμμόχωστο. Από το 1958 η ανάπτυξη στρέφεται κυρίως προς τη θάλασσα μεταξύ της Χρυσής Ακτής και των Βαρωσίων και προς την σκόρπια ανάπτυξη γύρω από την Αμμόχωστο.
Πληθυσμός: Κατά τα χρόνια 1946-1960 η ετήσια μέση αύξηση του πληθυσμού της πόλης ήταν 5,6% που είναι ψηλότερη σε σχέση με τη μέση ετήσια αύξηση του πληθυσμού των άλλων αστικών περιοχών όπου το μέσο ποσοστό αύξησης ήταν 4,2%. Η κατασκευή του λιμανιού και η προσέλκυση εργατικού δυναμικού από τις αγροτικές περιοχές (Καρπασίας και Μεσαορίας) είναι ο κυριότερος συντελεστής του φαινομένου αυτού. Με βάση τις επίσημες απογραφές πληθυσμού από το 1881 μέχρι και το 1973, ο πληθυσμός της πόλης παρουσίαζε τα παρακάτω στοιχεία:
Χρονολογία | Κάτοικοι |
---|---|
1881 | 2.564 |
1891 | 3.367 |
1901 | 3.819 |
1911 | 5.327 |
1921 | 7.004 |
1931 | 8.771 |
1946 | 16.194 (13.106 Ελληνοκύπριοι, 2.699 Τουρκοκύπριοι και 389 άλλων εθνικοτήτων) |
1960 | 34.774 (24.506 Ελληνοκύπριοι, 6.120 Τουρκοκύπριοι και 4.148 άλλων εθνικοτήτων) |
1973 | 38.960 (30.151 Ελληνοκύπριοι, 7.000 Τουρκοκύπριοι και 1.809 άλλων εθνικοτήτων) |
Σε μερικές απογραφές της περιόδου της Αγγλοκρατίας προστίθενται επίσης αριθμοί ατόμων που ανήκαν στην αστυνομική δύναμη της πόλης ή εργάζονταν στο λιμάνι της ή κρατούνταν στις φυλακές της Αμμοχώστου. Οι αριθμοί αυτοί δεν περιλαμβάνονται στον πιο πάνω πίνακα, γιατί τέτοια άτομα δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι ήταν μόνιμοι κάτοικοι της πόλης.
Σύμφωνα προς «επίσημες» τουρκοκυπριακές πηγές του 1985, ο τουρκικός πληθυσμός της Αμμοχώστου (παλαιά, βασικά, πόλη) ανερχόταν στους 19.428 κατοίκους. Στην πόλη είχαν εγκατασταθεί και Τουρκοκύπριοι από τις ελεύθερες περιοχές του νησιού, καθώς και λίγοι Τούρκοι έποικοι.
Η ανακοπή του ρυθμού αστυφιλίας που παρουσιάζεται κατά την περίοδο μεταξύ των χρόνων 1960 και 1973, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της μέσης ετήσιας αύξησης του πληθυσμού της Αμμοχώστου που κατήλθε στα 0,9% και ήταν κατά πολύ χαμηλότερη εκείνης των υπόλοιπων αστικών περιοχών (2,1%).
Η Αμμόχωστος, ως επαρχιακό κέντρο, είχε σημαντικό αριθμό κατοίκων που ζούσαν σε εξαρτώμενα χωριά στην ενδοχώρα της και χρησιμοποιούσαν την πόλη για απασχόληση, μόρφωση, εμπορικές συναλλαγές και διάφορες άλλες υπηρεσίες. Τούτο κατέστησε δυνατό η ανάπτυξη του οδικού δικτύου και η εξέλιξη των μεταφορικών μέσων. Ο υπολογιζόμενος πληθυσμός που χρησιμοποιούσε την πόλη της Αμμοχώστου ως κύριο κέντρο παροχής υπηρεσιών κατά το 1970 ξεπερνούσε τις 100.000.
Οδικό δίκτυο - μεταφορές: Η γρήγορη αύξηση του πληθυσμού της πόλης, η ανάπτυξή της ως σημαντικού επαρχιακού κέντρου και ως κέντρου τουρισμού, και η αύξηση του αριθμού και της χρήσης οχημάτων, βρήκαν το οδικό δίκτυο της πόλης απροετοίμαστο να δεχθεί τον αυξανόμενο όγκο της κίνησης των μεταφορικών μέσων.
Η έλλειψη ενός συστήματος δημοσίων μεταφορών και κατά συνέπεια η χρήση των ιδιωτικών μέσων μεταφοράς επιδείνωσε την κατάσταση. Η αδυναμία του υπάρχοντος οδικού δικτύου βρίσκεται στην έλλειψη ψηλής ικανότητας κυρίων δρόμων. Δευτερεύοντες στενοί δρόμοι υπάρχουν πολλοί.
Κατοικία: Γενικά η κατάσταση της κατοικίας στην Αμμόχωστο πριν από την εισβολή ήταν αρκετά ικανοποιητική. Ένας από τους λόγους για το σχετικά μικρό αριθμό χαμηλού επιπέδου σπιτιών είναι γιατί η Αμμόχωστος μεγάλωσε γρήγορα μετά το τέλος του τελευταίου Παγκοσμίου πολέμου και το ποσοστό των νέων σπιτιών είναι ψηλό. Η γρήγορη όμως ανάπτυξη είχε και τα αντίθετα αποτελέσματα, σε περιορισμένο βαθμό, ως προς την κατάσταση της κατοικίας. Δηλαδή η μετανάστευση ανθρώπων με χαμηλά εισοδήματα έδωσε ώθηση στην κατασκευή βοηθητικών οικοδομών, πολλές από τις οποίες διέθεταν στοιχειώδεις μόνο συνθήκες υγιεινής. Στα προάστια της πόλης οι κατοικίες υστερούν σ' ό,τι αφορά στη σχεδίασή τους και στην τοποθέτησή τους μέσα στον χώρο.
Περί το 1970 κ.ε. η τάση ήταν για κατασκευή πολυτελών διαμερισμάτων κατά μήκος της παραλιακής λωρίδας. Μερικά απ' αυτά εχρησιμοποιούντο ως εξοχικές κατοικίες από ανθρώπους άλλων περιοχών της Κύπρου.
Μεταξύ της απογραφής του 1946 και του 1960, η κατάσταση της κατοικίας στην Αμμόχωστο γνώρισε σημαντική βελτίωση. Το 1946 ο μέσος όρος κατοχής ήταν 1,66 άτομα ανά δωμάτιο, ενώ το 1960 έπεσε στα 1,28 άτομα ανά δωμάτιο, είναι όμως ακόμα ψηλότερος από τον μέσο όρο κατοχής των άλλων πόλεων.
Στην παλαιά πόλη σημαντικός αριθμός κατοικιών ήταν ενοικιασμένος (περίπου 60%) και τούτο γιατί η μεσαία τάξη μετεκινείτο προς τα προάστια διαθέτοντας με ενοίκια τις κατοικίες που εγκατέλειπε.
Πολύ λίγοι ανοικτοί χώροι υπάρχουν στην πόλη. Οι μεγαλύτεροι δημόσιοι ανοικτοί χώροι είναι συγκεντρωμένοι μέσα και γύρω από την παλαιά πόλη, κυρίως γύρω από τα τείχη.
Καλλιέργειες: Η Αμμόχωστος έχει ένα χαρακτήρα ημιαγροτικής πόλης και φημίζεται για τα εσπεριδοειδή της. Οι κήποι της βρίσκονται σε άμεση γειτονία με την πόλη και τις περισσότερες φορές είναι διασπαρμένοι στις παραλιακές περιοχές της, ανάμεικτοι με τις περιοχές κατοικίας. Στα βόρεια της πόλης οι φυτείες των εσπεριδοειδών ήταν πριν από την εισβολή σε φτωχότερη κατάσταση. Νοτιότερα και δυτικά οι φυτείες ήσαν υγιείς και πολύ παραγωγικές. Η γεωργική αυτή δραστηριότητα ήταν πηγή συναλλαγματικών κερδών και παρείχε μια ευχάριστη θέα στην πόλη. Η έλλειψη όμως νερού και η οικιστική ανάπτυξη είχαν καταστρέψει αρκετές από τις καλλιέργειες αυτές.
Βιομηχανία: Το 1967, περί τα 2.625 άτομα απασχολούνταν στη βιομηχανία που αποτελούσε το 8,6% των βιομηχανικών απασχολήσεων σ' ολόκληρη τη νήσο. Το 1972 ο αριθμός αυτός αυξήθηκε σε 2.932 άτομα και αντιπροσώπευε το 9,2% του συνόλου των ατόμων που απασχολούνταν στη βιομηχανία. Στις επαρχίες Λευκωσίας και Λεμεσού η απασχόληση στη βιομηχανία είναι ψηλότερη στην πόλη παρά στην ύπαιθρο, σε αντίθεση με την Αμμόχωστο όπου μόλις τα τελευταία χρόνια το ποσοστό της πόλης υπερέβη εκείνο της υπαίθρου.
Οι πιο παλιές βιομηχανικές μονάδες στην πόλη της Αμμοχώστου είναι εκείνες που ασχολούνταν με την κατασκευή πάγου και παγωτού καθώς και εκείνες της συσκευασίας των εσπεριδοειδών, κι εμφανίστηκαν στην πόλη το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου. Οι βιομηχανικές αυτές μονάδες εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Αγίου Ιωάννου. Είναι γι' αυτό το λόγο που το 1952 η περιοχή αυτή καθορίστηκε ως μεικτή βιομηχανική ζώνη πράγμα που ενεθάρρυνε την εγκατάσταση κι άλλων βιομηχανιών εκεί. Η σχεδόν πλήρωση της βιομηχανικής αυτής ζώνης οδήγησε στη δημιουργία νέων βιομηχανικών ζωνών. Οι νέες βιομηχανικές ζώνες στον Άγιο Λουκά και στα Κάτω Βαρώσια, που εγκαταστάθηκαν στα 1957, δεν μπόρεσαν να αναπτυχθούν και να ικανοποιήσουν τη ζήτηση της βιομηχανίας, γιατί οι ιδιοκτήτες ζητούσαν ψηλές τιμές για τη γη τους που δεν ήταν πρόθυμοι να την διαθέσουν. Έτσι πολλά βιομηχανικά κτίρια, εργαστήρια και αποθήκες εγκαταστάθηκαν σε άλλα μέρη της πόλης κι έξω από αυτήν.
Η ανάγκη για πρόσθετη βιομηχανική γη επέβαλε την ανακήρυξη δυο νέων βιομηχανικών ζωνών το 1966, μια στην περιοχή του δρόμου Αμμοχώστου -Λάρνακας και μια στην περιοχή μεταξύ των δρόμων Αμμοχώστου - Λευκωσίας και Αμμοχώστου - Καρπασίας. Εκείνη του δρόμου Αμμοχώστου - Λάρνακας περιέλαβε τα βιομηχανικά κτίρια που υπήρχαν ήδη εκεί και τράβηξε και νέες βιομηχανίες. Η δεύτερη βιομηχανική περιοχή δεν ήταν επιτυχής γιατί η περιοχή φάνηκε πως ήταν ακατάλληλη κατά τον χειμώνα.
Γενικότερα, η αποτυχία των περισσοτέρων από τις βιομηχανικές ζώνες να προσελκύσουν βιομηχανίες οφείλεται στην τάση για κερδοσκοπία πάνω στη γη και στην απροθυμία των ιδιοκτητών της γης να διαμοιράσουν τα τεμάχιά τους. Η τάση που παρατηρήθηκε ήταν για εγκατάσταση των βιομηχανιών εκτός των δημοτικών ορίων και κυρίως πάνω στο δρόμο Αμμοχώστου - Λευκωσίας και στην περιοχή της Δερύνειας. Στη δεύτερη αυτή περιοχή εγκαταστάθηκαν 3 υπαίθρια εργαστήρια και δυο μεγάλα εργοστάσια.
Εμπορική κίνηση: Το εμπορικό κέντρο της Αμμοχώστου εξυπηρετούσε στα 1974, εκτός από την πόλη, και μια περιοχή γύρω απ' αυτή, δηλαδή ένα αριθμό 100.000 περίπου ατόμων. Τούτο περιλάμβανε στα 1930-40 την οδό Ερμού, που διέσχιζε την πόλη από βορρά προς νότο. Αφού συμπεριέλαβε την οδό Δημοκρατίας ανατολικά προς τη θάλασσα, τη λεωφόρο Ευαγόρου στο βορρά προς το λιμάνι, συμπεριέλαβε μετά το δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο την οδό Φραγκλίνου Ρούσβελτ προς νότο. Κατά τη δεκαετία του 1960-70 η ανάπτυξη του εμπορικού κέντρου επεκτείνεται ανατολικά της οδού Φραγκλίνου Ρούσβελτ προς τη θάλασσα και βόρεια κατά μήκος της λεωφόρου Ευαγόρου. Στην εμπορική αυτή περιοχή βρίσκονταν ανάμεικτες και άλλες οικονομικές δραστηριότητες όπως τραπεζικές και επαγγελματικές υπηρεσίες. Η πολλαπλή αυτή χρήση του κέντρου της πόλης φόρτιζε επικίνδυνα το οδικό δίκτυο κι είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία κυκλοφοριακών προβλημάτων. Εκτός από την κεντρική εμπορική περιοχή της Αμμοχώστου, οι περιοχές της παλαιάς πόλης, του Αγίου Λουκά, των Κάτω Βαρωσίων και του Αγίου Μέμνονα έχουν τις δικές τους διευκολύνσεις που μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ημερήσιες και εβδομαδιαίες ανάγκες των κατοίκων.
Η τάση που υπήρχε ήταν να επεκταθεί η κεντρική εμπορική περιοχή ανατολικά μέχρι τη θάλασσα, πράγμα που θα είχε σημαντικά πλεονεκτήματα γιατί θα την ένωνε με την τουριστική ανάπτυξη κατά μήκος της ακτής.
Το 1972 στην πόλη της Αμμοχώστου βρίσκονταν τα 19,5% των εμπορικών εγκαταστάσεων που υπήρχαν σ' όλες τις πόλεις και απασχολούνταν τα 21,3% του συνόλου των ατόμων που απασχολούνταν στο εμπόριο σ' όλες τις πόλεις της Κύπρου. Στην πόλη βρίσκονταν τα 59% των εμπορικών εγκαταστάσεων της επαρχίας, το απασχολούμενο όμως προσωπικό αποτελούσε το 78,3% του συνόλου των απασχολουμένων στον τομέα αυτό σ' ολόκληρη την επαρχία. Τα εμπορικά καταστήματα στην πόλη της Αμμοχώστου απασχολούσαν μεγαλύτερο αριθμό ατόμων απ' ό,τι εκείνα της υπαίθρου.
Τουρισμός: Η Αμμόχωστος αναπτύχθηκε σε σημαντικό τουριστικό κέντρο. Τα μνημεία της μεσαιωνικής εντός των τειχών πόλης κι οι αρχαιότητες της γειτονικής Σαλαμίνος, και της επίσης γειτονικής Έγκωμης, καθώς κι η όμορφη ακρογιαλιά της, έκαναν την πόλη περιζήτητο τουριστικό κέντρο, που ήταν το κυριότερο του νησιού. Το 1973 λειτουργούσαν 33 ξενοδοχεία με δυναμικότητα 4.859 κλινών. Σε ολόκληρη την Κύπρο την ίδια εποχή λειτουργούσαν 105 ξενοδοχεία με δυναμικότητα 10.796 κλινών. Ποσοστό 31,5% των ξενοδοχείων της Κύπρου βρίσκονταν και λειτουργούσαν στην Αμμόχωστο, κι είχαν δυναμικότητα 45% του συνόλου των κλινών. Τούτο είναι ενδεικτικό του μεγάλου μεγέθους των ξενοδοχείων της πόλης σε σύγκριση με εκείνα του υπόλοιπου νησιού. Το σύνολο των διανυκτερεύσεων ξένων στην πόλη ήταν σημαντικό κατά τη διάρκεια του 1972· αποτελούσε το 49,5% κι αυξήθηκε ακόμη περισσότερο το 1973, φθάνοντας στο 53,5%.
Στην Αμμόχωστο και στην ευρύτερη περιοχή της οι Τούρκοι λειτουργούν σήμερα συνολικά 10 μεγάλα ξενοδοχεία ενός έως τεσσάρων αστέρων.
Οι Τούρκοι ονόμασαν «επίσημα» την πόλη Gazimagusa, κατά παραφθορά του μεσαιωνικού Φαμαγκούστα.
Η τουριστική περιοχή της Αμμοχώστου εκτείνεται κυρίως μεταξύ του κέντρου της πόλης και της παραλίας, καθώς και στην παραλιακή λωρίδα προς τη Χρυσή Ακτή.
Γ. ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗΣ