Μέλισσα η φαρμακευτική (Melissa officinalis ). Φυτό ιθαγενές της Κύπρου, γνωστό και ως μελισσόχορτον. Ανήκει στην οικογένεια των Χειλανθών (Labiatae). Πρόκειται για φυτό πολυετές, με άφθονους όρθιους βλαστούς, που το ύψος του φθάνει το ένα μέτρο. Οι βλαστοί είναι ελαφρά τριχωτοί. Τα φύλλα έχουν ευχάριστη οσμή κίτρου και είναι ελαφρά πριονωτά. Ανθίζει μεταξύ Μαΐου και Σεπτεμβρίου και δίνει άνθη σε πυκνούς σπονδύλους, χρώματος κίτρινου όταν είναι μπουμπούκια, και ασπριδερού αργότερα. Ευδοκιμεί τόσο στα πεδινά όσο και στα ορεινά, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι και σε υψόμετρο 1.400 μέτρων περίπου. Απαντάται συνήθως σε όχθες ρυακιών, μαζί με αροδάφνες, σε πετρώδεις και βραχώδεις περιοχές αλλά και σε πεδινές εκτάσεις, ενίοτε και σε περιοχές με πλατάνια.
Το φυτό αυτό είναι γνωστό από την Αρχαιότητα ως αρωματικό, κυρίως, αλλά και φαρμακευτικό. Είναι το μελισσόφυλλον του Θεόφραστου και του Διοσκουρίδη. Ο δεύτερος σημειώνει ότι αποκαλείτο και «μελίτταινα», επειδή είναι ιδιαίτερα αρεστό στις μέλισσες. Από τα φύλλα του φυτού αυτού μπορεί να παραχθεί αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται τόσο στην αρωματοποιΐα όσο και στη φαρμακολογία. Επίσης τα φύλλα, χλωρά ή ξηρά, μπορούν να δώσουν ρόφημα αλλά και άρτυμα για κρεατικά και ψαρικά, ακόμη και για σούπες. Ακόμη, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προσθετικά αρωματικά αναψυκτικών.