Ο ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ
(δημοτικό, απόσπασμα)
Τζεινούρκος νιός πραματευτής έρκεται που την πόλιν,
τραβά μουλάρκα δώδεκα τζιαι με τις πραματιές του,
τραβά τζιαι εις τημ μέσην του ολόχρουσον ζωνάριν.
Μια λυερή εσσιάστην τον απού το παναθύριν:
«Τζεινούρκε νιε πραματευτή, πουλείς μου το ζωνάριν;
Αν το διάς με τα φλουρκά εγιώ ν' να το γοράσω,
αν το διάς με τα καρτζιά εγιώ ν' να το ζυάσω».
«Εν το διώ με τα φλουρκά εσού να το γοράσης,
εν το διώ με τα καρτζιά εσού να το ζυάσης,
έναν φιλίν μου 'κόστισεν τζ' αν εύρω δκυο διώ το...