Αλατισμένο νερό που έχει διάφορες χρήσεις, κυρίως στην κουζίνα, όπως λ.χ. η τοποθέτηση στο αλατισμένο νερό των ελιών για να «ψηθούν» κ.α. Στα παλαιότερα χρόνια με διάλυση αλατιού στο νερό έπλεναν κι αιματωμένες πληγές όπως και τα πληγωμένα ούλα όταν αφαιρούσαν δόντια, για να σταματήσει η αιμορραγία. Λέγεται και σαλαμούρα. Η λέξη παράγεται από τη λ. άλμη όπου το αρχικό αλ-επανελήφθη.