Στη διάρκεια των μηνών Μαΐου και Ιουνίου 1984, το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό τη διεύθυνση του αρχαιολογικού λειτουργού Σοφοκλή Χατζησάββα, ανέλαβε συστηματικές ανασκαφικές έρευνες σε διάφορα σημεία της περιοχής που περιβάλλει το χωριό Άλασσα, με στόχο την έρευνα και μελέτη των αρχαιολογικών καταλοίπων που είχαν επισημανθεί στο παρελθόν, αρκετά από τα οποία επρόκειτο να επηρεαστούν από το μεγάλο υδατοφράχτη που κατασκευάστηκε αργότερα στην περιοχή. Οι αρχαιολογικές αυτές έρευνες περιορίστηκαν σε δυο τομείς, που βρίσκονται σ' ελάχιστη απόσταση νοτιοδυτικά του χωριού και στην τοποθεσία Πάνω Μαντηλάρης.
Στον πρώτο ανασκαφικό τομέα αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα μεγάλης υστερο-ρωμαϊκής έπαυλης του 5ου αιώνα μ.Χ., με κεντρική περίστυλη αυλή ή αίθριο και με καλά διατηρημένο σύμπλεγμα λουτρών. Τα λουτρά αποτελούνται από τρία συνεχόμενα μικρά δωμάτια, από τα οποία τα δυο, εφοδιασμένα με υπόκαυστα δάπεδα, ήταν τα λεγόμενα caldaria ή θερμά διαμερίσματα, και το τρίτο, που διατηρεί μέρος από το ψηφιδωτό του δάπεδο, πιθανό να ήταν το frigidarium, δηλαδή το κρύο διαμέρισμα του συμπλέγματος. Στα βόρεια της κεντρικής περίστυλης αυλής, από την οποία έχει διατηρηθεί μέρος του ψηφιδωτού δαπέδου κι ένα σιντριβάνι, βρέθηκαν δυο δωμάτια. Στο μεγαλύτερο απ' αυτά σώζεται σε άριστη κατάσταση το ψηφιδωτό του δάπεδο. Στα νότια της αυλής αποκαλύφθηκε υδατοδεξαμενή με τέσσερις βαθμίδες και στα ανατολικά της βρέθηκαν πήλινοι υδροσωλήνες, που καταλήγουν στο σιντριβάνι.
Στην τοποθεσία Πάνω Μαντηλάρης ανακαλύφθηκαν τα ερείπια μεγάλου συνοικισμού της Τελευταίας Εποχής του Χαλκού (1650- 1050 π.Χ.). Όλες οι ενδείξεις φανερώνουν ότι οι κατοικίες του συνοικισμού, ήσαν χτισμένες με αργούς λίθους και εφοδιασμένες με μικρές αυλές, σε μερικές από τις οποίες βρέθηκαν πελεκητοί ασβεστόλιθοι, που υποστήριζαν ξύλινους πασσάλους. Βρέθηκαν επίσης μερικά εργαστηριακά κατάλοιπα επεξεργασίας του χαλκού, μικρή ποσότητα θειούχου χαλκού, ένας φυσητήρας και αρκετές λεκάνες, που αποτελούσαν μέρος του όλου εργαστηριακού εξοπλισμού. Σε άλλα σημεία του ανασκαφικού χώρου βρέθηκαν πήλινα ειδώλια ταύρων και τα κατάλοιπα μικρού βωμού και αποθέτη, που φανερώνουν την ύπαρξη ιερού μέσα στον κατοικημένο χώρο.
Στην ίδια τοποθεσία σκάφτηκε κι ένας από τους λαξευτούς τάφους του νεκροταφείου του συνοικισμού, που αποτελείται από ένα νεκρικό θάλαμο, εφοδιασμένο με τρεις εξέδρες, που φέρουν κοίλωμα στις τρεις πλευρές, και με μεγάλο κεντρικό ορθογώνιο όρυγμα σε σχήμα μνήματος. Πάνω στις εξέδρες υπήρχαν τρεις ταφές ενηλίκων και μια παιδική. Μέσα στο ορθογώνιο όρυγμα του τάφου, μαζί με πολλά θρυμματισμένο οστά και πέτρες που εισχώρησαν από το στόμιο του τάφου, βρέθηκαν αρκετά κτερίσματα, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνονται 4 λίθινα γουδιά, μια γραφίδα, ομοίωμα ασβεστολιθικής μπανιέρας, δυο χάλκινα βραχιόλια, ένα πήλινο θήλαστρο και δείγματα αγγειοπλαστικής, χαρακτηριστικής της τελευταίας φάσης της Ύστερης Χαλκοκρατίας.
Ο συνοικισμός στην Άλασσα παρουσιάζει πολλά κοινό χαρακτηριστικά γνωρίσματα με τον μυκηναϊκό συνοικισμό στην τοποθεσία Παμπούλα της Επισκοπής Λεμεσού.
Οι ανασκαφές στον αρχαιολογικό χώρο της Άλασσας συνεχίστηκαν κατά τα τελευταία χρόνια, από το Τμήμα Αρχαιοτήτων, υπό την διεύθυνση πάντοτε του εφόρου Αρχαίων Μνημείων δρος Σοφοκλή Χατζησάββα. Μεταξύ άλλων κατά τα τελευταία χρόνια ήλθαν στο φως, στην τοποθεσία «Παλιοταβέρνα», τα κατάλοιπα ενός ορθογώνιου αποθηκευτικού χώρου του οποίου την μεγαλύτερη έκταση καταλαμβάνει ένας μεγάλος πίθος μισοχωμένος σε λάκκο σκαμμένο στο δάπεδο. Το άνω μέρος του πίθου είναι σπασμένο αλλά τα περισσότερα κομμάτια έχουν ανευρεθεί. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και όστρακα με παραστάσεις αρμάτων, που είναι χαρακτηριστικές της κεραμικής της Άλασσας. Στον υπόλοιπο από τον μακρόστενο χώρο του κτιρίου υπήρχαν δύο σειρές αποθηκευτικών πίθων που βρίσκονταν τοποθετημένοι σε υποδοχές στο δάπεδο. Δύο από αυτούς βρέθηκαν περίπου στην αρχική τους θέση, ο δε ένας είναι σε σχετικά καλή κατάσταση.
Συνεχίστηκε επίσης η διερεύνηση - ανασκαφή του κτιρίου II, μεταξύ δε των ευρημάτων ήσαν και μερικά μεσαιωνικά όστρακα καθώς και δύο μεσαιωνικά νομίσματα. Η ανεύρεση των μεσαιωνικών αυτών αντικειμένων σε έναν αρχαίο χώρο, εξηγείται ως εξής: ο χώρος απετέλεσε, κατά τα Μεσαιωνικά Χρόνια, πηγή ανεύρεσης και μετακίνησης των αρχαίων πελεκητών λίθων που κάποτε αποτελούσαν το νότιο μέρος του δυτικού εξωτερικού τοίχου του οικοδομήματος και που απουσιάζουν.
Διερευνήθηκε επίσης ένας λάκκος, βάθους 4 μέτρων, στον οποίο βρέθηκε κεραμική της Υστεροκυπριακής III Περιόδου που περιλαμβάνει αγγεία δακτυλιόσχημα και γραπτά τροχήλατα.
Μετά τις ανασκαφές (του 1995), έχει διαφανεί ότι το μεγάλο κτίριο II έχει σχήμα Π, τοποθετημένο σε τετράγωνο με πλευρά 37,70 μέτρων, πράγμα που το καθιστά ένα από τα μεγαλύτερα οικοδομήματα της Υστέρας Εποχής του Χαλκού που έχουν ανασκαφεί έως τώρα στην Κύπρο.
Το 2008
Το 2007 και 2008 οι ανασκαφές συνεχίστηκαν στην ευρύτερη περιοχή του ποταμού Κούρη από τα Πανεπιστήμια της Φλωρεντίας, Κιέτι και Πεσκάρας. Τα αποτελέσματα ήσαν ενδιαφέροντα. Επιπλέον άνοιξαν νέους ορίζοντες εργασίας για το προσεχές μέλλον. Η έρευνα εδάφους άρχισε στις 11 Σεπτεμβρίου και ολοκληρώθηκε την 4η Οκτωβρίου του 2008.
Επιφανειακή έρευνα
Ολοκληρώθηκε η επισκόπηση της δυτικής όχθης της κοιλάδας του ποταμού Κούρη. Η εικόνα είναι διαφορετική από αυτήν της ανατολικής όχθης, καθότι τα μόνα σχετικά ευρήματα της Ελληνορωμαϊκής περιόδου περιορίζονται στα χαμηλά επίπεδα της κοιλάδας στα νότια. Η μορφολογία του εδάφους (απότομες πλαγιές από το φράγμα μέχρι τις διαμορφωμένες κατά την ρωμαϊκή περίοδο πεδιάδες), είχε πιθανότατα επιβάλει μετακίνηση ανθρώπων από τα βόρεια προς τα νότια, κατά μήκος του ποταμού. Θα μπορούσε δηλαδή να υποτεθεί ότι, κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. ο δρόμος που συνέδεε την περιοχή της Άλασσας ή και άλλους οικισμούς των υψιπέδων της ενδοχώρας, που βρίσκονταν γύρω από το ποτάμι, με την ακτή, βρισκόταν κατά μήκος της ανατολικής όχθης του ποταμού. Αυτό το πεδίο εργασίας θα αναλυθεί σε βάθος στο μέλλον με την περισυλλογή περισσότερων δεδομένων.
Επανεξετάστηκε επίσης περιοχή στην ανατολική πλευρά του ποταμού, όπου είχε υποτεθεί η ύπαρξη μίας αγροτικής εγκατάστασης της Πρώϊμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού από την υψηλή ποσότητα διάσπαρτης ερυθροστιλβωτής κεραμικής. Η εικασία αυτή έχει ενισχυθεί και από το αποτέλεσμα γεωφυσικής έρευνας με Μαγνητόμετρο.
Έχουν επίσης εντοπιστεί κάποιοι τάφοι αμφίβολου χρονολόγησης, ενώ έχουν περισυλλεχθεί δείγματα απολιθωμάτων και άλλου γεωλογικού υλικού.
Επιπλέον έχουν γίνει ταυτίσεις πηλών από διαφορετικές κατηγορίες κεραμικής, που περισυλλέχθηκαν, τόσο κατά τη διάρκεια των επιφανειακών ερευνών, όσο και των ανασκαφών. Οι έρευνες αυτές στόχο έχουν την αναζήτηση των πηγών προέλευσης της κεραμικής, καθώς και τη χημική και ορυκτολογική τους σύνθεση.
Γίνεται ακόμα καταγραφή και ετυμολογική ανάλυση των τοπωνυμίων της κοιλάδας για τον σχηματισμό της από γλωσσολογικής πλευράς εικόνας του χώρου, με βασικό σημείο αναφοράς το τοπωνύμιο Αλασίυα καθώς και ονομάτων της προφορικής παράδοσης.
Οι αρχαιολογικές τομές
Η ανασκαφική έρευνα επικεντρώθηκε στο βορειότερο σημείο της επισκόπησης του 2007 της ανατολικής πλευράς του ποταμού Κούρη. Έχουν γίνει τέσσερεις τομές, τόσο στην κορυφή του λόφου, όσο και σε χαμηλότερα υψίπεδα. Οι ανασκαφές έδωσαν ενδείξεις, κυρίως κεραμικό υλικό, για την ύπαρξη κατασκευών της Πρώϊμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού. Η παρουσία της ερυθροστιλβωτής κεραμικής ήταν έντονη σε όλες τις τομές. Διαπιστώθηκε ακόμα η ύπαρξη ενός σύνθετου συστήματος κυκλικού περιβόλου/τείχους. Οι τομές έδειξαν δύο φάσεις, εκ των οποίων η πρώτη της Εποχής του Χαλκού με ερυθροστιλβωτή κεραμική και η δεύτερη της Ελληνορωμαϊκής περιόδου. Για τη γραφική αποκατάσταση των κτισμάτων αυτών έγινε λεπτομερής αποτύπωση τοπογραφική, με θεοδόλιχο και με αεροφωτογραμμετρία.
Μία μεγαλύτερη τομή στην κορυφή του λόφου υπέδειξε την ύπαρξη ενός μεγάλου εργαστηριακού χώρου, προορισμένου για την επεξεργασία δερμάτων ή υφασμάτων, με την οποίαν συνδέονται επικοινωνούσες λαξευτές στο έδαφος λεκάνες και αγωγοί, καθώς και αριθμός αγνύθων (δηλ. κεφαλών αδραχτιού) και υφαντικών βαριδίων. Στο τρίτο χαμηλότερο υψίπεδο, έχουν ανασκαφεί τρεις λαξευτοί τάφοι. Ανάμεσα στα κτερίσματά τους συγκαταλέγεται αριθμός αγγείων ποικίλων σχημάτων της ερυθρής στιλβωτής κεραμικής, καθώς και μικρά αντικείμενα (διακοσμημένες αγνύθες, δισκία/κοσμήματα από πικρολίτη). Η ομοιογένεια των ευρημάτων, τόσο του εργαστηρίου, όσο και των τάφων υποδεικνύει ότι αυτά αποτελούν τον εξοπλισμό ενός εργαστηρίου μίας μόνο τεχνικής εξειδίκευσης. Η ανθρωπολογική ανάλυση του οστεολογικού υλικού από τους πιο πάνω τάφους υπέδειξε ότι σε έναν από αυτούς είχε γίνει ένας πολλαπλός ενταφιασμός, (ανδρός, γυναικός και παιδιού μαζί) και σε έναν δεύτερο ένας μεμονωμένος ενταφιασμός γυναικός.