Η πρώτη αναφορά σ' αυτούς, χωρίς όμως την επωνυμία Αλαμάνοι βρίσκεται στον Λεόντιο Μαχαιρά,(1) που αντλεί από ποικίλες πηγές(2) και που από αυτόν αντλούν αρκετοί μεταγενέστεροι συγγραφείς (ο Στέφανος Λουζινιανός, ο Φλώριος Βουστρώνιος, ο Νεόφυτος Ροδινός, ο Κυπριανός κ.ά.). Κατά την παράδοση αυτή, όταν οι Σαρακηνοί πήραν την Παλαιστίνη, πολλοί χριστιανοί «ἀρχιεπισκόποι, ἐπισκόποι, ἱερεῖς καί λαϊκοί ...ἦρταν εἰς τήν περίφημον Κύπρον, μία συντροφία, ὃπου ἦταν τ'[300] ὀνομάτοι, καί γροικῶντα, ὃτι Ἓλληνες ἐφεντεῦγαν τόν τόπον, διά τόν φόβον ἐπῆγαν εἰς τό ἓναν μέρος καί εἰς τό ἂλλον, καί ἐσγάψαν εἰς τήν γῆν καί ἐμπῆκαν μέσα, καί ἐπροσεύχουνταν τῷ Θεῷ, καί ἦσαν καί δύο τρεῖς ἀντάμα, καί εἶχαν καί τινάν δουλευτήν ἀποῦ τούς ἐδούλευγεν τό ἐχρειάζουνταν διά τήν ζωήν τους. Καί ἐποθάναν εἰς τό αὐτόν νησσίν, καί πολλοί ἐξ αὐτῶν τούς ἐφανερώθησαν δι' ἀγγέλου, ἂλλοι διά τά θαυμαστά θαύματα, μέσον τούς ὁποίους εἶδα καί ἒμαθα πολλά κοιμητήρια, καί πολομοῦν θαυμαστά θαύματα, καί εἶνε χωρίς [=διαφορετικά, διακεκριμένα από] τά λείψανα καί κοιμητήρια τούς ἀρχιερεῖς καί ἐπισκόπους τούς ἂνωθεν λαλημένους»(3). Περίπου τα ίδια γράφει και η πιθανή πηγή του Μαχαιρά, το χειρόγραφο του Βρεττανικού Μουσείου Additional /34554, φφ, 185 β - 186 α(4), που όπως κι ο Μαχαιράς, απαριθμεί με τα ονόματά τους τους ίδιους αγίους, με μικρές διαφορές. Συνδυάζοντας τους δυο καταλόγους «Αλαμάνων» βρίσκουμε σύνολο 40 αγίων. Μετά από αυτούς ο Μαχαιράς (§33-36) αναφέρει κι άλλους αγίους «περατικούς καί ἂλλους Κυπριῶτες»: τον «Σάν Τζουάνην τε Μουφόρτε εἰς τήν Λευκωσίαν εἰς τό Πιάλεκε, ἀφέντης φραντζέζης ὁ ποῖος πολομᾶ θαύματα» [=John de Montfort, γνωστό Γάλλο ευγενή και στρατάρχη της Κύπρου που πέθανε στα 1248 και τάφηκε στο Κιστερκιανό αββαείο της Αγίας Μαρίας του Beaulieu, άλλως του Αγίου Ιωάννου de Montfort ή Notre Dame des Champs στη Λευκωσία, «ὁμοίως ὁ Ἃγιος Μάμας ἀπέ τήν Ἀλλαγίαν... ἒπιαννεν λέοντας...οἱ γονεῖς του ἐβάλαν τον εἰς κιβούριν καί ...ἐπέσωσεν εἰς τήν Κύπρον, εἰς τόν γιαλόν τῆς τε Μόρφου...» Περαιτέρω ο Μαχαιράς αναφέρει τον τάφο της αγίας φωτεινής Καρπασίας, τον «άγιο Φώτιο Αθιγένους», τον «άγιο Διομήδιο παιδί» -μαθητή το αγίου Τριφυλλίου Λήδρας (Λευκωσίας, δ' αι.), που έσωσε την κάρα του Τριφυλλίου από τους Σαρακηνούς στον Λευκομιάτη, τον «άγιο Γεώργιο τον Μαχαιρωμένο» στον Αχλίοντα (ή άη Λιόντα), τον άγιο Αθανάσιο τον Πεντασχοινίτη, τον άγιο Ιωάννη τον Λαμπαδιστή Μαραθάσας, τον «άγιο Σώζοντα βοσκαρίδι στο Πλακουντούδι» επί Σαρακηνών, που τον καταδίωξαν και «του τζάκισαν το γαλευτήριν» (όπως του αγίου Μάμαντος οι Τούρκοι), τους «αγίους Φανέντες» στο Καζά Πιφάνη, την μονή του αγίου Ολφιανού< /EM> [sic] σ' ένα χωριό της Λάρνακας, ενός από τους 300 αγίους (που ήλθαν από τους Αγίους Τόπους επί Σαρακηνών).
Συνεχίζοντας ο Μαχαιράς αναφέρει την Παναγία του Κύκκου και τη γνωστή παράδοση του Μανουήλ Βουτουμίτη, δούκα της Κύπρου, έπειτα τον άγιο Νεόφυτο στην Εγκλείστρα, τον Σταυρό του Λυμπά, τον Σταυρό του Φανερωμένου της Τόχνης, τον Σταυρό της Ψώκας και [ή;] τον Σταυρό του Κουκά, τον Σταυρό των Λευκάρων, κατόπιν τις κεφαλές των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, και τέλος τους αγίους Χριστόφορο τον μάρτυρα, Ταράσιο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και Άγιο Τρύφωνα τον μάρτυρα. Όλο αυτό το ανομοιογενές πλήθος αγίων, μαρτύρων και προσκυνημάτων δεν μπορούσαν βέβαια να είναι Αλαμάνοι άγιοι, όπως τους ονόμασε αργότερα ο Κωνστ. Σάθας(5), παρασυρόμενος από την πληροφορία των συναξαρίων των αγίων Κενδέα, Θεράποντος, Αυξεντίου και Αναστασίου ότι ήταν «ἐκ τῆς τῶν Ἀλαμανῶν χώρας», καθώς και από την υπόθεση του εντυπωσιασμένου από τον John de Montfort, Estienne de Lusignan(6), όπως ήδη τόνισαν οι John Hackett και Χ. Παπαϊωάννου(7).
Στρατιωτικοί άγιοι: Η ανάμειξη πολλών ειδών και εποχών αγίων και προσκυνημάτων στις §31-40 του Μαχαιρά είναι προφανής και αν ως το τέλος της §36 μπορούσε να ομιλεί για στρατιωτικούς αγίους ίσως της εποχής των Σταυροφοριών ή/ και των αραβικών επιδρομών, Έλληνες και ξένους, από τον άγιο Μάμαντα και πέρα εισέρχεται σε άλλο κεφάλαιο, στους μάρτυρες των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Ο Μάμας από τη Γάγγρα της Παφλαγονίας πιθανώς μαρτύρησε στις Αιγές επί αυτοκράτορα Αυρηλιανού, στα 275 μ.Χ., αν και συγχέεται και προς άλλον μάρτυρα, που γεννήθηκε και μαρτύρησε στην Καισαρεία της Καππαδοκίας σε κάποιο χρόνο κοντινό προς το 275(8). Επίσης πιο κάτω ο Μαχαιράς ομιλεί για καθαρά Κυπρίους αγίους και για μη φραγκικά-αλαμανικά (απεναντίας προπάντων προφραγκικά) ιερά, προσκυνήματα, σεβάσματα και αγίους. Κι οι πρώτοι όμως άγιοι της συντροφιάς των τ' (300), στις §31-32 φέρουν ονόματα κατά το πλείστον καθαρώς ελληνικά, που δικαιολογούν αρκετά τη γνώμη του Hippolyte Delehaye(9) ότι αδύνατο στον πίνακα αυτόν να ανακαλυφθεί και ένα όνομα δυτικής προέλευσης. Π.χ. αναφέρουμε Αγάπιος στις Αρόδες, Αυξουθένιος στην Αχερά, Αλέξανδρος στην Αξύλου, Αναστάσιος στην Περιστερώνα Μεσαριάς, Βαρλαάμ και Καλάνδιος στις Αρόδες, Χαρίτων στην Αξύλου, Χριστόφορος στην Κοφίνου, Χριστόφορος και Πήγων στον Κούρδακα, Ειρηνικός στη Ζώδια, Ορέστης και Ελπίδιος στην Κοφίνου, Παμμέγιστος στην Αχερά, Πολέμιος και Θεοδόσιος στη Μόρφου κλπ. Επομένως η χρονολόγησή τους στην περίοδο μετά την πτώση της Άκρας (1291) από τον de Mas Latrie, ή στα 1187 από τον Σ. Μενάρδο (πτώση της Ιερουσαλήμ στον Saladdin), τον Dawkins και τον Ν. Κληρίδη, ή στα 1150 από τον Χαρ. Παπαδόπουλλο, μάλλον γενικεύουν χωρίς να ερμηνεύουν τις ειδικές του καθενός περιπτώσεις - ο τελευταίος προάγει την έρευνα με νέες ειδικές πληροφορίες, εύλογες παρατηρήσεις, ανάλυση του ονοματολογίου των και υποθέσεις, καταλήγοντας ότι οι «300 Ἀλαμάνοι ἐπειδή καῖπερ Ἓλληνες ὂντες ἐκλήθησαν ὑπό τῶν Κυπρίων Ἀλαμάνοι ...διότι ὑπηρέτουν ὡς στρατιῶται ἐν τῷ Γερμανικῷ στρατῷ [των σταυροφόρων] καί ἦσαν ὑψηλοί ρωμαλέοι, πολεμικοί καί φοβεροί ...ὡς οἱ Ἀλαμάνοι»(10).
Ότι όλοι οι 300 ήσαν Ορθόδοξοι αναφέρεται στο συναξάριο του αγίου Αναστασίου(11), ενώ εκείνο του αγίου Κωνσταντίνου Ορμίδιας λέγει ότι ήλθαν από διάφορα μέρη. Ο Σάθας όμως δέχεται, αν και θεωρεί τους 300 ως Αλαμάνους, ότι ήλθαν στην Κύπρο στα 691 στην περίοδο της μεταφοράς των Κυπρίων από τον Ιουστινιανό Β' στην Κύζικο, αλλά και ότι τελικά πολλοί από αυτούς ήλθαν σε διαφορετικές ο καθένας εποχές(12). Η τελευταία αυτή παραδοχή του Σάθα είναι ουσιώδης και τεκμηριώνεται από την λεπτομερή ανάλυση των ακολουθιών και δη των συναξαρίων των φερομένων ως Αλαμάνων 300 αγίων της Κύπρου, καθώς και από διάφορες άλλες ανεξάρτητες πηγές.
Ότι ο άγιος Αναστάσιος έζησε πριν από τον 10ο αιώνα μαρτυρείται από την ύπαρξη του βίου του στον κώδικα Coislin 105 του 10ου-11ου αι(13). Γι' άλλους είδαμε ότι είναι πρωτοχριστιανικής εποχής, όπως και οι στρατιωτικοί άγιοι Βαρνάβας και Ιλαρίων στην Περιστερώνα Μόρφου της εποχής του Θεοδοσίου Β' (14), ενώ ένας από τους δυο Χριστοφόρους δυνατό να ήταν μαθητής του αγίου Στεφάνου του Νέου κατά τον 8ο αιώνα(15). Λεπτομερής ανάλυση των διαφόρων πτυχών του θέματος , που έγινε από τον Α.Ι. Δικηγορόπουλο(16), βασικά επιβεβαίωσε τα πορίσματα των Hackett – Παπαϊωάννου(17), ότι: α) ο Μαχαιράς πουθενά δεν ονόμασε Αλαμάνους τους «300 Κυπρίους» αγίους, β) ότι κατά τους χρόνους του Μαχαιρά υπήρχαν πολλές παραδόσεις για τοπικούς αγίους, μερικούς Κυπρίους, όπως ο Δημητριανός Χύτρων, και μερικούς όχι ˙ οι τελευταίοι θεωρούνταν από μερικές παραδόσεις ξένοι, πρόσφυγες από την Παλαιστίνη κατά τις αραβικές επιδρομές, κι άλλοι μάρτυρες των πρωτοχριστιανικών αιώνων(18). Ιδιαίτερα ο Α.Ι. Δικηγορόπουλος αναλύει την περίπτωση των αγίων Θεραπόντων και τους τοποθετεί με πιθανότητα μεταξύ 743 και 806(19).
Ο μύθος των "Αλαμάνων": Η σύγχυση του Μαχαιρά ανάμεσα σε αγίους διαφόρων εποχών οδήγησε στα νεότερα χρόνια στον μύθο των «Αλαμάνων» αγίων, που δεν ήταν καθόλου Αλαμάνοι, τουλάχιστον στην τεράστια πλειοψηφία τους, αλλά Έλληνες εντόπιοι ή επήλυδες που αφομοιώθηκαν από την κυπριακή ελληνοχριστιανική αγιολογική παράδοση. Εξάλλου ο Μαχαιράς, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, στόχο είχε στις §31-40 να απαριθμήσει τους αγίους και τα σεβάσματα της Κύπρου, ειδικότερα δε να δείξει «πόσα σώματα τῶν ἁγίων εὑρέθησαν» στο νησί (§31), ξεκινώντας από την εποχή των αραβικών επιδρομών, πέραν και ανεξάρτητα από τον κατάλογο των αρχιερέων και επισκόπων της Κύπρου που έδωσε στην §30. Τέτοια απαρίθμηση δεν μπορούσε να έχει χρονολογική συνέπεια και συνοχή, και αν ο Μαχαιράς ήξερε κάτι για γερμανική καταγωγή μερικών αγίων εκτός του Τζουάνη τε Μουφόρτε, ασφαλώς θα το έλεγε. Το γεγονός ότι ο άγιος Βαρνάβας, μοναχός στη Βάσα Κοιλανίου (που γνωρίζουν και ο Μαχαιράς, §32, και το Χ/φο Brit. Mus. Additional /34554 φ. 186β) αναφέρεται σε κυπριακό χειρόγραφο του 11ου αιώνα, σε σημειώματα του 1383 και ένα αχρονολόγητο, να έχει ναό ήδη από τότε και ασφαλώς από πολύ πριν(20), μαρτυρεί ότι ο Βαρνάβας αυτός ήταν ήδη επί Φραγκοκρατίας, 80 χρόνια πριν γράψει ο Μαχαιράς και προφανώς και πολύ πριν, αναπόσπαστη μορφή του κυπριακού αγιολογίου χωρίς σχέση προς καμιά δυτική πηγή. Αξιόλογες παρατηρήσεις στο θέμα κάμνει και η μελέτη του Χρήστου Κ. Οικονόμου, Οι Τριακόσιοι Άγιοι «Αλαμάνοι» της Κύπρου, Θεσσαλονίκη, 1977, σσ. 1-43, αν και τείνει να τους χρονολογήσει στους χρόνους των Σταυροφοριών, πιθανότατα της πρώτης, θεωρώντας τους Χριστιανούς Ορθόδοξους Έλληνες από διάφορες άλλες χώρες (σ.23). Βλ. και του ίδιου, Ο Άγιος Επίκτητος ο Θαυματουργός .... Θεσσαλονίκη, 1977, σσ. 7-9.
Ότι πράγματι μερικοί από τους «300» όπως ο Μονφόρ ήσαν Φράγκοι δεν αποκλείεται, όπως και ότι μερικοί ήσαν Έλληνες μισθοφόροι των σταυροφόρων. Αυτό που αποκλείεται είναι η γενίκευση και η χρονολογική και ποιοτική ισοπέδωση των «300», που πρέπει, για να φθάσουμε σε τελικές γι’ αυτούς κρίσεις, να διερευνηθούν ο καθένας χωριστά εξονυχιστικά και συγκριτικά, και έπειτα να επιχειρηθεί συνθετική αξιολόγησή τους στο ευρύτερο πλαίσιο της κυπριακής αγιολογίας και της μεσανατολικής ιστορίας(21).
Ότι αρκετοί από τους «300» έχουν στρατιωτική προϊστορία είναι προφανές, αλλά αυτό δεν πρέπει να μας παραπλανά και εξωθεί προς γενικεύσεις. Ο στρατιωτικός χαρακτήρας αρκετών από τους «300» φαίνεται ότι υπόκειται στη λαϊκή γι’ αυτούς αντίληψη και στις προκαταλήψεις των συναξαριστών τους. Προεργασία γι’ αυτό το έργο, πέραν των διαφόρων επιμέρους εκδόσεων ακολουθιών (ιδίως στις Κυπρ. Σπουδές) και των σημαντικών σχετικών σελίδων των Hackett και Παπαϊωάννου(22), είναι και το συνοπτικό έργο του αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ', Κύπρος η Αγία Νήσος, Αθ., 1968.
Ας σημειωθεί ότι και ο τρόπος ζωής και άσκησης μερικών ασκητών-αγίων και οσίων της Κύπρου, όπως ο Αββακούμ, μπορούν τελικά να τους κατατάξουν στους συμβατικά καλουμένους «Αλαμάνους», χωρίς να αναφέρονται ως «Αλαμάνοι» από τους σχετικούς καταλόγους(23). Συγχύσεις και αναμείξεις είναι δυνατές και όχι σπάνιες, και αξίζει να σημειωθεί ότι ο συντάκτης της ακολουθίας του προφήτη και του οσίου Αββακούμ χρησιμοποίησε στοιχεία από την ακολουθία του οσίου Αναστασίου του Αλαμάνου (Βενετία, 1779)(24), που όμως δεν αποδεικνύει ότι μετά το 1779 συντέθηκε η ακολουθία των δυο Αββακούμ. Μπορούσε ο συντάκτης της τελευταίας να έζησε πολύ πιο πριν και να γνώριζε την ακολουθία του Αναστασίου από χειρόγραφο.
Το σημαντικό στην όλη υπόθεση των «300 Αλαμάνων αγίων της Κύπρου» δεν είναι η «αλαμανική» τους ιδιότητα, αυτή που προφανώς οφείλεται σ' επίδραση και αποτελεί απήχηση του θαυμασμού των Κυπρίων (Ορθόδοξης Εκκλησίας και λαού) για τους πρώτους σταυροφόρους, προτού οι σχέσεις τους χειροτερέψουν και καταλήξουν στην αξιοθρήνητη περιπέτεια του 1191-1192, την κατάληψη της Κύπρου από τους σταυροφόρους. Όταν επήλθε η χειροτέρευση, η «ιδεολογία» της αλαμανικής ιδιότητας είχε πια ριζώσει και επικρατήσει, και δεν μπορούσε να εξαφανιστεί. Αυτό που έχει σημασία είναι η στρατιωτική τους ιδιότητα και ο αριθμός τους, (300) που ασφαλώς ανάγονται στην περίοδο των αραβικών επιδρομών και εκφράζουν την «ιδέα» του στρατιωτικού αγίου-ασκητή και υπερασπιστή του μεθοριακού χώρου της Κύπρου, ιδέα καθολική στη βυζαντινή ιστορία, που εντοπίστηκε τώρα, εγκλιματίστηκε και προσαρμόστηκε στις ειδικές συνθήκες της Κύπρου. Η ίδρυση μονών-παρατηρητηρίων και φρουρίων στην περίοδο 963/4-1191 με ενθάρρυνση και χρηματοδότηση της κεντρικής εξουσίας και των εκπροσώπων της στο νησί —ως ένα βαθμό συνέχεια προηγούμενης τακτικής— αποτέλεσε το γενικό πλαίσιο άνθησης τόσο της στρατιωτικής αγιολογίας ως ιδεολογίας, όσο και του ίδιου του θεσμού του αγίου- ασκητή-πολεμιστή και θαυματουργού, πρώτου ή δεύτερου στρώματος, στα οποία προστέθηκε το τρίτο στρώμα της «αλαμανικής» ιδιότητας για μερικούς από αυτούς, που κακώς γενικεύθηκε από τον Σάθα κ.ά. Αναμείξεις ιδεών, πληροφοριών, στοιχείων και χρόνων, και μεταφορές από τον ένα στον άλλο άγιο της ομάδας ήταν φυσικές στη διάρκεια μακροχρονίων διεργασιών στο πνεύμα και στη ψυχή του λαού και των συναξαριστών και συντακτών ακολουθιών. Η αγροτική -ποιμενική ατμόσφαιρα του βίου τους, πλάι ή/ και πέραν του στρατιωτικού τους χαρακτήρα, κατοπτρίζει πιθανώς τις συνθήκες του στρατιωτικού αποικισμού των Βυζαντινών στην Κύπρο κατά την περίοδο 963/4 - 1191, οπότε και «Αρμένιοι» και «Μαρωνίτες» -«Σύροι» [Μαρδαΐτες;] εγκαταστάθηκαν ως φρουροί σε καίρια σημεία, ανάμεσά τους και ασκητές –πολεμιστές(25). Και αυτός ο αριθμός «300» δεν είναι χωρίς σημασία, και εκφράζει, νομίζουμε, την υποδιαίρεση στρατιωτικού τάγματος για αμυντικούς σκοπούς μεταφερομένου σε επίλεκτα στρατηγικά ορεινά σημεία, όπως αυτά που «διάλεγαν» αρκετοί από τους «Αλαμάνους» αγίους.
Σε νεότερη μελέτη που δημοσιεύτηκε από τον Αντρο Παυλίδη, δίνεται μια εντελώς διαφορετική ερμηνεία ως τον χαρακτηρισμό Αλαμάνοι. Αφού ο συγγραφέας απορρίπτει ως αδικαιολόγητη την καταγωγή των αγίων αυτών από χώρες της δυτικής Ευρώπης, υποστηρίζει ότι η ονομασία Αλαμάνοι προήλθε από τον χαρακτηρισμό "αλόμενοι" δηλαδή περιπλανώμενοι, εκείνοι που έφτασαν στην Κύπρο από αλλού και που περιπλανήθηκαν ακόμη και στο ίδιο το νησί μέχρι να βρούνε τοποθεσίες για να εγκατασταθούν. Την περιπλάνηση τους ακόμα και στην Κύπρο, αναφέρει και αυτός τούτος ο Λεόντιος Μαχαιράς. Η ονομασία προήλθε δηλαδή από την αρχαία λέξη "αλάομαι= περιπλανώμαι, ή και από το ρήμα "αλέομαι" που σημαίνει φεύγω, αποσύρομαι.
Κ.Π.ΚΥΡΡΗΣ
1. Chronicle , ed. Dawkins, I, 1932, §31-33.
2. Αυτ., II, σσ. 1214.
3. Μαχ., §31
4. Εκδ. Θ. Παπαδοπούλλου, Ν. Σιών, 1952, σσ. 28-29.
5. Vie des Saints Allemands de I’ Eglise de Chypre, Génes, 1884.
6. Description de toute l’ isle de Cypre, Paris, 1580, fo 63α -β.
7. Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου, Β' Πειρ., 1927, σ. 276.
8. Άννας Χατζηνικολάου Μαραβά, ο Άγιος Μάμας, Αθ., 1953, σσ. 16-23.
9. 'Saints de Chypre', Analecta Bollandiana, XXIV, 1907, σσ. 249-251.
10. Χριστιανικαί Μελέται, Λευκωσία, 1955, σ. 51, πρβλ. σσ. 32-56.
11. Const. Sathas, Vie des Saints Allemande, σ. 24.
12. Αυτ.. σσ. 407, 408.
13. R. Devreesse, Catalogue des manuscrits Grecs: Le Fonde Coislin, 1945, σ. 92.
14. Κυπρ. Σπουδαί, Β', 1938, σ. 97.
15. A.I. Dikigoropoulos, 'The Church of Cyprus During the Period of the Arab Wars, AD. 649-965', The Greek Orthodox Theological Review, XI, 2, Winter 1965-1966 σ. 247. Του ίδιου, Cyprus Betwixt Greeks and Saracens, A.D. 647-965, Oxford, 1961, διδακτ. διατρ., δακτυλογρ., σσ. 128-129,147, 342.
16. Αυτ.. σσ. 334-353, Appentix IV, 'The question of the 300 Saints'.
17. Iστ. τ. Ορθ. Εκκλ. τ. Κύπρου, Β', σσ. 276-277.
18. Π.χ. οι άγιοι Ορέστης και Ρηγίνος στη Φασούλα, για τους οποίους προσθέτει την Ακολουθία τους, έκδ. ἐν Λεμεσῷ, 1942, βλ. το συναξάριό τους, που τους χαρακτηρίζει εκατόνταρχους του ρωμαϊκού στρατού που βασανίστηκαν εκτός Κύπρου (στη Μικρά Ασία;), προτού καταλήξουν στη Λεμεσό και αποκεφαλιστούν από ειδωλολάτρες στη Φασούλα.
19. Cyprus, σσ. 349-352.
20. Darrouges. 'Notes pour servir a l’ histoire de Chypre, ΙΓ, Κυπρ. Σπουδ., Κ. 1956 (1957), σσ. 36, 50, 51 αρ. 43, 46.
21. Πρβλ. Α. Μιτσίδη στην ΘΗΕ, Β', 1966, στήλ. 4-6.
22. Β', σσ. 165-292.
23. Θ.Ε. Σχίζα, «Ἀκολουθία τοῦ Προφήτου Ἀββακούμ καί τοῦ Ὀσίου Ἀββακούμ τοῦ ἐν τῷ ὂρει Καλαμιθίας ἀσκήσαντος», Κυπρ. Σπουδ., MB', 1978, σσ. 1-34.
24. Αυτ. σ. 3.
25. C.P. Kyrris, 'Military Colonies in Cyprus in the Byzantine Period: their Character, Purpose and Extent', Byzantinoslavica, XXI. 2, 1970, σσ.157-181.