Από τα πολυάριθμα όσο και σημαντικά αρχαία κατάλοιπα της Νέας (Κάτω) Πάφου αρκετά έχουν έλθει ως τώρα στο φως από τις κατά καιρούς ανασκαφές που συνεχίζονται (Ψηφιακός Ηρόδοτος Αρχείο ΡΙΚ).
Από αναμφισβήτητες επιγραφικές και άλλες γραπτές και ανασκαφικές μαρτυρίες συμπεραίνεται ότι η ιδρυθείσα τον 4ο π.Χ. αιώνα πόλη της Πάφου ασφαλίστηκε με ισχυρά αμυντικά τείχη από τον Νικοκλή και εφοδιάστηκε με όλα τα απαραίτητα δημόσια κτίρια, που περιελάμβαναν το θέατρο, το γυμνάσιο και τα ιερά του Απόλλωνος Υλάτη, του Διός Πολιέως, της Λητούς, της Αρτέμιδος Αγροτέρας, της Ήρας και της Αφροδίτης. Ωστόσο οι επανειλημμένες σεισμικές καταστροφές και η ριζική ανοικοδόμηση της πόλης στους Ρωμαϊκούς χρόνους εξαφάνισαν τα περισσότερα δείγματα των μνημειακών αυτών δημόσιων κτιρίων και των ιδιωτικών κατοικιών της ελληνιστικής πόλης.
Το τείχος: Αρκετά από τα κατάλοιπα του αμυντικού τείχους της Νέας Πάφου είναι οφθαλμοφανή σε διάφορα σημεία σ’ ολόκληρο το μήκος της περιμετρικής του γραμμής. Παρόλο που η ανωδομή του τείχους καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά, τα λαξευτά κοιλώματα των θεμελίων του στον φυσικό βράχο και μερικά από τα κατώτερα τμήματα των τοίχων του διατηρούνται ακόμη αναλλοίωτα στη βόρεια και τη βορειοδυτική του πλευρά. Το τείχος φαίνεται να είχε συνολικά τέσσερις μεγαλοπρεπείς εισόδους που οδηγούσαν στην πόλη. Η βορειοδυτική πύλη, που πλαισιωνόταν από δυο ορθογώνιους πύργους και συνδεόταν με εξωτερικό κατηφορικό δρόμο μήκους 35 μ., καθώς και μέρος του τείχους που ενωνόταν με την πύλη αυτή, άρχισαν να ερευνούνται συστηματικά από το 1984 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολογικού λειτουργού Δ. Μιχαηλίδη.
Στη βορειότερη άκρη του οικιστικού χώρου της πόλης και πολύ κοντά στη βόρεια πύλη του αμυντικού τείχους βρίσκεται ένας μεγάλος υπόγειος διάδρομος με θολωτή στέγη και με ανοικτή τη δυτική του πλευρά, που φέρει λαξευτούς διαδοχικούς θαλάμους σ’ όλο το μήκος της ανατολικής του πλευράς και σε μέρος της βόρειάς του πλευράς. Πίσω από τους θαλάμους της βόρειας πλευράς ένας λαξευτός βαθμιδωτός δρόμος οδηγεί σ’ ένα χαμηλότερο υπόγειο χώρο με παρόμοιους θαλάμους. Κατά μήκος της ανοικτής δυτικής πλευράς του διαδρόμου σώζονται τ' αρχιτεκτονικά κατάλοιπα μικρών δωματίων. Το όλο σύμπλεγμα, που εντάσσεται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., πιθανόν ν’ αποτελούσε ένα συνδυασμό ιερού και πρόχειρων στρατιωτικών καταλυμάτων.
Τάφοι: Στο ίδιο σημείο του αρχαιολογικού χώρου, αλλά στην εξωτερική πλευρά του βόρειου τείχους, αποκαλύφθηκε μια ομάδα από λαξευτούς θαλαμοειδείς τάφους, από τους οποίους μόνο δυο έχουν ως τώρα ανασκαφεί τμηματικά. Και οι δυο τάφοι αποτελούνται από ένα προθάλαμο κι ένα νεκρικό θάλαμο. Στους προθαλάμους σώζονται τα ίχνη τοιχογραφικών συνθέσεων από γεωμετρικά και φυτικά μοτίβα και πάνω από τις εισόδους τους υπάρχουν λαξευτά τρίγλυφα και μετόπες. Στη διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων γύρω από τον δρόμο του ενός τάφου τοποθετήθηκαν τέσσερις σαρκοφάγοι και πάνω απ’ αυτές κτίστηκαν αρκοσόλια. Οι όψεις των σαρκοφάγων και των αρκοσολίων στολίστηκαν με διάφορα ζωγραφιστά γραμμικά και φυτικά σχέδια. Οι τάφοι αυτοί, που βρίσκονται στο νοτιότερο άκρο του βόρειου νεκροταφείου της πόλης και που αναμφίβολα ήσαν οικογενειακοί, χρονολογούνται στις αρχές των Ελληνιστικών χρόνων.
«Τάφοι των Βασιλέων:» Σε απόσταση 1.500 περίπου μ. από την ομάδα αυτή των λαξευτών τάφων, στο βορειότερο τμήμα του ίδιου (βόρειου) νεκροταφείου της Νέας Πάφου, που υπάγεται στην τοποθεσία Παλιόκαστρα, βρίσκονται οι περίφημοι «Τάφοι των Βασιλέων». Τα εντυπωσιακά αυτά ταφικά μνημεία, που χρονολογούνται στον 3ο αιώνα π.Χ. και που ουδέποτε χρησιμοποιήθηκαν για ταφές βασιλιάδων, αφού ο βασιλικός θεσμός καταργήθηκε το 312 π.Χ., οφείλουν τ’ όνομά τους στον μνημειακό και επιβλητικό αρχιτεκτονικό τους χαρακτήρα. Από την ανεύρεση ενός ασβεστολιθικού αετού, που ήταν το σύμβολο των Πτολεμαίων, συμπεραίνεται ότι σ’ αυτούς έγιναν ταφές ανωτάτων κρατικών λειτουργών και εξεχουσών πτολεμαϊκών προσωπικοτήτων καθώς και μελών των οικογενειών τους. Στους ίδιους τάφους, ταφές σημαντικών προσωπικοτήτων συνεχίστηκαν και στη διάρκεια των Ρωμαϊκών χρόνων.
Ο αντιπροσωπευτικός αρχιτεκτονικός τύπος των τάφων χαρακτηρίζεται από μια μεγάλη υπόγεια, υπαίθρια, περίστυλη αυλή ορθογωνίου σχήματος, ολοκληρωτικά λαξευτή στον φυσικό σκληρό βράχο και προσιτή με στενές βαθμιδωτές κλίμακες. Οι τέσσερις πλευρές της έχουν ισάριθμες στοές, που υποστηρίζονταν από ασβεστολιθικούς κίονες δωρικού ρυθμού. Το διάζωμα του περιστυλίου είναι κοσμημένο με συνεχή λαξευτή ταινία από τρίγλυφα και μετόπες δωρικού επίσης ρυθμού. Στους κάθετους τοίχους των στοών είναι λαξευμένοι οι νεκρικοί θάλαμοι, πολλοί από τους οποίους έχουν επιπρόσθετες ταφικές θήκες (Loculi) στις πλευρές τους. Σε μερικές περιπτώσεις οι ταφικές θήκες έχουν άμεση επικοινωνία με την υπαίθρια αυλή. Σε κάθε τάφο υπάρχει ένα λαξευτό πηγάδι, που έχει συμβολικό χαρακτήρα σχετικό με την κάθαρση και τον εξαγνισμό των ψυχών των νεκρών.
Τα αρχιτεκτονικά πρότυπα των τάφων ταυτίζονται με την τεχνοτροπία των τάφων στη νεκρόπολη του «Μουσταφά Πασά» στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά θυμίζουν και τις ελληνιστικές κατοικίες της Δήλου, της Περγάμου και της Πριήνης, που είναι κτισμένες γύρω από μια εσωτερική υπαίθρια περίστυλη αυλή. Τα τοιχώματα στους περισσότερους νεκρικούς θαλάμους των τάφων είναι επενδυμένα με λεπτό κονίαμα, πάνω στο οποίο σώζονται ίχνη τοιχογραφιών. Η επίδραση αυτή προέρχεται από τους μακεδονικούς τάφους και υπάρχει έντονη και στους τάφους της Αλεξάνδρειας.
Οι περισσότεροι τάφοι χρησιμοποιήθηκαν σαν καταφύγια των πρώτων Χριστιανών στη διάρκεια των διωγμών τους από τους Ρωμαίους και σαν καταλύματα τρωγλοδυτών στα μεταγενέστερα Μεσαιωνικά χρόνια. Παρά την ολοσχερή σύλησή τους στο παρελθόν, μερικοί από τους τάφους ερευνήθηκαν το 1937 από τον τότε επίτιμο έφορο του Μουσείου της Πάφου Λοΐζο Φιλίππου. Η συστηματική ανασκαφική έρευνα των υπόλοιπων τάφων ξανάρχισε το 1977 από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολογικού λειτουργού Σ. Χατζησάββα.
«Ελληνόσπηλιοι»: Παρόμοια μνημειακά ταφικά αρχιτεκτονικά δείγματα αποκαλύφθηκαν και στο νεκροταφείο των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων, που βρίσκεται στους πρόποδες του παφιακού χωριού Αναβαργός. Τρεις από τους συλημένους τάφους στο νεκροταφείο αυτό, με την επωνυμία Ελληνόσπηλιοι, αποτελούν τρία συνεχόμενα και αλληλένδετα επιβλητικά ταφικά σύνολα. Ο μεγαλύτερος και σημαντικότερος από τους τρεις τάφους συναγωνίζεται στις λεπτομέρειες της αρχιτεκτονικής του τη μεγαλοπρέπεια και εντυπωσιακή εμφάνιση των «Τάφων των Βασιλέων». Πρόκειται για μεγάλο και ενιαίο ταφικό συγκρότημα, ολότελα λαξευμένο στο σκληρό ασβεστολιθικό βράχωμα, που πλαισιώνεται από μια τετράγωνη υπαίθρια αυλή, βάθους 3 περίπου μ. από την επιφάνεια του εδάφους. Στη νότια και ανατολική πλευρά της αυλής σχηματίζονται δυο ομοιόμορφες στοές, μέσου πλάτους 1,45 μ., και η κάθε μια απ' αυτές υποστηρίζεται από οκτώ τετράγωνους μονολιθικούς πεσσούς σε ευθύγραμμη διάταξη. Στους κάθετους λαξευτούς τοίχους των στοών υπάρχουν σε ίσες αποστάσεις διάφορα ανισομεγέθη ορθογώνια ανοίγματα —δρόμοι—, που οδηγούν σε μεγάλους νεκρικούς θαλάμους, ορθογώνιου ή τετράγωνου σχήματος, με επίπεδες στέγες. Ο μεγαλύτερος νεκρικός θάλαμος βρίσκεται στο μέσο του τοίχου της νότιας στοάς και είναι προσιτός από μια μεγάλη είσοδο με επιμελημένη, εγχάρακτη, γραμμική διακόσμηση. Το σύνολο των αρχιτεκτονικών δεδομένων του τάφου εντάσσεται στο τέλος των Ελληνιστικών χρόνων. Όλοι οι νεκρικοί θάλαμοι φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν και για πολλές διαδοχικές ταφές στη Ρωμαϊκή εποχή. Μερικά δείγματα τοιχογραφιών με σχήματα σταυρών μαρτυρούν ότι ο τάφος χρησιμοποιήθηκε στους μεταγενέστερους χρόνους σαν παρεκκλήσι από τους Χριστιανούς.
Θέατρο: Το αρχαίο θέατρο της Πάφου, του οποίου ελάχιστα ίχνη φαίνονταν για πάρα πολλά χρόνια στον χαμηλό λόφο «Φάπρικα», έχει έλθει στο φως ύστερα από πολύχρονες περιοδικές ανασκαφές τις οποίες διενήργησε αρχαιολογική αποστολή του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή J.R. Green.Εν μέρει λαξευμένο στο φυσικό βράχο του λόφου και εν μέρει κτιστό, το θέατρο χρησιμοποιήθηκε το χρονικό διάστημα από την ίδρυση της πόλης (περίπου το 300 π. Χ.) μέχρι να καταστραφεί από σεισμούς τον 4ο αι. μ. Χ.
Έχουν έλθει στο φως η ορχήστρα και το κοίλον του θεάτρου, με σειρές κερκίδων, που φανέρωσαν μεταξύ άλλων και το μέγεθός του. Ήταν ένα των μεγαλυτέρων αρχαίων θεάτρων της Κύπρου, και υπολογίζεται ότι ήταν χωρητικότητας περίπου 8.000 θεατών. Η διάμετρος του κοίλου είναι 80 μέτρα περίπου. Το θέατρο υπολογίζεται ότι είχε κτιστεί κατά τις αρχές της Ελληνιστικής περιόδου, περί το 300 π.Χ. Η ακμή του υπολογίζεται χρονικά στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ., επί αυτοκρατορίας των Αντωνίνου Πίου και Μάρκου Αυρηλίου. Κατά την Ελληνιστική περίοδο φαίνεται ότι είχε επανειλημμένα ανακαινιστεί. Ανακαινίσεις και τροποποιήσεις έγιναν και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, με εκτενέστερη εκείνη της εποχής του Οκταβιανού Αυγούστου, πιθανότατα μετά τον μεγάλο σεισμό του 15 π.Χ. Οι μεταγενέστερες τροποποιήσεις περιελάμβαναν και σχετικά έργα που έδιναν τη δυνατότητα και για παραστάσεις με νερό τον 3ο και 4ο μ.Χ. αιώνες. Το θέατρο έπαψε να λειτουργεί από τα τέλη του 4ου μ.Χ. αιώνα, στη συνέχεια δε λεηλατήθηκε από λιθορύχους, που αφαιρούσαν πέτρες και άλλα οικοδομικά υλικά. Έτσι, δεν σώζονται σημαντικά μέρη του οικοδομήματος, όπως η σκηνή, ενώ απογυμνώθηκαν και οι κερκίδες. Στον χώρο, ιδίως στην έκταση της ορχήστρας, είχαν κτιστεί αργότερα, από τον 12ο μέχρι τον 16ο μ.Χ. αιώνες, άλλα οικοδομήματα, εκ των οποίων κάποια ήσαν εργαστήρια, περιλαμβανομένων εργαστηρίων κεραμικής. Η ονομασία του λόφου, «Φάπρικα», πιθανό να είχε δοθεί αυτή την περίοδο.
Η εντυπωσιακή ψηφιακή αποτύπωση: Η ομάδα των αρχαιολόγων κατέγραψε κάθε τμήμα-κίονα με λεπτομέρεια όπως και το ακριβές σημείο ανεύρεσής του με τη χρήση Total Station και GPS. Οι συντεταγμένες αυτές τοποθετήθηκαν σε χάρτη από τον οποίο συμπεραίνεται ότι υπήρχαν δύο βασικοί άξονες στους οποίους βρέθηκαν τα τμήματα κιόνων. Όσα τμήματα δεν εντοπίστηκαν στους άξονες αυτούς είναι γιατί είχαν μετακινηθεί για την ανέγερση συγκεκριμένων κτηρίων, όπως για παράδειγμα το Φρούριο των Σαράντα Κολώνων. Δύο χιλιάδες φωτογραφίες ενώθηκαν ψηφιακά για να αποδώσουν σε υψηλή ανάλυση την τρισδιάστατη απεικόνιση του. Με τον τρόπο αυτό κατασκευάστηκε ένα τρισδιάστατο πρότυπο εικονικής πραγματικότητας, το οποίο επιτρέπει στο κοινό να αποκτήσει μια καθαρή εικόνα του μεγέθους του αρχαιότερου θεάτρου της Κύπρου και της αρχιτεκτονικής εξέλιξης του καθώς και να αντιλαμβάνεται τη δραματική αλλαγή του αστικού περιβάλλοντος της Πάφου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Ιερό Απόλλωνος: Από τ’ αναφερόμενα στις επιγραφικές μαρτυρίες ιερά της Νέας Πάφου μόνο το μικρό ιερό του Απόλλωνος Υλάτη είναι γνωστό, που αποκαλύφθηκε τυχαία στα τέλη του 19ου αιώνα στο ανατολικό νεκροταφείο της πόλης, μεταξύ του οικιστικού χώρου της Κάτω Πάφου και του εργοστασίου οινοποιίας. Το ιερό αυτό, που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ., είναι διαφορετικό από τ’ άλλα γνωστά κυπριακά ιερά του Απόλλωνος. Είναι ολόκληρο λαξευμένο στον φυσικό σκληρό βράχο και αποτελείται από δυο συνεχόμενους μικρούς θαλάμους, προσιτούς με βαθμιδωτό λαξευτό δρόμο, από τους οποίους ο πρώτος έχει ορθογώνια και ο δεύτερος κυκλική κάτοψη και θολωτή στέγη. Την αφιέρωσή του στον Απόλλωνα Υλάτη φανερώνουν δυο δείγματα εγχάρακτων κυπροσυλλαβικών επιγραφών, που βρίσκονται πάνω από την είσοδο του πρώτου θαλάμου.
Άλλα ευρήματα: Ανάμεσα στα διασωθέντα πενιχρά δείγματα των οικιακών αρχιτεκτονικών καταλοίπων της Ελληνιστικής πόλης περιλαμβάνεται κι ένα δάπεδο, του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ., που αποκαλύφθηκε κάτω από τα θεμέλια της ρωμαϊκής «Οικίας του Διονύσου». Πάνω στο δάπεδο αυτό υπάρχει μια από τις σημαντικότερες ψηφιδωτές συνθέσεις σ’ ολόκληρη την ελληνιστική Κύπρο. Πρόκειται για ένα μοναδικό στο είδος του ψηφιδωτό δείγμα, που είναι κατασκευασμένο από μικροσκοπικά, μαύρα, άσπρα και ερυθρωπά θαλασσινά βότσαλα και που απεικονίζει το φοβερό μυθολογικό θαλασσινό τέρας της «Σκύλλας» σε μορφή γυναίκας και ψαριού, από τη μέση της οποίας ξετυλίγονται τρεις μανιασμένοι σκύλοι. Στο δεξί χέρι κρατεί τρίαινα και στο αριστερό κατάρτι πλοίου. Το εξαιρετικό αυτό ψηφιδωτό, που είναι το αρχαιότερο σ’ ολόκληρη την ελληνιστική Κύπρο, θυμίζει την τεχνοτροπία των ελληνιστικών βοτσαλωτών ψηφιδωτών της Πέλλας στη Μακεδονία.
Εκτός από τα πιο πάνω αρχιτεκτονικά δείγματα, την ύπαρξη και πολιτιστική ανάπτυξη της Νέας Πάφου στη διάρκεια των Ελληνιστικών χρόνων μαρτυρούν και πολυάριθμα κινητά ευρήματα, νομίσματα και διάφορα άλλα μικροτεχνικά έργα. Τα περισσότερα απ’ αυτά προέρχονται από τα ελληνιστικά στρώματα, που βρίσκονται κάτω από τα ψηφιδωτά δάπεδα της ρωμαϊκής «Οικίας του Διονύσου». Σε βάθος 0,50 περίπου μ. κάτω από τη βόρεια γωνιά του δαπέδου ενός δωματίου, που βρίσκεται στη νοτιοανατολική γωνιά της Οικίας, το 1964 αποκαλύφθηκε εντελώς τυχαία ένας εκπληκτικός θησαυρός νομισμάτων, που αποτελείται από 2.484 αργυρά πτολεμαϊκά τετράδραχμα. Τα πολύτιμα αυτά νομίσματα, που ήσαν κρυμμένα μέσα σ’ ένα μεγάλο ελληνιστικό αμφορέα, κόπηκαν στα νομισματοκοπεία της Αλεξάνδρειας, της Σαλαμίνος-Αρσινόης, του Κιτίου και της Νέας Πάφου και κυκλοφόρησαν μεταξύ του 204 και του 88 π.Χ.
Από τα ίδια στρώματα του χώρου της «Οικίας του Διονύσου», προέρχονται 11.000 πήλινα αποτυπώματα σφραγίδων, που παριστάνουν θεότητες, Πτολεμαίους βασιλιάδες και άλλα θέματα από το «νομοφυλακείο» — κρατικό αρχείο. Στον ίδιο χώρο βρέθηκαν ένας κλίβανος, ένα χάλκινο χυτήριο και πήλινες μήτρες — καλούπια—αγαλμάτων, που φανερώνουν ότι στη Νέα Πάφο, εκτός από το νομισματοκοπείο, υπήρχε και εργαστήριο κατασκευής αγαλμάτων.
Το 15 π.Χ. τόσο η Νέα Πάφος όσο και η Παλαίπαφος καταστράφηκαν από δυνατό σεισμό, αλλά, χάρη στο προσωπικό ενδιαφέρον και την άμεση φροντίδα του αυτοκράτορα της Ρώμης Αυγούστου, η πόλη της Νέας Πάφου και το ιερό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο ανοικοδομήθηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Μετά την ανοικοδόμησή τους η Νέα Πάφος, που ονομάστηκε «Σεβαστή» (Αυγούστα), συνέχισε εντονότερα την εμπορικοοικονομική και πολιτιστική της ανάπτυξη και το ιερό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο διατήρησε τον πρωτοποριακό θρησκευτικό του ρόλο. Το 22 π.Χ., ύστερα από τη σταθεροποίηση της ρωμαϊκής επικυριαρχίας στις χώρες της Εγγύς Ανατολής, ο Αύγουστος διαχώρισε την Κύπρο από την Κιλικία και την έκαμε αυτοτελή ρωμαϊκή επαρχία. Αμέσως μετά το γεγονός αυτό στη «Σεβαστή» πόλη της Νέας Πάφου υιοθετήθηκε νέο ημερολόγιο, στο οποίο οι μήνες έφεραν τα ονόματα της οικογένειας και των αξιωμάτων του Αυγούστου. Κόπηκαν επίσης νομίσματα του Αυγούστου στο νομισματοκοπείο της πόλης, που απεικόνιζαν σε τριμερή διάταξη το ιερό της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο και άγαλμα του Διός στη Σαλαμίνα.
Το 76/77 μ.Χ. η Νέα Πάφος καταστράφηκε από δυνατό σεισμό για δεύτερη φορά, αλλ' η πόλη ανοικοδομήθηκε από τους Φλαβίους αυτοκράτορες και παράλληλα με τον παλαιό τίτλο της «Σεβαστής» της δόθηκε κι ο τίτλος της «Κλαυδίας Φλαβίας». Στην εποχή των Σεβήρων αυτοκρατόρων γνώρισε τη μεγαλύτερή της ακμή και σε ενεπίγραφες πλάκες αποτυπώθηκε ολοκληρωμένος ο τίτλος της με τις φράσεις Σεβαστή Κλαυδία Φλαβία Πάφος, ἱερά μητρόπολις τῶν κατά Κύπρον πόλεων. Η πόλη καταστράφηκε ξανά με τους φοβερούς σεισμούς του 332 και του 342 μ.Χ., που ταυτόχρονα ερείπωσαν και τη Σαλαμίνα κι άλλες παραλιακές πόλεις του νησιού, και αργότερα κτυπήθηκε πάλι από δυνατό σεισμό γύρω στο 365 μ.Χ. Παρά την ανοικοδόμησή της, με τις αλλεπάλληλες αυτές τραγικές συμφορές που την έπληξαν, η Νέα Πάφος έπεσε σε μαρασμό και η πρωτεύουσα της Κύπρου μεταφέρθηκε πάλι στα μέσα του 4ου αιώνα μ.Χ. στη Σαλαμίνα που ξανακτίστηκε πολύ γρήγορα από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄ (337-361 μ.Χ.) και ονομάστηκε Κωνσταντία. Στη διάρκεια της Πρωτοβυζαντινής περιόδου και μετά τη νέα καταστρεπτική συμφορά της με τις αραβικές επιδρομές των μέσων του 7ου αιώνα μ.Χ., παρέμεινε πλέον μια μικρή επαρχιακή πόλη, που διατήρησε μόνο την επισκοπική της έδρα.
Η μεγάλη ακμή και το πολιτιστικό υπόβαθρο της Νέας Πάφου στη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας καθρεφτίζεται στ’ αποκαλυφθέντα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των μνημειακών δημόσιων κτιρίων και των μεγαλοπρεπών ιδιωτικών κατοικιών της, που, κατ’ ανασκαφική ακολουθία είναι: το Ωδείο, η Αγορά, το Ασκληπιείο, η «Οικία του Διονύσου», η «Οικία του Θησέα» και η «Οικία του Ορφέα». Από τα μνημεία αυτά τα τέσσερα πρώτα και μέρος της «Οικίας του Ορφέα» με τα ψηφιδωτά του «Ηρακλή και του λιονταριού» και της «Αμαζόνας με το άλογο» αποκαλύφθηκαν με τις ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων μεταξύ των ετών 1962 και 1973, υπό τη διεύθυνση του Κ. Νικολάου. Το ψηφιδωτό του «Ηρακλή και του λιονταριού» βρέθηκε τυχαία το 1943 από στρατιώτες στη διάρκεια διάνοιξης χαρακωμάτων. Χάρη στο ψηφιδωτό αυτό η «Οικία του Ορφέα» μέχρι πρόσφατα ήταν γνωστή με την ονομασία «Οικία του Ηρακλή». Η ονομασία «Οικία του Ορφέα» δόθηκε στο κτίριο το 1984, ύστερα από την ανακάλυψη ενός νέου δαπέδου με την επιβλητική ψηφιδωτή σύνθεση του «Ορφέα και των Θηρίων». Το σημαντικό αυτό ψηφιδωτό δάπεδο καθώς και αρκετά άλλα δωμάτια της Οικίας αποκαλύφθηκαν με τις συνεχιζόμενες ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων, που άρχισαν το 1982 υπό τη διεύθυνση του αρχαιολογικού λειτουργού Δ. Μιχαηλίδη. Η «Οικία του Θησέα» αποκαλύφθηκε με τις ανασκαφές της Πολωνικής Αποστολής του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας, που άρχισαν το 1965 υπό τη διεύθυνση του Κ. Michalowski και που συνεχίστηκαν υπό τη διεύθυνση του W. Α. Daszewski.
Ωδείο: Το Ωδείο της Νέας Πάφου βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του μικρού λόφου, στην κορφή του οποίου δεσπόζει σήμερα ο φάρος της Πάφου, που απέχει 250 περίπου μέτρα από τη βόρεια πλευρά της «Οικίας του Διονύσου». Πρόκειται για μικρό θεατρικό κτίριο, που χρονολογείται στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. και που εχρησιμοποιείτο μόνο για μουσικές εκδηλώσεις. Κτισμένο με μεγάλους αργόλιθους και επενδυμένο με πελεκητούς ασβεστόλιθους, το εξαιρετικό αυτό κτίριο, που είναι μοναδικό στο είδος του σ’ ολόκληρη τη ρωμαϊκή Κύπρο, αποτελείται από το κοίλο, που διασώθηκε μέχρι του διαζώματος και έχει εξωτερική διάμετρο 47,30 μ., την ημικυκλική ορχήστρα με διάμετρο 11,30 μ., τη σκηνή, από την οποία διατηρούνται μόνο το λιθόστρωτο δάπεδο και μέρος του προσκηνίου, και δυο πλάγιες παρόδους σε σχήμα Γ, από τις οποίες εισέρχονταν οι θεατές. Το κάτω μέρος του κοίλου χωρίζεται σε επτά σειρές κερκίδων από έξι κλίμακες. Από το σύνολο των σειρών των κερκίδων διασώθηκαν μόνο 13, από τις οποίες οι επενδυτικές ασβεστολιθικές πλάκες αφαιρέθηκαν στο παρελθόν. Το Ωδείο καταστράφηκε από τους σεισμούς των μέσων του 4ου αιώνα μ.Χ. και από τότε μέχρι τις αραβικές επιδρομές εχρησιμοποιείτο σαν μεταλλουργικό εργαστήριο. Μετά την ανακάλυψή του αναστηλώθηκε τμηματικά από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό την καθοδήγηση του Ελλαδίτη αρχιτέκτονα Ι. Τραυλού.
Αγορά: Η Αγορά της πόλης αποκαλύφθηκε ακριβώς μπροστά από το Ωδείο και είναι μια μεγάλη τετράγωνη περίστυλη αυλή, διαστάσεων 95Χ95 μ., από την οποία μόνο τα θεμέλια διατηρούνται και σε μερικά σημεία ο στυλοβάτης. Οι κολώνες των στοών ήταν αρράβδωτες, από φαιό γρανίτη και έφεραν μαρμάρινα κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού. Η Αγορά κτίστηκε μετά το Ωδείο, στα μέσα περίπου του 2ου αιώνα μ.Χ. και ερειπώθηκε κι αυτή από τους σεισμούς του 332 και 342 μ.Χ.
Πρόσφατες ανασκαφές έχουν φέρει στο φως στοιχεία που καταλήγουν στη διαπίστωση ότι
Αρχαία Αγορά της Πάφου συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες του Ελληνιστικού κόσμου. Οι έρευνες γίνονται από το Τμήμα Κλασικής Αρχαιολογίας του Ινστιτούτου Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Jagiellonian Κρακοβίας, στο πλαίσιο του προγράμματος PafosAgoraProject, με στόχο την έρευνα της Αγοράς της Νέας Πάφου, πρωτεύουσας της Κύπρου κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο.
Σύμφωνα με το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, τα στοιχεία των ερευνών έδειξαν ότι οι στοές που σχετίζονται με την Αγορά ήταν πολύ μεγαλύτερες: η Ανατολική Στοά φαίνεται ότι ήταν διπλάσια και η Νότια Στοά τριπλάσια από ότι θεωρείτο μέχρι σήμερα. Η Αγορά στο σύνολό της, μαζί με τα προσκτίσματά της φαίνεται ότι είχε τετράγωνη κάτοψη με τις πλευρές της να φτάνουν τα 160 μ. και όχι τα 97 μ., όπως υπολόγιζε ο προηγούμενος ανασκαφέας, ενώ καταλάμβανε έκταση περίπου 2.5 εκταρίων και όχι 1 εκτάριο όπως πιστευόταν παλαιότερα.
Επίσης, με τα δεδομένα που έχουν προκύψει ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ερευνών, φαίνεται ότι θα πρέπει να επανεξεταστούν τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ούτω καλούμενου Ασκληπιείου και του Ωδείου, που ανακαλύφθηκαν τη δεκαετία του 1970 στα δυτικά της Αγοράς. Εξάλλου, κατά τις αρχαιολογικές έρευνες βρέθηκε μια ασβεστοκάμινος που χρονολογείται μεταξύ του τέλους της Ρωμαϊκής και της Πρωτοβυζαντινής περιόδου.
Οι αρχικές έρευνες έδειξαν ότι η κάμινος ήταν μερικώς κτισμένη μέσα στην πλαγιά λόφου. Η κατασκευή της καμίνου είχε καταστρέψει έναν μακρύ τοίχο με κατεύθυνση ανατολή-δύση. Διατηρείται μόνο η πρώτη σειρά λίθων του τοίχου, η οποία είναι κτισμένη απευθείας πάνω στο φυσικό βράχο, ο οποίος εξομαλύνθηκε για το σκοπό αυτό. Το κτίσμα αυτό είναι ιδιαίτερα επιμελημένο και πιθανόν να είναι κατάλοιπο του τείχους της πόλης, ίσως μάλιστα της Ελληνιστικής περιόδου. Απαιτείται, όμως, περισσότερη έρευνα για να τεκμηριωθεί η πιο πάνω υπόθεση.
Ασκληπιείο: Στην ίδια περίοδο με την Αγορά της πόλης εντάσσεται και το κτίριο, που βρίσκεται στη νότια πλευρά του Ωδείου και που ταυτίζεται με το Ασκληπιείο, το ιερό του θεού της ιατρικής Ασκληπιού, που εχρησιμοποιείτο και σαν θεραπευτήριο. Τούτο ήταν ένα μεγάλο οικοδομικό σύμπλεγμα με τρεις ενιαίους χώρους, που είχαν άμεση επικοινωνία με τα παρακείμενα κτίρια του Ωδείου και της Αγοράς. Ο πρώτος χώρος αποτελείτο από δυο ορθογώνιες αίθουσες κτισμένες στις πλευρές ενός μεγάλου διαδρόμου, ο δεύτερος από μια αψιδωτή αίθουσα, πλαισιωμένη από δυο άλλες τετράγωνες αίθουσες, που οδηγούσαν σε υπόγειο δωμάτιο, κι ο τρίτος από μια άλλη ορθογώνια αίθουσα με είσοδο στην νότιά της πλευρά, που επικοινωνούσε με τετράγωνη στεγασμένη αυλή με δυο μεγάλες αίθουσες στην αριστερή και δεξιά της πλευρά. Όπως το Ωδείο και η Αγορά της Νέας Πάφου, έτσι και το Ασκληπιείο της πόλης καταστράφηκε ολοκληρωτικά από τους σεισμούς των μέσων του 4ου αιώνα μ.Χ.
«Οικία του Διονύσου» και περιγραφή των ψηφιδωτών της: Η «Οικία του Διονύσου» βρίσκεται σε απόσταση 300 περίπου μέτρων στα βορειοδυτικά του λιμανιού της πόλης. Είναι μια από τις μεγαλύτερες κυπριακές ρωμαϊκές επαύλεις, που καταλαμβάνει έκταση μεγαλύτερη των 2.000 τ.μ. και που αποτελείται από περισσότερα από 40 δωμάτια, συγκεντρωμένα γύρω από μια κεντρική, περίστυλη, υπαίθρια αυλή, το αίθριο (atrium), στο κέντρο του οποίου υπήρχε μια κηποδεξαμενή (impluvium). Η ανατολική πτέρυγα της έπαυλης, στην οποία υπήρχε μια άλλη μικρότερη, περίστυλη, υπαίθρια αυλή με μια ιχθυοδεξαμενή ή διακοσμητικό «νυμφαίο» στο κέντρο της, στέγαζε τα υπνοδωμάτια, τα αποχωρητήρια και τα λουτρά. Στη δυτική πτέρυγα υπήρχε μια μεγάλη ορθογώνια αίθουσα, που είχε άμεση σύνδεση με τη δυτική στοά του αιθρίου και που αποτελούσε τον κύριο χώρο υποδοχής (tablinum) και την τραπεζαρία της έπαυλης (triclinium). Η αίθουσα αυτή πλαισιώνεται από πολλά μικρά δωμάτια, που βρίσκονται σε χαμηλότερο επίπεδο από τα δωμάτια της ανατολικής πτέρυγας και που χρησίμευαν σαν μαγειρεία και εργαστήρια και σαν αποθήκες και χώροι υπηρεσίας. Τα δωμάτια κατά μήκος της νότιας και βόρειας στοάς του αιθρίου αποτελούσαν τους κοινόχρηστους χώρους. Το όλο οικοδομικό σύμπλεγμα ήταν εφοδιασμένο με υπόγειο σύστημα αποχετεύσεων και περιβαλλόταν από δρόμο. Στον δυτικό εξωτερικό χώρο του οικοδομήματος, ανάμεσα σ’ άλλα οικιακά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, αποκαλύφθηκε ένας ευρύχωρος λιθόστρωτος διάδρομος με δυτική κατεύθυνση, μήκους 47,30 μ. και πλάτους 4,20 μ., που περιβάλλεται από τοίχο πάχους 1 μ. και ύψους 0,80 μ. και που πολύ πιθανόν να ήταν μια περίστυλη στοά που οδηγούσε στους κήπους της έπαυλης.
Τα δάπεδα των υπνοδωματίων και των λουτρών στην ανατολική πτέρυγα είναι χαλικόστρωτα και επενδυμένα με κονίαμα και εκείνα των μαγειρείων και των εργαστηρίων καμωμένα από κτυπητή γη. Αντίθετα, όμως, τα δάπεδα των τεσσάρων στοών του αιθρίου και των δωματίων που τις περιβάλλουν, είναι κοσμημένα με πολύχρωμες ψηφιδωτές συνθέσεις με διάφορες μυθολογικές παραστάσεις και σκηνές κυνηγίου, πλαισιωμένες από μια αφάνταστη ποικιλία γεωμετρικών μοτίβων. Η ονομασία «Οικία του Διονύσου», που δόθηκε στη μεγαλοπρεπή αυτή έπαυλη, οφείλεται στην επανειλημμένη απεικόνιση του θεού του κρασιού στις κυριότερες ψηφιδωτές παραστάσεις.
Το ψηφιδωτό δάπεδο της δυτικής στοάς του αιθρίου απεικονίζει τέσσερις μυθολογικές σκηνές μέσα σε ισάριθμα χωριστά τμήματα — διάχωρα (panels). To πρώτο, νότιο, διάχωρο παριστάνει τον θλιβερό μύθο του Πύραμου και της Θίσβης, των δυο ωραιότερων νέων της Βαβυλωνίας, που ήσαν ερωτευμένοι και που αναγκάζονταν όμως να απολαμβάνουν τη χαρά του έρωτά τους και να ορίζουν τις συναντήσεις τους μακριά και κρυφά από τους γονείς τους, επειδή αυτοί δεν ευνοούσαν τον δεσμό τους. Μια φορά αποφάσισαν να συναντηθούν κάτω από μια μουριά, που βρισκόταν κοντά σε δροσερή πηγή. Πρώτη πήγε η Θίσβη και ύστερα, αντί του Πύραμου, κατέφθασε στην πηγή μια διψασμένη λέαινα με ματωμένο στόμα, που μόλις πριν από λίγο είχε κατασπαράξει ένα ζώο. Τρομαγμένη η Θίσβη απομακρύνθηκε τρεχάτη και κρύφτηκε σε μια σπηλιά, αλλά, φεύγοντας ξέχασε τον πέπλο της, που τον βρήκε η λέαινα και τον ξέσχισε. Φθάνοντας σε λίγο ο Πύραμος και βλέποντας τον ξεσχισμένο και ματωμένο πέπλο της Θίσβης, νόμισε ότι κάποιο άγριο ζώο καταβρόχθισε την αγαπημένη του και αυτοκτόνησε. Όταν γύρισε η Θίσβη και είδε νεκρό τον Πύραμο, απαρηγόρητη αυτοκτόνησε κι αυτή πάνω από το πτώμα του. Αμέσως τ’ άσπρα μούρα της μουριάς έγιναν καταπόρφυρα κι από τότε πενθούν με το ίδιο χρώμα τον άτυχο χαμό των δυο ερωτευμένων νέων. Η μορφή της Θίσβης κατέχει το αριστερό τμήμα της σύνθεσης. Είναι ντυμένη με ποδήρη χιτώνα και με έκδηλο τον τρόμο στο πρόσωπό της τρέχει με απλωμένα χέρια να φύγει κοιτάζοντας προς τα πίσω. Απέναντί της, σε μορφή ποτάμιου θεού, στεφανωμένος με φύλλα καλαμιού και μισοξαπλωμένος βρίσκεται ο Πύραμος, κρατώντας στ’ αριστερό του χέρι ένα καλάμι κι ένα δοχείο από το οποίο χύνεται νερό, και στο δεξί το κέρας της Αμαλθείας. Στο βάθος διακρίνεται μια λεοπάρδαλη (αντί της λέαινας που αναφέρει ο μύθος) με τον ξεσχισμένο πέπλο της Θίσβης στο στόμα. Ο πασίγνωστος αυτός μύθος διασώθηκε από τον Ρωμαίο λυρικό ποιητή Οβίδιο στις «Μεταμορφώσεις» του και από τον Σαίξπηρ στο τραγικό έργο του «Όνειρο Θερινής Νύκτας».
Στο δεύτερο διάχωρο ζωντανεύει ο μύθος του Διόνυσου και του Ικάριου. Το κέντρο της ψηφιδωτής σύνθεσης καταλαμβάνει ο μυθικός Αθηναίος βασιλιάς Ικάριος, κρατώντας με τ’ αριστερό του χέρι τα ηνία δυο ζευγμένων βοδιών, που μεταφέρουν πάνω σε δίτροχο αμάξι ασκιά γεμάτα με κρασί. Το δεξί του χέρι είναι απλωμένο προς την Ακμή, που κάθεται πάνω σ’ ένα χαλί στο δάπεδο ημίγυμνη και στεφανωμένη με φύλλα αμπελιού και σταφύλια και είναι έτοιμη ν’ απολαύσει από ένα κύπελλο το κρασί, που της πρόσφερε. Απέναντι στην Ακμή, ημίγυμνος και στεφανωμένος με αμπελόφυλλα, βρίσκεται πάνω σε χαμηλό κάθισμα ο Διόνυσος, προσφέροντάς της σταφύλια. Πίσω από τα ζευγμένα βόδια είναι δυο μεθυσμένοι βοσκοί και πάνω από τις κεφαλές τους υπάρχει ψηφιδωτή επιγραφή με τις φράσεις: ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΟINOΝ ΠΙΟΝΤΕC. Ο σχετικός μύθος αναφέρει ότι ο Ικάριος κάποτε φιλοξένησε στην Αθήνα τον Διόνυσο και σ’ αντάλλαγμα της φιλοξενίας ο Διόνυσος δίδαξε στον Ικάριο την καλλιέργεια του αμπελιού και την τεχνική της παρασκευής του κρασιού. Ανάμεσα στους πρώτους που πρόσφερε από το πρώτο κρασί που παρασκεύασε ο Ικάριος ήταν η ωραιότατη νύμφη Ακμή και δυο βοσκοί, που συνάντησε στον δρόμο του. Επειδή όμως οι βοσκοί μέθυσαν και υποπτεύθηκαν ότι ο Ικάριος τους δηλητηρίασε, τον σκότωσαν.
Το τρίτο διάχωρο παριστάνει τη μυθική σύνθεση του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης. Μια από τις εκδοχές του μύθου αναφέρει ότι στη διάρκεια μεγάλης ανομβρίας, που προκάλεσε ο Ποσειδώνας, η πανέμορφη Δαναΐδα Αμυμώνη μια μέρα πήρε την κανάτα της και βγήκε για αναζήτηση νερού. Στον δρόμο της συνάντησε ένα ελάφι και προσπάθησε να το σκοτώσει μ’ ένα βέλος, αλλ’ αστόχησε και το βέλος έπεσε κοντά σ’ ένα Σάτυρο που κοιμόταν και τον ξύπνησε. Ο Σάτυρος, που θαμπώθηκε από την ομορφιά της Αμυμώνης, προσπάθησε να τη βιάσει, αλλά η αιφνίδια παρουσία και επέμβαση του Ποσειδώνα ματαίωσε τον σκοπό του Σάτυρου. Ο Ποσειδώνας ερωτεύθηκε την Αμυμώνη και για χάρη της με την τρίαινά του κτύπησε τον βράχο και δημιούργησε τη ξακουστή πηγή της Λέρνης στο Άργος. Στην παράσταση η Αμυμώνη φορεί πέπλο και ποδήρη χιτώνα και είναι καθισμένη σε βράχο. Μπροστά της, πάνω σε χαμηλή βάση, βρίσκεται ένα δοχείο κι απέναντί της προβάλλει ο Ποσειδώνας γενειοφόρος, ντυμένος με ιμάτιο και κρατώντας στηριγμένη στον ώμο του τη βαριά και πελώρια τρίαινά του, προχωρεί προς αυτήν. Στο βάθος φαίνεται ο φτερωτός έρωτας, που κρατεί στο δεξί του χέρι τον ερωτικό πυρσό και στο αριστερό του ένα ορθογώνιο σκιάδιο, που το προσφέρει στην Αμυμώνη.
Στο τέταρτο διάχωρο ερμηνεύεται ο μύθος του Απόλλωνα και της Δάφνης, που αναφέρει σχετικά ότι ο θεός του αρρενωπού κάλλους, καταγοητευμένος από την πανώρια ομορφιά της κόρης του Πηνειού, προσπαθούσε ποικιλότροπα και επίμονα να την κατακτήσει, αλλ’ αυτή, για ν’ αποφύγει το μεγάλο πάθος και το κυνηγητό του Απόλλωνα παρακάλεσε τον Δία και τη μεταμόρφωσε σε δάφνη. Στη σύνθεση κυριαρχεί η μορφή της Δάφνης, που είναι ολόγυμνη σε όρθια στάση και με τα δυο της χέρια κρατά τον πέπλο της, που ανεμίζει πάνω από την κεφαλή της, ενώ η μεταμόρφωσή της άρχισε ήδη από τα πόδια. Ο Απόλλωνας, στεφανωμένος με φύλλα δάφνης, κρατώντας το τόξο του στ’ αριστερό του χέρι κι έχοντας πεταμένο στον ώμο τον μανδύα του, μάταια τρέχει ξεγυμνωμένος για να εμποδίσει τη μεταμόρφωση της Δάφνης. Κοντά στα πόδια της Δάφνης βρίσκεται ημίγυμνος, γενειοφόρος και στεφανωμένος με φύλλα καλαμιού ο Πηνειός σε μορφή ποτάμιου θεού, στ’ αριστερό του χέρι κρατεί το κέρας της Αμαλθείας και στο δεξί, που είναι ακουμπημένο πάνω σε μια κανάτα από την οποία χύνεται νερό, ένα καλάμι.
Τα ψηφιδωτά δάπεδα των τριών άλλων στοών του κεντρικού αιθρίου της έπαυλης, με φανερή επίδραση από ψηφιδωτά της Βορείου Αφρικής, παριστάνουν εκπληκτικές σκηνές κυνηγίου, που χαρακτηρίζονται από έντονο δυναμισμό και ολοζώντανη έκφραση. Άνδρες, οπλισμένοι με δόρατα και λίθινους κόπανους, και εύρωστα κυνηγετικά σκυλιά επιτίθενται και καταδιώκουν με μανία ελάφια, ταύρους, λιοντάρια, αγριόχοιρους, λεοπαρδάλεις, αρκούδες, ονάγρους και αγρινά. Η συμπερίληψη των αγρινών ανάμεσα στ’ άλλα εικονιζόμενα ζώα δηλώνει την έμφαση που επιθυμούσε να δώσει ο ψηφοθέτης στο εκλεκτό αυτό ζώο της κυπριακής πανίδας, που κατόρθωσε να επιβιώσει μέχρι σήμερα στο πυκνόφυτο δάσος της Πάφου.
Δυο άλλα συνεχόμενα δάπεδα, που βρίσκονται πίσω από τον τοίχο της βόρειας στοάς του κεντρικού αιθρίου, φέρουν εξ ίσου σημαντικές και περίτεχνες ψηφιδωτές συνθέσεις. Το μικρό δάπεδο, που βρίσκεται πίσω από τον βόρειο τοίχο της δυτικής στοάς του αιθρίου, απεικονίζει τη ψηφιδωτή μυθολογική παράσταση του Ιππόλυτου και της Φαίδρας. Σύμφωνα με τον γνωστό σχετικό μύθο, που αποτελεί και το περιεχόμενο της τραγωδίας του Ευριπίδη «Ιππόλυτος», η Φαίδρα, σύζυγος του Θησέα και μητρυιά του Ιππόλυτου, ερωτεύτηκε παράφορα τον νεαρό Ιππόλυτο, αλλ’ επειδή αυτός δεν ανταποκρινόταν στον παθολογικό έρωτά της, τον συκοφάντησε στον Θησέα ότι τάχα της πρότεινε παράνομες ερωτικές σχέσεις. Οργισμένος ο Θησέας θέλησε να εκδικηθεί τον γιο του και παρακάλεσε τον Ποσειδώνα να τον τιμωρήσει παραδειγματικά. Μια μέρα, ενώ ο Ιππόλυτος περνούσε αμέριμνος με τ’ αμάξι του, ο Ποσειδώνας μ’ ένα θαλασσινό ταύρο αιφνιδίασε τ’ άλογά του που αφηνίασαν κι έτσι το αμάξι του ανατράπηκε και αυτός σκοτώθηκε. Αργότερα όμως, όταν αποκαλύφθηκε η αθωότητα του Ιππόλυτου, η Φαίδρα αυτοκτόνησε. Η Φαίδρα βρίσκεται στο κέντρο της ψηφιδωτής σύνθεσης, καθισμένη σε θρόνο, με έκδηλη την απογοήτευση και τη θλίψη στο πρόσωπό της. Φορεί πέπλο και μανδύα και στηρίζει στο γόνατο τ’ αριστερό της χέρι. Αριστερά είναι όρθιος ο Ιππόλυτος, συνοδευόμενος από τον σκύλο του, εντελώς αδιάφορος για τα συναισθήματά της. Φορεί μόνο χλαμύδα στον ώμο και κυνηγετικά υποδήματα, το δε υπόλοιπο σώμα του είναι ολόγυμνο. Στο δεξί του χέρι κρατεί επιδεικτικά το δίπτυχο με το γραπτό ερωτικό σημείωμα, που η Φαίδρα του είχε στείλει με τη θεραπαινίδα της, και με το αριστερό στηρίζει στον ώμο το δόρυ του. Στο βάθος, πίσω από τη Φαίδρα, βρίσκεται ο φτερωτός έρωτας, έχοντας στο δεξί του χέρι τον ερωτικό πυρσό και στ’ αριστερό του το βέλος.
Στο μεγάλο ορθογώνιο ψηφιδωτό δάπεδο, που ακολουθεί στα δεξιά, απεικονίζονται διάφορα γεωμετρικά μοτίβα, που περιλαμβάνουν τρίγωνα, τετράγωνα, ορθογώνια και σταυροειδή σχήματα, πλαισιωμένα από πέλτες, διπλούς πελέκεις, ανθέμια, σταφύλια, ρόδια και από αρκετά άλλα διακοσμητικά σχέδια. Η όλη ψηφιδωτή σύνθεση περιβάλλεται από μια πλεκτή ταινία και από τέσσερις άλλες εναλλασσόμενες στενές ταινίες λευκού και μαύρου χρώματος. Το εξωτερικό περίβλημα αποτελείται από μια φαρδιά ταινία με μοτίβα ελληνικού κλειδιού. Με παρόμοια διακοσμητικά μοτίβα και με επιπρόσθετα σχήματα κύκλων, αγκυλωτών σταυρών (σβάστικων), αγγείων και δίσκων με διάφορα φρούτα, που περιβάλλονται από φαρδιά ταινία με το σχήμα του διπλού ελληνικού κλειδιού, καλύπτεται και το ορθογώνιο ψηφιδωτό δάπεδο του μεγαλύτερου δωματίου, που βρίσκεται βορειότερα, πίσω από τμήματα των εξωτερικών τοίχων των δυο προαναφερθέντων δωματίων. Το κατώφλι του δωματίου είναι κοσμημένο με διπλούς πελέκεις και πέλτες.
Στ’ ανατολικά του δαπέδου αυτού βρίσκεται ένα άλλο μικρό τετράγωνο ψηφιδωτό δάπεδο με τη μυθολογική παράσταση της Απαγωγής του Γανυμήδη από τον Δία μεταμφιεσμένο σε αετό, μέσα σ’ ένα διάχωρο, που πλαισιώνεται από συνεχόμενο συμμετρικό πλοχμό και φαρδιά ταινία από διαδοχικά οκτάγωνα και μαιάνδρους. Ο αετός —Δίας— έχει ανοικτά τα φτερά του και με τα δυνατά του νύχια κρατεί από τη μέση και τον μηρό τον Γανυμήδη, τον νεαρό βοσκό από την Τροία, που ήταν ο ωραιότερος νέος απ' όλους τους θνητούς, και τον μεταφέρει στον Όλυμπο για να γίνει ο κεραστής των θεών. Ο Γανυμήδης, που φορεί μόνο κυνηγετικά υποδήματα, μανδύα κι ένα φρυγικό σκούφο ενδεικτικό της καταγωγής του, κρατεί με τ’ αριστερό του χέρι τον ώμο του αετού και με το δεξί το δόρυ του. Η ασπίδα του είναι δεμένη με λουρί στο δεξί φτερό του αετού.
Στα νότια του διάχωρου με τη σύνθεση του Πύραμου και της Θίσβης και πίσω από τον νότιο εξωτερικό τοίχο της δυτικής στοάς του αιθρίου υπάρχει ένα άλλο ψηφιδωτό δάπεδο μ’ ένα μεγαλόπρεπο γαλάζιο παγώνι μέσα σε μικρό τετράγωνο διάχωρο, πλαισιωμένο από ταινία με συνεχόμενη κυματοειδή γραμμή και από διάφορα γεωμετρικά σχήματα. Για την ουρά και τ’ ανοιγμένα φτερά του παγωνιού χρησιμοποιήθηκαν αρκετές ψηφίδες από γυαλί γαλάζιου χρώματος. Το άνοιγμα των φτερών του πτηνού και το επιβλητικό σώμα του, που απεικονίζονται μετωπικά, βρίσκονται σε απόλυτη συμμετρία.
Το αμέσως επόμενο ψηφιδωτό δάπεδο, στ’ ανατολικά και πίσω από τον εξωτερικό τοίχο της νότιας στοάς του αιθρίου, υποδιαιρείται σε δεκαέξι ομοιόμορφα τετράγωνα διάχωρα κοσμημένα με πολύχρωμα γεωμετρικά σχήματα μαιάνδρων, κύβων, ρόμβων, εξαγώνων, οκταγώνων, ημικυκλίων και ποικιλόμορφων άλλων διακοσμητικών σχημάτων και πλαισιωμένα από συνεχή ταινία λευκού χρώματος.
Με την ίδια επιμέλεια και καλλιτεχνική δεξιοτεχνία είναι κατασκευασμένα και διακοσμημένα τα δάπεδα των δωματίων της δυτικής πτέρυγας της «Οικίας του Διονύσου». Το ψηφιδωτό δάπεδο του πρώτου δωματίου της πτέρυγας αυτής, που φαίνεται να αποτελούσε και την κύρια είσοδο στην έπαυλη και που βρίσκεται στη δυτική πλευρά του δωματίου με το ψηφιδωτό του παγωνιού, είναι χωρισμένο σε εννιά τετράγωνα συμμετρικά διάχωρα, από τα οποία τα τέσσερα γωνιακά παριστάνουν προσωποποιημένες τις «Τέσσερις Εποχές του Έτους». Η αλληγορική παράσταση του κεντρικού διάχωρου δεν έχει καθοριστεί με απόλυτη βεβαιότητα. Από τις υπάρχουσες όμως απόψεις η πιο ευλογοφανής είναι εκείνη που ταυτίζει την παράσταση αυτή με τον Χρόνο ή τον Αιώνα, τον θεό του «Αιώνιου Χρόνου», που σχετίζεται άμεσα με τις τέσσερις εποχές. Τα τέσσερα διάχωρα, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις «Τέσσερις Εποχές» απεικονίζουν αντιπροσωπευτικά δείγματα της χλωρίδας και της πανίδας της φύσης για κάθε εποχή. Για την άνοιξη, που απεικονίζεται στο νοτιοανατολικό γωνιακό πλαίσιο στεφανωμένη με άνθη και με ράβδο βοσκού στο χέρι, αντιπροσωπευτικό είναι το μεσαίο διάχωρο της ανατολικής πλευράς του δαπέδου, που παριστάνει μια αίγα, ένα δέντρο μ’ ένα πτηνό πάνω σ’ αυτό και ποικίλη φυσική βλάστηση. Για το φθινόπωρο, στο νοτιοδυτικό γωνιακό διάχωρο, που είναι στεφανωμένο με φύλλα και με κλαδευτήρι στο χέρι, υπάρχουν καλάθια με σταφύλια και διάφορα άλλα φρούτα στο μεσαίο διάχωρο της νότιας πλευράς του δαπέδου. Για τον χειμώνα, που παριστάνεται στο βορειοδυτικό γωνιακό διάχωρο σε μορφή ηλικιωμένου γενειοφόρου άνδρα μ’ ένα αναποδογυρισμένο δοχείο πάνω από την κεφαλή του, από το οποίο χύνεται νερό, αντιπροσωπευτικά είναι τα πτηνά στο μεσαίο διάχωρο της δυτικής πλευράς του δαπέδου. Για το καλοκαίρι, στο βορειοανατολικό γωνιακό διάχωρο, που είναι στεφανωμένο με στάχυα και με δρεπάνι στο χέρι, απεικονίζονται διάφορα λαχανικά στο μεσαίο διάχωρο της βόρειας πλευράς. Στη δυτική πλευρά του δαπέδου υπάρχει ψηφιδωτή επιγραφή με τις λέξεις ΚΑΙ CY και στην αντίστοιχη ανατολική παρόμοια επιγραφή με τη λέξη ΧΑΙΡΕΙ. Όλα τα διάχωρα πλαισιώνονται από ομοιόμορφα κυβικά σχήματα.
Το σημαντικό αυτό ψηφιδωτό δάπεδο αποκαλύφθηκε σε πολύ κακή κατάσταση και, αφού συντηρήθηκε, επανατοποθετήθηκε. Είναι όμως αμφίβολο κατά πόσο τα διάχωρα τοποθετήθηκαν στις ακριβείς αρχικές τους θέσεις.
Στο κέντρο του δαπέδου του συνεχόμενου δυτικού δωματίου, μέσα σε μικρό ορθογώνιο διάχωρο, πλαισιωμένο από αλυσιδωτούς ρόμβους σε διπλή λεπτή ταινία και από ομοιόμορφα συμπλεκόμενα μαιανδρικά σχήματα, υπάρχει μια άλλη πολύχρωμη ψηφιδωτή σύνθεση με την παράσταση της μυθικής μορφής του Ναρκίσσου. Ο ωραιότατος αυτός νέος από τις Θεσπιές της Βοιωτίας, γιος του Κηφισού και της νύμφης Λειριώπης, παρέμεινε ασυγκίνητος και αδιάφορος μπροστά στα θέλγητρα των Νυμφών. Οι περιφρονημένες Νύμφες, για να εκδικηθούν τον Νάρκισσο, παρακάλεσαν τη Νέμεση να τον τιμωρήσει, κι αυτή, ακούγοντας την παράκλησή τους, τον έκαμε να ερωτευθεί παράφορα τον εαυτό του και να υποφέρει συνεχώς από ανικανοποίητο έρωτα, θαυμάζοντας μόνο το πανέμορφο είδωλό του μέσα στο κρυστάλλινο νερό μιας πηγής. Τελικά πέθανε από κατάθλιψη και μαρασμό και μετά τον θάνατό του οι θεοί τον μεταμόρφωσαν στο ομώνυμο ωραιότατο λουλούδι, που κάθε άνοιξη φυτρώνει στις όχθες των πηγών και των ποταμών. Στη σύνθεση ο Νάρκισσος εικονίζεται ημίγυμνος και καθισμένος σε βράχο πάνω από μια πηγή, φορώντας μόνο υποδήματα, μανδύα και πέτασο (μικρό καπέλο) και κοιτάζοντας μαγεμένος την αντανάκλαση του προσώπου του στο νερό.
Με περίτεχνες ψηφιδωτές συνθέσεις καλύπτεται και το δάπεδο της μεγαλύτερης αίθουσας της «Οικίας του Διονύσου», που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της δυτικής στοάς του κεντρικού αιθρίου και χρησίμευε σαν αίθουσα υποδοχής (tablinum) και τραπεζαρία (triclinium). Παρά την καταστροφή μεγάλου τμήματος του δαπέδου αυτού, αρκετές από τις ψηφιδωτές διακοσμητικές παραστάσεις του διασώθηκαν σε αρκετά καλή κατάσταση. Το κέντρο του δαπέδου καταλαμβάνεται από ένα μεγάλο ορθογώνιο διάχωρο, κοσμημένο με μια πολυσύνθετη παράσταση τρυγητού του αμπελιού και πλαισιωμένο από φαρδιά ταινία με κορμούς, καρπούς και φύλλα άκανθας συνδυασμένα με πουλιά, φρούτα και άνθη. Εκτός από την ανατολική πλευρά, οι υπόλοιπες τρεις πλευρές της όλης ψηφιδωτής σύνθεσης πλαισιώνονται από ομαδικές ομοιόμορφες πέλτες σε συμμετρική διάταξη, που περιβάλλονται από μαιανδρικά και διάφορα άλλα συμπλεκόμενα γεωμετρικά σχήματα. Στην κύρια διακοσμητική παράσταση δεσπόζουν οι κληματαριές, φορτωμένες με ώριμα σταφύλια, που μαζεύονται από άνδρες, ντυμένους με ομοιόμορφες στολές, και μεταφέρονται μέσα σε δίκτυα για να φορτωθούν σε γαϊδούρια. Την εντυπωσιακή αυτή αγροτική εικόνα συμπληρώνουν σκηνές κυνηγίου, ερωτιδείς, ερπετά, ζώα και πτηνά. Ανάμεσα στα εικονιζόμενα ζώα και πτηνά ξεχωρίζουν για τη φυσική απόδοσή τους ένας λαγός, που μασά αμέριμνος το χορτάρι, ένα ελάφι που τρέχει περήφανο, και μια πέρδικα που προσπαθεί με το ράμφος της ν’ αρπάξει μια ρόγα από σταφύλι.
Στο ίδιο δάπεδο ένα άλλο στενόμακρο διάχωρο, που καταλαμβάνει όλο το μήκος της ανατολικής του πλευράς, παριστάνει ολοζώντανη τη θριαμβευτική πομπή του Διονύσου, εμπνευσμένη από τη μυθική παράδοση που αναφέρεται στην επάνοδο του θεού από μια νικηφόρα πολεμική εκστρατεία του στην Ινδική χώρα. Στο κέντρο της ψηφιδωτής σύνθεσης δεσπόζει ο Διόνυσος καθισμένος σε άρμα, συρόμενο από δυο πάνθηρες και οδηγούμενο από ένα Σειληνό. Ο θεός είναι στεφανωμένος με φύλλα κισσού και κρατεί με το δεξί του χέρι τον θύρσο του (ένα μακρύ δόρυ με κωνοειδή κεφαλή, καλυμμένη με φύλλα κισσού). Με παρόμοιο στεφάνι στην κεφαλή και θύρσο στο δεξί χέρι παριστάνεται και ο Σειληνός. Της πομπής προπορεύονται μια μισογονατιστή ανδρική μορφή, στραμμένη προς τους πάνθηρες με λουρί στο δεξί χέρι, που φαίνεται να είναι θηριοδαμαστής, μια όρθια και ντυμένη γυναικεία μορφή, μαινάδα που κτυπά τα κύμβαλα, ένας Ινδός δούλος του Διονύσου με δεμένα χέρια, και μια άλλη όρθια και ημίγυμνη ανδρική μορφή, με δερμάτινο κάλυμμα στους ώμους, που, παράλληλα με την κυμβαλοκτυπούσα μαινάδα, διαλαλεί κι αυτός με τη μεγάλη σάλπιγγά του την άφιξη του θριαμβευτή θεού. Πίσω από το άρμα είναι ένας σάτυρος με μυτερά αυτιά και ουρά, κρατώντας με τ’ αριστερό του χέρι ένα μεγάλο δοχείο και με το δεξί ένα άδειο δερμάτινο ασκί, και προσπαθώντας με τ’ αριστερό του πόδι ν’ ανεβεί στο άρμα. Ακολουθούν ο τραγοπόδαρος θεός των δασών Πάνας, που πανηγυρίζει υψώνοντας με το δεξί χέρι το ραβδί του και χαμηλώνοντας με τ’ αριστερό την ασπίδα του, ένας άλλος Ινδός δούλος του Διονύσου με δεμένα πισώπλατα τα χέρια, μια όρθια μαινάδα που φαίνεται να προσφέρει σπονδές από ένα κύπελλο, και μια άλλη όρθια μαινάδα στεφανωμένη με άνθη, που μεταφέρει τον θύρσο του Διονύσου και το «δοχείο των μυστικών» του. Η όλη ψηφιδωτή σύνθεση πλαισιώνεται από φαρδιά ταινία με συνεχόμενο πλοχμό. Στη βόρεια και νότια πλευρά του πλαισίου υπάρχουν, αντιστοίχως, δυο άλλα μικρά διάχωρα, που απεικονίζουν από μια μορφή των Διοσκούρων, του Κάστορα και του Πολυδεύκη. Οι μορφές των δίδυμων αδελφών είναι πανομοιότυπες. Στέκονται όρθιοι και ντυμένοι με χλαμύδα, κρατώντας με το δεξί χέρι τα ηνία των αλόγων και με το αριστερό το δόρυ τους. Πάνω από τις κεφαλές τους υπάρχει ομοιόμορφο άστρο, ενδεικτικό της νικηφόρας επιστροφής τους από πόλεμο ή μάχη.
Η «Οικία του Διονύσου» είναι κτισμένη πάνω σε προγενέστερα ελληνιστικά και ρωμαϊκά κτίσματα και η χρονολόγησή της εντάσσεται μεταξύ του τέλους του 2ου αιώνα και των αρχών του 3ου αιώνα μ.Χ. Μετά την καταστροφή της από τους διαδοχικούς σεισμούς του 332 και του 342 μ.Χ. δεν ξανακτίστηκε. Στην περίοδο αυτή χρονολογούνται και οι περίφημες ψηφιδωτές συνθέσεις των δαπέδων της.
Η «Οικία του Θησέα» και η «Οικία του Αιώνα»: Η «Οικία του Θησέα» βρίσκεται σε απόσταση 150 περίπου μέτρων νοτιοδυτικά της «Οικίας του Διονύσου» στην τοποθεσία Μαλλούτενα και οφείλει τ’ όνομά της στην κυριαρχική μορφή του Θησέα πάνω σε μια ψηφιδωτή σύνθεση ενός δαπέδου στη νότια πτέρυγά της που παριστάνει τον μυθικό ήρωα να σκοτώνει τον Μινώταυρο. Το επιβλητικό αυτό οικοδόμημα είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα τα μέχρι σήμερα γνωστά δημόσια κτίρια σ’ ολόκληρη τη ρωμαϊκή Κύπρο. Έχει διαστάσεις 120X80 μ. περίπου και αποτελείται από περισσότερα από 100 δωμάτια, κτισμένα σε τέσσερις πτέρυγες γύρω από μια μεγάλη τετράγωνη, υπαίθρια και περίστυλη αυλή —αίθριο—, διαστάσεων 60X60 μ. Στην ανατολική, στη δυτική και στη βόρεια πτέρυγα στεγάζονταν οι οικιστικοί, οι υπηρεσιακοί, οι εργαστηριακοί και οι κοινόχρηστοι χώροι και στη νότια πτέρυγα οι διοικητικοί και τελετουργικοί χώροι. Στη νοτιοανατολική γωνιά της νότιας πτέρυγας αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα του συμπλέγματος των λουτρών του κτιρίου, που ανήκουν στο δωμάτιο για το κρύο λουτρό (frigidarium), στο δωμάτιο για το ημίθερμο λουτρό (tepidarium), στο δωμάτιο για το θερμόλουτρο (caldarium), στο δωμάτιο για το ατμόλουτρο (sudadorium), σε δυο αποδυτήρια και στο «υπόκαυστο» θερμικό σύστημα.
Η κυρία είσοδος του κτιρίου βρίσκεται στην ανατολική πτέρυγα και συνορεύει με δημόσιο δρόμο, που οδηγούσε στο θέατρο και στο λιμάνι της πόλης. Πλαισιώνεται από δυο μεγάλες αψιδωτές αίθουσες, που αποτελούσαν τον κύριο, ενιαίο χώρο υποδοχής. Απέναντι από την είσοδο, το 1983, αποκαλύφθηκε μέρος μιας κατοικίας, όπου διατηρούνται τα ψηφιδωτά δάπεδα τριών δωματίων. Στην κατοικία αυτή δόθηκε η ονομασία «Οικία του Αιώνα» λόγω της προσωποποιημένης αναπαράστασης του Αιώνα— θεού του «Αιώνιου Χρόνου» — στο κεντρικό διάχωρο μιας πολύ σημαντικής ψηφιδωτής σύνθεσης.
Η μνημειακή αρχιτεκτονική του κτιρίου, που έχει ανακτορικό χαρακτήρα, σε συνδυασμό με τις μεγάλες διαστάσεις και την πολυτέλεια, που καθρεφτίζεται στις εξαιρετικές ψηφιδωτές συνθέσεις των δαπέδων του, οδήγησε τους ανασκαφείς στο συμπέρασμα ότι τούτο ήταν το μέγαρο του Ρωμαίου ανθυπάτου της Κύπρου. Κτίστηκε γύρω στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. και καταστράφηκε από τους σεισμούς του 332 και του 342 μ.Χ. Ανοικοδομήθηκε και τροποποιήθηκε αμέσως μετά τους σεισμούς και χρησιμοποιήθηκε για διοικητικούς σκοπούς και σαν θερινή εξοχική κατοικία του Ρωμαίου ανθυπάτου. Η τελειωτική καταστροφή και εγκατάλειψη του κτιρίου συμπίπτουν με τις αραβικές επιδρομές στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ.
Οι οικοδομικές φάσεις του κτιρίου αντιπροσωπεύονται από πολυάριθμα αρχιτεκτονικά μέλη και κινητά ευρήματα καθώς και από τις πολύχρωμες ψηφιδωτές συνθέσεις των δαπέδων του, που εντάσσονται στον 3ο, 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ. Η αρχαιότερη σύνθεση, που χρονολογείται στα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ. και ανήκει στην πρώτη οικοδομική φάση του κτιρίου, κοσμεί το δάπεδο ενός αψιδωτού δωματίου στο ανατολικό άκρο της νότιας στοάς του αιθρίου και παρουσιάζει με εκπληκτική καλλιτεχνική επινόηση την περίφημη μυθική σκηνή του Θησέα που σκοτώνει τον Μινώταυρο. Η όλη σκηνή απεικονίζεται με κυκλικό διάχωρο, στο κέντρο του οποίου κυριαρχεί η μορφή του Θησέα, που είναι όρθιος μέσα σε σκοτεινή σπηλιά, τον Λαβύρινθο, και έτοιμος να αποτελειώσει με το ρόπαλό του τον φοβερό Μινώταυρο, που έχει ήδη καταρρεύσει και δεν φαίνεται να προβάλλει καμιά αντίσταση. Στα δεξιά του Θησέα βρίσκεται μισοξαπλωμένος ένας γενειοφόρος ηλικιωμένος άνδρας, που είναι η προσωποποίηση του Λαβυρίνθου και έξω από τον Λαβύρινθο περιμένουν με αγωνία το αποτέλεσμα η προσωποποιημένη Κρήτη και η Αριάδνη, η κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, που ερωτεύθηκε τον Θησέα και με τον μίτο της βοήθησε τον αγαπημένο της να οδηγηθεί στον Λαβύρινθο, να βρει και να σκοτώσει τον Μινώταυρο και να βγει από τη σκοτεινή και πολύπλοκη σπηλιά χωρίς καμιά δυσκολία. Το κυκλικό διακοσμητικό διάχωρο πλαισιώνεται από διαδοχικές ταινίες με συνεχόμενο πλοχμό, εναλλασσόμενο με ρόμβο, που αποτελεί τη σχηματοποιημένη αναπαράσταση του Λαβύρινθου. Μέρος της ψηφιδωτής σύνθεσης και ιδιαίτερα οι κεφαλές του Θησέα και της Κρήτης καταστράφηκαν με τους σεισμούς του 332 και 342 μ.Χ. αλλά συντηρήθηκαν και αποκαταστάθηκαν στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ.
Στη δεύτερη οικοδομική φάση του κτιρίου ανήκει το ψηφιδωτό δάπεδο ενός υπνοδωματίου, που βρίσκεται κοντά στη νοτιοδυτική του γωνιά και που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. Παρόλο που το ψηφιδωτό αυτό δάπεδο αποκαλύφθηκε σε πολύ κακή κατάσταση, στο κεντρικό διακοσμητικό του διάχωρο διασώθηκε μια εξαιρετική σύνθεση, που παριστάνει τον Ποσειδώνα και τη σύζυγό του Αμφιτρίτη πάνω σ’ ένα Τρίτωνα. Ο Ποσειδώνας κρατεί την τρίαινά του με το δεξί χέρι και με το αριστερό στηρίζει το υψωμένο αριστερό χέρι της Αμφιτρίτης, που βρίσκεται γυμνή στην αγκαλιά του. Γύρω από την κεφαλή του Ποσειδώνα υπάρχει γαλάζιος φωτοστέφανος. Το διάχωρο πλαισιώνεται από μαιάνδρους, τετράγωνα, ρόμβους και άλλα γεωμετρικά σχήματα.
Στην ίδια οικοδομική φάση του κτιρίου και στην ίδια χρονική περίοδο ανήκουν και οι εντυπωσιακές ψηφιδωτές συνθέσεις του δαπέδου ενός δωματίου διαστάσεων 9 Χ 7,5 μ., που φαίνεται να χρησίμευε σαν τραπεζαρία (triclinium) στην «Οικία του Αιώνα». Οι συνθέσεις αυτές, που είναι εμπνευσμένες από θέματα της ελληνικής μυθολογίας, απεικονίζονται σ’ ένα μεγάλο ορθογώνιο διάχωρο, πλαισιωμένο από διαδοχικές στενές και φαρδιές ταινίες με συμπλεκόμενους κύκλους, σπείρες και ομαδικούς ρόμβους και διαιρεμένο σε πέντε άλλα συνεχόμενα αλλ’ ανεξάρτητα μεταξύ τους διάχωρα, που περιβάλλονται από λεπτή ταινία με πλοχμούς. Από τα διάχωρα αυτά τα δυο μικρά καταλαμβάνουν τη δυτική πλευρά, τα δυο άλλα μικρά την ανατολική και το μεγάλο, στενόμακρο, το μεσαίο τμήμα του δαπέδου.
Στο νοτιοδυτικό διάχωρο παριστάνεται η σκηνή της Λήδας και του Κύκνου. Η Λήδα βρίσκεται στο κέντρο της σύνθεσης έτοιμη να απολαύσει το μπάνιο της στα νερά του Ευρώτα, που είναι προσωποποιημένος σαν ποτάμιος θεός στ’ αριστερά της, έχοντας δίπλα του τη Λακεδαιμονία (Σπάρτη) προσωποποιημένη. Στα δεξιά της Λήδας διακρίνονται κοντά στα πόδια της ο Δίας μεταμφιεσμένος σε Κύκνο, δίπλα της τρεις Λάκαινες (νεαρές γυναίκες της Σπάρτης) και πίσω από ένα βωμό μια άλλη άγνωστη μορφή, της οποίας η κεφαλή είναι κατεστραμμένη.
Το βορειοδυτικό διάχωρο απεικονίζει τη σκηνή της παρουσίασης του νεογέννητου Διονύσου, της οποίας η όλη σύνθεση θυμίζει τις βυζαντινές εικονογραφικές παραστάσεις της γέννησης του Χριστού. Στ’ αριστερά της σύνθεσης ο Ερμής, πλαισιωμένος από τις προσωποποιήσεις της Αμβροσίας, του Νέκταρος και της Θεογονίας, έχει καθισμένο στα γόνατά του τον νεογέννητο Διόνυσο και είναι έτοιμος να τον παραδώσει στον Τροφέα του, που βρίσκεται στο κέντρο της σύνθεσης έτοιμος να τον παραλάβει και να τον παραδώσει σε τρεις νύμφες, που έχουν ήδη ετοιμάσει το πρώτο μπάνιο του θεού μέσα σε κυκλικό λουτήρα. Πίσω από τις νύμφες περιμένει με τη σειρά της να παραλάβει και να αναθρέψει το βρέφος η προσωποποιημένη Ανατροφή και δίπλα της, κάτω από ένα δέντρο, είναι προσωποποιημένο σε νεαρή γυναίκα το βουνό Νύσα, όπου εξελίσσεται η όλη σκηνή.
Το μεσαίο, στενόμακρο διάχωρο είναι κοσμημένο με την αναπαράσταση της μυθικής σκηνής του Διαγωνισμού Ομορφιάς μεταξύ της βασίλισσας των Αιθιόπων Κασσιόπειας και των Νηρηίδων. Δεσπόζουσα μορφή στην όλη σύνθεση είναι ο Αιώνας, ο θεός του «Αιώνιου Χρόνου», που εικονίζεται στο κέντρο. Στα δεξιά του, ψηλά στον ουρανό, φαίνεται η προσωποποίηση του Ήλιου και δίπλα στα πόδια του η προσωποποίηση του Καιρού (χρόνου) σε μικρό γυμνό παιδί. Πιο πέρα στέκεται όρθια και γυμνή η καλλίγραμμη Κασσιόπεια, η νικήτρια του διαγωνισμού, που έχει ήδη στεφανωθεί με το στεφάνι της νίκης από την προσωποποιημένη Κρίση (Δικαιοσύνη) έχοντας στα δεξιά της μια θεραπαινίδα. Στ’ αριστερά του Αιώνα εικονίζονται θλιμμένες οι ηττημένες Νηρηίδες Θέτιδα, Δωρίδα και Γαλάτεια, που μεταφέρονται στα έγκατα της θάλασσας από τον Βυθό και τον Πόντο, που είναι προσωποποιημένοι, αντιστοίχως, σε θαλασσινό Κένταυρο και σε Τρίτωνα. Πάνω από τον Πόντο και πίσω από τη Γαλάτεια φαίνονται δυο φτερωτοί έρωτες, ο ένας πάνω σε ταύρο κι ο άλλος έτοιμος να προσγειωθεί. Πάνω από τη Θέτιδα βρίσκονται οι προτομές του Δία που είναι στεφανωμένος και με σκήπτρο στο αριστερό του χέρι, και της Αθηνάς που φορεί κράνος στην κεφαλή και κρατεί ασπίδα στο αριστερό χέρι.
Στο νοτιοανατολικό διάχωρο παρουσιάζεται η σκηνή της θριαμβευτικής πομπής του νεογέννητου Διονύσου με το άρμα του θεού στο κέντρο, συρόμενο από δυο Κένταυρους, από τους οποίους ο ένας κρατεί δυο αυλούς κι ο άλλος κρούει τις χορδές της λύρας. Πάνω στο άρμα έχουν διασωθεί μόνο τα πόδια του θεού και ψηλά, πίσω από τους Κένταυρους, ένα χέρι με πυρσό. Κάτω από το άρμα, ο γυμνός σάτυρος Σκίρτος προσφέρει φρούτα στον θεό μέσα σε δίσκο. Της πομπής προπορεύεται μια ημίγυμνη μαινάδα με φαρέτρα στο αριστερό της χέρι και ακολουθούν ο Τροφέας του θεού, πάνω σε άλογο, και μια νεαρή γυναίκα με καλάθι σκεπασμένο με ύφασμα, πάνω στην κεφαλή της, που περιέχει τα «μυστικά του Διονύσου».
Το βορειοανατολικό και τελευταίο διάχωρο απεικονίζει το στιγμιότυπο, που ακολούθησε αμέσως την ήττα του Μαρσύα στον μουσικό διαγωνισμό, που έγινε μεταξύ αυτού και του Απόλλωνα: Ο Απόλλωνας κάθεται θριαμβευτής σε χαμηλό κάθισμα, στο δεξιό άκρο της σύνθεσης, με δάφνινο στεφάνι στην κεφαλή, περιβαλλόμενο από φωτοστέφανο, και με κλαδί από δάφνη στο αριστερό του χέρι, που είναι ακουμπημένο στο πάνω μέρος της λύρας του. Με το δεξί του χέρι, στο οποίο κρατεί το πλήκτρο της λύρας του, διατάζει την εκτέλεση της τιμωρίας του Μαρσύα, που τον απομακρύνουν δυο Σκύθες για να τον γδάρουν ζωντανό. Κοντά στα πόδια του Απόλλωνα βρίσκονται ο διπλός αυλός του Μαρσύα και ο νεαρός γιος του Όλυμπος, που εκλιπαρεί γονατιστός τον θεό να αλλάξει γνώμη για την απόφαση του. Πάνω από τον Όλυμπο και δεξιά του Απόλλωνα είναι όρθια η προσωποποιημένη Πλάνη, που παραπλάνησε τον Μαρσύα και τον έπεισε να διαγωνιστεί με τον θεό.
Αντιπροσωπευτικό δείγμα των τελευταίων ψηφιδωτών συνθέσεων στην «Οικία του Θησέα» αποτελεί η μυθική σκηνή του πρώτου μπάνιου του Αχιλλέα, που χρονολογείται στον 5ο αιώνα μ.Χ. και απεικονίζεται στο δάπεδο μιας μεγάλης αψιδωτής αίθουσας στο κέντρο της νότιας πτέρυγας του κτιρίου. Στο κέντρο του ορθογώνιου διάχωρου βρίσκεται μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι η Θέτιδα που μόλις έχει γεννήσει τον Αχιλλέα. Στ’ αριστερά του διάχωρου, κοντά στο άκρο του κρεβατιού, βρίσκεται η Ανατροφή, προσωποποιημένη σε γονατιστή θεραπαινίδα, που κρατεί στα γόνατα της το νεογέννητο βρέφος και το ετοιμάζει για το πρώτο του μπάνιο μέσα σ’ ένα κυκλικό λουτήρα μπροστά από το κρεβάτι. Πίσω από την Ανατροφή είναι η Αμβροσία (η τροφή των θεών), προσωποποιημένη κι αυτή σε θεραπαινίδα, με μια κανάτα στα χέρια. Στα δεξιά του διάχωρου, πίσω από το κρεβάτι, κάθεται ο πατέρας του Αχιλλέα Πηλέας με σκήπτρο στο χέρι και πίσω απ’ αυτό εικονίζονται κατά σειρά οι τρεις Μοίρες, που θα καθορίσουν την πορεία της ζωής του βρέφους: η Κλωθώ με ρόκα και αδράκτι για να στριφογυρίσει τη ζωή του, η Λάχεσις με κονδύλι και δίπτυχο για να καταγράψει τα γεγονότα της ζωής του και η Άτροπος με ανοικτό δελτίο όπου είναι γραμμένο το πεπρωμένο του βρέφους. Όπως η ψηφιδωτή σύνθεση της παρουσίασης του νεογέννητου Διονύσου έτσι και η σύνθεση του πρώτου μπάνιου του Αχιλλέα θυμίζει τη βυζαντινή εικονογραφική σύνθεση της γέννησης του Χριστού, αλλά με διαφορετικά πρόσωπα. Εκτός από τη σημαντική αυτή ψηφιδωτή σύνθεση στο δάπεδό της, στους τοίχους της αίθουσας αυτής, που φαίνεται ν’ αποτελούσε τον χώρο των επίσημων συσκέψεων και ακροάσεων του ανθυπάτου, υπήρχε μαρμάρινη επένδυση—ορθομαρμάρωση.
Ανάμεσα στα πολυάριθμα κινητά ευρήματα, που προέρχονται από την «Οικία του Θησέα» περιλαμβάνονται αρκετά περίτεχνα αρχιτεκτονικά μέλη και μαρμάρινα γλυπτά και αγάλματα, που αποτελούσαν μέρος του διακόσμου των εξωτερικών χώρων του κτιρίου. Αντιπροσωπευτικά δείγματα από τα ευρήματα αυτά, μαζί με άλλα ευρήματα απ’ όλους τους αρχαιολογικούς χώρους της Νέας Πάφου και του Μαρίου, κοσμούν τις αίθουσες του Επαρχιακού Αρχαιολογικού Μουσείου της Πάφου. Από τα έργα γλυπτικής, που εκτίθενται στο Μουσείο, τα μαρμάρινα αγάλματα της οπλισμένης Αφροδίτης, του Ασκληπιού, του Διονύσου, του Ηρακλή και της Αρτέμιδος προέρχονται από την «Οικία του Θησέα».
«Οικία του Ορφέα»: Σ’ ελάχιστη απόσταση δυτικά της «Οικίας του Θησέα» βρίσκεται η «Οικία του Ορφέα». Παρόλο που το κτίριο αυτό δεν έχει ακόμη αποκαλυφθεί ολοκληρωτικά, φαίνεται να είχε τον αρχιτεκτονικό τύπο της «Οικίας του Διονύσου» και ν’ αποτελείτο από αρκετά δωμάτια, συγκεντρωμένα γύρω από μια υπαίθρια περίστυλη αυλή και κοσμημένα με πολύχρωμες ψηφιδωτές συνθέσεις και τοιχογραφίες. Τόσο το κτίριο όσο και τα ψηφιδωτά δάπεδά του χρονολογούνται μεταξύ του τέλους του 2ου και των αρχών του 3ου αιώνα μ.Χ., όπως και τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και οι ψηφιδωτές συνθέσεις στην «Οικία του Διονύσου».
Στο δάπεδο ενός δωματίου της σημαντικής αυτής Οικίας, που φαίνεται να είχε ιδιωτική χρήση, παριστάνονται σε χωριστά και ανεξάρτητα μεταξύ τους διάχωρα οι ψηφιδωτές συνθέσεις του Ηρακλή και του Λιονταριού και της Αμαζόνας και του Αλόγου. Τα διάχωρα περιβάλλονται, αντιστοίχως, από συνεχόμενα σχήματα τριγώνων και σπειρών και από ομοιόμορφες ομαδικές πέλτες. Στη σκηνή του Ηρακλή και του Λιονταριού ζωντανεύει ο γνωστός πρώτος άθλος του ημίθεου ήρωα στη Νεμέα: ο Ηρακλής απεικονίζεται ολόγυμνος και έτοιμος να αντιμετωπίσει μόνο με τα χέρια του το μανιασμένο θηρίο, που ήδη του έχει επιτεθεί, αφήνοντας το ρόπαλό του κατά μέρος. Η όλη σύνθεση χαρακτηρίζεται από ζωηρή κίνηση, δυναμισμό, ετοιμότητα και αποφασιστικότητα. Σύμφωνα με τον γνωστό μύθο ο Ηρακλής, αφού σκότωσε το φοβερό θηρίο, το έγδαρε και το δέρμα του το παρέδωσε στον βασιλιά Ευρυσθέα, για χάρη του οποίου ανέλαβε τη ριψοκίνδυνη αυτή πράξη.
Στο διάχωρο με τη σύνθεση της Αμαζόνας και του Αλόγου, που βρίσκεται πάνω από το πλαίσιο με τη σύνθεση του Ηρακλή και του Λιονταριού, μια από τις Αμαζόνες, τις πολεμοχαρείς κόρες του Άρη και της Αρμονίας, παριστάνεται όρθια κρατώντας με τ’ αριστερό της χέρι τα χαλινάρια του αλόγου της, του οποίου το μπροστινό αριστερό πόδι και η ουρά είναι ανασηκωμένα, και με το δεξί ένα διπλό πέλεκυ, που είναι το μοναδικό όπλο της. Στην κεφαλή φορεί τον χαρακτηριστικό φρυγικό σκούφο, που φανερώνει την καταγωγή της. Ο σχετικός μύθος αναφέρει ότι οι Αμαζόνες ζούσαν στη Φρυγία της Μικράς Ασίας, όπου απαγορευόταν η ύπαρξη ανδρών, αλλ’ αυτές, για να διατηρήσουν το γένος τους, αποκτούσαν παιδιά με άνδρες των γειτονικών περιοχών. Από τα παιδιά που αποκτούσαν κρατούσαν μόνο τις κόρες, τα δε αγόρια τα σκότωναν ή τα έδιωχναν από την περιοχή τους. Στις διάφορες εικονιστικές συνθέσεις οι Αμαζόνες συνήθως παριστάνονται πάνω στ’ άλογά τους σε στιγμές μάχης. Η παράσταση της Αμαζόνας σ’ αυτή τη σύνθεση αποτελεί μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις.
Σ’ ένα άλλο ψηφιδωτό δάπεδο της Οικίας, απεικονίζεται ο Ορφέας, που με τη μουσική της λύρας του μαγεύει τ’ άγρια ζώα και πτηνά. Η θαυμάσια και μεγάλων διαστάσεων αυτή ψηφιδωτή σύνθεση βρίσκεται μέσα σ’ ένα μεγάλο ορθογώνιο διάχωρο, που περιβάλλεται από εναλλασσόμενα γεωμετρικά σχήματα παράλληλων γραμμών και τριγώνων. Ο μουσικός των θεών κάθεται πάνω σε βράχο, στο κέντρο της σύνθεσης, φορώντας ανατολίτικη στολή και φρυγικό σκούφο. Με τ’ αριστερό του χέρι στηρίζει στον βράχο τη λύρα του και ταυτόχρονα κρούει τις χορδές της, ενώ με το δεξί, που είναι απλωμένο, κρατεί το πλήκτρο. Γύρω του βρίσκονται συγκεντρωμένα και σαγηνευμένα από τη μαγευτική μουσική της λύρας του οκτώ διαφορετικά άγρια ζώα, έξι πτηνά, από τα οποία τα δυο μικρά στα πάνω άκρα του διάχωρου έχουν καταστραφεί, και μια έχιδνα, που προσπαθεί να δαγκώσει τη λύρα. Πάνω από την κεφαλή του Ορφέα υπάρχει μια δίστηλη, μισοκατεστραμμένη, ψηφιδωτή επιγραφή, που κατά τον ανασκαφέα, συμπληρωμένη διαβάζεται:
[ΓΑΪ]OC ή [TIT]OC ΠΙΝΝΙΟC PECTITOYTOC ΕΠΟΙΕΙ
και φανερώνει τον ιδιοκτήτη της Οικίας κι όχι τον καλλιτέχνη.
Τάφοι: Επιπρόσθετες μαρτυρίες για την οικονομική πρόοδο και την πολιτιστική ανάπτυξη της Νέας Πάφου στη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας αποτελούν και τα ταφικά της μνημεία. Εκτός από τους περίφημους «Τάφους των Βασιλέων», που χρησιμοποιήθηκαν για πολλές διαδοχικές ταφές από τις αρχές της Ελληνιστικής εποχής μέχρι τα τέλη των Ρωμαϊκών χρόνων, αρκετοί άλλοι λαξευτοί και κτιστοί ρωμαϊκοί τάφοι με μνημειακό χαρακτήρα αποκαλύφθηκαν κατά καιρούς στο ανατολικό και το βόρειο νεκροταφείο της πόλης. Οι τάφοι αποτελούνται από ένα απλό κεκλιμένο ή κλιμακωτό δρόμο, που οδηγεί σ’ ένα ή περισσότερους νεκρικούς θαλάμους, συνήθως κοσμημένους με τοιχογραφίες και εφοδιασμένους με πλάγιες ταφικές θήκες και μεγάλα ορθογώνια θολωτά ανοίγματα για την τοποθέτηση σαρκοφάγων (αρκοσόλια). Σε μερικές περιπτώσεις στο μπροστινό μέρος των σαρκοφάγων τοποθετούνταν κάθετοι πήλινοι αγωγοί, που φαίνεται να προορίζονταν για νεκρικές σπονδές. Ενδεικτικά της ευμάρειας και του πλούτου των κατοίκων της Νέας Πάφου είναι και τα κτερίσματα, με τα οποία συνόδευαν τους νεκρούς τους στην τελευταία τους κατοικία, και που, εκτός από τα πήλινα και γυάλινα αγγεία και τα πολυποίκιλα άλλα αντικείμενα, περιελάμβαναν χρυσά περιδέραια, βραχιόλια, σκουλαρίκια, δακτυλίδια και άλλα κοσμήματα.
Κατακόμβες: Δυο άλλα μνημεία της ρωμαϊκής Νέας Πάφου είναι οι παραπλήσιες κατακόμβες της Αγίας Σολομωνής και του Αγίου Λαμπριανού, που βρίσκονται, αντιστοίχως, στην ανατολική και τη δυτική πλευρά του κύριου δρόμου Πάφου-Κάτω Πάφου, κοντά στον λόφο «Φάπρικας». Πρόκειται για μεγάλους υπόγειους λαξευτούς θαλάμους, πιθανόν αρχαιότερους, ελληνιστικούς, τάφους, που χρησίμευαν σαν χώροι λατρείας των πρώτων Χριστιανών κατοίκων της Νέας Πάφου προτού κτιστούν οι πρώτες υπέργειες πρωτοχριστιανικές εκκλησίες στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. Τον 12ο αιώνα η κατακόμβη της Αγίας Σολομωνής μετατράπηκε σε μικρό παρεκκλήσι και κοσμήθηκε με τοιχογραφίες, που καταστράφηκαν όμως στα μεταγενέστερα Μεσαιωνικά χρόνια. Σ’ ένα βαθύτερο λαξευτό άνοιγμα, προσιτό με λαξευτές βαθμίδες, βρίσκεται το «αγίασμα».
Παλαιοχριστιανικές βασιλικές: Για τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές της Πάφου βλέπε χωριστά αυτοτελή λήμματα:
α) Κυριακής Αγίας (ή Χρυσοπολίτισσας) βασιλική.
β) Λιμενιώτισσας Παναγίας βασιλική.
γ) Πρβλ. και λήμμα Γεωργίου Αγίου Πέγειας βασιλικές.
Σύντομη αναφορά για τις βασιλικές αυτές γίνεται και στο κεφάλαιο εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής για την επαρχία Πάφου.
Το βυζαντινό φρούριο: Το βυζαντινό φρούριο βρίσκεται πάνω σε μικρό ύψωμα σ’ ελάχιστη απόσταση από το λιμάνι της πόλης και πολύ κοντά στο Ωδείο και την «Οικία του Διονύσου» στην τοποθεσία «Σαράντα Κολώνες». Τό όνομα της τοποθεσίας οφείλεται στα πολυάριθμα θραύσματα των γρανιτένιων κολώνων, που κάλυπταν τον αρχαιολογικό χώρο προτού ανασκαφεί και που εθεωρούντο κατάλοιπα του ναού της Αφροδίτης στη Νέα Πάφο. Ο χώρος ερευνήθηκε τμηματικά μεταξύ των ετών 1957 και 1959 από τον τότε διευθυντή του Τμήματος Αρχαιοτήτων A.H.S. Megaw. Υπό την ίδια διεύθυνση οι ανασκαφές επαναλήφθηκαν σταδιακά από το 1966 μέχρι το 1970 και από το 1980 συνεχίστηκαν από τη μεικτή Αποστολή της Βρετανικής Σχολής Αθηνών και του Αμερικανικού Κέντρου Βυζαντινών Σπουδών του Dumbarton Oaks.
Σύμφωνα με τα ανασκαφικά συμπεράσματα το φρούριο κτίστηκε στα τέλη του 7ου αιώνα μ.Χ. προφανώς για να προστατεύσει το λιμάνι και την πόλη της Νέας Πάφου από τις αραβικές επιδρομές. Το όλο κτίριο περιβάλλεται από ογκώδη τετράπλευρο τοίχο 70X70 μ. και πάχους 3 μ. καθώς και από τάφρο. Στον τοίχο αυτό υπήρχαν οκτώ πύργοι διαφόρων σχημάτων, μεταξύ των οποίων κι ένας πεντάγωνος στη βορειοανατολική γωνιά. Η είσοδος του φρουρίου βρισκόταν στον ανατολικό τετράγωνο πύργο και ήταν προσιτή με ξύλινη γέφυρα, που περνούσε πάνω από την τάφρο και στηριζόταν με τρεις παράλληλες καμάρες. Μέσα στον ίδιο τοίχο υπήρχαν επτά κλίμακες, που οδηγούσαν σε ισάριθμες εξόδους προς την τάφρο. Το εσωτερικό μέρος του φρουρίου αποτελείτο από μια τετράγωνη υπαίθρια αυλή 35X35 μ. με τέσσερις τετράγωνους πύργους στις γωνιές. Στις τέσσερις πλευρές της αυλής υπήρχαν ισάριθμες σειρές από ογκώδεις πεσσούς, πάνω στους οποίους στηρίζονταν τόξα-καμάρες που υποβάσταζαν ένα δεύτερο όροφο. Στον όροφο οδηγούσαν διάφορες κλίμακες, από τις οποίες ένα μόνο μικρό τμήμα έχει διασωθεί. Στην ανατολική πλευρά της αυλής υπήρχε και πέμπτος, πεταλόσχημος, πύργος με πόρτα που αποτελούσε την κύρια είσοδο.
Στη διάρκεια της μεγάλης περιόδου της αποστρατικοποίησης, που συμφωνήθηκε μεταξύ των Βυζαντινών και των Αράβων, το φρούριο εγκαταλείφθηκε αλλ’ ανακαινίστηκε γύρω στα τέλη του 10ου αιώνα, όταν η Κύπρος είχε ήδη περιέλθει στην απόλυτη κυριαρχία των Βυζαντινών, και στα τέλη του 12ου αιώνα από τους Λουζινιανούς. Τελικά καταστράφηκε από τον σεισμό του 1223 και δεν ξανακτίστηκε. Στα πολύ μεταγενέστερα χρόνια στην ερειπωμένη αυλή του φρουρίου κτίστηκε ένα δωμάτιο που στέγαζε δυο ληνούς—σταφυλοπιεστήρια.
Το κάστρο: Το μικρό κάστρο της Νέας Πάφου, που βρίσκεται στη δυτική πλευρά του λιμανιού, κτίστηκε αρχικά στα μέσα του 13ου αιώνα από τους Λουζινιανούς και αντικατέστησε το φρούριο στις «Σαράντα Κολώνες». Πρόκειται για μικρό οχυρό, κτισμένο ολότελα από πελεκητούς ασβεστόλιθους. Φέρει μόνο μια είσοδο στην ανατολική του πλευρά και πολύ μικρά παράθυρα. Το κύριο μέρος του είναι ένας μεγάλος πύργος, που περιβάλλεται από έγκλειστη αυλή. Καταστράφηκε λίγο πριν από το 1570 από τους Βενετούς, για να μη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τους Τούρκους, των οποίων η εισβολή στην Κύπρο αναμενόταν. Αλλά αναστηλώθηκε από τους Τούρκους το 1780 όπως αναφέρεται σε μια τουρκική επιγραφή πάνω από την είσοδό του. Στην ίδια πλευρά του λιμανιού σώζονται τα κατάλοιπα ενός δεύτερου φρουρίου, που πιθανόν να κτίστηκε ταυτόχρονα με το υφιστάμενο φρούριο.
Ο καθεδρικός ναός: Ο λατινικός καθεδρικός ναός χρονολογείται στις αρχές του 14ου αιώνα και βρισκόταν στο κέντρο της Νέας Πάφου. Από το όλο κτίριο μόνο τα κατάλοιπα της νοτιοδυτικής γωνιάς του έχουν διασωθεί και αποκαλυφθεί. Βρίσκονται στα δεξιά του κύριου δρόμου, που οδηγεί στο λιμάνι της πόλης, σε απόσταση 200 περίπου μ. από την κατακόμβη της Αγίας Σολωμονής. Ο ναός ήταν γοτθικού ρυθμού και πιθανόν του σταυρόσχημου θολωτού τύπου. Σύμφωνα με ιστορικές πηγές, ο ναός αυτός, που ήταν ένα από τα σημαντικότερα παφιακά γοτθικά κτίρια, είχε καταστραφεί από σεισμό αλλά ανακαινίστηκε από τον τελευταίο Λατίνο επίσκοπο της Πάφου Φραγκίσκο Κονταρίνι, που φονεύθηκε από τους Τούρκους στη διάρκεια της πολιορκίας και κατάληψης της Λευκωσίας το 1570.
Η γοτθική εκκλησία: Η γοτθική εκκλησία βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της πρωτοχριστιανικής βασιλικής της Παναγίας Χρυσοπολίτισσας και αποκαλύφθηκε με τις ανασκαφές του Τμήματος Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση του εφόρου αρχαίων μνημείων Αθ. Παπαγεωργίου, μεταξύ των ετών 1968 και 1970. Κτίστηκε γύρω στο 1300 και καταστράφηκε στα τέλη του 16ου αιώνα. Στα μέσα του 16ου αιώνα ανακαινίστηκε και διακοσμήθηκε με γλυπτά του ρυθμού της Αναγέννησης από τον Λατίνο επίσκοπο Πιέτρο Κονταρίνι και αμέσως μετά την κατάληψη της Πάφου από τους Τούρκους μετετράπη σε τζαμί. Η αποκαλυφθείσα εκκλησία, που είναι μια από τις μεγαλύτερες στο είδος της σ’ ολόκληρη την Κύπρο και που πιθανόν να είναι ο ναός του φραγκισκανικού μοναστηριού της Πάφου, αποτελείται από τρία κλίτη που χωρίζονται μεταξύ τους με ορθογώνιους πεσσούς και που καταλήγουν σε τρεις ημικυκλικές αψίδες. Στη νότια πλευρά της εκκλησίας αποκαλύφθηκαν τέσσερα υπόγεια θολωτά δωμάτια, των οποίων η χρήση δεν έχει εξακριβωθεί. Τα κινητά ευρήματα από τον χώρο της εκκλησίας περιλαμβάνουν τέσσερα γλυπτά με παραστάσεις αγγέλων στον ρυθμό της Αναγέννησης και κιονόκρανα στολισμένα με σταφύλια, ανθέμια και διάφορα άλλα φυτικά μοτίβα, που εκδηλώνουν τον πλούσιο διάκοσμο του μνημείου.
Τα λουτρά: Τα φραγκικά λουτρά συνορεύουν κι αυτά με τον χώρο της πρωτοχριστιανικής βασιλικής της Παναγίας Χρυσοπολίτισσας. Χρονολογούνται στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα και αποτελούνται από ένα κεντρικό δωμάτιο με πλάγιες προεκτάσεις. Μερικές από τις ημικυκλικές θολωτές στέγες του συμπλέγματος αντικαταστάθηκαν με τρούλλους στις αρχές της Τουρκοκρατίας. Τα φραγκικά λουτρά κι ένα άλλο μεγάλο γοτθικό κτίριο της ίδιας περιόδου, που κατελάμβανε το νότιο τμήμα των ερειπίων της βασιλικής της Χρυσοπολίτισσας, αποτελούν σήμερα τα μοναδικά δείγματα των φραγκικών παφιακών κοινόχρηστων δημοσίων κτιρίων.
Η εκκλησία της Αγίας Κυριακής: Για την εκκλησία της Αγίας Κυριακής βλέπε χωριστό λήμμα Κυριακής Αγίας εκκλησία.
Άλλα μνημεία και αξιοθέατα: Άλλα μνημεία και αξιοθέατα στους χώρους της Πάφου και της Παλαιπάφου είναι:
* Το λαξευτό παρεκκλήσι του Αγίου Αγαπητικού στην Κάτω Πάφο. Πρόκειται για μικρό σπήλαιο λαξευμένο στον βράχο, αφιερωμένο στον άγιο Αγαπητικό που τιμάται και σε άλλα μέρη της επαρχίας.
* Η στήλη του αποστόλου Παύλου στην Κάτω Πάφο. Πρόκειται για τμήμα κολώνας στο οποίο, κατά την παράδοση, είχε δεθεί ο απόστολος Παύλος το 45 μ.Χ. για να τιμωρηθεί με 39 ραβδισμούς.
* Η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου.
* Η εκκλησία της Παναγίας Καθολικής στα Κούκλια.
* Αναφέρουμε επίσης τα τοπικά Αρχαιολογικά Μουσεία στην Πάφο και στα Κούκλια, καθώς και το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης στη Γεροσκήπου.
Ο αρχαιολογικός χώρος στο Κτήμα: Στον βορειοανατολικό οικιστικό τομέα της σημερινής πόλης και πρωτεύουσας της παφιακής επαρχίας (το παλαιό Κτήμα), το 1952 η Γαλλική Αρχαιολογική Αποστολή ανέσκαψε αρκετούς λαξευτούς θαλαμοειδείς τάφους, που απέδωσαν πολυάριθμα πήλινα αγγεία και διάφορα άλλα ταφικά κτερίσματα, που χρονολογούνται από τις αρχές της δεύτερης φάσης της Κυπρο-Γεωμετρικής εποχής μέχρι τους Ελληνιστικούς χρόνους (950-325 π.Χ.). Πέντε παρόμοιοι τάφοι στο ίδιο νεκροταφείο, που αποκαλύφθηκαν στη διάρκεια ισοπεδώσεων το 1973 και ερευνήθηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, με την επίβλεψη του συγγραφέα του παρόντος κεφαλαίου, απέδωσαν εξίσου σημαντικά δείγματα αγγειοπλαστικής και αρκετών μικροτεχνικών έργων της Κυπρο-Αρχαϊκής εποχής (750-475 π.Χ.).
Δ. ΧΡΗΣΤΟΥ