Η στεριά ανάμεσα στο Κούριον, το ακρωτήρι Ζευγάρι, το ακρωτήρι Γάτας και τη Λεμεσό, που περιβρέχεται στις τρεις πλευρές από θάλασσα, είναι γνωστή ως χερσόνησος Ακρωτηρίου. Πρόκειται για μια καμπίσια έκταση που εκτός από την εντατική καλλιέργεια σημαντικών αρδευόμενων εκτάσεων στο βόρειό της τμήμα, τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι η αλυκή Ακρωτηρίου ή αλυκή Λεμεσού και η βρεττανική στρατιωτική βάση Ακρωτηρίου. Ο Στράβων μνημονεύει τη χερσόνησο ως Κουριάδα («εἶτα Κουριάς χερρονησώδης...»).
Η χερσόνησος, που κυρίως αποτελείται από πολύ πρόσφατες αλλουβιακές αποθέσεις, διατηρεί ακόμη αρκετές ακαλλιέργητες εκτάσεις κυρίως γύρω από την αλυκή, δέχεται δε μια μέση ετήσια βροχόπτωση γύρω στα 450 χιλιοστόμετρα.
Ο Φραγκούδης (1890) μνημονεύει το φάρο που υπάρχει ακόμη στο νοτιοανατολικό τμήμα της χερσονήσου, αναφέροντας πως «εἶναι περιστροφικός ἀρκετῆς δυνάμεως, ὁ μόνος, ὃστις ὑπῆρχεν ἐν Κύπρῳ... καί ἀνῆκεν εἰς γαλλικήν τινά ἑταιρείαν, ἣτις εἰσέπραττε ψαρικά δικαιώματα ἐκ τῶν εἰς Λεμησσόν καταπλεόντων πλοίων». Αναφέρει, όμως, ότι αργότερα αγοράστηκε από την κυβέρνηση της Κύπρου.
Στα νοτιοανατολικά της αλυκής βρίσκεται και το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου, που ανακαινίστηκε πολύ πρόσφατα. Αναφέρεται από τον Κυπριανό πως στην χερσόνησο Ακρωτηρίου, λόγω της συνεχούς ανομβρίας, πολλαπλασιάστηκαν τα φαρμακερά φίδια που δάγκωναν συνεχώς τους ανθρώπους και τα ζώα. Γι' αυτό μεταφέρθηκαν αρκετοί γάτοι στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου όπου τρέφονταν και αφήνονταν ελεύθεροι στις γύρω δενδρώδεις και θαμνώδεις εκτάσεις για να κυνηγήσουν τα φίδια.
Ο σχηματισμός της χερσονήσου Ακρωτηρίου είναι, από γεωμορφολογικής απόψεως, μια πολύ ενδιαφέρουσα και συναρπαστική διεργασία. Θα πρέπει να φανταστούμε ένα νησάκι που εκτεινόταν ανάμεσα στα ακρωτήρια Ζευγάρι και Γάτας. Πολύ πιο ψηλά από τη σημερινή αλυκή Λεμεσού βρισκόταν η παλιά στάθμη της θάλασσας. Από τα στόμια του Κούρη και του Γαρύλλη άρχισαν να δημιουργούνται δυο ανεξάρτητες ράχες ή υψώματα από άμμο και χαλίκια, δημιούργημα των κυμάτων και των ρευμάτων. Σταδιακά τα υψώματα αυτά επεκτάθηκαν και ενώθηκαν με το νησάκι στα νότια. Ταυτόχρονα οι ράχες αυτές έγιναν πιο πλατιές εξαιτίας επιπρόσθετων αποθέσεων άμμου και χαλικιών. Το γεωμορφολογικό φαινόμενο της ένωσης μιας νησίδας με την ξηρά μέσω θαλάσσιου φραγμού ονομάζεται τόμπολο (ιταλικός όρος που επικράτησε διεθνώς). Στην περιοχή της χερσονήσου Ακρωτηρίου βρίσκεται ένα κλασσικό παράδειγμα διπλού τόμπολο. Στο μέσο η αλυκή της Λεμεσού, πιο μεγάλη σε έκταση στην αρχή, σταδιακά περιορίστηκε στις σημερινές της διαστάσεις. Το γεγονός ότι η άμμος και τα χαλίκια είναι εξαιρετικά υδροπερατές αποθέσεις, εξηγεί και την εισροή θαλάσσιου νερού στην αλυκή, ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες, όταν δεν παρατηρείται μεγάλη εξάτμιση.
Στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου υπάρχουν διάφοροι αρχαιολογικοί χώροι που μαρτυρούν ότι στην έκταση εκείνη είχαν αναπτυχθεί διάφοροι μικροί οικισμοί διαφόρων εποχών. Στην τοποθεσία Αετόκρεμμος, στην απότομη και βραχώδη νότια ακτή της χερσονήσου εντοπίστηκε και ανασκάφηκε ένας μικρός καταυλισμός κυνηγών, ο αρχαιότερος που διερευνήθηκε ποτέ στην Κύπρο.
Σχετικά με τις αρχαιότητες της χερσονήσου δες σχετικά στο λήμμα Ακρωτήρι αρχαιολογικός χώρος.