Σουλτάνος Αιγύπτου, Συρίας, Παλαιστίνης και Υεμένης, ιδρυτής της δυναστείας των Αγιουβιδών, σημαντικότατος και ικανότατος αντίπαλος των Σταυροφόρων, ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες του Ισλάμ.
Γεννήθηκε στο Τικρίτ της Μεσοποταμίας το 1137/8 και πέθανε στη Δαμασκό στις 4 Μαρτίου 1193. Το πλήρες του όνομα ήταν Salah ad-Din Yusuf ibn Ayyub, που σημαίνει «Αρετή της Πίστης, Ιωσήφ γιος του Ιώβ». Γόνος διακεκριμένης οικογένειας Κούρδων, η οποία εγκαταστάθηκε στο Χαλέπι όταν ακόμη ο Σαλαντίν ήταν βρέφος. Εκεί ο πατέρας του Ναζμ αντ -Ντιν Αγιούμπ προσελήφθη στην υπηρεσία του ισχυρού Τούρκου Ιμάντ αντ -Ντιν Ζενγκί που ήταν κυβερνήτης της βόρειας Συρίας. Από νεαρή ηλικία ο Σαλαντίν έτυχε στρατιωτικής εκπαίδευσης, ενώ είχε και θρησκευτικές σπουδές στη Δαμασκό και το Μπάαλμπεκ.
Ως νέος ο Σαλαντίν σπούδασε με λαμπρές επιδόσεις νομική και λογοτεχνία, σύμφωνα με το μοτίβο που ίσχυε κατά τη διάρκεια της Ισλαμικής εποχής, βάσει του οποίου κάθε μελλοντικός ηγέτης έπρεπε να διαθέτει ευρύ πεδίο γνώσεων. Παρά την ακαδημαϊκή του εκπαίδευσή, τέθηκε στην υπηρεσία των Ζενγκίδων (Μουσουλμανική δυναστεία) στη βόρεια Συρο-Ιρακινή περιοχή Τζαζίρα και από τον πατέρα του Αγιούμπ και τον θείο του Σιρκούχ, έλαβε εξαιρετική στρατιωτική εκπαίδευση, αν και διαφαίνεται ότι προτιμούσε τις σπουδές.
Η σταδιοδρομία του άρχισε με υπηρεσία στο επιτελείο του θείου του Άσαντ αντ -Ντιν που ήταν ανώτερος στρατιωτικός του εμίρη Νουρεντίν, γιου και διαδόχου του Ζανγκί. Πήρε μέρος σε αλλεπάλληλες εκστρατείες στην Αίγυπτο για παρεμπόδιση κατάληψής της από τους Φράγκους των ηγεμονιών που είχαν ιδρυθεί στη Συροπαλαιστίνη με την Α΄ Σταυροφορία. Το 1169, σε ηλικία 31 χρόνων, ο Σαλαντίν διορίστηκε βεζίρης της Αιγύπτου αλλά και διοικητής των συριακών στρατευμάτων. Το 1171 κατήργησε το χαλιφάτο των Φατιμιδών στην Αίγυπτο, που ήταν Σιιτικό, κι επανέφερε το Σουνισμό. Ταυτόχρονα εδραίωσε τη θέση του ως απόλυτος κύριος της Αιγύπτου, αν και τυπικά παρέμενε υποτελής στον εμίρη της Συρίας Νουρεντίν, ο οποίος πέθανε ωστόσο το 1174. Από το χρόνο αυτό και μέχρι το 1186 ο Σαλαντίν εργάστηκε σκληρά προκειμένου να επιτύχει τη συνένωση, υπό τη δική του αρχηγία, όλων των ισλαμικών δυνάμεων Αιγύπτου, Συρίας, Παλαιστίνης και βόρειας Μεσοποταμίας. Τούτο το κατόρθωσε χρησιμοποιώντας τόσο τις διπλωματικές του ικανότητες όσο και τη στρατιωτική του ισχύ. Η συνένωση αυτών των δυνάμεων σχημάτισε ένα ισχυρό στρατιωτικό μέτωπο κατά των Σταυροφορικών ηγεμονιών της Συροπαλαιστίνης, που και αυτές μαστίζονταν και από τις μεταξύ τους έριδες. Στις 4 Ιουλίου του 1187 κατήγαγε την πρώτη του σημαντική νίκη κατά των Σταυροφόρων, κατανικώντας τους στο Χατίν, κοντά στην Τιβεριάδα. Συνέλαβε μάλιστα τον ηγέτη τους Γκυ Ντε Λουζινιάν, ο οποίος μετά τη Γ Σταυροφορία εγκαταστάθηκε στην Κύπρο ιδρύοντας το βασιλικό οίκο των Λουζινιανών.
Στη συνέχεια, και σε σχετικά πολύ σύντομο διάστημα, ο Σαλαντίν κατόρθωσε να διαλύσει όλες τις Σταυροφορικές -Χριστιανικές ηγεμονίες και βάσεις, περιλαμβανομένου και αυτού τούτου του φράγκικου βασιλείου των Ιεροσολύμων. Η Άκρα, η Βηρυτός, η Ναζαρέτ, η Σιδώνα, η Ναμπλούς, η Καισάρεια, η Γιάφφα και η Ασκαλών έπεσαν στα χέρια του σε διάστημα μόλις 3 μηνών. Ο μεγαλύτερος θρίαμβος, πάντως, του Σαλαντίν και το βαρύτερο πλήγμα για τους Σταυροφόρους ήταν η κατάληψη της Ιερουσαλήμ, ύστερα από 88 χρόνια κατοχής της από τους Σταυροφόρους.
Ο Σαλαντίν ετοιμαζόταν να πολιορκήσει την Ιερουσαλήμ, αλλά ο υπερασπιστής της, Μπαλιάν του Ιμπελέν, είχε τη σύνεση να διαπραγματευτεί μια έντιμη παράδοση με αντάλλαγμα την εκκένωση των περίπου 16.000 Χριστιανών κατοίκων, οι οποίοι έφυγαν σώοι και αβλαβείς. Ο Σαλαντίν εισήλθε θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα στις 2 Οκτωβρίου 1187.
Ιερουσαλήμ
Η πτώση της Ιερουσαλήμ προκάλεσε την Γ΄ Σταυροφορία το 1191, υπό τους βασιλιάδες Φίλιππο της Γαλλίας και Ριχάρδο της Αγγλίας. Ιδίως ο Ριχάρδος, που απεκλήθη τότε και Λεοντόκαρδος, παρά τις αναμφισβήτητες στρατιωτικές του ικανότητες δεν απεδείχθη ικανός να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον Σαλαντίν και, πέρα από ένα πλήθος από ωμότητες που διέπραξε, δεν πέτυχε τίποτα. Στις 10 Αυγούστου 1192, προκειμένου να αναχωρούσε από την Παλαιστίνη, ο Ριχάρδος συνήψε συνθήκη ανακωχής με τον Σαλαντίν, που θα είχε διάρκεια 3 χρόνια, 3 μήνες, 3 εβδομάδες και 3 ημέρες. Η συνθήκη άντεξε πάντως μόνο μέχρι τον επόμενο χρόνο. Με την αναχώρηση του Ριχάρδου η Σταυροφορία αυτή έληξε. Στα χέρια των Σταυροφόρων είχαν παραμείνει μόνο 3 παραθαλάσσιες βάσεις στη Συροπαλαιστίνη ολόκληρη, που έμελλε ν΄ άντεχαν λίγο ακόμη. Ο Σαλαντίν αποσύρθηκε στη Δαμασκό, όπου και πέθανε τον επόμενο χρόνο. Ο τάφος του βρίσκεται στον περίβολο του μεγάλου τεμένους της Δαμασκού.
» Βλέπε λήμμα: Οι 8 Σταυροφορίες
Σχέσεις με την Κύπρο: Όταν το 1185 ο Βυζαντινός διοικητής της Κύπρου Ισαάκιος Κομνηνός αποσχίστηκε από την Αυτοκρατορία και κήρυξε τον εαυτό του ανεξάρτητο ηγεμόνα του νησιού, προσπάθησε να αναπτύξει συμμαχική σχέση με τον Σαλαντίν, με τον οποίο είχε διάφορες επαφές, σύμφωνα προς αναφορά της εποχής ( Ambrois, Estorie de la Guerre Sainte, έργο γραμμένο περί το 1195-6, έκδ. Gaston, Παρίσι, 1897). Δεν είναι γνωστό το τι ακριβώς επιδίωκε ο Ισαάκιος, προφανώς όμως, μεταξύ άλλων, να διασφάλιζε την κυριαρχία του στην Κύπρο, αφού το Βυζάντιο έστειλε μάλιστα στρατιωτική δύναμη εναντίον του, την οποία απέκρουσε. Δεν είναι, επίσης, γνωστό εάν ο Σαλαντίν είχε ανταποκριθεί στις κρούσεις του Ισαακίου. Είναι όμως γεγονός ότι ο Ισαάκιος είχε τότε εκδώσει ένα διάταγμα με το οποίο απαγόρευε την προσφορά οποιασδήποτε βοήθειας στην Κύπρο και στα λιμάνια της προς τα καράβια και τις δυνάμεις των Σταυροφόρων (δες George Hill, A History of Cyprus, vol. I, 1972, pp. 317, όπου και αναφορά στις πηγές).
Πιθανότατα τούτο ήταν μία πράξη που ικανοποιούσε απαίτηση του Σαλαντίν ο οποίος, μετά τις συντριπτικές του νίκες κατά των Σταυροφόρων στη Συροπαλαιστίνη, θα πρέπει να ανέμενε τη δυναμική αντίδραση των Χριστιανών της Δύσης. Σ’ αυτό το πλαίσιο συμμαχίας του Ισαακίου με τον Σαλαντίν θα πρέπει μάλλον να εξετάζεται και η μη «ευγενική» συμπεριφορά του Ισαακίου προς τη Βερεγγάρια και την Ιωάννα της Σικελίας, αντιστοίχως μνηστή και αδελφή του Ριχάρδου, των οποίων τα καράβια βρέθηκαν στην Κύπρο αφού αποκόπηκαν από τον υπόλοιπο σταυροφορικό στόλο λόγω θαλασσοταραχής.
Η ρομαντική «ιστορία», ότι ο Ριχάρδος Λεοντόκαρδος επετέθη κατά του Ισαακίου στην Κύπρο επειδή αυτός δεν είχε φερθεί «ιπποτικά» στην αρραβωνιαστικιά του, δεν είναι παρά ένα παραμύθι. Η Κύπρος θα πρέπει να είχε οριστεί ως στόχος, ακόμη και πριν ξεκινήσει η Γ΄ Σταυροφορία. Και επειδή θα μπορούσε να ήταν σημαντική βάση ακριβώς απέναντι από τη Συροπαλαιστίνη, όπου τα εδάφη των Σταυροφόρων είχαν σχεδόν όλα απωλεσθεί, αλλά και επειδή θα μπορούσε να ήταν και σημαντική πηγή εφοδιασμού του στρατού των Σταυροφόρων. Ο Ριχάρδος, πριν αναχωρήσει από την Κύπρο, πήρε πάντως από το νησί μία τεράστια ποσότητα εφοδίων, φορτώνοντας στα καράβια του ό,τι ζώο και φαγώσιμο είδος μπορούσε να μεταφερθεί. Αργότερα μάλιστα, στην Παλαιστίνη, υπήρξε έντονη αντιπαράθεση των βασιλιάδων Αγγλίας και Γαλλίας, όταν ο δεύτερος απαίτησε μεγάλο μέρος των λαφύρων που ο Ριχάρδος πήρε από την άγρια λεηλασία της Κύπρου και ο πρώτος αρνείτο, ισχυριζόμενος ότι η αρχική συμφωνία τους περί διαμοιρασμού των λαφύρων αφορούσε μόνο εκείνα που θα κερδίζονταν στους ίδιους τούτους τους Αγίους Τόπους.
Τον Ριχάρδο, προκειμένου να πετύχαινε την κατάληψη της Κύπρου, έσπευσε να βοηθήσει από την Παλαιστίνη ο Γκυ ντε Λουζινιάν, έκπτωτος πλέον βασιλιάς των Ιεροσολύμων. Μάλιστα ο Σαλαντίν, όταν κατέλυσε το βασίλειο των Ιεροσολύμων, είχε συλλάβει αιχμάλωτο και τον ίδιο τον Γκυ, που σε αντίθεση προς άλλους, όχι μόνο δεν σκότωσε αλλά άφησε και ελεύθερο. Ίσως δεν τον θεώρησε ιδιαίτερα ικανό, οπότε ελευθερώνοντάς τον, σήμαινε ότι αυτός και όχι άλλος ικανότερος θα ήταν και μελλοντικός αντίπαλος. Αλλά τον Ρενώ ντε Σιατιγιόν για παράδειγμα, που είχε διαπράξει πλήθος ωμότητες ακόμη και κατά αμάχων Μουσουλμάνων (είχε μάλιστα λίγα χρόνια πιο πριν εισβάλει και στην Κύπρο και την είχε λεηλατήσει άγρια), ο Σαλαντίν τον σκότωσε προσωπικά ο ίδιος.
Ο Ριχάρδος πώλησε την Κύπρο στους Ναΐτες ιππότες αλλά τον επόμενο χρόνο, 1192, όταν εκείνοι του επέστρεψαν το νησί, προχώρησε σε δεύτερη πώληση, αυτή τη φορά στον Γκυ ντε Λουζινιάν, ο οποίος αναζητούσε άλλο βασίλειο αφού κατόρθωσε να χάσει εκείνο των Ιεροσολύμων. Το οποίο, εξάλλου, είχε κερδίσει μέσω γάμου του, με τη χήρα βασίλισσα των Ιεροσολύμων Σίβυλλα, και όχι βάσει κληρονομικού δικαίου.
Ο Γκυ, όταν το 1192 ήλθε στην Κύπρο ως νέος της ηγεμόνας και άρχισε να οργανώνει το νησί σε φράγκικο βασίλειο, υπάρχει η υπόθεση ότι μία από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να επιδιώξει συμμαχία με τον πριν λίγο αντίπαλό του, τον Σαλαντίν. Φαίνεται να είχε μάλιστα προτείνει στον Σαλαντίν συμμαχία και κοινό μέτωπο κατά των Βυζαντινών (George Hill, ο.π.π. vol. II, pp. 38-39. Τούτο αφηγείται και ο χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς). Ωστόσο δεν βρήκε θετική ανταπόκριση εκ μέρους του Σαλαντίν. Προφανώς ο Γκυ φοβόταν μία δυναμική αντίδραση εκ μέρους των Βυζαντινών για ανάκτηση της Κύπρου, κάτι πάντως που δεν συνέβη. Ωστόσο οι ίδιοι οι Κύπριοι, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία στο νησί έναντι του Γκυ και των δικών του, υπήρχε πιθανότητα να αντιδρούσαν δυναμικά εναντίον του, με μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Τούτο αποτελούσε φόβο για τον Γκυ, όπως γράφει και ο χρονικογράφος Λεόντιος Μαχαιράς. Υπήρξαν, πάντως, λίγο αργότερα, και όταν πλέον ο Γκυ είχε πεθάνει, το 1194, κάποιες δυναμικές αντιδράσεις, μεμονωμένες όμως, όπως η μαρτυρούμενη «πειρατική» δράση του Κανάκη, περί το 1187.
Ο Γκυ απευθύνθηκε ξανά στον Σαλαντίν, κατά αφήγηση του Λεοντίου Μαχαιρά, ζητώντας τη βοήθεια και τις συμβουλές του ως προς το τι θα έπραττε στην Κύπρο. Ο Σαλαντίν, προκειμένου να τον βοηθούσε, του ζήτησε, με δύο απεσταλμένους του, να ασπασθεί τον Ισλαμισμό, πράγμα που ο Γκυ ήταν αδύνατο να πράξει. Ωστόσο ο σουλτάνος δεν αρνήθηκε να δώσει τις συμβουλές του, ως προς τη διακυβέρνηση του τόπου. Ο Σαλαντίν συμβούλευσε τον Γκυ, κατά τα γραφόμενα του Μαχαιρά: «δώσε τα όλα για να τα κερδίσεις όλα...» Εννοούσε την εκχώρηση, σε αριθμό συμπατριωτών του ευγενών και ιπποτών, αξιωμάτων, τίτλων γαιών και φέουδων, ώστε να έρχονταν να κατοικήσουν στο νησί, οπότε ο ίδιος θα περιβαλλόταν από μία ισχυρή ομάδα της ανώτερης τάξης, που μεταξύ άλλων θα του προσέφερε και στρατιωτική υποστήριξη.
Ο θάνατος του
Ο Σαλαντίν απεβίωσε από πυρετό στις 4 Μαρτίου 1193 στη Δαμασκό, λίγο μετά την αναχώρηση του βασιλιά Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου. Μετά θάνατον δεν υπήρχαν χρήματα για την ταφή αφού έχοντας δώσει την περιουσία του στους φτωχούς, βρέθηκαν στην κατοχή του ένα κομμάτι χρυσού και σαράντα τεμάχια αργύρου. Τάφηκε σε μαυσωλείο έξω από το τζαμί της Umayyad στη Δαμασκό της Συρίας. Αρχικά ο τάφος αποτελούσε τμήμα συγκροτήματος που περιλάμβανε σχολείο, το Madrassah al-Aziziah, από το οποίο σώζονται λίγα ερείπια και συγκεκριμένα μερικοί στύλοι και μια εσωτερική καμάρα. Επτά αιώνες αργότερα, ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β’ της Γερμανίας δώρισε νέα μαρμάρινη σαρκοφάγο στο μαυσωλείο, αλλά η αρχική δεν αντικαταστάθηκε. Αντίθετα το μαυσωλείο, διαθέτει δύο σαρκοφάγους, την μαρμάρινη τοποθετημένη στο πλάι και την αρχική ξύλινη, η οποία καλύπτει τον τάφο του Σαλαντίν. (Οι Μουσουλμάνοι θάβονται σε απλό τάφο, οπότε οι σαρκοφάγοι, συνήθως χρησιμοποιούνται για την κάλυψη). Αιώνες μετά το θάνατο του Σαλαντίν, ο Δάντης στο έργο του «Θεία Κωμωδία – Κόλαση» κατατάσσει τον Μουσουλμάνο ηγέτη μεταξύ των γενναίων μη Χριστιανών στο Λίμπο/Limbo (θρησκευτικός όρος που αναφέρεται στον κόσμο μεταξύ κόλασης και παράδεισου) πιστοποιώντας την φήμη του ως δίκαιου, μεγαλόψυχου με ιπποτικές αρετές. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά, ότι ο Σαλαντίν δεν συμπεριφέρθηκε προς τους αντιπάλους του με την τυπική σκληρότητα της εποχής του, αλλά απέφυγε την βάρβαρη συμπεριφορά.
Τον επόμενο χρόνο πέθανε και ο Γκυ στην Κύπρο, χωρίς να προλάβει να οργανώσει το νησί σε βασίλειο. Τούτο έπραξε ο αδελφός του Αμάλριχος, που το 1197 αναγνωρίστηκε επίσημα από τη Δύση ως βασιλιάς του νησιού και η Κύπρος αναγνωρίστηκε ως βασίλειο.
Πηγές: