Μαγγανοπήγαδο. Μηχάνημα που κινείται από ζώο, συνήθως γαϊδούρι, και βγάζει το νερό από τον λάκκο για πότισμα των περιβολιών. Ο λάκκος που φέρει αλακάτιν λέγεται ανακατώλακκος ή αλακατόλακκος. Δεν βρίσκεται πια σε χρήση στην Κύπρο.
Υπήρχαν τρία βασικά είδη αλακατιών: τα ξυλαλάκατα, κατασκευασμένα εξολοκλήρου από ξύλο, τα σκαλωτά σιεραλάκατα και τα κασιωτά σιεραλάκατα. Τα κύρια μέρη ενός αλακατιού ή αλακαθκιού ήταν: α) η κάσια, κυλινδρικός τροχός διαμέτρου 1,5 μ. περίπου που ετοποθετείτο πάνω στο στόμιο του λάκκου, β) το ρουβέθθιν, οδοντωτός τροχός που μετέδιδε την κίνηση στην κάσια, γ) το αδράχτιν, άξονας της κάσιας, δ) οι κάοι ή κάδοι, τα δοχεία που μετέφεραν το νερό στην επιφάνεια περιστρεφόμενα από την κάσια έτσι που να ανεβοκατεβαίνουν στον λάκκο, ε) το ζαρούτιν, κορμός δέντρου, κυρίως μαυρομμάτας ή ευκαλύπτου, στον οποίο δενόταν το ζώο κι έδινε με το περιστροφικό του περπάτημα την κίνηση στην κάσια, στ) τα πιλιέρκα, δυο πετρόχτιστοι ή πλινθόχτιστοι χαμηλοί τοίχοι στις δυο πλευρές του λάκκου, ζ) ο στύλλος, στερεωμένος κάθετα από ένα οριζόντιο χοντρό ξύλο στερεωμένο στα δυο πιλιέρκα, η) το κλουβίν, τροχός που βρισκόταν ανάμεσα στα πιλιέρκα κι έπαιρνε την κίνηση από τον στύλλο για να την μεταδώσει στην κάσια.
Το ζώο δενόταν στο ζαρούτιν, στο οποίο συνδεόταν μ' ένα άλλο κάθετο ξύλο, το μουττοκόνταρον, κι άρχιζε να περπατά γύρω - γύρω, με τα μάτια του δεμένα για να μη αντιλαμβάνεται ότι το συνεχές περπάτημά του ήταν περιστροφικό. Η κίνηση του ζώου μεταδιδόταν στον στύλλο, από αυτόν στο κλουβίν και, τελικά, στην κάσια. Με το γύρισμα της κάσιας η σειρά των κάδων κατέβαινε από την μια πλευρά άδεια στον λάκκο και ανέβαινε από την άλλη γεμάτη. Ο κάθε κάδος που ανέβαινε στην επιφάνεια έπρεπε να περιστραφεί γύρω από την κάσια για να ξανακατεβεί στον λάκκο, κι έτσι άδειαζε το νερό στον νεροχύτη της κάσιας.
Αλακάτια ή αλακάθκια, κατασκευασμένα από ξύλο, χρησιμοποιούνταν και σε νερόλακκους στις αυλές των σπιτιών. Τα αλακάτια αυτά ήσαν πολύ πιο απλά, τοποθετούνταν πάνω από τους λάκκους, στερεωμένα σε δυο τοίχους, και τα κινούσαν οι άνθρωποι με τα χέρια τους, τυλίγοντας ή ξετυλίγοντας από αυτά ένα σχοινί με το οποίο κατέβαζαν και ανέβαζαν ένα μόνο δοχείο για νερό.
Τα αλακάτια, που εξυπηρέτησαν τον Κύπριο γεωργό για αρκετούς αιώνες, βρίσκονταν σε χρήση στην Κύπρο μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα, αν και αρκετά από αυτά είχαν αντικατασταθεί κιόλας από ανεμόμυλους ή και τουρμπίνες. Σήμερα μπορεί κανένας να βρει απομεινάρια αλακατιών, κι αυτά πολύ αραιά. Το εγκαταλειμμένο αλακάτιν του κυπριακού αγροτικού τοπίου συγκίνησε τον Γιώργο Σεφέρη* που το πρόσεξε, κατά την περιδιάβασή του στην Κύπρο (1953):
...Ἦταν ὡραῖα ὃλ' αὐτά, μιά περιδιάβαση.
Ὃμως τό ξύλινο μαγγανοπήγαδο -τ' ἀλακάτιν,
κοιμισμένο στόν ἲσκιο τῆς καρυδιῆς
μισό στό χῶμα καί μισό μέσα στό νερό,
γιατί δοκίμασες νά τό ξυπνήσεις;
Εἶδες πῶς βόγκηξε. Κι ἐκείνη τήν κραυγή
βγαλμένη ἀπ’ τα παλιά νεῦρα τοῦ ξύλου
γιατί τήν εἶπες φωνή πατρίδας;
Κύπρον, οὗ μ' ἐθέσπισεν...
«Λεπτομέρειες στην Κύπρο»