Ο ανώτατος βαθμός στην επαρχιακή ιεραρχία των Οθωμανών ιππέων φεουδαρχών ή σπαχήδων, από το alay=στρατιωτικός σχηματισμός (από το βυζαντινό αλλάγιον). Οι αλαγημπέγηδες εκλέγονταν από τους σπαχήδες κάθε νομού (sanjak, σαντζακιού). τους οποίους είχαν καθήκον να κινητοποιούν για τις εκάστοτε εκστρατείες. Ελάμβαναν κατ' εκχώρηση διά βίου ζιαμέτια, σημαία και τύμπανο, προνόμια των σαντζακμπέγηδων και είχαν υπό την άμεση διοίκησή τους τα τάγματα των σπαχήδων. Με τη σύσταση των αλαγημπέγηδων γίνονταν οι διορισμοί σπαχήδων σε νέα κατ' εκχώρηση διά βίου τιμάρια. Κάτω από τους αλαγημπέγηδες ήσαν οι τσεριμπάσηδες ή σουμπασήδες, που εκλέγονταν μεταξύ των ζαΐμηδων της κάθε υποδιοίκησης ή Kada ή Kaza (που υπαγόταν στην δικαιοδοσία του καδή).
Κάθε αλαγήμπεγης είχε βοηθούς τον σημαιοφόρο ή Bayrakdar και τον τσαούση και ήταν υποχρεωμένος να συνεισφέρει στον οθωμανικό στρατό σώμα ενόπλων τσεμπελήδων (Cebeli). Πέραν των στρατιωτικών τους καθηκόντων κατά τους μεταγενέστερους κυρίως χρόνους οι αλαγημπέγηδες ήσαν υποχρεωμένοι να εκτελούν και άλλα έργα στο σαντζάκι όπου υπηρετούσαν, π.χ. να ελέγχουν τους σουμπασήδες μικρότερων περιφερειών του σαντζακιού. Ενώ ο σαντζακμπέγης εκπροσωπούσε την κεντρική κυβέρνηση, οι αλαγημπέγηδες εκπροσωπούσαν τους τοπικούς φεουδάρχες= σπαχήδες και ιδίως όταν ανήκαν στην τάξη των Kapi-Κulu=δούλων της Πύλης, χρησιμοποιούσαν τις γνώσεις των τοπικών παραγόντων για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ζούσαν από τα εισοδήματα των ζιαμετιών τους και στα μεταγενέστερα χρόνια χειροτέρεψαν τόσο ποιοτικά, ώστε σπάνια ή καθόλου δεν μετείχαν στις εκστρατείες και εκλέγονταν από τους σπαχήδες με δωροδοκία. Στην Κύπρο, παρατηρείται αυτή ακριβώς η διαφθορά και η απόλεμη κατάσταση και των αλαγημπέγηδων και των σπαχήδων όσες φορές αναφέρονται σε κείμενα και έγγραφα. Π.χ. όταν ο αρχιεπίσκοπος Φιλόθεος (1734-1759) πήγε στην Κωνσταντινούπολη για να ελαφρώσει τα δοσίματα των ραγιάδων της Κύπρου, διαβλήθηκε στον μεγάλο βεζίρη από «κακότροπους Τούρκους» της Κύπρου, όπως ο «Κιοσά Μεεμέταγας αλαγημπέγης της Πάφου», καθώς και Έλληνες Κυπρίους «φθονερούς», ένα Παφίτη ιερέα, το Μάρκελλο, το Μοδίτη, το Χοιροκοιτιώτη κ.ά., και εστάλη σιδηροδέσμιος στην Κύπρο.
Στις 8 Απριλίου 1804 ο «αλαϊπέης αμμοχούστου» αναφέρεται να παίρνει δώρο ένα «τζετταρί» (=ζιμπούνι, γιλέκο) στη διάρκεια κοινωνικής αναταραχής, στην οποία μετέχει μέρος των ποπαγιίτηδων, τοπικής στρατιωτικής τάξης, με καθήκοντα χωροφυλακής. Με τους ποπαγιίτηδες φαίνεται ότι συγχύζονται οι σπαχήδες του νησιού, καθώς και οι γενίτσαροι, σε μια τάση ισοπέδωσης των θεσμών στην πράξη τόσο για λόγους γενικότερους, όσο και αστάθμητους ειδικότερους τοπικούς. Οι σπαχήδες των ανεκδότων δικαιοπρακτικών εγγράφων της Κανακαρίας (1666-1850), το υπόβαθρο των τοπικών αλαγημπέγηδων, εμφανίζονται ειρηνικοί λησμονημένοι τοπικοί γαιοκτήμονες χωρίς στρατιωτική ή παραστρατιωτική δράση, ζώντας αρμονικά με τους τοπικούς Έλληνες μοναχούς, λαϊκούς και άλλους κατοίκους της Καρπασίας.